Το καινούργιο σπίτι του Χρήστου Δάντη είναι το σπίτι ενός 100% καθαρόαιμου μουσικού, που ζει και αναπνέει από την Μουσική.
Μπαίνοντας στο σαλόνι του, με υποδέχεται γαυγίζοντας ο Γκίλαν, ένα υπέροχο λαμπραντόρ. Φυσικά, έχει το όνομα ενός εκ των αγαπημένων του τραγουδιστών, του Ιαν Γκίλαν των Deep Purple -τα ράφια του είναι γεμάτα με βινύλια των Deep Purple.
Δίπλα στο κλουβάκι του Γκίλαν, βρίσκεται η τεράστια βιβλιοθήκη με τους δίσκους του, οι οποίοι είναι κατανεμημένοι αλφαβητικά. Και είναι τεράστια η ποικιλία των ακουσμάτων του: στο ράφι με το γράμμα δέλτα συναντώ την μισή δισκογραφία των Doors, στο αντίστοιχο με το γράμμα όμικρον βρίσκω το ντεμπούτο άλμπουμ των Ελλήνων Ο.Ρ.Α. (Oppressive People Attack), ενώ στο γράμμα V ξεπροβάλλει το βινύλιο από τις “Τέσσερις Εποχές” του Vivaldi.
Απέναντι, στο μικρό καθιστικό, «πρώτη μούρη στο Καβούρι» που λέμε, ο τεράστιος πίνακας με την «Γλώσσα» των Rolling Stones. Στον καναπέ παντού μαξιλάρια με την Union Jack, την βρετανική σημαία (ο Χρήστος είναι κάργα βρετανόφιλος, μουσικά, αλλά και γενικά, σε πολιτιστικό επίπεδο).
Απέναντι, πάνω στο custom made Smeg ψυγείο που επίσης φέρει πάνω του την Union Jack, βρίσκεται μια μικρογραφία ενός κλασικού κόκκινου βρετανικού τηλεφωνικού θαλάμου, ακριβώς δίπλα σε ένα ομοίωμα του Eddie, της μασκότ των Iron Maiden, μέσα στο κλειστό κουτί του («είναι συλλεκτικός αυτός ο Eddie, δεν ξέρω και εγώ πόσο κοστίζει», σπεύδει να μου εξηγήσει).
Γύρω γύρω ατάκτως ερριμένα διάφορα cd και βινύλια, ενώ στους τοίχους του σαλονιού, ο Χρήστος έχει τοποθετήσει τις ηλεκτρικές κιθάρες του, οι οποίες κρέμονται περήφανα, περιμένοντας από τον ιδιοκτήτη τους να τις ξεκρεμάσει από εκεί και να τις γρατζουνίσει με τα δάκτυλά του.
Ο Χρήστος, ντυμένος με ένα μακρύ πουκάμισο που έχει γραμμένα πάνω του όλα τα ροκ και μέταλ συγκροτήματα των δεκαετίων του ’70, του ’80 και του ’90, πιάνει την καλύτερη και εντυπωσιακότερη όλων, την National Style “O” Resonator του 1937, αυτή που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του άλμπουμ «Brothers In Arms» των Dire Straits, κάθεται στον καναπέ απέναντί μου και η κουβέντα μας ξεκινάει με τις καλύτερες των προδιαγραφών:
– Ποια είναι η πρώτη πρώτη ανάμνησή σου από την μουσική;
