Το ημερολόγιο έγραφε 2 Ιουνίου του 2001. Η Μαρίζα Κωχ θα έδινε συναυλία στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας με καλεσμένους της τον συνεργάτη της, παραδοσιακό βιολιστή Νίκο Οικονομίδη, αλλά και τον Χρόνη Αηδονίδη, έναν από τους πρωτομάστορες της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Υπήρχε διάχυτο ένα δέος και μόνο που όλοι ξέραμε πως όπου να’ ναι θα ερχόταν ο μεγάλος Αηδονίδης. «Είναι πολύ γλυκός άνθρωπος» μου είπε η Κωχ, «απολαμβάνει τις συνεργασίες του κάθε φορά και δεν το ”παίζει” αυθεντία, ενώ είναι αυθεντία». Και είχε δίκιο η Κωχ, αναφερόμενη προφανώς στον πόλεμο που είχε δεχτεί από τη δεκαετία του 1970 ήδη για τις τολμηρές διασκευές της στα παραδοσιακά τραγούδια. Ο Αηδονίδης δεν ενστερνιζόταν την άποψη της σύγχρονής του, Δόμνας Σαμίου, η οποία θα μου έλεγε σε συνέντευξη της το 2003: «Αφήστε ήσυχο το δημοτικό τραγούδι, όταν γραφόταν δεν υπήρχε καν ρεύμα». Ο Αηδονίδης αγαπούσε εξίσου τους νέους δημιουργούς και τραγουδιστές και η πιο ισχυρή απόδειξη αυτού ήταν οι συμπράξεις του μέσα στα χρόνια με την Εστουδιαντίνα του Ανδρέα Κατσιγιάννη, με τον Ζαχαρία Καρούνη, όπως φυσικά και το υπέροχο νανούρισμα σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου, το “Βλέφαρο μου”, που είχε μόλις κυκλοφορήσει στα “Μυστικά του Κήπου” του Νίκου Κυπουργού. Ήθελα πολύ μία συζήτηση μαζί του και η ευκαιρία δόθηκε εκείνη τη μέρα στα παρασκήνια του Σ.Ε.Φ. Πράγματι, έχω τώρα στη θύμηση μου έναν ηλικιωμένο άνδρα που τότε ήταν 73 ετών, ευγενή και προσηνή, πρόθυμο να κάνει διάλογο περί μουσικής μ’ έναν πολύ νέο άνθρωπο, όπως κι εγώ ήμουν τότε στα 27 μου:
– Κύριε Αηδονίδη, ο χαρακτηρισμός του «ερευνητή» θα σας ταίριαζε;
Και ναι και όχι. Από παιδί δεν χρειαζόταν να ψάξω περαιτέρω τα ακούσματα μου. Άκουγα τα δημοτικά τραγούδια απ’ τους μεγαλύτερους μου, που τα τραγουδούσαν παντού, και αμέσως εντυπώνονταν στο μυαλό και την ψυχή μου. Χωρίς καμία φιλοδοξία τραγουδιστή με καριέρα κλπ. Εσείς τι μουσική ακούτε;
Ροκ ως επί το πλείστον.
– Κρατάτε σημειώσεις;
Τι εννοείτε;
– Αν κάνατε ποτέ αυτό που έκανα εγώ. Που γέμιζα τετράδια με στίχους τραγουδιών που άκουγα για να μην τα ξεχνάω και για να τα τραγουδάω μετά στον ελεύθερο χρόνο μου.
Όχι ακριβώς, κρατάω όμως σημειώσεις για συγκροτήματα στο χαρτί των βινυλίων συνήθως. Ίδια κίνηση είναι. Εμείς τότε δεν είχαμε δίσκους και ότι ακούγαμε ήταν προφορικό, απ’ τους μεγαλύτερους, γι’ αυτό με το φόβο ότι την επόμενη φορά θα το ακούσουμε κάπως αλλιώς, ενδεχομένως με άλλους στίχους, εγώ το κατέγραφα πάντα σαν την πρώτη και μοναδική φορά. Αν αυτό τώρα θεωρείται έρευνα ή καταγραφή, αποδέχομαι το χαρακτηρισμό του ερευνητή.
