Ο Χρίστος Κοκαράκης είναι ένας ταλαντούχος ηθοποιός και σεναριογράφος, με ακαδημαϊκό υπόβαθρο στην Ψυχολογία από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και εκπαίδευση στην Κινηματογραφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από το 2014 συμμετέχει ενεργά σε θεατρικές παραγωγές, τόσο στο ελεύθερο θέατρο όσο και σε κρατικά και δημοτικά θέατρα, κερδίζοντας το κοινό και τους κριτικούς με τις μοναδικές του ερμηνείες.
Κατά τη θεατρική περίοδο 2023-24, ο Κοκαράκης πρωταγωνίστησε στην παράσταση “Catch the Butcher” του Adam Seidel, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Λίνας Φούντογλου. Η παράσταση, που φέτος επαναλαμβάνεται στο Θέατρο 104, ενσωματώνει ένα ιδιαίτερο μείγμα αντιθέσεων και συνδυασμών που ελκύουν τόσο τους θεατές όσο και τους συντελεστές. Το έργο συνδυάζει το μακάβριο με το χιούμορ, τον ρομαντισμό με τον κυνισμό, και το παράλογο με το απολύτως λογικό, δημιουργώντας ένα θρίλερ που προκαλεί συχνά γέλιο, αλλά και προβληματισμό.
Η ίδια η σκηνοθέτιδα έχει δηλώσει ότι εκείνο που την ώθησε να σκηνοθετήσει την παράσταση ήταν το «παράλογο» και οι αντιφατικοί χαρακτήρες της. Στο “Catch the Butcher”, οι ήρωες εμφανίζονται ως αντιήρωες με έντονη μοναξιά, η οποία τους σπρώχνει να αναζητήσουν συγκινήσεις ως επιβεβαίωση της ύπαρξής τους. Κεντρικά θέματα, όπως η κοινωνία, η πατριαρχία, ο γάμος και η τέχνη, διακωμωδούνται μέσω των διαλόγων, ενώ ο θάνατος και ο έρωτας παρουσιάζονται με κωμικοτραγικό τρόπο.
Η παράσταση, μέσα από την ιστορία της Νάνσυ, του Μπιλ και της Τζόαν, θέτει ερωτήματα σχετικά με την αναζήτηση του έρωτα και τη μάταιη προσπάθεια διαφυγής από τη μοναξιά. Ο έρωτας και ο θάνατος μπλέκονται σε μια σουρεαλιστική χορογραφία, αφήνοντας το κοινό να αναρωτιέται για την ίδια τη φύση της ζωής και του συναισθήματος. Ο Κοκαράκης, με την έντονη παρουσία και το βάθος της ερμηνείας του, προσδίδει στη σκηνή αυτό το παράλογο που, όταν το σκεφτείς ξανά, μοιάζει απολύτως λογικό – ίσως και απαραίτητο για να κατανοήσουμε καλύτερα την ανθρώπινη ύπαρξη.
Με αφορμή ένα έργο που σημειώνει επιτυχία για δεύτερη χρονιά, το Olafaq συνάντησε τον πρωταγωνιστή του και σε μια βόλτα στον Κεραμεικό μιλήσαν για το παράδοξο της «μαύρης κωμωδίας».
– Το “Catch the Butcher” είναι ένα έργο που συνδυάζει μαύρη κωμωδία και στοιχεία θρίλερ. Πώς προσεγγίζεις την ισορροπία ανάμεσα στο σκοτεινό και το κωμικό στην ερμηνεία του Μπιλ;
Αυτές οι αντιθέσεις ήταν που με γοήτευσαν σε αυτό το κείμενο. Να υπάρχει χιούμορ στις πιο σκοτεινές στιγμές. Αυτό κάνει τον χαρακτήρα και την ερμηνεία τρισδιάστατη και δίνει μια πολύ ανθρώπινη διάσταση σε έναν ρόλο σαν τον Μπιλ. Χωρίς αυτό νομίζω πως το έργο θα ήταν μισό. Ξέρετε, αυτό κάνει το Σέβεν αριστούργημα, και τις υπόλοιπες ταινίες αυτού του είδους με κατά συρροή δολοφόνους λιγότερο καλές. Το χιούμορ. Είναι πολύ σημαντικό κομμάτι στη ζωή μου το χιούμορ και προσπαθώ να αναδειχθεί αυτό το κομμάτι του έργου. Η προσέγγισή μου στον Μπιλ ήταν σε πρώτη φάση να μην τον κρίνω. Να επικοινωνήσει το σκοτάδι μου με το σκοτάδι του ρόλου. Μετά, όπως προείπα, το χιούμορ ήταν ένας μεγάλος σύμμαχος ώστε να γίνει τρισδιάστατη η ερμηνεία και όχι η καρικατούρα ενός σίριαλ κιλλερ.
– Ερμηνεύεις έναν κατά συρροή δολοφόνο που παράλληλα παρουσιάζεται με ανθρώπινες αδυναμίες. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις σε έναν τέτοιο αντιήρωα;
Η ισορροπία. Από τη μια, ότι είναι ένας άνθρωπος και αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει τόσο τρομακτικό. Στην Αμερική των 70s υπήρξε μια μεγάλη μυθοποίηση από τα μίντια τέτοιων περιπτώσεων που έκανε κακό στην κοινωνία εν τέλει. Από την άλλη, δεν ήθελα σε καμία περίπτωση ο Μπιλ να γίνει συμπαθής στο κοινό. Πρέπει μονίμως να είναι ανθρώπινος αλλά είναι ο κακός της ιστορίας. Ξέρετε, υπάρχει μια τάση τελευταία να δικαιολογούμε τα πάντα στην τέχνη. Αυτό με βρίσκει αντίθετο. Η τέχνη πρέπει να παίρνει θέση. Ένας δολοφόνος σε καμία περίπτωση δεν είναι δικαιολογημένος. Ούτε ο ίδιος μέσα από το κείμενο δεν προσπαθεί να το παίξει θύμα καταπίεσης ή κακοποίησης. «Εγώ έτσι γεννήθηκα», λέει με πλήρη ειλικρίνεια.