Ήμουν πάρα πολύ μικρός, πέντε ετών. Ήταν λίγο πριν χωρίσουν οι γονείς μου, όταν βγήκε για δεύτερη φορά στο τραγούδι ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν λαϊκός τραγουδιστής και πια συνέχισε μέχρι να πεθάνει κάνοντας αυτό. Στις αρχές του ’70, αυτός ήταν 30 ετών και εγώ πήγα να τον δω στα «Ταβάνια», ένα πολύ γνωστό μαγαζί στην Πλάκα, που αρχικά ήταν μπουάτ και μετά έγινε πολύ λαϊκό, μπουζούκια δηλαδή. Με πήρε λοιπόν η μάνα μου να πάμε να τον δούμε από κοντά. Θυμάμαι θολά αλλά και ταυτόχρονα πολύ χαρακτηριστικά να στέκομαι μπροστά στη πίστα και να του κάνω νόημα να κατέβει για να ανεβώ εγώ να τραγουδήσω. Και εκείνος γελάει και με ρωτά «Χρηστάκη μου, τι θέλεις» και του απαντώ «να κατεβείς για να τραγουδήσω εγώ». Ο κόσμος εντωμεταξύ ζητωκραύγαζε «να ανέβει το παιδάκι να τραγουδήσει» και τέτοια. Και όντως ανέβηκα και τραγούδησα δυο πολύ δύσκολα τραγούδια για την εποχή εκείνη και ειδικά για ένα πεντάχρονο: το ένα ήταν το «Ένα Μαυρομάνικο Μαχαίρι» του Καλδάρα και το άλλο ήταν «Στα Όπα Όπα Σε Είχα» του Αντώνη Ρεπάνη. Έγινε χαμός φυσικά και όλοι χειροκροτούσαν και εγώ τότε για πρώτη φορά θυμάμαι ότι ένιωσα τραγουδιστής. Η άλλη εικόνα που θυμάμαι είναι να καίνε μπροστά μου ουίσκι στην πίστα, ξέρεις που το έχυναν γύρω γύρω σε κύκλο και μετά άναβαν φωτιά και διασκέδαζε ο κόσμος.
– Άρα δεν είχες καμιά σχέση με ροκ εξαρχής.
Εννοείται. Μεγάλωσα στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70 σε μια φτωχογειτονιά, την Καισαριανή, με τα πικάπ που ακούγονταν από τα ανοικτά παράθυρα να παίζουν νυχθημερόν τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη. Μεγαλώνοντας, μου ήρθαν μερικές αναμνήσεις ακόμη, όπως ο ήχος της ντουντούκας των αυτοκινήτων που πήγαιναν τότε στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ που γινόταν πολύ κοντά στο σπίτι μου. Και το μουσικό ρεπερτόριο που άκουγα μέχρι την εφηβεία μου ήταν αυστηρά από Γιώργος Νταλάρας μέχρι Χρήστος Λεοντής.
– Η φήμη λέει ότι είσαι και παραμένεις ένας φανατικός prog-rockάς.
Άκουγα φανατικά τους Genesis της εποχής του Πίτερ Γκάμπριελ, εξαιτίας ενός φίλου ο οποίος με μύησε σε αυτούς. Και με τον ίδιο αυτό φίλο φτιάξαμε την πρώτη μου ροκ μπάντα, τους «Filioque». Και από την εγχώρια σκηνή τότε ακούγαμε φανατικά και φυσικά θέλαμε να μοιάσουμε στους «Apocalypsis» [σ.σ: την σπουδαία μπάντα του Γιάννη Παλαμίδα, μετέπειτα συνεργάτη της Λένας Πλάτωνος, και του Βασίλη Δερτιλή, οι οποίοι κυκλοφόρησαν τον ομώνυμο δίσκο το 1980]. Ακόμη και τώρα, όταν θέλω να χαλαρώσω, βάζω στο πικάπ να ακούσω κάποιον δίσκο των Van Der Graaf Generator.
