Τη γνωρίσαμε μέσα από την πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά “Μην αρχίζεις τη μουρμούρα” αλλά ορισμένοι εξ ημών είχαμε την τύχη να την απολαύσουμε πρόσφατα στο θέατρο ως Αμπιγκέιλ Γουίλιαμς στις “Οι Μάγισσες του Σάλεμ” του Άρθουρ Μίλερ.
Σήμερα, η Δανάη Επιθυμιάδη, έχοντας μπει σε μια φάση καλλιτεχνικής ωρίμανσης που διατρέχει οθόνη και σανίδι, μίλησε για την δημιουργική διαδικασία όπως αυτή τροφοδοτείται από τους διαφορετικούς ρόλους ως ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης (καθώς και από αυτόν της «μητέρας»).
– Έρχεσαι από μια πρόσφατη παρουσία σου σε ένα από τα πιο γνωστά θέατρα του Παρισιού. Πώς έγινε πράξη αυτό το κατόρθωμα;
Ξεκίνησα να γράφω το θεατρικό “Όλος ο χρόνος του κόσμου” πριν περίπου δέκα χρόνια. Μετά από πολλές αλλαγές τίτλων κι ακόμα περισσότερα ντραφτς, το έστειλα πρόπερσι σε ένα διεθνή διαγωνισμό στη Γερμανία στον οποίο απέσπασε και το δεύτερο βραβείο συγγραφής πρωτότυπου έργου. Λίγο καιρό μετά, ολοκλήρωσα την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους -βασισμένη στον πρώτο μονόλογο του θεατρικού έργου- η οποία τιμήθηκε με το Βραβείο Μικρού Μήκους Σπουδαστικής Ταινίας στα βραβεία Iris. Είχαμε γνωριστεί με τον Wajdi Mouawad, καλλιτεχνικό διευθυντή του γαλλικού Εθνικού Θεάτρου La Colline, με αφορμή την παράσταση του έργου του “Πυρκαγιές” σε σκηνοθεσία της Ι. Βουλγαράκη στην οποία έπαιζα, και καθώς τον ενδιέφερε να εντάξει στον καλλιτεχνικό προγραμματισμό του θεάτρου γυναίκες ηθοποιούς που έκαναν το “πέρασμα” από την υποκριτική στη συγγραφή και στη σκηνοθεσία, με επέλεξε μαζί με τη Γερμανίδα Judith Rosmair για να παιχτούν τα έργα μας στην αρχή της χρονιάς στο θέατρο La Colline.
– Πώς βίωσες αυτή την εμπειρία στο εξωτερικό σε σχέση και με τη δημιουργική συνθήκη στην Ελλάδα;
Ήταν μια ύπεροχη εμπειρία η συνεργασία μας με το θέατρο. Τόσο οι τεχνικοί συντελεστές όσο και το ίδιο το θέατρο δημιούργησαν για εμάς την ιδανική συνθήκη ανεβάσματος της παράστασης. Ένας υπέροχος συνδυασμός ευγένειας κι επαγγελματισμού. Δυστυχώς στην Ελλάδα, που οι οικονομικές συνθήκες και το γενικότερο αίσθημα δυσχέριας, με το οποίο παλεύουμε στον χώρο μας, αφήνει ελάχιστο περιθώριο να καλλιεργηθούν ευνοϊκοί όροι συνεργασίας είτε σε οργανωτικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Στη Γαλλία υπάρχουν κάποια κεκτημένα που αφορούν στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο κρατικός μηχανισμός τους καλλιτέχνες. Βεβαίως τώρα με την απειλή του προβαδίσματος του ακροδεξιού μετώπου στις βουλευτικές εκλογές, πολλά μπορεί να αλλάξουν. Η επόμενη μέρα προβλέπεται δυσοίωνη.
– O κεντρικός θεματικός άξονας του έργου σε τι αφορά;
Το έργο αφορά την σχέση μητέρας και κόρης και στην υποχρεωτική ενηλικίωση της τελευταίας, εξ αφορμής της ξαφνικής απώλειας της μητέρας της. Επειδή το έργο αυτό το γράφω πολλά χρόνια, είχε μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να το ξαναπιάσω έχοντας μπει εγώ η ίδια στον ρόλο της μητέρας και προβάλλοντας κομμάτια της σχέσης μου με τη δική μου μητέρα σε αυτήν με την κόρη μου.