– Γεννηθήκατε στον Έβρο. Πότε έρχεστε στην Αθήνα;
Ήρθαμε οικογενειακώς στην Αθήνα το 1948. Ήμουν περίπου είκοσι ετών και είχα βιώσει στο πετσί μου τον σκληρό Εμφύλιο. Οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους και είχα πιστέψει πως δεν θα γλιτώσουμε ποτέ απ’ όλο αυτό το κακό. Ζώντας σε χωριά ακριτικά, δεν είχαμε καμία επαφή με την πρωτεύουσα, ήμασταν ξεκομμένοι και κανείς δεν ασχολιόταν μαζί μας. Ήταν πολύ άσχημο πράγμα αυτό. Όσο οι άλλοι σκοτώνονταν για τα πολιτικά, εγώ μάζευα τραγούδια χωρίς -επαναλαμβάνω- καμία σκέψη για να γίνω επαγγελματίας τραγουδιστής. Τα τραγούδια ήταν το αποκούμπι μου.
– Ωστόσο, σπουδάσατε το παραδοσιακό τραγούδι, δεν προέκυψαν όλα κατά τύχη.
Ισχύει αυτό, αφού ξεκίνησα μαθήματα βυζαντινής μουσικής σε νεαρή ηλικία, στο Γυμνάσιο, με δάσκαλο τον περίφημο Θρακιώτη Μιχάλη Κεφαλοκόπτη. Αυτός είχε διατελέσει και βοηθός του Άρχοντα Πρωτοψάλτη στο Φανάρι, οπότε κατάλαβα από νωρίς τη στενή σχέση βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής.
– Στη δισκογραφία πότε μπαίνετε για πρώτη φορά;
Με τον ερχομό της δεκαετίας του ’60. Πρώτα επεδίωξα να γνωρίσω στην Αθήνα τον δάσκαλο Σίμωνα Καρρά που έκανε σοβαρή δουλειά με το τότε Ε.Ι.Ρ. Δεν είχαν κάποιο τραγουδιστή με θρακιώτικο ρεπερτόριο, απ’ τα μέρη μου δηλαδή, γι’ αυτό και μ’ ένα τρόπο με αξιοποίησαν. Θυμάμαι πως το πρώτο τραγούδι που βγήκε στον αέρα με τη φωνή μου ήταν ο “Βαγγέλης ο Καπετάνιος” και με συνόδευαν μουσικοί μαζί με χορωδία. Ένιωσα να βρίσκω τον εαυτό μου σ’ εκείνη την ηχογράφηση, δεν ήθελα τίποτα άλλο να κάνω.
– Σκοπός ζωής δηλαδή έγινε το τραγούδι.
Ήταν μεγάλη ιστορία να σε καλεί ο Σίμωνας Καρράς στους ραδιοφωνικούς θαλάμους. Όποιος περνούσε από κει και ξεχώριζε, άφηνε ένα δικό του στίγμα, αναγνωριζόταν με τη μία και αυτό τον έκανε να θέλει να συνεχίσει. Έτσι έγινε και με μένα. Ίσως τώρα που το σκέφτομαι, να μην μου ταιριάζει τελικά ο χαρακτηρισμός του ερευνητή. Το ρεπερτόριο μου όλα αυτά τα χρόνια φανερώνει πως έμεινα πιστός σ’ ένα τοπικιστικό δημοτικό τραγούδι.
– Πολύ μ’ ενδιαφέρει αυτό που λέτε.
Μα δεν τραγούδησα θαλασσινά δημοτικά τραγούδια, δεν μ’ ενδιέφερε. Δεν είχα το ρεπερτόριο, ούτε καν είχα κάνει τη σκληρή δουλειά της Δόμνας Σαμίου, που γύριζε μ’ ένα μαγνητόφωνο όλη την Ελλάδα και κατέγραφε παραδοσιακά τραγούδια. Εγώ ήμουν μια ζωή στα δικά μου βιώματα και ακούσματα, στα τραγούδια της Θράκης και της Μακεδονίας. Το πολύ – πολύ να “πήγαινα” μέχρι τη Μικρά Ασία. Εκεί αναζητήστε την αιτία που έγινα ό,τι έγινα. Διατήρησα το τοπικό χρώμα και στις αναζητήσεις μου και στις ερμηνείες μου.
