Χριστίνα Μπαλκάμου: «Η συντριβή είναι η μεγαλύτερη πράξη ελευθερίας»
Η Χριστίνα Μπαλκάμου, με το πρώτο της βιβλίο "Το Ημερολόγιο της Μύγας", ανοίγει μια χαραμάδα σε έναν κόσμο όπου η παρατήρηση γίνεται πράξη αντίστασης. Με φωνή που δεν ζητά την έγκριση κανενός, γράφει για τη γενιά που έμαθε να γελάει όταν πονάει, και για τη βαθιά ανάγκη να πεις την αλήθεια σου, ακόμα κι όταν αυτή δεν χωράει πουθενά.
Στον κόσμο της Χριστίνας Μπαλκάμου, η μύγα δεν είναι απλά ένα σύμβολο, είναι καταφύγιο. Κουβαλά πάνω στα λεπτεπίλεπτα διάφανα φτερά της τη φωνή μιας γενιάς που έμαθε να γελάει όταν πονάει, να σωπαίνει όταν θέλει να φωνάξει, να παρατηρεί όταν όλα γύρω ουρλιάζουν. Το πρώτο βιβλίο της Χριστίνας Μπαλκάμου, Το Ημερολόγιο της Μύγας (εκδόσεις Αρμός), κυριολεκτικά “εισβάλλει”, όπως εκείνο το μικρό έντομο εισβολέας που δεν ζητά ποτέ την άδειά σου.
Η συγγραφέας, ψυχολόγος με βλέμμα φωτογράφου και φωνή που τσακίζει σιωπές, καταγράφει όχι την ιστορία της, αλλά τη ρωγμή: εκείνη που αφήνει ο πόνος, η μνήμη, η μητρική κληρονομιά και η συντριβή που (όπως τονίζει) είναι ίσως η μεγαλύτερη πράξη ελευθερίας.
Σ’ αυτή τη συνέντευξη στο OLAFAQ, η Μπαλκάμου δεν ξετυλίγει απλώς τις σελίδες του βιβλίου της· ανοίγει τις πύλες μιας αθέατης γεωγραφίας, εκεί όπου η ύπαρξη δεν ζητά άδεια για να φανεί, και η φωνή, όσο χαμηλόφωνα κι αν αρθρώνεται, διαπερνά τους τοίχους κάθε συνήθειας. Μιλά για τη γλώσσα, για τις λέξεις, μιλά για πτήσεις μέσα από τις ρωγμές. Για την τέχνη του να είσαι… Όχι απλά παρών, αλλά παρεμβατικός. Όχι θεατής, αλλά μια φύση παράξενη, αόρατη, που παρατηρεί χωρίς να κοιτάζεται.
Όπως η μύγα. Ή όπως μια ψυχή που θέλει να πετάει ανάμεσα στις χαραμάδες του ορατού.
– Πότε ένιωσες για πρώτη φορά ότι έχεις “κάτι να πεις” μέσα από τη γραφή σου, και πώς γεννήθηκε Το Ημερολόγιο της Μύγας;
Η γραφή ήταν πάντα για μένα κάτι βασικό , όχι σαν χόμπι ή επιθυμία, αλλά ένα συστατικό ύπαρξης. Από παιδί, κάθε φορά που κάτι με ενοχλούσε, δεν ήξερα πώς να το πω. Το έγραφα. Ήταν ο μόνος τρόπος να το αντέξω χωρίς να χαθώ μέσα του. Το Ημερολόγιο της Μύγας δεν γεννήθηκε ως “έργο”. Γεννήθηκε σαν μια ανάγκη αναπνοής. Σαν να προσπαθεί το σώμα να βρει οξυγόνο. Μπορείτε να φανταστείτε έναν άνθρωπο χωρίς πνευμόνια; Έτσι ένιωθα. Οι λέξεις έγιναν οι δικοί μου πνεύμονες. Για χρόνια κατέγραφα στιγμές, εικόνες, ατάκες, σιωπές. Δεν είχα καμία σειρά σε ό,τι έγραφα. Ήταν σαν ημερολόγιο χωρίς ειρμό. Όμως κάποια στιγμή κατάλαβα ότι αυτά που παρατηρούσα, αφορούσαν κι άλλους ανθρώπους. Εκεί άρχισε να σχηματίζεται κάτι πιο σαφές μια φωνή, μια ηρωίδα, ένας τρόπος να πω κάτι όχι μόνο για μένα, αλλά και για μια γενιά. Μη φανταστείτε πως έγινε με πρόγραμμα. Αλλά κάπως έτσι ξεκίνησε σαν μια μύγα που δεν άντεχε άλλο απλώς να πετάει.