– Μιλώντας για μητρότητα, πώς είναι αλήθεια η διαδικασία να γράφεις και να μεγαλώνεις το παιδί παράλληλα;
Εξαντλητική. Αλλά και ωραία. Δεν είχαμε καμία βοήθεια από γιαγιάδες και παππούδες σε εκείνη τη φάση, η μικρή ήταν τεσσάρων μηνών, θήλαζε και δεν κοιμόταν ποτέ συνεχόμενα, και εγώ έπρεπε να γράφω τις ώρες που κοιμόταν. Έχει κάτι ενδιαφέρον αυτή η εξάντληση γιατί σε κάνει να εστιάζεις στο απόλυτο παρόν, μια απόσταξη και συμπύκνωση χρόνου και νοήματος. Έχεις ένα ή δέκα λεπτά και πρέπει να τα εκμεταλλευτείς. Είσαι μόνιμα σε alert, αξιοποιείς τον χρόνο όπως μπορείς.
– Αυτά υποθέτω έρχονται να προστεθούν σε όλες τις πάγιες αδυναμίες μιας γυναίκας που κάνει Τέχνη σε συνθήκη υποχρηματοδότησης και ανισότητας.
Όλα αυτά που θέτεις, όπου οι κρατικές επιχορηγήσεις συρρικνώνονται αντί να εξορθολογίζεται το σύστημα απονομής τους και να επεκτείνονται, συν ένα κλίμα ασυνεννοησίας με θεσμούς, παραγωγούς και όλη αυτή την αλυσίδα της παραγωγής ενός καλλιτεχνικού προϊόντος. Και φυσικά το γεγονός ότι από την Πολιτεία αντιμετωπιζόμαστε λίγο πολύ ως χομπίστες, σε διαχρονική βάση.
– Αναφέρθηκες σε μόνιμο alert. Δεν είναι δύσκολο να αναδημιουργήσεις αισθήματα και χαρακτήρες σε διαρκές on/off;
Με έναν τρόπο δε βγαίνεις ποτέ από αυτόν τον κόσμο. Ακόμη και στον ύπνο σου δουλεύεις στα όνειρά σου, ξεκλέβεις στιγμές και γενικά το μυαλό σου είναι στραμμένο σε μια κατεύθυνση και την κατάλληλη στιγμή όλα λειτουργούν με τρόπο συμπυκνωμένο και διαυγή. Και με την πολύτιμη ματιά του δραματουργού μου, δουλέψαμε τα σημεία εκείνα που κινδύνευαν με παραδοθούν στην αυτοαναφορικότητα και σ ‘ένα “κλείσιμο” λόγω προσωπικού βιώματος, και κατορθώσαμε να φτιάξουμε ένα έργο ανοικτό στην οικουμενική συνθήκη της απώλειας και του πένθους, να ξεφύγουμε από το βιωματικό σκέλος και κάθε τι που προστίθεται να είναι μέρος μιας δομής συνολικής.
– Επιστρέφω στη δραματουργία. Επί σκηνής, σε επίπεδο πλοκής και δομής, τι να περιμένουμε;
Ως προς τη δομή, εναλλάσσονται δύο συγγραφικά στυλ, από τη μια έχουμε μονολόγους σε παραληρηματικό ύφος και από την άλλη διαλόγους σε πιο ρεαλιστική συνθήκη. Αυτοί οι δύο κόσμοι μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλον και συναντιούνται σε μια ενιαία κατεύθυνση. Σε ό,τι αφορά την πλοκή -και στον βαθμό που μου επιτρέπεται να πω χωρίς να κάνω σπόιλερ- συναντάμε μια γυναίκα -τη Χριστίνα- σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου η οποία απέναντί της έχει έναν ανακριτή. Από τις ερωτήσεις του προκύπτει ότι η γυναίκα αυτή ενεπλάκη σε ένα ατύχημα που εκείνη δεν έχει την παραμικρή μνήμη. Στην προσπάθεια της να θυμηθεί, θα ξεκινήσει ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αποδοχής. Συνοδοιπόρος της ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο πρόσωπο που όσο εκείνη συμπληρώνει τα κομμάτια του παζλ τόσο εκείνο μεταμορφώνεται. Παρότι πρόκειται για μια ιστορία με κύριο θεματικό άξονα το πενθος και την αποδοχή του, το χιούμορ και το παράδοξο αποτελούν βασικά δομικά συστατικά που υφαίνουν μια παράξενη περιπλάνηση στη μνήμη.