– Πόσο πολύ σε διαμόρφωσε ως άνθρωπο και καλλιτέχνη το ότι γεννήθηκες σε μια εργατική γειτονιά όπως η Καισαριανή;
Οι περισσότεροι, λογω δουλειάς ίσως, μου λένε «δεν πρέπει να είσαι τόσο απλός. Πρέπει να είσαι λίγο πιο απόμακρος. Γιατί αν είσαι απλός, ο κόσμος σε καβαλάει». Αλλά δεν μπορώ να αλλάξω τον εαυτό μου γιατί με έχει επηρεάσει τόσο βαθιά η Καισαριανή, που αυτό δεν βγαίνει από μέσα μου. Όταν ήμουν παιδάκι, ήμουν αυτός που ψώνιζε σε όλη την γειτονιά. Μού έλεγαν τότε οι παππούδες και οι γιαγιάδες της γειτονιάς «Χρήστο, πήγαινε πάρε μας τσιγάρα ή ψωμί». Πήγαινα στον μπακάλη λοιπόν και μετά, όταν τελείωνα με τα διάφορα θελήματα, πήγαινα και ξεκουραζόμουν στο καφενείο του θείου μου, το οποίο είχε μέσα του ένα τεράστιο τζούκμποξ. Και πήγαινα και αγκάλιαζα κυριολεκτικά με τα χέρια μου το τζούκμποξ αυτό για να νιώθω τα μπάσα και τις διάφορες συχνότητες στο σώμα μου. Αλλά το πρωί ήμουν ο «Χρηστάκος», το παιδί που ψώνιζε μακαρόνια στην γιαγιά την Αργυρώ. Οπότε μεγάλωσα με την νοοτροπία αυτή, να σηκωθώ να πάω σε ένα παλιό μπακάλικο. Σου μιλώ ότι έχω τρέλα με τα παλιά μπακάλικα, τα ψάχνω και όπου τα βρω, μπαίνω μέσα και ψωνίζω. Η Καισαριανή με έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Την αποζητώ συχνά και μάλιστα πριν μετακομίσω εδώ, στο νέο μου σπίτι, έψαχνα σπίτι στην Καισαριανή. Αλλά δεν βρήκα χώρο να με βολέψει, δεν βρήκα ένα νεόδμητο με δικό του παρκινγκ ή με τους χώρους που ήθελα να έχω, για μουσικούς λόγους. Αλλά ακόμη και σήμερα, πάω συχνά, πίνω καφέ εκεί, τρώω στα μεζεδοπωλεία: η Καισαριανή δεν βγαίνει από μέσα μου.
– Για μένα, το «Πάει Η Αγάπη Μου» είναι ίσως η καλύτερη διασκευή που έχει γίνει τα τελευταία 30 χρόνια στην ελληνική δισκογραφία.
Το σημαντικό στη διασκευή αυτή είναι ότι πήρα ένα τραγούδι και το έφερα στα κυβικά μου, παρόλο που ήμουν πιτσιρίκος, ούτε 25 χρονών. Αφού μου λέει ο Γιάννης ο Καραλής [σ.σ: ο συνθέτης του τραγουδιού, το οποίο γράφτηκε την δεκαετία του 1970 και αρχικά δόθηκε στην Αλκηστη Πρωτοψάλτη και μετέπειτα στην Τάνια Τσανακλίδου] «ρε μαλάκα, ειλικρινά, πως σου ήρθε και διάλεξες αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι να διασκευάσεις;». Πήρα λοιπόν ένα τραγούδι που ήταν βαλσάκι τριών τετάρτων και το άλλαξα εντελώς, το έκανα 4/4. Για την εποχή του, αυτό που έκανα τότε, ήταν άθλος. Και καμαρώνω γι’ αυτό πολύ, ξέρεις. Πιστεύω ότι το «Πάει η Αγάπη Μου» είναι ένα από τα σπουδαιότερα πράγματα που έχω κάνει.
– Αλήθεια, τι άκουγες τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90;
Μετά τα 20 μου χρόνια έφυγα από το πολύ ροκ – άκουγα πολύ soul και techno – και γι’ αυτό έχασα την γενιά του grunge, δηλαδή τους Nirvana, τους Pearl Jam και τους Soundgarden. Τους έχασα τότε, αλλά τους μελέτησα όλους διεξοδικά πολύ αργότερα. Απ’ όλους αυτούς, οι Nirvana μπορώ να σου πω ότι πλέον είναι πλήρως αφομοιωμένοι μέσα μου, τους ακούω συχνά, πολύ συχνά.
– Από τις κορυφές που έχεις κατά καιρούς χτυπήσει, θεωρώ ότι η συνεργασία σου με τον Κώστα Τουρνά το 1998 ήταν ο κολοφώνας σου.