– Κάτι, όμως, που ποτέ δεν έκανε η Δόμνα Σαμίου, μια και μοιραία την αναφέρουμε, ήταν να τραγουδήσει σε νυχτερινά μαγαζιά. Εσείς το κάνατε.
Ναι, το έκανα κι αυτό, αλλά σίγουρα δεν με χαρακτηρίζει. Και η Δόμνα, όμως, είχε τραγουδήσει με τον Σαββόπουλο σε κλαμπ της εποχής, αν αυτά θεωρούνται νυχτερινά μαγαζιά. Τέλος πάντων, έχετε δίκιο, δεν ήταν το ίδιο. Τραγούδησα για πρώτη φορά το 1967, για ένα μήνα, σ’ ένα μαγαζί που είχε ανοίξει στην Αθήνα ένας Θρακιώτης συντοπίτης μουσικός. Ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία με ήθελαν για τον ίδιο λόγο που με ήθελαν και στο Ε.Ι.Ρ., να λέω δηλαδή θρακιώτικα τραγούδια. Πολλά χρόνια μετά, στα τέλη του ’70, βρέθηκα και σ’ ένα άλλο αμιγώς λαϊκό μαγαζί στα Πατήσια, όπου έμεινα -για την ακρίβεια άντεξα- για άλλον ένα μήνα.
– Τι ήταν αυτό που δεν σας άρεσε στα λαϊκά μαγαζιά, απ’ τα οποία θα βγάζατε καλό μεροκάματο, υποθέτω.
Πολύ καλό, ναι, γι’ αυτό και έλεγα να μείνω, αν και στο τέλος δεν τα έβγαζα πέρα. Δεν ξέρω αν το ξέρετε, αλλά τα πρωινά εργζόμουν στο Σισμανόγλειο και έπρεπε να μην ξενυχτάω, να έχω καθαρό μυαλό για να’μαι παντού εντάξει με τις υποχρεώσεις μου. Εκεί, στο δεύτερο μαγαζί, δούλεψα με τον μπουζουξή του Θεοδωράκη, τον Κώστα Παπαδόπουλο, αλλά και τη Ρένα Ντάλμα, η οποία ήταν μια πολύ καλή λαϊκή τραγουδίστρια.
– Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να φανταστώ τη φωνή σας σε καθαρόαιμο λαϊκό τραγούδι.
Εγώ είχα το δικό μου μέρος. Τραγουδούσα μόνο δημοτικά θρακιώτικα και χάλαγε ο κόσμος. Ήθελαν να μου προσθέσουν και άλλη ώρα στο πρόγραμμα μου, που έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν έκανα, όμως, για τη νύχτα εγώ, κατάλαβα πόσο φθοροποιό ήταν για το εργαλείο που κουβαλάς, για το “ηχείο” σου, τη φωνή.
– Τι γνώμη έχετε για τον Μίκη Θεοδωράκη;
Του έχω μεγάλο σεβασμό. Όταν έβγαλε τον “Επιτάφιο”, την εποχή που εγώ ακριβώς έμπαινα στη δισκογραφία, καταλάβαμε πως ήταν ένας πρωτογενής δημιουργός που πήγαινε ν’ ανοίξει δρόμους, όπως και άνοιξε τελικά. Σέβομαι το ίδιο και τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο και όλους αυτούς τους συνθέτες που έσκυψαν πάνω από τους ποιητές και τους έβαλαν στα χείλη όλων των Ελλήνων.
– Εκείνοι τελικά είχαν τους ποιητές, εσείς είχατε όμως τα τραγούδια που πήγαιναν από στόμα σε στόμα.