– Το βιβλίο μοιάζει με εξομολόγηση, αλλά και με μια πράξη αντίστασης. Είναι τελικά πιο κοντά στην αυτοβιογραφία ή στη μυθοπλασία; Το Ημερολόγιο της Μύγας είναι περισσότερο ένα ημερολόγιο παρατήρησης. Ένας τρόπος να μιλήσω για μια ολόκληρη γενιά που μεγάλωσε μέσα στην αβεβαιότητα, σε έναν κόσμο που τρέχει και δεν προλαβαίνει καν να κοιταχτεί στον καθρέφτη, όχι γιατί δεν θέλει αλλά γιατί δε την ενδιαφέρει το είδωλο στο καθρέφτη. Ό,τι γράφω κουβαλάει κάτι δικό μου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι η ιστορία μου. Δεν με ενδιαφέρει η εξομολόγηση. Με ενδιαφέρει αυτή η φωνή, είτε είναι δική μου είτε ανήκει σε κάποιον που δεν τόλμησε να μιλήσει, που δεν σήκωσε ποτέ το κεφάλι του. Αν αυτό σημαίνει ότι γράφω ως αντίσταση, τότε ναι το γράψιμο είναι ένας τρόπος να αντισταθείς στον κλειστό χώρο, στα κλειστά παράθυρα, στους τοίχους που στενεύουν. Να ανοίξεις, έστω με λέξεις, μια χαραμάδα. Να δώσεις λίγο χώρο στον δικό σου χώρο.
– Γιατί επέλεξες τη μύγα ως το σύμβολο και τον αφηγητή της ιστορίας; Τι κουβαλά αυτό το πλάσμα για σένα;
Η μύγα είναι η αιώνια ανεπιθύμητη. Αυτή που, ακόμα κι αν έχεις κλείσει καλά τα παράθυρα, βρίσκει τον τρόπο να τρυπώσει με θράσος στο χώρο σου. Η μύγα του βιβλίου είναι λίγο αθυρόστομη, λίγο κουρασμένη, αλλά πολύ πεινασμένη για νόημα. Καπνίζει νοερά ενώ παρατηρεί, και έχει τις φτερούγες της τσακισμένες από τις άπειρες συγκρούσεις πάνω στα τζάμια. Κι όμως, είμαι σίγουρη πως πάντα βρίσκει μια χαραμάδα να ξεφύγει. Να αποδράσει. Να επιμείνει. Η μύγα είμαι εγώ με αυτό τον τρόπο. Αυτό κάνω. Πετώ πάνω από ανθρώπους, πάνω από σκηνές που επαναλαμβάνονται, πάνω από ζωές που κάνουν κύκλους. Μαζεύω θραύσματα, μικρές παρατηρήσεις, συναισθήματα. Η μύγα, μου δίνει το θάρρος να μιλήσω για πράγματα που κανονικά θα τα άφηνα θαμμένα. Την χρησιμοποιώ , ίσως και λίγο άδικα σαν πνευματικό άλλοθι για να πω αυτά που αφορούν όχι μόνο εμένα, αλλά και όσους στέκονται ακριβώς απέναντι μου, χωρίς να μιλούν.