– Αναρωτιέμαι αν μπορεί να υπάρξει η οδύνη δίχως το χιούμορ στη ζωή και κατ’ επέκταση στη σκηνή.
Δεν μπορεί, σε στιγμές μεγάλου πένθους υπάρχουν και στιγμές υστερικής διάλυσης. Στην κηδεία της μητέρας μου και μετά από μερικά κονιάκ έχω πάθει ένα από τα μεγαλύτερα ξεσπάσματα νευρικού γέλιου της ζωής μου. Είναι η άμυνα του οργανισμού απέναντι σε μια κατάσταση χάους. Ένα από τα πράγματα που με ενδιέφερε στη συγγραφή του έργου, είχε να κάνει με την απενοχοποίηση αυτής της διαδικασίας όπου πλήττεσαι και που αναπόφευκτα σου επιβάλλεται μια κάποιου είδους εσωστρέφεια. Το να μπορεί να υπάρχει ένας χώρος προσωπικός και για πιο μικρές, θυμωμένες ενίοτε, λιγότερο γενναιόδωρες ή ηρωικές αντιδράσεις, μακριά από τη ρομαντικοποίηση που υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις. Υπάρχει ποικιλία στον τρόπο έκφρασης του πόνου όπως ισχύει και για όλα τα συναισθήματα.
– Και υπάρχει και ο τρόπος που η απώλεια και το οποιοδήποτε πένθος αλλάζει την εικόνα μας για το πράγματα.
Ασφαλώς. Υπάρχει ένα θέμα που έχουμε οι άνθρωποι με τον αποχαιρετισμό γενικότερα. Μπορεί να μισούμε κάτι αλλά να έχουμε συνηθίσει να μας ορίζει συμβιώνοντας μαζί του κι όταν αυτό έχει φύγει και χαθεί χάνουμε το κέντρο μας, αποπροσανατολιζόμαστε. Ένα παράδειγμα που μου έρχεται πρόσφατο από το σινεμά είναι η “Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ”, όπου ένας από τους χαρακτήρες αποφυλακίζεται και έχοντας χάσει τη θέση του στον κόσμο αυτοκτονεί. Αντίστοιχα ακόμα και μία σχέση που στηρίζεται στον θυμό δεν παύει να είναι μία σχέση κι όταν αυτή χαθεί αφήνει ένα κενό. Το πένθος είναι αναπόφευκτο ακόμα κι αν στο παρελθόν έχεις ευχηθεί το τέλος της.
– Πέρα από την παράσταση σε τι άλλο σε βρίσκουμε καλλιτεχνικά την επόμενη περίοδο;
Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Ιανουάριο του 2024 στο θέατρο La Colline στο Παρίσι και πήγε πολύ καλά, μάλιστα θα επιστρέψω στο ίδιο θέατρο το 2026 με μια επόμενη, διαφορετική δουλειά. Παράλληλα με αυτό εμφανίζομαι στην τηλεόραση, κάνω γυρίσματα για τη σειρά “Να με λες μαμά” η οποία θα προβληθεί από τον Ιανουάριο 2025 στον Alpha, σε σκηνοθεσία Αντώνη Αγγελόπουλου, με τη Μαρία Κίτσου και τη Φιλαρέτη Κομνηνού μεταξύ άλλων. Είναι μια δουλειά που με αγγίζει πολύ θεματικά, ο άξονας της σειράς ακουμπάει πάνω στο δύσκολο ζήτημα της παιδικής κακοποίησης και τι κάνεις ελλείψει κρατικής πρόνοιας, που μπορείς να φτάσεις την ευθύνη σου ώστε να προστατεύσεις ένα πλάσμα ανυπεράσπιστο. Υπάρχουν συζητήσεις και για μια άλλη σειρά στον Alpha – αλλά είναι νωρίς για να μιλήσω γι αυτήν. Σε κινηματογραφικό επίπεδο, ετοιμάζω τη δεύτερη μικρού μήκους μου ταινία που έχει πάρει χρηματοδότηση από την ΕΡΤ για να γυριστεί μέσα στο 2025.