– Η ιστορία διαδραματίζεται στο Τέξας μιας άλλης εποχής, ωστόσο το έργο αγγίζει θέματα επίκαιρα. Πιστεύεις ότι το έργο είναι διαχρονικό και σε ποιο βαθμό;
Σίγουρα το όλο θέμα θύτη θύματος είναι αρχέγονο. Επίσης, η βία κάθε μορφής είναι πάντα επίκαιρη όπως και ο έρωτας και ο θάνατος. Αυτά τα στοιχεία του συγκεκριμένου έργου το κάνουν διαχρονικό. Η φόρμα του θρίλερ είναι απλά η αφορμή για να τα αναδείξει καλύτερα. Θεωρώ πως αυτό το έργο, μετά από κάποια χρόνια, θα θεωρείται κλασικό.
– Τι σε ενέπνευσε στην απόδοση του κειμένου ως μεταφραστής; Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που ήθελες να αναδείξεις ή να τονίσεις στη μετάφραση;
Όπως είπα και πριν, το χιούμορ. Τα παίρνουμε πλέον όλα πολύ στα σοβαρά. Δεν χρειάζεται. Είναι ωραίο να συγχωρείς τον άλλον και τον εαυτό σου ταυτόχρονα, μόνο έτσι προχωράς πραγματικά. Το χιούμορ είναι ένας πολύ καλός τρόπος να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα. Καμιά φορά σου δίνει και άλλη οπτική. Το άλλο που με ενέπνευσε ήταν η μεγάλη αγάπη που έχω στην αγγλική γλώσσα από παιδί. Οπότε το τόλμησα. Νιώθω πολύ όμορφα που τα κατάφερα. Ήταν μεγάλο στοίχημα να διατηρηθούν η αμεσότητα και τα νοήματα του κειμένου σε μια άλλη γλώσσα.
– Eίναι μια παράσταση που θίγει κοινωνικά ζητήματα, όπως την πατριαρχία και την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να βρει ουσιαστικό νόημα. Ως άνθρωπος, και όχι ως ηθοποιός, ποιες είναι οι απόψεις σου πάνω σε αυτά τα θέματα;
Θα ξεκινήσω από την πατριαρχία για να καταλήξω στο νόημα που θεωρώ ότι κρύβεται στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής. Κοιτάξτε, ο άνθρωπος από την Αναγέννηση και μετά αποθέωσε το μυαλό και το πνεύμα. Δημιούργησε συστήματα, μη θεοκρατικά περίπου, αλλά κάπου δεν άντεξε την ευθύνη. Η αλήθεια είναι αβάσταχτη για όντα σαν εμάς. Όλα τα συστήματά μας είναι ατελή για αυτόν τον λόγο. Έτσι και το καπιταλιστικό σύστημα που στηρίζεται στον θεσμό της οικογένειας, που κυρίως έχει πατριαρχική δομή, έχει τα ελαττώματά του. Αλλά ας μην δαιμονοποιούμε λέξεις. Το πρόβλημα είναι η τάση του ανθρώπου για βία, εξουσία και επιβολή. Από την άλλη, μάλλον οι οργανωμένες κοινωνίες, όσες έχουμε φτιάξει δηλαδή, δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνουν. Λέω μάλλον γιατί θα ήταν υπερφίαλο εκ μέρους μου να πάρω θέση σε κάτι τέτοιο. Και ερχόμαστε στην ουσία, δηλαδή στην αδυναμία του ανθρώπου να βρει ουσιαστικό νόημα. Όπως έχουν αποδείξει οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, δηλαδή η κβαντομηχανική, η ζωή δεν έχει νόημα. Ο Θεός παίζει ζάρια. Άρα καταλήγουμε στο αμλετικό δίλλημα. Αφού δεν υπάρχει νόημα και το γνωρίζω, να πιστέψω στη ζωή ή στον θάνατο; Προσωπικά δεν μπορώ να διανοηθώ να μην πιστέψω στην ίδια τη ζωή. Κλισέ αλλά το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή. Ο Άμλετ πάντως επιλέγει τον θάνατο.
– Ο Μπιλ και η Νάνσυ αναπτύσσουν μια σύνδεση που μοιάζει περισσότερο με υπαρξιακή ανάγκη παρά με έρωτα. Πώς διαχειρίζεστε με τη συμπρωταγωνίστριά σας αυτή τη μοναδική δυναμική στη σκηνή;
Για αρχή συμφωνώ μαζί σου για αυτούς τους δύο. Δεν πρόκειται για έρωτα αλλά για υπαρξιακό κενό. Σκηνικά όμως αυτό δεν θα μπορούσε εύκολα να επικοινωνήσει. Αυτό που κάνουμε, το αντιμετωπίζουμε σαν όντως αυτοί οι δυο να έχουν ερωτευτεί απλά δεν ξέρουν τον τρόπο για να το εκφράσουν ο ένας στον άλλον και χάνουν και τους ρόλους τους. Γινόμαστε δυο κακέκτυπα. Στην αμερικανική εκδοχή του έργου οι συνάδελφοι έπαιζαν σαν να ήταν σε σαπουνόπερα. Εμείς την αποδομούμε. Μια “Lynch-ική” προσέγγιση εάν θέλετε. Η ευφυΐα και το σκηνικό ταλέντο της κυρίας Κοντοστάνου και η ματιά της σκηνοθέτριας το έκαναν αυτό εφικτό και πραγματοποιήσιμο. Ήταν ένα μεγάλο στοίχημα που είχα θέσει εξ’ αρχής. Η αποδόμηση της σαπουνόπερας.