– Αν η Μαργαρίτα μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στο να είναι μύγα ή άνθρωπος, τι θα επέλεγε, και γιατί;
Η μύγα δεν ζητά την άδειά σου για να εμφανιστεί. Είναι ενοχλητική, επίμονη και απείθαρχη. Κι αυτός είναι ο λόγος που με συγκινεί τόσο πολύ ως έντομο. Με τον ίδιο τρόπο η Μαργαρίτα δεν είναι ευγενική, δεν προσπαθεί να γίνει αρεστή. Είναι ποιητική με τον τροπο που την εκφράζει. Η μεταμόρφωσή της σε μύγα δεν είναι απόγνωση είναι στάση ζωής. Είναι ένας τρόπος να δει τον κόσμο αλλιώς, από απόσταση, από χαμηλά, αλλά με ακρίβεια. Η μύγα θυμάται, παρατηρεί και το πιο σημαντικό , δεν ξεχνά. Χτυπά συνεχώς πάνω στο ίδιο τζάμι. Όπως και οι άνθρωποι κάνουν τα ίδια λάθη. Ίσως τελικά η Μαργαρίτα να διάλεγε να είναι μύγα γιατί η μύγα βλέπει τα πάντα, ακόμα κι όταν δεν την προσέχει κανείς. Δεν την ενδιαφέρει να είναι ευχάριστη, της αρκεί απλώς να είναι αληθινή. Σε έναν κόσμο όπου όλοι κρύβουν προθέσεις κάτω από ευγένειες και σκοπούς πίσω από βαρετές ρουτίνες, το πιο ριζοσπαστικό πράγμα είναι να μην έχεις δεύτερο πλάνο ή κρυφές ατζέντες… Να πετάς απλώς και να παρατηρείς. Ακόμα κι όταν κάνουν πως δεν σε βλέπουν, εσύ έχεις ήδη δει τα πάντα.
– Η πρόζα σου είναι σφιχτή, ρυθμική, χωρίς “έξτρα λίπος”. Πόσο σε νοιάζει η γλώσσα ως ήχος, και πώς επηρεάζει τον ρυθμό της αφήγησης;
Υπάρχουν γλώσσες που δομικά ή πολιτισμικά δεν μεταφέρουν το συναίσθημα μέσα από την εκφορά με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η ελληνική γλώσσα. Όχι επειδή τους λείπει κάτι, αλλά επειδή λειτουργούν με τελείως διαφορετικό τρόπο. Παραδείγματος χάρη ενώ η αγγλική γλώσσα είναι πολύ αποτελεσματική, με πλούσιο λεξιλόγιο, η συναισθηματική της δύναμη δεν προκύπτει τόσο από τον ήχο ή τη μελωδία, όσο από την ακρίβεια και τον υπαινιγμό της. Μπορεί να είναι συγκινητικό, αλλά δύσκολα φτάνουν σε μια δραματικότητα φράσεων τύπου «Μη με κοιτάς έτσι» ή του «Σώπα». Με ενδιαφέρει πολύ η γλώσσα ως ήχος όχι για να εντυπωσιάσω, αλλά για να μπορέσει το κείμενο να ανασάνει. Αν ένα κείμενο δεν έχει ρυθμό, δεν μπορεί να ζήσει. Δεν αντέχω το νεκρό γράψιμο. Να γράψω δηλαδή κάτι χωρίς παλμό. Είναι ο χειρότερός μου φόβος…
– Γράφεις για μια γενιά που «έμαθε να γελάει όταν πονάει». Πιστεύεις ότι αυτή η στάση είναι μηχανισμός επιβίωσης ή σύμπτωμα παραίτησης;
Είναι και τα δύο νομίζω. Πρώτα το ένα, μετά το άλλο. Γελάς για να μην φωνάξεις. Ή γελάς για να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν έχεις για τίποτα να φωνάξεις. Η γενιά για την οποία γράφω δεν έχει χρόνο για ξεκαθάρισμα απλώς γιατί σηκώνει βάρη και λέει «Εντάξει μωρέ, δεν έγινε και τίποτα». «Τι θα πάθω δηλαδή;». Το γέλιο τότε έγινε εργαλείο, μετά καταφύγιο, και μετά τρόπος ζωής. Η ηρωίδα μου, δεν γελάει γιατί διασκεδάζει… Γελάει γιατί πνίγεται. Γελάει για να μείνει ζωντανή. Γιατί αν πάρει στα σοβαρά όσα βλέπει και ακούει, θα σπάσει. Κι επειδή δεν της επιτρέπεται να σπάσει επιλέγει να γελάει. Έτσι λοιπόν έγινε η πανοπλία της. Για να είμαι όμως τελείως ειλικρινής και επειδή μου δίνετε τη δυνατότητα να σκέφτομαι και λίγο παραπάνω με αυτά που με ρωτάτε, το χειρότερο στην περίπτωση αυτή δεν είναι ότι γελάμε όταν πονάμε. Το χειρότερο είναι ότι έχουμε ξεχάσει πώς να πονάμε χωρίς να γελάμε. Η ζωή είναι ένα αστείο από μόνο του με πρωταγωνιστές εμάς να παίρνουμε πολύ σοβαρά το ρόλο μας.