Τη γνωρίσαμε μέσα από την πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά “Μην αρχίζεις τη μουρμούρα” αλλά ορισμένοι εξ ημών είχαμε την τύχη να την απολαύσουμε πρόσφατα στο θέατρο ως Αμπιγκέιλ Γουίλιαμς στις “Οι Μάγισσες του Σάλεμ” του Άρθουρ Μίλερ.
Σήμερα, η Δανάη Επιθυμιάδη, έχοντας μπει σε μια φάση καλλιτεχνικής ωρίμανσης που διατρέχει οθόνη και σανίδι, μίλησε για την δημιουργική διαδικασία όπως αυτή τροφοδοτείται από τους διαφορετικούς ρόλους ως ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης (καθώς και από αυτόν της «μητέρας»).
– Έρχεσαι από μια πρόσφατη παρουσία σου σε ένα από τα πιο γνωστά θέατρα του Παρισιού. Πώς έγινε πράξη αυτό το κατόρθωμα;
Ξεκίνησα να γράφω το θεατρικό “Όλος ο χρόνος του κόσμου” πριν περίπου δέκα χρόνια. Μετά από πολλές αλλαγές τίτλων κι ακόμα περισσότερα ντραφτς, το έστειλα πρόπερσι σε ένα διεθνή διαγωνισμό στη Γερμανία στον οποίο απέσπασε και το δεύτερο βραβείο συγγραφής πρωτότυπου έργου. Λίγο καιρό μετά, ολοκλήρωσα την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους -βασισμένη στον πρώτο μονόλογο του θεατρικού έργου- η οποία τιμήθηκε με το Βραβείο Μικρού Μήκους Σπουδαστικής Ταινίας στα βραβεία Iris. Είχαμε γνωριστεί με τον Wajdi Mouawad, καλλιτεχνικό διευθυντή του γαλλικού Εθνικού Θεάτρου La Colline, με αφορμή την παράσταση του έργου του “Πυρκαγιές” σε σκηνοθεσία της Ι. Βουλγαράκη στην οποία έπαιζα, και καθώς τον ενδιέφερε να εντάξει στον καλλιτεχνικό προγραμματισμό του θεάτρου γυναίκες ηθοποιούς που έκαναν το “πέρασμα” από την υποκριτική στη συγγραφή και στη σκηνοθεσία, με επέλεξε μαζί με τη Γερμανίδα Judith Rosmair για να παιχτούν τα έργα μας στην αρχή της χρονιάς στο θέατρο La Colline.
– Πώς βίωσες αυτή την εμπειρία στο εξωτερικό σε σχέση και με τη δημιουργική συνθήκη στην Ελλάδα;
Ήταν μια ύπεροχη εμπειρία η συνεργασία μας με το θέατρο. Τόσο οι τεχνικοί συντελεστές όσο και το ίδιο το θέατρο δημιούργησαν για εμάς την ιδανική συνθήκη ανεβάσματος της παράστασης. Ένας υπέροχος συνδυασμός ευγένειας κι επαγγελματισμού. Δυστυχώς στην Ελλάδα, που οι οικονομικές συνθήκες και το γενικότερο αίσθημα δυσχέριας, με το οποίο παλεύουμε στον χώρο μας, αφήνει ελάχιστο περιθώριο να καλλιεργηθούν ευνοϊκοί όροι συνεργασίας είτε σε οργανωτικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Στη Γαλλία υπάρχουν κάποια κεκτημένα που αφορούν στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο κρατικός μηχανισμός τους καλλιτέχνες. Βεβαίως τώρα με την απειλή του προβαδίσματος του ακροδεξιού μετώπου στις βουλευτικές εκλογές, πολλά μπορεί να αλλάξουν. Η επόμενη μέρα προβλέπεται δυσοίωνη.
– O κεντρικός θεματικός άξονας του έργου σε τι αφορά;
Το έργο αφορά την σχέση μητέρας και κόρης και στην υποχρεωτική ενηλικίωση της τελευταίας, εξ αφορμής της ξαφνικής απώλειας της μητέρας της. Επειδή το έργο αυτό το γράφω πολλά χρόνια, είχε μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να το ξαναπιάσω έχοντας μπει εγώ η ίδια στον ρόλο της μητέρας και προβάλλοντας κομμάτια της σχέσης μου με τη δική μου μητέρα σε αυτήν με την κόρη μου.