– Η σκηνοθέτιδα δίνει μεγάλη έμφαση στην αρμονία των αντιθέσεων: ρομαντισμός και κυνισμός, χιούμορ και μακάβριο. Σε βοήθησε η σκηνοθετική προσέγγιση της Λίνας Φούντογλου να αναδείξεις αυτές τις αντιθέσεις;
Φυσικά. Πιάνομαι πάλι από την τελευταία μου απάντηση. Με τη κυρία Φούντογλου είχαμε συνεργαστεί παλιά ως ηθοποιοί και είχαμε άψογη συνεργασία. Πρόκειται για άνθρωπο με μεγάλο επαγγελματισμό και μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική μάτια που έφερε στην παράσταση. Η συνεργασία μας ήταν και είναι εξαιρετική και αναδείξαμε όλες αυτές τις αντιθέσεις που εξ’ αρχής εντοπίσαμε στον Μπιλ. Ένα τέτοιο ον δεν μπορεί να είναι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Η προσέγγισή μας σε δεύτερο επίπεδο είναι ότι είναι ένας άγγελος του θανάτου και όχι ένα κυνικό απόβρασμα που σκοτώνει ανεξέλεγκτα. Σκοτώνει για να δείξει πόσο λάθος είναι να σκοτώνεις. Μπροστά στο ικρίωμα γελάει σαν τον Σιν Ζυστ, ειρωνευόμενος τον ίδιο τον θάνατο, γιατί ξέρει ότι αυτό του αξίζει. Μετά γράφει και ένα ποίημα. Ο Άνταμ, εβραϊκής καταγωγής, μάλλον το αντιπαραβάλλει σαν την περίφημη ιστορία με το λουλούδι που φύτρωσε στο μπετόν του Άουσβιτς. Ακόμα και στο απόλυτο μνημείο θανάτου πάλι η ζωή κερδίζει. Αλίμονο σε μας και στις επόμενες γενιές εάν δεν κερδίζει η ζωή…
– Ποιος είναι ο ρόλος της μουσικής του Δημήτρη Μαραμή στην παράσταση; Πώς επιδρά στη δική σου ερμηνεία και στην ατμόσφαιρα του έργου;
Για αρχή θέλω να ευχαριστήσω πάρα πολύ τον Δημήτρη γιατί με τιμάει με τη φιλία του. Είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης και ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Η μουσική του ντύνει υπέροχα αυτόν τον καμβά του παραλόγου και μαζί με το φώτα της Κατερίνα Μαραγκουδάκη συμβάλλουν τα μέγιστα ώστε να δημιουργηθεί η φόρμα του θρίλερ και ο θεατής να παρακολουθεί την ιστορία. Η ερμηνεία μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μουσική του Δημήτρη. Θέλω να πιστεύω πως είμαι η σκηνική αντιστοιχία των συναισθημάτων του όταν έγραφε αυτή τη μουσική. Η μουσική του σίγουρα μελοποιεί αυτά που ένιωθα όταν διάβασα πρώτη φορά το έργο. Πρώτη φορά συνεργαστήκαμε με τον Δημήτρη και συντονιστήκαμε από την πρώτη στιγμή με το κείμενο, τα νοήματά του, τις εντάσεις του και το ρόλερ κόστερ συναισθημάτων που μας παρασύρουν οι δυο ήρωες.
– Τι μουσική ακούς στη ζωή σου γενικότερα; Κάτι καλό που άκουσες τελευταία και θέλεις να το προτείνεις;
Ακούω τα πάντα και τίποτα. Είναι φάσεις της ζωής μου που δεν ακούω καθόλου μουσική. Είναι άλλες που ακούω συνέχεια. Αλλά ό,τι μου κάτσει καλά στο αυτί το ακούω. Τελευταία αυτό που μου άρεσε είναι ο νέος δίσκος του Eminem, “The Death Of Slim Shady (Coup De Grâce)”, motherfucker…
– Ωραία, πάμε πάλι στο έργο… Μετά την επιτυχία της παράστασης την προηγούμενη χρονιά, πώς νιώθεις που επιστρέφεις πάλι με το “Catch the Butcher”; Έχει αλλάξει κάτι στην προσέγγισή σου προς τον ρόλο φέτος;
Νιώθω πολύ όμορφα. Ήθελα να συνεχίσει η παράσταση διότι θεωρώ πως η επαφή της με το κοινό δεν τελείωσε. Επειδή αλλάξαμε χώρο σίγουρα υπάρχουν αρκετές διάφορες με πέρσι. Φέτος η προσέγγιση είναι πιο εσωτερική. Προσπαθήσαμε όλο το έργο να πάει ένα βήμα πιο πέρα. Είμαι λιγότερο βίαιος λεκτικά το οποίο θεωρώ κάνει τον Μπιλ ακόμα πιο απειλητικό.