Αλήθεια είναι κι αυτό. Μπορούσαμε ν’ ακούσουμε μία είδηση, κάτι συγκλονιστικό που είχε συμβεί σε κάποιον, κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση ν’ ακούσουμε σε δελτία ειδήσεων και μετά από καιρό το ακούγαμε ως δημοτικό τραγούδι. Και πάντα είχαμε την εντύπωση πως ερχόταν από τα πιο παλιά χρόνια. Εκεί πιστεύω είναι η δύναμη της παράδοσης, που δεν έγινε ποτέ μουσειακό είδος αλλά μεταμορφωνόταν μέσα στα χρόνια για να μπορεί να προσαρμόζεται στην κάθε εποχή.
– Σας κολάκευε το γεγονός πως οι νεότεροι έτρεφαν κι εκείνοι ένα σεβασμό για την τέχνη σας;
Αλίμονο. Τη Μαρίζα Κωχ τη γνωρίζω από τότε που ξεκίνησε. Να μη χαίρομαι που πήγε να ξεπλύνει τα δημοτικά από τη χουντική κατάχρηση; Αν κάθε χουντικό διάγγελμα ακουγόταν συνοδεία κλαρίνων και τσάμικων, ήταν πολύ φυσικό να υπάρξει αντίδραση απ’ τους νεότερους, οι οποίοι αγαπούσαν τρομερά την παράδοση, σαν την Κωχ, τον Σαββόπουλο και άλλους. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει αν “πειράζει” κανείς τον ήχο, αν θα έχει δημοτική κομπανία ή ποπ μπάντα. Ο λόγος μετράει, η ιστορία του κάθε τραγουδιού, η ποίηση που μας τροφοδοτεί η ίδια η παράδοση.
– Εδώ σήμερα τι σκοπεύετε να τραγουδήσετε;
Θα πούμε με τη Μαρίζα τα “Λιανοχορταρούδια”, έναν πολύ γνωστό ζωναράδικο θρακιώτικο χορό, αλλά και μερικά ακόμη θρακιώτικα, ίσως και το μακεδονίτικο “Μήλο μου κόκκινο”. Αγαπημένα τραγούδια, που τα ξέρει ο κόσμος, και πάντα τα ζητάει. Κρατήστε και το ό,τι αγαπώ εξίσου τα τραγούδια από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.
– Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος πέραν του τοπικιστικού χαρακτήρα, που αναφέρατε πριν;
Τα μακεδονίτικα ήταν κομμένα από τη χούντα για χρόνια. Ξέρετε γιατί; Τα θεωρούσαν κομμουνιστικά, λόγω της γειτονίας με τη Βουλγαρία. Αυτοί τότε ήθελαν μόνο λεβέντικα άσματα, τσάμικα με κλαρίνα. Τα μακεδονίτικα πάλι ήταν πολύ πλούσια από ρυθμολογική άποψη και τα είχα στερηθεί, έχοντας μπει για τα καλά στη δισκογραφία.
– Να που τώρα, όμως, που δεν έχουμε χούντα ευτυχώς, μπορείτε να τραγουδάτε ότι τραγούδι θέλετε.
Λέω να αποσύρομαι σιγά – σιγά, έχω περάσει τα εβδομήντα και δεν ξέρω κατά πόσο θα είμαι ακόμη “ετοιμοπόλεμος”.
– Και τι κάνετε γι’ αυτό;
Ασχολούμαι με τη διδασκαλία. Τη θεωρώ πιο σημαντική -πιστέψτε με- απ’ αυτό που κλήθηκα να κάνω τώρα, να συμμετάσχω δηλαδή σε μια συναυλία μιας άξιας συναδέλφου. Από τις αρχές του ’90 βοήθησα στη δημιουργία του Εργαστηρίου Παραδοσιακής Μουσικής της Αλεξανδρούπολης και είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό. Αν, όταν εγώ δεν θα είμαι πια εδώ, υπάρχουν τραγουδιστάδες που δηλώνουν «μαθητές του Χρόνη Αηδονίδη», να είστε σίγουρος πως θα χαμογελάω από κάπου ευτυχισμένος. Κι ενώ σας είπα ότι μια ζωή περιορίστηκα στο δικό μου θρακιώτικο ρεπερτόριο, η αλήθεια είναι πως με μια ακόμη τωρινή δραστηριότητα μου -μιλάω για το Αρχείο Ελληνικής Μουσικής- ασχολούμαι, εγώ και η ομάδα μου, με τις καταγραφές τραγουδιών απ’ ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων των Δεδεκανήσων και της Κρήτης.