– Πόση “αλήθεια” χωρά τελικά σε ένα βιβλίο που μοιάζει με ημερολόγιο αλλά λειτουργεί σαν καθρέφτης μιας ολόκληρης γενιάς;
Ο καθρέφτης ποτέ δεν με δελέαζε απλώς και μόνο γιατί δεν εμπιστεύομαι το είδωλο. Η αντανάκλαση με απωθεί, και όχι για φιλοσοφικούς λόγους. Για καθαρά ματαιόδοξους. Δεν θέλω να με βλέπω έτσι. Δεν θέλω να με διορθώσω εξωτερικά. Δεν θέλω να με σώσω με έναν καλό φωτισμό ή με μια απλή αλλαγή του χώρου που με περιβάλλει. Αυτό ισχύει και για τη γενιά μας. Δεν έχουμε ανάγκη άλλον έναν καθρέφτη να μας δείχνει πώς φαινόμαστε. Έχουμε ανάγκη κάποιον να μας πει πώς είμαστε. Αυτό προσπάθησε να κάνει η Μύγα, να μιλήσει για εκείνο που δεν φαίνεται. Όχι για το πρόσωπο, αλλά για τον ήχο που βγάζουν οι σιωπές όταν μένουν για χρόνια μέσα μας. Δεν γράφω για να κοιταχτούμε στον καθρέφτη, γράφω για να δούμε ξεκάθαρα τι μας συμβαίνει. Και αυτή είναι τεράστια διαφορά. Αν μια γενιά ολόκληρη μπορεί να σταθεί απέναντι στην αλήθεια της χωρίς φίλτρα τότε ίσως και να υπάρξει χώρος για κάτι καινούριο.
– Η οικογένεια στο βιβλίο είναι το πρώτο “πεδίο μάχης”. Πιστεύεις ότι η επιβίωση μέσα σε ένα τοξικό οικογενειακό περιβάλλον είναι μορφή ηρωισμού;
Η οικογένεια είναι το πρώτο και το πιο καθοριστικό περιβάλλον για έναν άνθρωπο. Ιδανικά, είναι το καταφύγιο του. Είναι η ελπίδα ότι μπορείς να υπάρξεις χωρίς να χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα. Σε αυτό το πλαίσιο πιστεύω ακράδαντα ότι ορισμένοι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να γίνονται γονείς. Όχι επειδή είναι “κακοί” αλλά επειδή απλώς δεν είναι φτιαγμένοι για αυτό. Δεν αρκεί να αγαπάς τα παιδιά. Πρέπει να μπορείς να τους δίνεις το χώρο που χρειάζονται ακόμα και όταν εσύ ως γονιός δεν αντέχεις. Τα παιδιά βλέπουν, αισθάνονται, καταγράφουν. Δεν μπορείς να τα ξεγελάσεις. Η τοξικότητα, σε οποιοδήποτε περιβάλλον, είναι δύσκολη. Στην οικογένεια, όμως, γίνεται ασφυκτική. Είναι σαν να προσπαθεί ένα φυτό να αναπτυχθεί σε χώμα γεμάτο χημικά. Πόσο μάλλον ένα παιδί. Δεν είναι μορφή ηρωισμού να επιβιώνεις σε κάτι τέτοιο. Είναι τραγωδία. Και ο σκοπός δεν είναι να μαρτυρήσουμε… Η πραγματικότητα είναι ζοφερή γιατί οι άνθρωποι είμαστε βαθιά άρρωστοι και συναισθηματικά ανάπηροι, διαγενεακά. Κανένα παιδί δεν οφείλει να το αντέξει αυτό. Κανένα παιδί δεν ήρθε στον κόσμο για να γιατρέψει τους γονείς του.