Δεν το συζητάω αυτό. Ήταν όντως η πιο κομπλέ συνεργασία μου, αυτή που έχω απολαύσει περισσότερο. Μουσικά ήταν άψογη, γιατί ο Κώστας κατέχει την μουσική όσο κανείς άλλος και από πίσω μας είχαμε μια μπάντα καταπληκτική που μας συνόδευε άψογα. Αυτός είχε τον Γιάννη τον Σαρόγλου για μαέστρο, ο οποίος ήταν έμπειρος τόσο με λαϊκά ακούσματα, όσο και με την τζαζ και την soul μουσική που ήταν η αγαπημένη του. Κάναμε «παπάδες» στην συνεργασία αυτή. Υπήρξε εκατέρωθεν μια απίστευτη καλοσύνη και μια απίστευτη κατανόηση. Υπήρξαν μέρες που τις περνάγαμε σχεδόν ολόκληρες μαζί. Θυμάμαι μια φορά, είχε έρθει στη Γλυφάδα και καθόμασταν στον «Δεληολάνη» μέχρι τις 6-7 το πρωί μιλώντας για μουσική. Είχαμε τελειώσει φαγητά, ποτά, «ξίδια», τα πάντα, ο «Δεληολάνης» μάζευε τις καρέκλες του και εμείς καθόμασταν εκεί με τον Κώστα και μιλάγαμε. Ο Τουρνάς με έχει στιγματίσει γιατί είναι ο ορισμός του απλού και ακομπλεξάριστου ανθρώπου. Είναι ο άνθρωπος που χαίρεται όταν θα τον πλησιάσουν και θα του πουν «έλα ρε Κώστα να βγάλουμε μια φωτογραφία μαζί». Και εγώ το νιώθω αυτό και με τα δικά μου είδωλα. Δηλαδή αν έβλεπα τον Στίβι Γουόντερ στο δρόμο και του ζητούσα ένα αυτόγραφο ή μια φωτογραφία και μου έλεγε «δεν βγάζω φωτογραφίες», θα στενοχωριόμουν ειλικρινά μέσα μου. Οπότε δεν το κάνω και εγώ στους άλλους. Ο Πασχάλης Τερζής ή ο Βασίλης Καρράς είναι αυτό το πράγμα, επίσης. Δοτικοί άνθρωποι. Γι’ αυτό κρατώ αυτές τις πολύ λίγες, αλλά σημαντικές φιλίες και παρέες στη ζωή μου.
– Γιατί το «Παλιό μου Παλτό» είναι ένα τόσο αχρονικό τραγούδι;
Το τραγούδι αυτό μού το πρότεινε αρχικά η Κατερίνα η Παπαδοπούλου, η τότε σύζυγος του Λάκη Παπαδόπουλου. Μου είπε ότι «κοίτα να δεις, είναι ένα συγκεκριμένο τραγούδι που το λέει ο Λάκης στις συναυλίες του και δεν το έχει δώσει ακόμη σε κανέναν». Αρχικά λοιπόν, το τραγούδι το είχε δώσει ο Λάκης στον Βασίλη Καρρά, ο οποίος το απέρριψε [σ.σ: όταν είχα μιλήσει προ ετών με τον ίδιο τον Καρρά και τού το είχα αναφέρει αυτό, μου είχε πει κατά λέξη: «Όταν βγήκε το κομμάτι από τον Χρήστο Δάντη, έπαιρνα φόρα και χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο, τόσο πολύ το έχω μετανιώσει»]. Εγώ πάω λοιπόν στο σπίτι του Λάκη και, επειδή που μου είχε πει όσα μου είχε πει η Κατερίνα, αρχίζω να του πουλάω τσατσιλίκι: «άκουσα ένα τραγούδι στις συναυλίες σου, μα να δεις πως το λένε» και τα λοιπά. Και μου το βάζει να το ακούσω και μένω μαλάκας. Και ήταν σαν οι στίχοι του να μου μιλανε για την ζωή μου. Ο κεντρικός στίχος περιέγραφε το πώς ένιωθα ακριβώς τότε: ότι τα παιδικά μου όνειρα τα είχα βάλει στην άκρη για να γίνω ο άνθρωπος που θέλει η κοινωνία και όχι εγώ ο ίδιος στην πραγματικότητα. Ότι κυνήγησα τα όνειρα που μού επέβαλλαν, όχι αυτά που ήθελα εγώ. Αυτό είναι το «παλιό μου παλτό», αυτό σημαίνει.