– Μιλώντας για μητρότητα, πώς είναι αλήθεια η διαδικασία να γράφεις και να μεγαλώνεις το παιδί παράλληλα;
Εξαντλητική. Αλλά και ωραία. Δεν είχαμε καμία βοήθεια από γιαγιάδες και παππούδες σε εκείνη τη φάση, η μικρή ήταν τεσσάρων μηνών, θήλαζε και δεν κοιμόταν ποτέ συνεχόμενα, και εγώ έπρεπε να γράφω τις ώρες που κοιμόταν. Έχει κάτι ενδιαφέρον αυτή η εξάντληση γιατί σε κάνει να εστιάζεις στο απόλυτο παρόν, μια απόσταξη και συμπύκνωση χρόνου και νοήματος. Έχεις ένα ή δέκα λεπτά και πρέπει να τα εκμεταλλευτείς. Είσαι μόνιμα σε alert, αξιοποιείς τον χρόνο όπως μπορείς.
– Αυτά υποθέτω έρχονται να προστεθούν σε όλες τις πάγιες αδυναμίες μιας γυναίκας που κάνει Τέχνη σε συνθήκη υποχρηματοδότησης και ανισότητας.
Όλα αυτά που θέτεις, όπου οι κρατικές επιχορηγήσεις συρρικνώνονται αντί να εξορθολογίζεται το σύστημα απονομής τους και να επεκτείνονται, συν ένα κλίμα ασυνεννοησίας με θεσμούς, παραγωγούς και όλη αυτή την αλυσίδα της παραγωγής ενός καλλιτεχνικού προϊόντος. Και φυσικά το γεγονός ότι από την Πολιτεία αντιμετωπιζόμαστε λίγο πολύ ως χομπίστες, σε διαχρονική βάση.
– Αναφέρθηκες σε μόνιμο alert. Δεν είναι δύσκολο να αναδημιουργήσεις αισθήματα και χαρακτήρες σε διαρκές on/off;
Με έναν τρόπο δε βγαίνεις ποτέ από αυτόν τον κόσμο. Ακόμη και στον ύπνο σου δουλεύεις στα όνειρά σου, ξεκλέβεις στιγμές και γενικά το μυαλό σου είναι στραμμένο σε μια κατεύθυνση και την κατάλληλη στιγμή όλα λειτουργούν με τρόπο συμπυκνωμένο και διαυγή. Και με την πολύτιμη ματιά του δραματουργού μου, δουλέψαμε τα σημεία εκείνα που κινδύνευαν με παραδοθούν στην αυτοαναφορικότητα και σ ‘ένα “κλείσιμο” λόγω προσωπικού βιώματος, και κατορθώσαμε να φτιάξουμε ένα έργο ανοικτό στην οικουμενική συνθήκη της απώλειας και του πένθους, να ξεφύγουμε από το βιωματικό σκέλος και κάθε τι που προστίθεται να είναι μέρος μιας δομής συνολικής.
– Επιστρέφω στη δραματουργία. Επί σκηνής, σε επίπεδο πλοκής και δομής, τι να περιμένουμε;
Ως προς τη δομή, εναλλάσσονται δύο συγγραφικά στυλ, από τη μια έχουμε μονολόγους σε παραληρηματικό ύφος και από την άλλη διαλόγους σε πιο ρεαλιστική συνθήκη. Αυτοί οι δύο κόσμοι μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλον και συναντιούνται σε μια ενιαία κατεύθυνση. Σε ό,τι αφορά την πλοκή -και στον βαθμό που μου επιτρέπεται να πω χωρίς να κάνω σπόιλερ- συναντάμε μια γυναίκα -τη Χριστίνα- σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου η οποία απέναντί της έχει έναν ανακριτή. Από τις ερωτήσεις του προκύπτει ότι η γυναίκα αυτή ενεπλάκη σε ένα ατύχημα που εκείνη δεν έχει την παραμικρή μνήμη. Στην προσπάθεια της να θυμηθεί, θα ξεκινήσει ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αποδοχής. Συνοδοιπόρος της ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο πρόσωπο που όσο εκείνη συμπληρώνει τα κομμάτια του παζλ τόσο εκείνο μεταμορφώνεται. Παρότι πρόκειται για μια ιστορία με κύριο θεματικό άξονα το πενθος και την αποδοχή του, το χιούμορ και το παράδοξο αποτελούν βασικά δομικά συστατικά που υφαίνουν μια παράξενη περιπλάνηση στη μνήμη.