– Πόσο πολιτικό είναι για μια γυναίκα να μιλά χωρίς ντροπή για το σώμα της, τον έρωτα, την οργή της;
Είναι βαθεια πολιτικό και εξαιρετικά δύσκολο. Γιατί όλα αυτά, το σώμα, ο έρωτας, η οργή, είναι ακόμα θέματα που θεωρούνται κάπως “ιδιωτικά”. Τώρα, αν είσαι και γυναίκα, όλα αυτά ακόμα δεν είναι πλήρως απελευθερωμένα να ειπωθούν με ευκολία. Αλλά η αλήθεια είναι πως όλοι τα ζούμε. Όλοι έχουμε μέσα μας έναν άλλο κόσμο, πέρα από αυτόν που δείχνουμε. Όλοι έχουμε κάνει πράγματα που δεν λέμε, σκεφτεί πράγματα που δεν τολμάμε να παραδεχτούμε. Και παρόλα αυτά, όταν κάποιος βγει και τα πει καθαρά, σοκάρει. Γιατί μας θυμίζει αυτά που προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Η ελληνική κοινωνία, νομίζω, δεν είναι έτοιμη να δεχτεί αληθινά κάποιον που μιλάει χωρίς ντροπή. Υπάρχει ακόμα πολύ υποκρισία. Κι αυτό είναι που με θυμώνει. Δεν σοκάρονται επειδή δεν έχουν ζήσει αυτά που γράφω, σοκάρονται επειδή τα έχουν ζήσει (μπορεί και χειρότερα) και μιλάνε μόνοι τους, μεταξύ τους, ότι κάνανε και εκείνοι αντίστοιχα, κάτι μεταξύ κουτσομπολιού και γέλιου. Για μένα, το να μιλήσω καθαρά δεν είναι πρόκληση. Είναι ανάγκη για τη δική μου ύπαρξη.
– Πιστεύεις ότι η συντριβή μπορεί να γεννήσει ελευθερία; Κι αν ναι, σε τι κόστος;
Η συντριβή για τον κάθε άνθρωπο διαφέρει. Μπορεί να προέλθει από μέσα μας ή από εξωτερικά γεγονότα. Από έναν θάνατο, μια απώλεια, μια αρρώστια. Από ένα βλέμμα που κρατήσαμε χαμηλωμένο για χρόνια. Δεν έχει μία μόνο μορφή. Και σχεδόν ποτέ δεν τη επιλέγουμε συνειδητά. Δεν είναι επιθυμητή γιατί πολύ απλά δεν είναι εύκολη. Είναι όμως αυτή που μας μετακινεί. Που μας πετάει έξω από το σπίτι που χτίσαμε (τον εαυτό μας) για να επιβιώσουμε. Και μόνο τότε αρχίζουμε να βλέπουμε αλλιώς. Είναι μια μεγάλη αλλαγή που σε ταρακουνά και σε κάνει να αναμετρηθείς με ό,τι είσαι. Σαφέστατα και υπάρχει κόστος και μπορώ να πω μεγάλο. Χάνεις όλες σου τις βεβαιότητες για τη ζωή για τους ανθρώπους γύρω σου και ίσως πάρει διπλάσιο χρόνο από αυτόν που περίμενες για να σταθείς και πάλι στα πόδια σου. Ε, λοιπόν, ναι η συντριβή είναι η μεγαλύτερη πράξη ελευθερίας κ. Παπαϊωάννου γιατί μόνο έτσι καταφέρνεις να μετρηθείς με εσένα τον ίδιο.
– Κι εδώ είναι που έρχεται το ερώτημα για τη γραφή. Γιατί αν η συντριβή είναι αυτή που ανοίγει ρωγμές μέσα μας, μήπως τότε η λογοτεχνία, και ειδικά εκείνη που γεννιέται σήμερα, από νέες γυναίκες συγγραφείς, οφείλει να τις ακολουθεί; Πιστεύεις ότι η σύγχρονη λογοτεχνία πρέπει να είναι πιο άβολη, πιο τολμηρή, πιο αληθινή; Να αφήνει πίσω της τη μυθολογία της αισθητικής και να μπαίνει με τα χέρια γυμνά στη λάσπη της ψυχής;
Όχι, δεν πιστεύω πως η σύγχρονη λογοτεχνία οφείλει να είναι άβολη ή τολμηρή. Αυτό που έχει σημασία είναι αν οι αναγνώστες αντέχουν να έρθουν αντιμέτωποι με τη δική τους αλήθεια. Η λογοτεχνία ήταν πάντα καταφύγιο εξομολόγησης όχι για να σοκάρει, αλλά για να ειπωθούν όσα κρύβονται και αναζητούν το φως. Οι γυναίκες που έγραψαν τολμηρά, όπως η Αναΐς Νιν ή η Βιρτζίνια Γουλφ, δεν έγιναν δεκτές με τον ίδιο τρόπο που έγιναν οι άντρες συγγραφείς. Θεωρήθηκαν σκανδαλώδεις, ανάρμοστες, έπρεπε να απολογηθούν για τον πόνο και την επιθυμία τους. Αν κάτι πρέπει να αλλάξει, δεν είναι το γράψιμο. Είναι το πώς διαβάζουμε. Αν μάθουμε να διαβάζουμε χωρίς ντροπή, τότε και η γραφή θα γίνει πιο ελεύθερη.