– Παρακολουθώντας την δισκογραφία σου και τα τραγούδια σου, παρατηρώ ότι μια γυναίκα είναι σχεδόν πάντα στο επίκεντρό τους. Είναι τόσο καθοριστική η παρουσία μιας γυναίκας για έναν καλλιτέχνη;
Ναι, ναι. Ισχύει 100% αυτό. Η αγάπη προς τον σύντροφο σου είναι η αρχή του απόλυτου. Αν δεν αγαπήσεις τον σύντροφο σου ως εαυτό, τότε δεν θα αγαπήσεις και τον εαυτό σου ποτέ. Αν δεν μάθεις να προσφέρεις στον σύντροφο σου αυτά που πρέπει, δεν θα μάθεις κατ επέκταση να προσφέρεις και στον εαυτό σου αυτά που χρειάζεσαι. Μετά, είναι το θέμα το πώς θα το διαχειριστείς μέσα σου. Εγώ ας πούμε, θεωρώ ότι οι γάμοι μου μού έκαναν και καλό αλλά και πολύ κακό στην πορεία μου στον χώρο της μουσικής. Ναι, με χαρακτηρίζει αυτό στην μουσική μου. Ξεκάθαρα. Και ξέρεις τι; Όταν ξεκινούσα να τραγουδώ, όλοι μου έλεγαν, λογω της χροιάς της φωνής μου, ότι μού πάει να λέω επαναστατικά τραγούδια, για το Κιλελέρ, για τέτοια, π.χ. με είχε καλέσει ο Διονύσης Σαββόπουλος σε μια εκπομπή του και είπαμε μαζί το «Δημοσθένους Λέξις» και μου έστελναν μηνύματα και μου έλεγαν «Χρήστο, εκεί είσαι, σε αυτό το είδος». Αλλά τελικά τους είπα ότι μπορεί να έχουν δίκιο και αυτό να ισχύει, αλλά η ζωή μου και ο τρόπος που ζω είναι αυτός που καθορίζει την μουσική μου.
– Είσαι σαββοπουλικός;
Δεν θα το έλεγα. Αν και έχω ακούσει τα άπαντα του Διονύση. Ο Σαββόπουλος μου έμαθε την ελληνική γλώσσα, τις χρήσεις των λέξεων, τις έννοιες τους. Οι στίχοι του ήταν εκπληκτικοί. Του το είπα κιόλας του ίδιου, ότι στην προσωπική μου αναζήτηση να καταλάβω τι εννοεί ο Σαββόπουλος στα τραγούδια του, με έμαθε να διαβάζω ποίηση. Και μετά το ένα έφερε το άλλο. Από τον Σαββόπουλο πέρασα στον Γκίνσμπεργκ, μετά στον Ντίλαν.
– Όταν έγραψες το «Μy Νumber Οne», κατάλαβες ότι είχες γράψει ένα μεγάλο ποπ τραγούδι;
Είναι από τις λίγες φορές που άφησα τους άλλους να το κρίνουν. Ξέρεις τι έκανα; Εμπιστεύτηκα το λάθος τους, την λάθος επιλογή τους. Εγώ λοιπόν ξεκίνησα να γράφω ένα τραγούδι με στόχο να απευθυνθώ στους Σλάβους, τα αγγλικά των οποίων ήταν εξαιρετικά φτωχά. Και έπρεπε η γλώσσα του τραγουδιού να έχει λέξεις έξυπνες ώστε να τις καταλάβει το συγκεκριμένο κοινό. Εγώ λοιπόν έγραψα τρία τραγούδια τότε για τον διαγωνισμό. Το ένα ήταν πολύ progressive, σκέψου ότι δεν έχει καν κυκλοφορήσει ακόμη. Το δεύτερο έγινε στη συνέχεια ντουέτο με την Καίτη Γαρμπή, το «Spaciba Baby». Το τρίτο ήταν το «Μy Νumber Οne». Στους μόνους δυο ανθρώπους που άρεσε το τελευταίο ήταν ο Γιάννης Δόξας και ο Δημήτρης Γιαρμενιτης [σ.σ: τότε αφεντικό της Sony Music]. Οι υπόλοιποι δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένοι. Δεν το έπιαναν. Δεν το καταλάβαιναν. Και ξέρεις τι μου έδειξε όλη αυτή η εμπειρία μου τότε και τι έχω καταλάβει όλα αυτά τα χρόνια στη δισκογραφία; Ότι ο Έλληνας έχει την νοοτροπία να πηγαίνει ντουγρού στον τοίχο και να σπάει το κεφάλι του. Ευτυχώς τότε εμπιστευόμουν τους σωστούς ανθρώπους. Και δικαιώθηκα. Αλλά το 70% των ανθρώπων που είχαν ακούσει τότε το «Μy Νumber Οne», όχι απλά δεν του άρεσε, δεν το ήθελαν καν. Οπότε μερικοί ας μην κάνουν τους έξυπνους τώρα, γιατί έχω κρατημένη ανάρτηση από blogs της εποχής εκείνης, συγκεκριμένα το mIRC, όπου στο blog των «Γιουροβιζιονιστών» έγραφαν πολλοί ότι «αυτό το τραγούδι θα βγει εικοστό» ή ότι «θα βγει τελευταίο». Το έβριζαν σου λέω.
