Παίρνοντας στο χέρι σου το βιβλίο «Ηπειρώτικο Μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη δημώδη ζωντανή μουσική της Ευρώπης» του αμερικανού μουσικολόγου και ερευνητή Κρίστοφερ Κινγκ, αυτό που σού προξενεί την πρώτη εντύπωση – ειδικά αν είσαι οπαδός της ευρύτερης ποπ κουλτούρας των δεκαετιών του ’60 και του ’70 – είναι το εξώφυλλό του: μια φωτογραφία ενός ηπειρώτικου πανηγυριού με την ορχήστρα του Λάζαρου Ρούντα, στη Βίτσα, στο Ζαγόρι, περί το 1930, αλλά σε μορφή πολύχρωμης και ολοζώντανης ζωγραφιάς από το πενάκι του τεράστιου αμερικανού κομίστα, συλλέκτη δίσκων και μουσικού Robert Crumb, ο οποίος έχει φιλοτεχνήσει, μεταξύ πολλών άλλων, το εξώφυλλο του άλμπουμ «Cheap Thrills» [1968] των Big Brother and the Holding Company της Τζάνις Τζόπλιν.
Να πούμε εδώ ότι ο δρ. Κινγκ δεν είναι κανάς τυχαίος που… είδε φως και μπήκε στην (βιο)σφαίρα της ηπειρωτικής μουσικής και της, περιλάλητης και φημισμένης στα πέρατα του μουσικού κόσμου, πεντατονίας [ποιος θυμάται, ας πούμε, μια προ 25ετίας αντίστοιχη απόπειρα καταγραφής της ηπειρώτικης μουσικής, την «Ήπειρο της Πεντατονίας», υπό την επιμέλεια του Άκη Γκολφίδη και της Ελένης Δήμου, σε μια τότε υπερπολυτελή έκδοση με 4 CD, ένα πολυσέλιδο και πληροφοριακό βιβλίο, μέχρι και ένα… CD-ROM;].
Ο αμερικανός μουσικολόγος έχει ασχοληθεί, στην πατρίδα του, εκτενώς με τις προπολεμικές ηχογραφήσεις αμερικανικών blues της εποχής του Μεσοπολέμου αλλά και την κάντρι, την παραδοσιακή δηλαδή μουσική των Απαλαχίων Ορέων. Μόνο που πριν μια δεκαετία ερωτεύτηκε τόσο πολύ την ηπειρώτικη μουσική, ώστε άφησε την ζωή του στις ΗΠΑ, πήρε των ομματίων του (και όλη του την προίκα, που λέμε) και εδώ και λίγα χρόνια κατοικεί μόνιμα στην Κόνιτσα μελετώντας εκ του σύνεγγυς και όπως ο ίδιος θεωρεί ότι πρέπει και αρμόζει, την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική όχι μόνο της Ηπείρου, αλλά όλων των νότιων Βαλκανίων, από την Αλβανία μέχρι την Βουλγαρία.
Ο δρ. Κινγκ επίσης έχει κυκλοφορήσει μια σειρά από μουσικές συλλογές για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Third Man Records του Τζακ Γουάιτ των White Stripes, συλλογές όπως «Why the Mountains are Black: Primeval Greek Village Music 1907-1960» [2016] και «Kitsos Harisiadis: Lament In A Deep Style 1929-1931» [2018].
Το βιβλίο του δεν είναι ένα αυστηρώς μουσικολογικό ανάγνωσμα – αν και η εθνομουσικολογία έχει την τιμητική της μέσα σε αυτό. Αυτό που καταφέρνει και επιτυγχάνει ο Κρίστοφερ Κινγκ στο βιβλίο του είναι ότι, παρόλες τις πιο βαθιές μουσικολογικές τομές που ίσως και εν γνώσει του αποφεύγει να κάνει, προκειμένου να μην κάνει τον αναγνώστη του να βαρεθεί με μια ατέρμονη θεωρητικολογία, σε βάζει στο σύμπαν του ηπειρώτικου πανηγυριού, εκεί που το κλαρίνο ακούγεται συνοδεία ουισκιού -ή ρουμιού και εκεί όπου μια και μόνη νότα είναι ικανή να σε βάλει, για να παραφράσω και την Λένα Πλάτωνος, σε «λειτουργία αναγκαστικής απογείωσης».