– Θα ήθελα και ένα σχόλιο σας για τα περίφημα Μουσικά Σχολεία των τελευταίων ετών.
Όταν βλέπεις να σε πλησιάζουν νέα παιδιά, όχι μόνο με σεβασμό, αλλά και με ένα άλφα πνευματικό επίπεδο, κατανοείς πως δικαίως το δημοτικό τραγούδι, έστω μέσω εσού, που το υπηρέτησες πιστά για πενήντα χρόνια, μπήκε στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής. Θυμάσαι και εκείνους τους ανθρώπους, απ’ τους οποίους πρωτάκουσες δημοτικό τραγούδι. Τι ήταν όλοι αυτοί; Άνθρωποι αγράμματοι, φτωχοί λαϊκοί άνθρωποι. Δεν είναι ούτε δέκα χρόνια που με φωνάζουν σταθερά στις επιτροπές των μαθητικών αγώνων δημοτικού τραγουδιού. Μεγάλη ικανοποίηση, σαν να ανοίγεις το παράθυρο το πρωί για να μπει το φως της ημέρας.
– Αγωνιστής μέχρι τέλους, λοιπόν;
Δεν ξέρω πως το εννοείτε, αλλά το δέχομαι. Δουλεύω ακόμη και θα δουλεύω όσο μπορώ για τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης. Δεν μου αρέσει όλος αυτός ο εξαμερικανισμός της μουσικής, όχι μόνο πανελληνίως, αλλά και παγκοσμίως. Είναι σημαντικό για κάθε λαό να κρατάει τα έθιμα του και τις παραδόσεις του. Δεν είναι όλα ένας πολτός χωρίς κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Έτσι υποστηρίζω τους μαθητικούς διαγωνισμούς, τα Μουσικά Σχολεία και τις ατομικές προσπάθειες για διατήρηση της παράδοσης. Είμαι κοντά τους.
– Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τον ήχο, που εσείς είπατε πριν;
Έχει, αλλά πολύ λιγότερο απ’ όσο νομίζετε. Όταν συνεχίζεις να παίζεις και να τραγουδάς δημοτικό τραγούδι, έτσι όπως εσύ το γνώρισες, θέλεις να είναι και ελκυστικό στους νεότερους, σ’ αυτά τα νέα παιδιά που σήμερα επιλέγουν ν’ ασχοληθούν μαζί του. Δεν μπορείς να τους στερήσεις τον πιο σύγχρονο ήχο άπαξ και δεν το προδίδουν και, πάνω απ’ όλα, ξέρουν τι βγαίνει απ’ τα χείλη τους και από τα χέρια τους τη στιγμή που παίζουν ένα οποιοδήποτε όργανο. Δεν αναφερόμουν σ’ αυτό. Μίλησα για μια αποστασιοποίηση από τα αρχέτυπα, που προκαλεί η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, με το ν’ ακούς κάτι και να είναι αμερικανικό ή αγγλοσαξονικό. Να έχει χαθεί, με λίγα λόγια, η εθνική ταυτότητα του τραγουδιού.
– Η δική σας φωνή δίνει ταυτότητα στο τραγούδι;
Δεν μπορώ να το πω αυτό εγώ. Γεννήθηκα για να μεταφέρω τα ακούσματα των τόπων που μεγάλωσα. Έτσι τραγούδησα και πολύ την εκκλησιαστική μουσική. Ίσως έχω μια τακτική δική μου, έναν τρόπο που οι άλλοι αναγνώρισαν από νωρίς και ακόμη μου το αναγνωρίζουν.
– Σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνομιλία. Μη σας κρατάω άλλο, σε λίγο θα βγείτε στη σκηνή.
Εγώ σας ευχαριστώ και να τα ξαναπούμε μόλις βγει το νέο CD μου. Κάνουμε συνέχεια τελευταία δισκογραφικές παραγωγές με τα τραγούδια που λέμε τόση ώρα.