– Πιστεύεις ότι η μαύρη κωμωδία μπορεί να μεταδώσει ισχυρά μηνύματα για την ανθρώπινη φύση και τις κοινωνικές δομές; Τι θα ήθελες να κρατήσει το κοινό μετά την παράσταση;
Όλα τα είδη θεάτρου θεωρώ ότι μπορούν να μεταδώσουν ισχυρά μηνύματα. Η μαύρη κωμωδία είναι ίσως ένας από τους πιο άμεσους, άρα και καλύτερους, τρόπους να το κάνουμε. Η τέχνη οφείλει να ασκεί κριτική στην εξουσία. Από την άλλη οφείλει να μας εξαγνίζει από την ανθρώπινη μας φύση και τα ελαττώματα της. Για να την αποδεχτούμε. Ο τελειότερος πολιτισμός, η αθηναϊκή δημοκρατία, κοίταξε την άβυσσο και βρήκε φως. Μακάρι και εμείς. Το κοινό θα ήθελα σίγουρα να κρατήσει αυτό. Αποδεχόμαστε τον εαυτό μας ειλικρινά και μετά κάνουμε τις επιλογές μας με την όποια ευθύνη τις ακολουθεί. Χωρίς εγωισμούς και ενοχές. Μακάρι οι θεατές να φεύγουν συζητώντας είτε με τον εαυτό τους είτε με την παρέα τους τα μηνύματα του έργου, έχοντας κάνει ένα βήμα προς την πνευματική κατεύθυνση που θέλουν οι ίδιοι να ακολουθήσουν.
– Έτσι όπως εξελίσσεται η σχέση των χαρακτήρων στη σκηνή τι πιστεύεις ότι μπορεί να αναδεικνύει για τη μοναξιά στη σύγχρονη εποχή;
Τα αδιέξοδά της. Τα αδιέξοδα της καταναλωτικής μανίας και την αδυναμία των ανθρώπων για ουσιαστική επικοινωνία. Τα λάθη του εγωισμού και την κοινωνία που τον ευνοεί αδιαφορώντας για το τι αποτελέσματα φέρνει στον ψυχισμό μας. Από την άλλη εάν αυτοί οι δυο έστω προσπαθούν αυτό οφείλουμε να κάνουμε και εμείς. Η αποτυχία είναι η καλύτερη δικαιολογία για να πάψεις να προσπαθείς για το οτιδήποτε. Αλλά η μοναξιά είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του δυτικού κόσμου. Και δυστυχώς με την άνθιση της τεχνολογίας και την περίοδο του Covid θεωρώ ότι το πρόβλημα αυτό οξύνθηκε. Γινόμαστε ιδιώτες, με την αρχαιοελληνική έννοια του κοινωνικά ηλίθιου και αυτό μας κάνει όντα ακρωτηριασμένα.
– Μπορεί το θέατρο να αποτελέσει μια αντίσταση ή ενδεχομένως μια απάντηση στην παρακμή των καιρών μας και με ποιον τρόπο;
Προσπαθούμε. Το θέατρο οφείλει να το κάνει αυτό. Οι δυσκολίες είναι μεγάλες. Από κάθε άποψη. Αλλά προσπαθούμε. Σίγουρα μπορεί να είναι απάντηση στον άκρατο υλισμό. Υπάρχουν περισσότερα στη ζωή από όσα υπόσχεται η οποιαδήποτε κοινωνία. Και ο έρωτας ή έστω αυτό που κάνουν ο Μπιλ και η Νάνσυ είναι μια πράξη επαναστατική. Μακάρι η τέχνη να μας βοηθήσει να είμαστε ολοκληρωμένοι άνθρωποι και όχι ακρωτηριασμένοι όπως είπα πιο πάνω. Η απάντηση βρίσκεται στους άλλους όταν τους βλέπουμε με αγάπη. Αλλιώς θα καταλήξουμε σαν την καβαφική ζωή που τα αντικείμενα έχουν χάσει το νόημά τους γιατί στην απέραντη μοναξιά δεν υπάρχει κάποιος να τα ορίζει. Σε απλά λόγια, όπως μου είχαν πει σε ένα σεμινάριο πολιτικών επιστημών, η πόρτα παραμένει πόρτα είτε μπεις είτε βγεις από το σπίτι. Αυτό που δίνει νόημα στην πράξη σου είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από αυτήν.
– Πώς βλέπεις, γενικότερα, την αθηναϊκή θεατρική σκηνή σε μια νέα σεζόν με εκατοντάδες παραστάσεις; Μπορεί όλη αυτή η ποικιλία να γεννά μια είδους σύγχυση στο κοινό;
Θα ξεκινήσω από το τέλος. Ναι μια σύγχυση ίσως δημιουργείται. Από την άλλη το βλέπω και σαν αντίδραση στην δεκαετή κρίση. Οι Έλληνες, όταν τα πράγματα ζορίσουν, δεν το βάζουν κάτω. Πιστεύουν στα όνειρά τους περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Η τόση ποικιλία ίσως δημιουργεί κάποια προβλήματα αλλά από την άλλη γιατί να κάνες μια δουλειά που μισείς αφού πλέον όλα έχουν απογυμνωθεί και τίποτα σχεδόν δεν πληρώνει αρκετά ώστε να θυσιάσεις τα όνειρά σου; Ή έστω να πεις εγώ το ήθελα και έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Σίγουρα υπάρχουν και περιπτώσεις που οι παραστάσεις δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του κοινού αλλά ίσως ήρθε η ώρα και το κοινό στην Ελλάδα να ωριμάσει λίγο θεατρικά και να σταματήσει να κυνηγάει το εύπεπτο μόνο. Έχει τη δύναμη εάν θέλει να ορίσει το τι θα βλέπει. Αλλά εγώ προσωπικά προτιμώ ένα κοινό, έστω συγχυσμένο, που πάει θέατρο παρά να αποβλακώνεται μπροστά στην τηλεόραση. Στην τελική ας μιλήσουμε και με κάναν άνθρωπο στο φουαγιέ για αυτό που είδαμε βρε αδερφέ. Καλός και ο καναπές μας αλλά στο φουαγιέ γνωρίζεις και κόσμο. Χαχα…
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, X/Twitter και Instagram.