Ο, μανιώδης συλλέκτης δίσκων, δρ. Κινγκ τριγυρνάει στα ηπειρωτικά πανηγύρια πρωτίστως ως παρατηρητής και δευτερευόντως ως «αυστηρός» επιστήμονας / μουσικολόγος, αφήνοντας το συναίσθημά του, αντί της στενής εθνομουσικολογικής του λογικής, να συγγράψει το παρόν βιβλίο.
Γι’ αυτό το λόγο και το βιβλίο του, με όλες του τις ελλείψεις, είναι σημαντικό, γιατί καταγράφει, συνοδεία γνήσιου ηπειρώτικου τσίπουρου, με ατόφιο και άδολο τρόπο την μουσική παρακαταθήκη μουσικών σαν τον Κίτσο Χαρισιάδη και τον Αλέξη Ζούμπα, τα μοιρολόγια τους, την, ταυτόχρονη, γιορτή της Ζωής και του Θανάτου, όπως αυτή καταγράφηκε σε ηχογραφήσεις που χάνονται στο βάθος περασμένων δεκαετιών.
Το Olafaq είχε μια πολύ ευχάριστη και πρόσφορη μουσικολογική κουβέντα με τον δρα. Κρίστοφερ Κινγκ:
– Έχετε χαρακτηρίσει την Ήπειρο ως «μια μουσική βιόσφαιρα». Τι ακριβώς είναι μια μουσική βιόσφαιρα;
Μια μουσική βιόσφαιρα μοιάζει στην έννοιά της με την βιολογική βιόσφαιρα: δηλαδή, μια φυσική τοποθεσία όπου μια συγκεκριμένη ατομική (ή ομαδική) μορφή ζωής γεννιέται, ζει, αναπαράγεται, μεταδίδει γενετικές πληροφορίες και κατόπιν πεθαίνει. Η πιο κοντινή προσέγγιση είναι επίσης η έννοια της οικολογίας: όταν μιλώ για μια μουσική βιόσφαιρα, βάζω μέσα και τη μουσική οικολογία: τον τρόπο με τον οποίο η μουσική αλληλεπιδρά με οτιδήποτε άλλο στον τόπο και τον χρόνο που οι άνθρωποι συμμετέχουν σε αυτή την συγκεκριμένη συνθήκη. Μια μουσική κουλτούρα αποτελεί και μια μουσική οικολογία.
– Τι ακριβώς είναι για σας η λαϊκή, η folk μουσική; Ένα μέσο για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας λίγο περισσότερο; Ένα ταξίδι που θα μπορούσε να σας οδηγήσει παντού; Ένα εργαλείο ψυχολογικής επιβίωσης;
Η λαϊκή μουσική είναι μια «συμπεριφορά» οργάνωσης του ήχου μέσα σε μια ομάδα ανθρώπων και σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και τόπο όπου το τελικό αποτέλεσμα – ο στόχος – δεν είναι απαραίτητα το οικονομικό κέρδος αλλά κάτι πολύ διαφορετικό. Δεν χρειάζεται απαραιτήτως η λαϊκή μουσική αυτή να χαρακτηρίζεται ως «παραδοσιακή», αλλά η μετάδοσή της προϋποθέτει την μεταβίβαση από τη μια γενιά στην άλλη γενιά των μέσων, της γνώσης του τρόπου δημιουργίας αλλά και του σκοπού δημιουργίας της συγκεκριμένης αυτής μουσικής. Σε ορισμένες μουσικές κουλτούρες, ναι, συμφωνώ μαζί σας ότι αποτελεί και ένα μέσο ψυχολογικής επιβίωσης. Θεωρώ επίσης ότι για να ερευνήσει κανείς και να γράψει για τη «λαϊκή μουσική» πρέπει απαραιτήτως προηγουμένως να έχει ενσωματωθεί μέσα σε αυτή την λαϊκή κουλτούρα. Δεν μπορεί να γράψει κάτι κοιτώντας την απ’ έξω. Η μόνη κριτική που έχω δεχτεί, παραδόξως, είναι ότι είμαι ένας Αμερικανός που γράφω για την ελληνική μουσική. Αλλά αυτή η κριτική δεν ευσταθεί ακριβώς επειδή μπορώ και τοποθετώ τον εαυτό μου στον χρόνο και τον χώρο όπου λαμβάνει χώρα η μουσική και ο πολιτισμός. Είναι επίσης αστείο το ότι αυτές οι κριτικές προέρχονται από ανθρώπους που οι ίδιοι γράφουν για την αμερικανική μπλουζ, τη ροκ και την τζαζ και όμως δεν έχουν επισκεφτεί ποτέ τους την Αμερική. Αυτό είναι κάτι σαν «μουσικολογία πολυθρόνας» όπου ο συγγραφέας/ερευνητής νιώθει ότι μπορεί να περιγράψει με ακρίβεια ένα φαινόμενο, χωρίς να εμπλέκεται ενεργά μέσα σε αυτό.