– Ας αφήσουμε λίγο τα μουσικά. Πάμε στο σήμερα. Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει την εποχή μας;
Ζούμε μια εποχή παρόμοια με εκείνη του Νέρωνα στη Ρώμη. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα καθοδηγείται από έναν άνθρωπο που αποκαλεί δημοσίως τον εαυτό του «κυβερνήτη» ή «διοικητή». Είναι μια βαριά λέξη για έναν άνθρωπο που έχει εκλεγεί στη Βουλή από ψηφοφόρους και από τον λαό. Είναι προσβλητικό για τον ίδιο τον λαό δηλαδή. Πρέπει να καταλάβει ένας πρωθυπουργός ότι είναι υπάλληλος του λαού, δεν είναι ο λαός υπάλληλος του. Τα έδρανα στα οποία κάθεται ανήκουν στο λαό, δεν ανήκουν στον ίδιο. Τα δώρα και οι παροχές που αυτός δίνει στον κόσμο, δεν είναι δώρα. Είναι το χρέος του απέναντι μας. Ζούμε λοιπόν την εποχή του Νέρωνα, παρακολουθώντας έναν άνθρωπο να κομπάζει συνεχώς για το πόσο καλώς καμωμένα τα έχει φτιάξει όλα. Δηλαδή τι; Δεν πρέπει να κάνει το χρέος του; Γι’ αυτό δεν εξελέγη; Μας λέει τα αυτονόητα δηλαδή; Και μετά έχει δίπλα του και αυτό το συμπαθέστατο παιδί, αυτό που είναι σήμερα δήμαρχος της Αθήνας, ο οποίος έχει κάνει την πρωτεύουσα σαν λούνα παρκ. Το προσωπικό του θεματικό πάρκο για να παίζει αυτός και τα φιλαράκια του. Εγώ όλα αυτά τα βλέπω παράλογα. Και αν ο κόσμος δεν βλέπει κανένα λόγο προκειμένου να ξεσηκωθεί και να σηκωθεί από τις πολυθρόνες του, ζω εγώ αλλού. Σε έναν άλλον πλανήτη.
– Η Αριστερά έχει χάσει λίγο την αίγλη της σε σχέση με παλιά;
Η Αριστερά έχει χάσει την αίγλη της διότι εμμένει στο ίδιο φορμάτ, το παλιό, το παραδοσιακό. Πρέπει να ανοίξει τους ορίζοντες της και την ματιά της. Να φέρει δίπλα της όλους τους ανθρώπους. Ασφαλώς και δεν εννοώ ότι η Αριστερά είναι εχθρική. Αυτό που λέω είναι ότι πρέπει να γίνει πιο εξωστρεφής και πιο φωτεινή. Δηλαδή, χαζοί ήταν οι Ιταλοί που είχαν βάλει την Ραφαέλα Καρά υπεύθυνη του πολιτιστικού σχεδιασμού και των πολιτιστικών εκδηλώσεων του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος; Η Ραφαέλα Καρά, η επιτομή της ευρωπαϊκής ντίσκο, ήταν η γυναίκα που συμβούλευε σε θέματα πολιτισμού το ΚΚ της Ιταλίας. Χρειάζεται τέτοιους ανθρώπους η Αριστερά, γιατί ενώ είναι όντως εκσυγχρονισμένη σε κάποια σημεία της, το φανταχτερό του υπόλοιπου κοινωνικού δομήματος δεν την αφήνει να φανεί και να προβληθεί παραέξω.