Ο Χρίστος Κοκαράκης είναι ένας ταλαντούχος ηθοποιός και σεναριογράφος, με ακαδημαϊκό υπόβαθρο στην Ψυχολογία από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και εκπαίδευση στην Κινηματογραφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από το 2014 συμμετέχει ενεργά σε θεατρικές παραγωγές, τόσο στο ελεύθερο θέατρο όσο και σε κρατικά και δημοτικά θέατρα, κερδίζοντας το κοινό και τους κριτικούς με τις μοναδικές του ερμηνείες.
Κατά τη θεατρική περίοδο 2023-24, ο Κοκαράκης πρωταγωνίστησε στην παράσταση “Catch the Butcher” του Adam Seidel, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Λίνας Φούντογλου. Η παράσταση, που φέτος επαναλαμβάνεται στο Θέατρο 104, ενσωματώνει ένα ιδιαίτερο μείγμα αντιθέσεων και συνδυασμών που ελκύουν τόσο τους θεατές όσο και τους συντελεστές. Το έργο συνδυάζει το μακάβριο με το χιούμορ, τον ρομαντισμό με τον κυνισμό, και το παράλογο με το απολύτως λογικό, δημιουργώντας ένα θρίλερ που προκαλεί συχνά γέλιο, αλλά και προβληματισμό.
Η ίδια η σκηνοθέτιδα έχει δηλώσει ότι εκείνο που την ώθησε να σκηνοθετήσει την παράσταση ήταν το «παράλογο» και οι αντιφατικοί χαρακτήρες της. Στο “Catch the Butcher”, οι ήρωες εμφανίζονται ως αντιήρωες με έντονη μοναξιά, η οποία τους σπρώχνει να αναζητήσουν συγκινήσεις ως επιβεβαίωση της ύπαρξής τους. Κεντρικά θέματα, όπως η κοινωνία, η πατριαρχία, ο γάμος και η τέχνη, διακωμωδούνται μέσω των διαλόγων, ενώ ο θάνατος και ο έρωτας παρουσιάζονται με κωμικοτραγικό τρόπο.
Η παράσταση, μέσα από την ιστορία της Νάνσυ, του Μπιλ και της Τζόαν, θέτει ερωτήματα σχετικά με την αναζήτηση του έρωτα και τη μάταιη προσπάθεια διαφυγής από τη μοναξιά. Ο έρωτας και ο θάνατος μπλέκονται σε μια σουρεαλιστική χορογραφία, αφήνοντας το κοινό να αναρωτιέται για την ίδια τη φύση της ζωής και του συναισθήματος. Ο Κοκαράκης, με την έντονη παρουσία και το βάθος της ερμηνείας του, προσδίδει στη σκηνή αυτό το παράλογο που, όταν το σκεφτείς ξανά, μοιάζει απολύτως λογικό – ίσως και απαραίτητο για να κατανοήσουμε καλύτερα την ανθρώπινη ύπαρξη.
Με αφορμή ένα έργο που σημειώνει επιτυχία για δεύτερη χρονιά, το Olafaq συνάντησε τον πρωταγωνιστή του και σε μια βόλτα στον Κεραμεικό μιλήσαν για το παράδοξο της «μαύρης κωμωδίας».
– Το “Catch the Butcher” είναι ένα έργο που συνδυάζει μαύρη κωμωδία και στοιχεία θρίλερ. Πώς προσεγγίζεις την ισορροπία ανάμεσα στο σκοτεινό και το κωμικό στην ερμηνεία του Μπιλ;
Αυτές οι αντιθέσεις ήταν που με γοήτευσαν σε αυτό το κείμενο. Να υπάρχει χιούμορ στις πιο σκοτεινές στιγμές. Αυτό κάνει τον χαρακτήρα και την ερμηνεία τρισδιάστατη και δίνει μια πολύ ανθρώπινη διάσταση σε έναν ρόλο σαν τον Μπιλ. Χωρίς αυτό νομίζω πως το έργο θα ήταν μισό. Ξέρετε, αυτό κάνει το Σέβεν αριστούργημα, και τις υπόλοιπες ταινίες αυτού του είδους με κατά συρροή δολοφόνους λιγότερο καλές. Το χιούμορ. Είναι πολύ σημαντικό κομμάτι στη ζωή μου το χιούμορ και προσπαθώ να αναδειχθεί αυτό το κομμάτι του έργου. Η προσέγγισή μου στον Μπιλ ήταν σε πρώτη φάση να μην τον κρίνω. Να επικοινωνήσει το σκοτάδι μου με το σκοτάδι του ρόλου. Μετά, όπως προείπα, το χιούμορ ήταν ένας μεγάλος σύμμαχος ώστε να γίνει τρισδιάστατη η ερμηνεία και όχι η καρικατούρα ενός σίριαλ κιλλερ.
– Ερμηνεύεις έναν κατά συρροή δολοφόνο που παράλληλα παρουσιάζεται με ανθρώπινες αδυναμίες. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις σε έναν τέτοιο αντιήρωα;
Η ισορροπία. Από τη μια, ότι είναι ένας άνθρωπος και αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει τόσο τρομακτικό. Στην Αμερική των 70s υπήρξε μια μεγάλη μυθοποίηση από τα μίντια τέτοιων περιπτώσεων που έκανε κακό στην κοινωνία εν τέλει. Από την άλλη, δεν ήθελα σε καμία περίπτωση ο Μπιλ να γίνει συμπαθής στο κοινό. Πρέπει μονίμως να είναι ανθρώπινος αλλά είναι ο κακός της ιστορίας. Ξέρετε, υπάρχει μια τάση τελευταία να δικαιολογούμε τα πάντα στην τέχνη. Αυτό με βρίσκει αντίθετο. Η τέχνη πρέπει να παίρνει θέση. Ένας δολοφόνος σε καμία περίπτωση δεν είναι δικαιολογημένος. Ούτε ο ίδιος μέσα από το κείμενο δεν προσπαθεί να το παίξει θύμα καταπίεσης ή κακοποίησης. «Εγώ έτσι γεννήθηκα», λέει με πλήρη ειλικρίνεια.