– Αναρωτιέμαι αν μπορεί να υπάρξει η οδύνη δίχως το χιούμορ στη ζωή και κατ’ επέκταση στη σκηνή.
Δεν μπορεί, σε στιγμές μεγάλου πένθους υπάρχουν και στιγμές υστερικής διάλυσης. Στην κηδεία της μητέρας μου και μετά από μερικά κονιάκ έχω πάθει ένα από τα μεγαλύτερα ξεσπάσματα νευρικού γέλιου της ζωής μου. Είναι η άμυνα του οργανισμού απέναντι σε μια κατάσταση χάους. Ένα από τα πράγματα που με ενδιέφερε στη συγγραφή του έργου, είχε να κάνει με την απενοχοποίηση αυτής της διαδικασίας όπου πλήττεσαι και που αναπόφευκτα σου επιβάλλεται μια κάποιου είδους εσωστρέφεια. Το να μπορεί να υπάρχει ένας χώρος προσωπικός και για πιο μικρές, θυμωμένες ενίοτε, λιγότερο γενναιόδωρες ή ηρωικές αντιδράσεις, μακριά από τη ρομαντικοποίηση που υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις. Υπάρχει ποικιλία στον τρόπο έκφρασης του πόνου όπως ισχύει και για όλα τα συναισθήματα.
– Και υπάρχει και ο τρόπος που η απώλεια και το οποιοδήποτε πένθος αλλάζει την εικόνα μας για το πράγματα.
Ασφαλώς. Υπάρχει ένα θέμα που έχουμε οι άνθρωποι με τον αποχαιρετισμό γενικότερα. Μπορεί να μισούμε κάτι αλλά να έχουμε συνηθίσει να μας ορίζει συμβιώνοντας μαζί του κι όταν αυτό έχει φύγει και χαθεί χάνουμε το κέντρο μας, αποπροσανατολιζόμαστε. Ένα παράδειγμα που μου έρχεται πρόσφατο από το σινεμά είναι η “Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ”, όπου ένας από τους χαρακτήρες αποφυλακίζεται και έχοντας χάσει τη θέση του στον κόσμο αυτοκτονεί. Αντίστοιχα ακόμα και μία σχέση που στηρίζεται στον θυμό δεν παύει να είναι μία σχέση κι όταν αυτή χαθεί αφήνει ένα κενό. Το πένθος είναι αναπόφευκτο ακόμα κι αν στο παρελθόν έχεις ευχηθεί το τέλος της.
– Πέρα από την παράσταση σε τι άλλο σε βρίσκουμε καλλιτεχνικά την επόμενη περίοδο;
Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Ιανουάριο του 2024 στο θέατρο La Colline στο Παρίσι και πήγε πολύ καλά, μάλιστα θα επιστρέψω στο ίδιο θέατρο το 2026 με μια επόμενη, διαφορετική δουλειά. Παράλληλα με αυτό εμφανίζομαι στην τηλεόραση, κάνω γυρίσματα για τη σειρά “Να με λες μαμά” η οποία θα προβληθεί από τον Ιανουάριο 2025 στον Alpha, σε σκηνοθεσία Αντώνη Αγγελόπουλου, με τη Μαρία Κίτσου και τη Φιλαρέτη Κομνηνού μεταξύ άλλων. Είναι μια δουλειά που με αγγίζει πολύ θεματικά, ο άξονας της σειράς ακουμπάει πάνω στο δύσκολο ζήτημα της παιδικής κακοποίησης και τι κάνεις ελλείψει κρατικής πρόνοιας, που μπορείς να φτάσεις την ευθύνη σου ώστε να προστατεύσεις ένα πλάσμα ανυπεράσπιστο. Υπάρχουν συζητήσεις και για μια άλλη σειρά στον Alpha – αλλά είναι νωρίς για να μιλήσω γι αυτήν. Σε κινηματογραφικό επίπεδο, ετοιμάζω τη δεύτερη μικρού μήκους μου ταινία που έχει πάρει χρηματοδότηση από την ΕΡΤ για να γυριστεί μέσα στο 2025.