– Πήρε κάποιο σημαντικό μάθημα η Αριστερά τα τελευταία χρόνια;
Ναι, ότι πρέπει να βάλει νερό στο κρασί της. Πιστεύω ότι η Αριστερά έχει πάρει πλέον το μάθημά της. Γι’ αυτό και εμένα με τίμησε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ με κάλεσε στο φεστιβάλ της νεολαίας του. Και τα είπα και από σκηνής αυτά. Ότι υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται με την mainstream μουσική, ας την πούμε έτσι, την εμπορική, και φοβούνται να δηλώσουν υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ ή υπέρ της Αριστεράς γιατί νιώθουν μέσα τους ότι αυτή δεν τους θέλει. Ότι η Αριστερά ντρέπεται γι’ αυτούς και για τις επιλογές που έχουν κάνει στις μουσικές τους προτιμήσεις. Και αυτό το έχω νιώσει και εγώ στο πετσί μου. Έχω ακούσει ειρωνικά σχόλια δημοσιογράφων, ακόμη και ανθρώπων από μέσα από την Αριστερά, με ένα πολύ ειρωνικό υφάκι του στυλ «Χρήστο, θα μας πεις το τάδε τραγούδι ή το δείνα κομμάτι;». Υπάρχει ένα κλαυσίγελο στην όλη ιστορία. Και ήμουν έτοιμος να μην το κάνω, να μην πάω, αλλά τελικά είπα μέσα μου «όχι ρε πούστη μου, οφείλω να δώσω και εγώ κάτι πίσω στην γενιά αυτή και στην ίδια την νοοτροπία της γενιάς αυτής που σε μεγάλωσε. Και δεν πρέπει να ασχολείσαι με μαλάκες». Οπότε, ναι, το αιώνιο κόλλημα της Αριστεράς με τους φανταχτερούς ανθρώπους πρέπει να σταματήσει επιτέλους. Αυτό θα είναι το πιο σοβαρό μάθημα που θα μπορούσε να διδαχτεί. Δηλαδή, αν δήλωνε αριστερός ο Μαικλ Τζάκσον, θα ντρεπόταν η Αριστερά για αυτόν; Η μουσική του οποίου έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές και έχει συνδεθεί με το πρώτο μας φιλί, το πρώτο μας μπλουζ σε πάρτι, το πρώτο μας φάσωμα, το πρώτο μας ραντεβού ή την πρώτη μας «χυλόπιτα». Οπότε, αν τον έχεις, βγάλε τον και δείξ’ τον. Μην ντρέπεσαι γι αυτόν. Ασ’ τον να φανεί ότι σε στηρίζει.
– Πες μου λίγο, πώς προέκυψε το γνωστό viral τετράστιχο τον περασμένο Ιανουάριο; [.σ.σ: Όταν με πρωτοβουλία του ίδιου, χιλιάδες κόσμου έγραψαν την δική τους εκδοχή στο αρχικό τετράστιχο «Μας έκλεισες τη μουσική / Μας τρώει το σαράκι / Γι αυτό και θα στο ξαναπώ / ……….» (Δικό Σας Συνάδελφοι)!», που έγραψε και ανάρτησε στο twitter του ο Χρήστος].