– Η ιστορία διαδραματίζεται στο Τέξας μιας άλλης εποχής, ωστόσο το έργο αγγίζει θέματα επίκαιρα. Πιστεύεις ότι το έργο είναι διαχρονικό και σε ποιο βαθμό;
Σίγουρα το όλο θέμα θύτη θύματος είναι αρχέγονο. Επίσης, η βία κάθε μορφής είναι πάντα επίκαιρη όπως και ο έρωτας και ο θάνατος. Αυτά τα στοιχεία του συγκεκριμένου έργου το κάνουν διαχρονικό. Η φόρμα του θρίλερ είναι απλά η αφορμή για να τα αναδείξει καλύτερα. Θεωρώ πως αυτό το έργο, μετά από κάποια χρόνια, θα θεωρείται κλασικό.
– Τι σε ενέπνευσε στην απόδοση του κειμένου ως μεταφραστής; Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που ήθελες να αναδείξεις ή να τονίσεις στη μετάφραση;
Όπως είπα και πριν, το χιούμορ. Τα παίρνουμε πλέον όλα πολύ στα σοβαρά. Δεν χρειάζεται. Είναι ωραίο να συγχωρείς τον άλλον και τον εαυτό σου ταυτόχρονα, μόνο έτσι προχωράς πραγματικά. Το χιούμορ είναι ένας πολύ καλός τρόπος να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα. Καμιά φορά σου δίνει και άλλη οπτική. Το άλλο που με ενέπνευσε ήταν η μεγάλη αγάπη που έχω στην αγγλική γλώσσα από παιδί. Οπότε το τόλμησα. Νιώθω πολύ όμορφα που τα κατάφερα. Ήταν μεγάλο στοίχημα να διατηρηθούν η αμεσότητα και τα νοήματα του κειμένου σε μια άλλη γλώσσα.
– Eίναι μια παράσταση που θίγει κοινωνικά ζητήματα, όπως την πατριαρχία και την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να βρει ουσιαστικό νόημα. Ως άνθρωπος, και όχι ως ηθοποιός, ποιες είναι οι απόψεις σου πάνω σε αυτά τα θέματα;
Θα ξεκινήσω από την πατριαρχία για να καταλήξω στο νόημα που θεωρώ ότι κρύβεται στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής. Κοιτάξτε, ο άνθρωπος από την Αναγέννηση και μετά αποθέωσε το μυαλό και το πνεύμα. Δημιούργησε συστήματα, μη θεοκρατικά περίπου, αλλά κάπου δεν άντεξε την ευθύνη. Η αλήθεια είναι αβάσταχτη για όντα σαν εμάς. Όλα τα συστήματά μας είναι ατελή για αυτόν τον λόγο. Έτσι και το καπιταλιστικό σύστημα που στηρίζεται στον θεσμό της οικογένειας, που κυρίως έχει πατριαρχική δομή, έχει τα ελαττώματά του. Αλλά ας μην δαιμονοποιούμε λέξεις. Το πρόβλημα είναι η τάση του ανθρώπου για βία, εξουσία και επιβολή. Από την άλλη, μάλλον οι οργανωμένες κοινωνίες, όσες έχουμε φτιάξει δηλαδή, δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνουν. Λέω μάλλον γιατί θα ήταν υπερφίαλο εκ μέρους μου να πάρω θέση σε κάτι τέτοιο. Και ερχόμαστε στην ουσία, δηλαδή στην αδυναμία του ανθρώπου να βρει ουσιαστικό νόημα. Όπως έχουν αποδείξει οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, δηλαδή η κβαντομηχανική, η ζωή δεν έχει νόημα. Ο Θεός παίζει ζάρια. Άρα καταλήγουμε στο αμλετικό δίλλημα. Αφού δεν υπάρχει νόημα και το γνωρίζω, να πιστέψω στη ζωή ή στον θάνατο; Προσωπικά δεν μπορώ να διανοηθώ να μην πιστέψω στην ίδια τη ζωή. Κλισέ αλλά το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή. Ο Άμλετ πάντως επιλέγει τον θάνατο.
– Ο Μπιλ και η Νάνσυ αναπτύσσουν μια σύνδεση που μοιάζει περισσότερο με υπαρξιακή ανάγκη παρά με έρωτα. Πώς διαχειρίζεστε με τη συμπρωταγωνίστριά σας αυτή τη μοναδική δυναμική στη σκηνή;
Για αρχή συμφωνώ μαζί σου για αυτούς τους δύο. Δεν πρόκειται για έρωτα αλλά για υπαρξιακό κενό. Σκηνικά όμως αυτό δεν θα μπορούσε εύκολα να επικοινωνήσει. Αυτό που κάνουμε, το αντιμετωπίζουμε σαν όντως αυτοί οι δυο να έχουν ερωτευτεί απλά δεν ξέρουν τον τρόπο για να το εκφράσουν ο ένας στον άλλον και χάνουν και τους ρόλους τους. Γινόμαστε δυο κακέκτυπα. Στην αμερικανική εκδοχή του έργου οι συνάδελφοι έπαιζαν σαν να ήταν σε σαπουνόπερα. Εμείς την αποδομούμε. Μια “Lynch-ική” προσέγγιση εάν θέλετε. Η ευφυΐα και το σκηνικό ταλέντο της κυρίας Κοντοστάνου και η ματιά της σκηνοθέτριας το έκαναν αυτό εφικτό και πραγματοποιήσιμο. Ήταν ένα μεγάλο στοίχημα που είχα θέσει εξ’ αρχής. Η αποδόμηση της σαπουνόπερας.