– Τι σας ελκύει στη μουσική της Ηπείρου; Και γιατί αποφασίσατε να εστιάσετε στη συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας, αντί, ας πούμε, στην Κρήτη;
Νομίζω ότι αυτό που με ελκύει περισσότερο είναι η «βαρύτητα» ή η βαριά αυτή σοβαρότητα που έχουν τα περισσότερα ηπειρώτικα τραγούδια. Δεν είναι ελαφριά. Τα λόγια δεν είναι μεν τόσο βαθιά αλλά η μουσική είναι. Βασικά, δεν διάλεξα τη μουσική της Ηπείρου, αυτή διάλεξε εμένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπώ τη μουσική από την Κρήτη, τον Πόντο, τη Μικρά Ασία, την Πελοπόννησο, τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Βόρεια Μακεδονία ή τα νησιά. Απλώς η μουσική της Ηπείρου είναι η πρώτη μου αγάπη. Νομίζω ότι μπορώ να είμαι «μουσικά πολυερωτικός» και να αγαπώ και άλλες δημοτικές μουσικές των νότιων Βαλκανίων.
– Ποια ήταν η πιο εκπληκτική ιστορία για την τοπική μουσική ή τους ντόπιους μουσικούς πάνω στην οποία «σκοντάψατε» κατά την διάρκεια της έρευνάς σας;
Πιθανότατα οι λεπτομέρειες που ανακάλυψα για τον Αλέξη Ζούμπα, συμπεριλαμβανομένων και πολλών πραγμάτων που δεν συμπεριέλαβα στο βιβλίο και που είναι ουσιαστικά γνωστά μόνο σε εμένα και στους… νεκρούς. Και ασφαλώς το γεγονός ότι στον 21ο αιώνα ένας αμερικανός συγγραφέας μπορεί να διεξάγει μια καλόπιστη ανθρωπολογική, μουσικολογική έρευνα στον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Αυτό, από μόνο του, είναι ένα αρκετά συγκλονιστικό γεγονός.
– Θα μου πείτε και κάτι που δεν γνωρίζατε, αλλά που μάθατε κατά τη συγγραφή του βιβλίου σας;
Ότι ένα τυχαίο μουσικό όργανο μπορεί να σε «τουμπάρει» και να σε κάνει να το λατρέψεις, να σε βάλει «μέσα» σε αυτό. Και πως αυτό το φαινόμενο είναι, ταυτόχρονα, και αρχαίο και σύγχρονο. Πώς μπορώ να πάω σε ένα γλέντι στην Κόνιτσα και ένας κλαρινίστας να με συγκλονίσει με το παίξιμό του. Ξέρετε, υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες μουσικών που έπαιζαν το μουσικό τους όργανο σε άρρωστους προκειμένου να τους θεραπεύσουν. Και αυτό το φαινόμενο συναντάται και σε άλλες αρχαίες κοινωνίες ανά τον κόσμο.