– Η κυβέρνηση αυτή έχει κάνει ένα τεράστιο σφάλμα: δεν σέβεται κανέναν και τίποτα. Δεν σέβεται τους μουσικούς, τους τραγουδιστές, τα τραγούδια, τους συγγραφείς, τα βιβλία, τον πολιτισμό. Οπότε το τετράστιχο αυτό μου βγήκε πολύ παρορμητικά. Εκείνη την στιγμή ήμουν πολύ στενοχωρημένος και είχα τα παιδιά μου στο σπίτι και τους έφτιαχνα πατάτες τηγανητές. Και την ώρα που έκοβα τις πατάτες, δεν σου κάνω πλάκα τώρα, τις πατάτες έκοβα με το μαχαίρι, και μου προέκυψε αυτό το γνωστό τετράστιχο γιατί μου βγήκε πολύ το παράπονο για το τι έχουμε υποστεί ως καλλιτέχνες. Και λέω από μέσα μου «θα το γράψω, θα το ανεβάσω». Και τα κλείνω μετά όλα και πάω και κοιμάμαι. Και την άλλη μέρα με παίρνει ένας φίλος μου τηλέφωνο και μου λέει «Χρήστο, έχεις ανοίξει το twitter σου καθόλου να δεις τι χαμούλης γίνεται;»
– Είχες ένα δεύτερο «Μy Number One»…
(γελάει τρανταχτά) Ναι! Και η μαλακία μου τότε ήταν που δεν έκατσα να το κάνω μέχρι και τραγούδι. Με «έπαιρνε» άνετα. Είχα σκεφτεί μάλιστα και το όνομα της μπάντας: «Χρήστος Δάντης and the People». Έτσι, τιμής ένεκεν για όλους. Εγώ πέρασα τόσο μα τόσο ωραία διαβάζοντας όλα τα στιχάκια των ανθρώπων που έκατσαν και ασχοληθήκαν έστω 2-3 λεπτά με αυτό.
– Ένιωσες ότι μια τέτοια πράξη ίσως να σου έκλεινε κάποιες πόρτες;
Μα έγινε όντως αυτό! Έχασα χορηγίες εξαιτίας του tweet αυτού. Συζητούσα δυο μεγάλες χορηγίες, η μια από μια μεγάλη εταιρεία αυτοκινήτων και η άλλη ήταν μια τεράστια διαφημιστική καμπάνια. Και τις έχασα αμφότερες, λογω της τοποθέτησής μου αυτής.
– Πιστεύω ότι αν μπορούσες, με τον χαρακτήρα που έχεις, και αν δεν είχες τόσες δουλειές και υποχρεώσεις, θα ήσουν συνέχεια στους δρόμους να διεκδικείς πράγματα.
Δεν το συζητάω αυτό. Θα έκανα πάντα κάτι σχετικό. Γιατί αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Στηρίζω οποιονδήποτε κοινωνικό αγώνα, από τον άνθρωπο που είναι πένητας στους δρόμους μέχρι εκείνον που είναι στις φυλακές και δεν τον αφήνουν να επιμορφωθεί και να αναμορφωθεί. Γιατί οι φυλακές γι’ αυτό το λόγο έγιναν. Όχι για να σε τιμωρήσουν. Αλλά για να σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο και να σε εντάξουν ξανά στην κοινωνία, αναμορφωμένο και βελτιωμένο. Για να σου δώσουν το δικαίωμα μια δεύτερης ευκαιρίας. Ο φυλακισμένος δεν πρέπει να νιώθει ότι το κράτος τον καταδίκασε σε θάνατο.
– Για να χρησιμοποιήσω και τον τίτλο ενός άλμπουμ σου, ένιωσες ποτέ να έχεις βγει «εκτός τροχιάς» σε καλλιτεχνικό επίπεδο;
Όχι, ποτέ. Γιατί ακόμη και αυτό που ήταν ξευτίλα για μένα που έκανα (που για μένα δεν θεωρείται ξευτίλα), ήξερα τι έκανα. Το ένιωσα και το ήθελα 100%. Την πιο σπουδαία συμβουλή μού την έχει δώσει η Δήμητρα Γαλάνη: «Χρήστο, πρόσεξε ένα σουξέ να μην καταντήσει η τροχοπέδη σου, το εμπόδιο σου». Να μην σε «πάρει η μπάλα» δηλαδή και εγκλωβιστείς στο να θέλεις να κάνεις μόνο σουξεδάκια. Άκου τι έχω καταλάβει μετά από τόσα χρόνια στο χώρο της μουσικής: ένα τραγούδι δεν είναι ένα στατικό δημιούργημα. Μεγαλώνει μέσα σου όσο περνάνε τα χρόνια. Και τότε καταλαβαίνεις αν πρόκειται ή όχι για ένα σπουδαίο άκουσμα.