– Η σκηνοθέτιδα δίνει μεγάλη έμφαση στην αρμονία των αντιθέσεων: ρομαντισμός και κυνισμός, χιούμορ και μακάβριο. Σε βοήθησε η σκηνοθετική προσέγγιση της Λίνας Φούντογλου να αναδείξεις αυτές τις αντιθέσεις;
Φυσικά. Πιάνομαι πάλι από την τελευταία μου απάντηση. Με τη κυρία Φούντογλου είχαμε συνεργαστεί παλιά ως ηθοποιοί και είχαμε άψογη συνεργασία. Πρόκειται για άνθρωπο με μεγάλο επαγγελματισμό και μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική μάτια που έφερε στην παράσταση. Η συνεργασία μας ήταν και είναι εξαιρετική και αναδείξαμε όλες αυτές τις αντιθέσεις που εξ’ αρχής εντοπίσαμε στον Μπιλ. Ένα τέτοιο ον δεν μπορεί να είναι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Η προσέγγισή μας σε δεύτερο επίπεδο είναι ότι είναι ένας άγγελος του θανάτου και όχι ένα κυνικό απόβρασμα που σκοτώνει ανεξέλεγκτα. Σκοτώνει για να δείξει πόσο λάθος είναι να σκοτώνεις. Μπροστά στο ικρίωμα γελάει σαν τον Σιν Ζυστ, ειρωνευόμενος τον ίδιο τον θάνατο, γιατί ξέρει ότι αυτό του αξίζει. Μετά γράφει και ένα ποίημα. Ο Άνταμ, εβραϊκής καταγωγής, μάλλον το αντιπαραβάλλει σαν την περίφημη ιστορία με το λουλούδι που φύτρωσε στο μπετόν του Άουσβιτς. Ακόμα και στο απόλυτο μνημείο θανάτου πάλι η ζωή κερδίζει. Αλίμονο σε μας και στις επόμενες γενιές εάν δεν κερδίζει η ζωή…
– Ποιος είναι ο ρόλος της μουσικής του Δημήτρη Μαραμή στην παράσταση; Πώς επιδρά στη δική σου ερμηνεία και στην ατμόσφαιρα του έργου;
Για αρχή θέλω να ευχαριστήσω πάρα πολύ τον Δημήτρη γιατί με τιμάει με τη φιλία του. Είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης και ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Η μουσική του ντύνει υπέροχα αυτόν τον καμβά του παραλόγου και μαζί με το φώτα της Κατερίνα Μαραγκουδάκη συμβάλλουν τα μέγιστα ώστε να δημιουργηθεί η φόρμα του θρίλερ και ο θεατής να παρακολουθεί την ιστορία. Η ερμηνεία μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μουσική του Δημήτρη. Θέλω να πιστεύω πως είμαι η σκηνική αντιστοιχία των συναισθημάτων του όταν έγραφε αυτή τη μουσική. Η μουσική του σίγουρα μελοποιεί αυτά που ένιωθα όταν διάβασα πρώτη φορά το έργο. Πρώτη φορά συνεργαστήκαμε με τον Δημήτρη και συντονιστήκαμε από την πρώτη στιγμή με το κείμενο, τα νοήματά του, τις εντάσεις του και το ρόλερ κόστερ συναισθημάτων που μας παρασύρουν οι δυο ήρωες.
– Τι μουσική ακούς στη ζωή σου γενικότερα; Κάτι καλό που άκουσες τελευταία και θέλεις να το προτείνεις;
Ακούω τα πάντα και τίποτα. Είναι φάσεις της ζωής μου που δεν ακούω καθόλου μουσική. Είναι άλλες που ακούω συνέχεια. Αλλά ό,τι μου κάτσει καλά στο αυτί το ακούω. Τελευταία αυτό που μου άρεσε είναι ο νέος δίσκος του Eminem, “The Death Of Slim Shady (Coup De Grâce)”, motherfucker…
– Ωραία, πάμε πάλι στο έργο… Μετά την επιτυχία της παράστασης την προηγούμενη χρονιά, πώς νιώθεις που επιστρέφεις πάλι με το “Catch the Butcher”; Έχει αλλάξει κάτι στην προσέγγισή σου προς τον ρόλο φέτος;
Νιώθω πολύ όμορφα. Ήθελα να συνεχίσει η παράσταση διότι θεωρώ πως η επαφή της με το κοινό δεν τελείωσε. Επειδή αλλάξαμε χώρο σίγουρα υπάρχουν αρκετές διάφορες με πέρσι. Φέτος η προσέγγιση είναι πιο εσωτερική. Προσπαθήσαμε όλο το έργο να πάει ένα βήμα πιο πέρα. Είμαι λιγότερο βίαιος λεκτικά το οποίο θεωρώ κάνει τον Μπιλ ακόμα πιο απειλητικό.