– Υπάρχει κάποιος λόγος να πιστεύουμε ότι, λόγω αυτής της τεράστιας παγκοσμιοποίησης της μουσικής, η λαϊκή μουσική οποιασδήποτε χώρας ή περιοχής διατρέχει τον κίνδυνο να χαθεί;
Νομίζω ότι είναι πιο σωστό να πούμε ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος μιας μεγάλης αλλαγής της μουσικής αυτής σε οποιαδήποτε μουσική βιόσφαιρα ή μουσική κουλτούρα όταν αυτή είναι πιο ανοιχτή σε «εξωτερικές επιρροές». Αλλά και πάλι η αλλαγή ή η προσαρμογή αποτελεί μέρος οποιουδήποτε οργανικού και πολύπλοκου συστήματος και η μουσική είναι ακριβώς ένα τέτοιο σύστημα. Η αλλαγή δεν είναι τόσο κακή ως γεγονός, αλλά η απώλεια ή, ακόμη χειρότερα, η «μουσειοποίηση» ή η διατήρηση της μουσικής ως μοναχά ενός στατικού τεχνουργήματος του παρελθόντος, αυτό ναι, αποτελεί κατ’ εμέ έναν κίνδυνο. Μια τέτοιου τύπου διατήρηση μπορεί να συμβεί όταν μια ομάδα ανθρώπων εκτιμά μεν το συγκεκριμένο είδος μουσικής, χωρίς ωστόσο να αναγνωρίζει και να «γιορτάζει» τους υπόλοιπους μουσικούς πολιτισμούς που το περιβάλλουν. Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι «προβάλλουν» μια συγκεκριμένη μουσική με όρους…μνημοσύνου, σαν να κάνουν την κηδεία σε κάποιον που αποχώρησε προ πολλού από τα εγκόσμια.
– Υπάρχει κάποιο άλλο μουσικό αντίστοιχο του «ηπειρώτικου μοιρολογιού» σε άλλες χώρες, λόγου χάρη το πορτογαλικό “fado”;
Υπάρχουν σε πολλά μέρη του κόσμου πεντατονικά μοιρολόγια που προορίζονταν για ειδικές περιστάσεις πένθους. Στον αμερικανικό Νότο υπήρχε ακόμη και μια παράδοση ενός τέτοιου τραγουδιού που ο μπλουζίστας Blind Willie Johnson ηχογράφησε το 1927. Αλλά στις μέρες μας δεν έχω ακούσει τίποτα, εκτός αντίστοιχων ιρλανδικών τραγουδιών, που να μοιάζει έστω με αυτήν την παράδοση.
– Τι κρύβεται στην πεντατονική δομή του μοιρολογίου που την καθιστά τόσο ελκυστική;
Επειδή είναι σχετικά απλή, νομίζω ότι η πεντατονική κλίμακα είναι πραγματικά βαθιά δεμένη με την ψυχή του καθενός από μας. Είναι ένα καθολικό, παγκόσμιο μουσικό φαινόμενο και η πεντατονία συναντάται στην μουσική παράδοση σχεδόν κάθε περιοχής του κόσμου. Νομίζω ότι είναι ευρύτερα αναγνωρισμένη στα αμερικανικά μπλουζ μουσική μπλουζ και στην πρώιμη θρησκευτική μουσική των ΗΠΑ.
– Γιατί αποφασίσατε να αφιερώσετε ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου σας στον Αλέξη Ζούμπα και τον Κίτσο Χαρισιάδη;
Γιατί ο Αλέξης Ζούμπας αντιπροσωπεύει τη «σκοτεινή πλευρά» της λαϊκής μουσικής και ο Κίτσος Χαρισιάδης την «ελαφριά πλευρά» της. Η παραδοσιακή μουσική, ξέρετε, δεν είναι απρόσωπη ή χωρίς «εγώ». Οδηγείται και από αυτούς που την δημιουργούν. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να το θυμόμαστε αυτό.