– Πιστεύεις ότι η μαύρη κωμωδία μπορεί να μεταδώσει ισχυρά μηνύματα για την ανθρώπινη φύση και τις κοινωνικές δομές; Τι θα ήθελες να κρατήσει το κοινό μετά την παράσταση;
Όλα τα είδη θεάτρου θεωρώ ότι μπορούν να μεταδώσουν ισχυρά μηνύματα. Η μαύρη κωμωδία είναι ίσως ένας από τους πιο άμεσους, άρα και καλύτερους, τρόπους να το κάνουμε. Η τέχνη οφείλει να ασκεί κριτική στην εξουσία. Από την άλλη οφείλει να μας εξαγνίζει από την ανθρώπινη μας φύση και τα ελαττώματα της. Για να την αποδεχτούμε. Ο τελειότερος πολιτισμός, η αθηναϊκή δημοκρατία, κοίταξε την άβυσσο και βρήκε φως. Μακάρι και εμείς. Το κοινό θα ήθελα σίγουρα να κρατήσει αυτό. Αποδεχόμαστε τον εαυτό μας ειλικρινά και μετά κάνουμε τις επιλογές μας με την όποια ευθύνη τις ακολουθεί. Χωρίς εγωισμούς και ενοχές. Μακάρι οι θεατές να φεύγουν συζητώντας είτε με τον εαυτό τους είτε με την παρέα τους τα μηνύματα του έργου, έχοντας κάνει ένα βήμα προς την πνευματική κατεύθυνση που θέλουν οι ίδιοι να ακολουθήσουν.
– Έτσι όπως εξελίσσεται η σχέση των χαρακτήρων στη σκηνή τι πιστεύεις ότι μπορεί να αναδεικνύει για τη μοναξιά στη σύγχρονη εποχή;
Τα αδιέξοδά της. Τα αδιέξοδα της καταναλωτικής μανίας και την αδυναμία των ανθρώπων για ουσιαστική επικοινωνία. Τα λάθη του εγωισμού και την κοινωνία που τον ευνοεί αδιαφορώντας για το τι αποτελέσματα φέρνει στον ψυχισμό μας. Από την άλλη εάν αυτοί οι δυο έστω προσπαθούν αυτό οφείλουμε να κάνουμε και εμείς. Η αποτυχία είναι η καλύτερη δικαιολογία για να πάψεις να προσπαθείς για το οτιδήποτε. Αλλά η μοναξιά είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του δυτικού κόσμου. Και δυστυχώς με την άνθιση της τεχνολογίας και την περίοδο του Covid θεωρώ ότι το πρόβλημα αυτό οξύνθηκε. Γινόμαστε ιδιώτες, με την αρχαιοελληνική έννοια του κοινωνικά ηλίθιου και αυτό μας κάνει όντα ακρωτηριασμένα.
– Μπορεί το θέατρο να αποτελέσει μια αντίσταση ή ενδεχομένως μια απάντηση στην παρακμή των καιρών μας και με ποιον τρόπο;
Προσπαθούμε. Το θέατρο οφείλει να το κάνει αυτό. Οι δυσκολίες είναι μεγάλες. Από κάθε άποψη. Αλλά προσπαθούμε. Σίγουρα μπορεί να είναι απάντηση στον άκρατο υλισμό. Υπάρχουν περισσότερα στη ζωή από όσα υπόσχεται η οποιαδήποτε κοινωνία. Και ο έρωτας ή έστω αυτό που κάνουν ο Μπιλ και η Νάνσυ είναι μια πράξη επαναστατική. Μακάρι η τέχνη να μας βοηθήσει να είμαστε ολοκληρωμένοι άνθρωποι και όχι ακρωτηριασμένοι όπως είπα πιο πάνω. Η απάντηση βρίσκεται στους άλλους όταν τους βλέπουμε με αγάπη. Αλλιώς θα καταλήξουμε σαν την καβαφική ζωή που τα αντικείμενα έχουν χάσει το νόημά τους γιατί στην απέραντη μοναξιά δεν υπάρχει κάποιος να τα ορίζει. Σε απλά λόγια, όπως μου είχαν πει σε ένα σεμινάριο πολιτικών επιστημών, η πόρτα παραμένει πόρτα είτε μπεις είτε βγεις από το σπίτι. Αυτό που δίνει νόημα στην πράξη σου είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από αυτήν.
– Πώς βλέπεις, γενικότερα, την αθηναϊκή θεατρική σκηνή σε μια νέα σεζόν με εκατοντάδες παραστάσεις; Μπορεί όλη αυτή η ποικιλία να γεννά μια είδους σύγχυση στο κοινό;
Θα ξεκινήσω από το τέλος. Ναι μια σύγχυση ίσως δημιουργείται. Από την άλλη το βλέπω και σαν αντίδραση στην δεκαετή κρίση. Οι Έλληνες, όταν τα πράγματα ζορίσουν, δεν το βάζουν κάτω. Πιστεύουν στα όνειρά τους περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Η τόση ποικιλία ίσως δημιουργεί κάποια προβλήματα αλλά από την άλλη γιατί να κάνες μια δουλειά που μισείς αφού πλέον όλα έχουν απογυμνωθεί και τίποτα σχεδόν δεν πληρώνει αρκετά ώστε να θυσιάσεις τα όνειρά σου; Ή έστω να πεις εγώ το ήθελα και έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Σίγουρα υπάρχουν και περιπτώσεις που οι παραστάσεις δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του κοινού αλλά ίσως ήρθε η ώρα και το κοινό στην Ελλάδα να ωριμάσει λίγο θεατρικά και να σταματήσει να κυνηγάει το εύπεπτο μόνο. Έχει τη δύναμη εάν θέλει να ορίσει το τι θα βλέπει. Αλλά εγώ προσωπικά προτιμώ ένα κοινό, έστω συγχυσμένο, που πάει θέατρο παρά να αποβλακώνεται μπροστά στην τηλεόραση. Στην τελική ας μιλήσουμε και με κάναν άνθρωπο στο φουαγιέ για αυτό που είδαμε βρε αδερφέ. Καλός και ο καναπές μας αλλά στο φουαγιέ γνωρίζεις και κόσμο. Χαχα…
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, X/Twitter και Instagram.