– Σας έχω δει να παίζετε λαούτο. Ποια άλλα ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα παίζετε ή θέλετε να μάθετε να παίζετε;
Παίζω βιολί και λαούτο αλλά μόνο αρκετά καλά προκειμένου να καταλάβω την εσωτερική λειτουργία των οργάνων, τις κλίμακες, τις συγχορδίες και τα χρώματα. Κατά τ’ άλλα, παίζω κιθάρα και μπάντζο.
– Στο τέλος της ημέρας, γιατί η μουσική είναι τόσο σημαντική για τον ψυχισμό μας;
Δεν το γνωρίζω αυτό να σας το απαντήσω. Αυτό είναι ένα από τα βαθύτερα μυστήρια τού να ζεις πάνω στην Γη. Γνωρίζουμε λιγότερα για το μυαλό και την ψυχή μας από οτιδήποτε άλλο πράγμα συμβαίνει γύρω μας. Δεν ξέρουμε γιατί μια συγκεκριμένη σειρά από νότες μπορεί να μάς προκαλέσει θλίψη όταν την ακούμε κια αντίστοιχα δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο αν αυτή η σειρά από νότες αλλάξει ελαφρά, τότε μπορεί να μάς προκαλέσει ανείπωτη χαρά. Όλο αυτό αποτελεί ένα βαθύ μυστήριο. Αλλά η μουσική είναι απαραίτητη προκειμένου να έχουμε μια υγιή και ισορροπημένη ψυχή.
– Τι άλλο ετοιμάζετε αυτό τον καιρό;
Ερευνώ συνεχώς την λαϊκή μουσική σε όλη την περιοχή των νότιων Βαλκανίων. Έχω προγραμματίσει ταξίδια ακρόασης και συλλογής πληροφοριών σε περιοχές όπως η Βόρεια Μακεδονία, τα Γρεβενά, η Βουλγαρία, η Θράκη, η Κρήτη, η Πελοπόννησος και η Αλβανία. Εργάζομαι πάνω σε ένα νέο βιβλίο για τη μουσική στην Ελλάδα για τις εκδόσεις «Δώμα». Επιπλέον, επιμελούμαι ένα μουσικό και κινηματογραφικό πρόγραμμα στην Κόνιτσα, σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, με τίτλο «Why the Mountains are Black: The Musical Cultures of the Southern Balkans» [Γιατί τα Βουνά είναι Μαύρα: Οι Μουσικές Κουλτούρες των Νότιων Βαλκανίων]. Θα διεξαχθεί το καλοκαίρι του 2023 στην Κόνιτσα και θα έχει διεθνή σημασία. Επίσης, επιμελούμαι και σκηνοθετώ μια σειρά από δημόσιες παρουσιάσεις για λογαριασμό της Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Αθηνών, συμπεριλαμβανομένης μιας παράστασης από παραδοσιακούς Πόντιους μουσικούς καθώς και ντόπιας, λαϊκής μουσικής από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ελπίζω να κάνω κάποιες δημόσιες παρουσιάσεις στην Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική μέσα στην άνοιξη.
– Ήταν εύκολη η απόφαση να μετακομίσετε μόνιμα στην Κόνιτσα;
Ναι. Μού είναι δύσκολο να φανταστώ ένα καλύτερο μέρος να ζω από την Κόνιτσα.
– Πώς περνάει η ζωή σας εκεί, πώς είναι η καθημερινότητά σας πια;
Ζω στον Παράδεισο. Κυριολεκτικά. Είμαι κομμάτι της Κόνιτσας τώρα. Μένω μόνιμα εδώ και καιρό και σπάνια δεν δουλεύω ή δεν εργάζομαι πάνω σε κάτι. Όταν όμως δεν κάνω μουσική έρευνα, γράφω δυο μυθιστορήματα, φροντίζω τον μικρό μου κήπο ή διαβάζω.
– Εν τέλει, τι είναι για εσάς η Ήπειρος;
Είναι το σπίτι μου.
*Το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» του Κρίστοφερ Κινγκ κυκλοφορεί σε νέα, επικαιροποιημένη έκδοση από τις εκδόσεις «Δώμα».