– Δηλαδή, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να γράφεις “την αλήθεια σου” και στο να γράφεις “αληθινά”; Και πώς την αναγνωρίζεις αυτή τη διαφορά;
Η διαφορά ανάμεσα στο να γράφεις “την αλήθεια σου” και στο να γράφεις “αληθινά” είναι πολύ λεπτή. Η “αλήθεια σου” είναι αυτό που έχεις βιώσει, αυτό που σε διαμόρφωσε. Είναι υποκειμενική. Το “να γράφεις αληθινά” όμως, είναι καθαρότητα. Είναι αυτό που λέμε να είσαι τίμιος απέναντι στο χαρτί, είτε γράφεις για σένα είτε για άλλους. Η συγγραφή είναι μοναχική διαδικασία, γιατί σε φέρνει αντιμέτωπο με τον μόνο άνθρωπο που δεν μπορείς να ξεγελάσεις… τον εαυτό σου. Και μέσα σου δεν υπάρχει μόνο ένας, υπάρχουν δύο. Η λογική και το συναίσθημα. Κι αυτοί συχνά συγκρούονται. Όταν γράφεις την αλήθεια σου, προσπαθείς να καταλάβεις τα μέσα σου. Όταν γράφεις αληθινά, έχεις ήδη βουτήξει εκεί και μιλάς χωρίς να προστατεύεσαι.
– Και όταν γράφεις για την απόγνωση, την εξάρτηση, τη μοναξιά, αισθάνεσαι ότι λες κάτι που οι άλλοι δεν μπορούν να πουν; Ή κάτι που δεν τολμούν καν να σκεφτούν;
Όλοι οι άνθρωποι κουβαλάνε μέσα τους κάτι βαθιά προσωπικό, αλλά ο τρόπος που το εξωτερικεύουν διαφέρει. Κάποιος μπορεί να σου περιγράψει τη στιγμή που παίρνει ναρκωτικά και να σε απωθήσει. Κάποιος άλλος να μιλήσει για μια ερωτική εμπειρία και να σου προκαλέσει αμηχανία ή ακόμα και αηδία. Και ύστερα υπάρχει και το αντίθετο. Μια περιγραφή μιας φαινομενικά ασήμαντης στιγμής που όμως, με τον τρόπο που αποδίδεται, να σε ταρακουνά, να σου ξυπνάει μια ιδέα, να σου εξάπτει τη φαντασία. Δεν έχει πάντα σημασία το γεγονός καθαυτό, έχω την εντύπωση πως η ουσία βρίσκεται στην περιγραφή. Όταν η αφήγηση είναι ζωντανή, τότε όλα τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους. Δε ενδιαφέρει κανέναν αν είναι αλήθεια ή ψέμματα γιατί εκείνη τη στιγμή γίνεται εμπειρία για τον άλλον, όχι απλώς πληροφορία. Πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς έγραψαν για πράγματα που μπορεί να θεωρούνται αποκρουστικά. Ο Μπουκόφσκι, για παράδειγμα, μίλησε για τη βύθισή του στο αλκοόλ, κι όμως δεν τον διαβάσαμε επειδή ασχολήθηκε με το θέμα του αλκοολισμού. Τον διαβάσαμε γιατί είχε μια δύναμη στην περιγραφή, μια ωμή, σχεδόν ενοχλητική ειλικρίνεια που δεν γινόταν να την αγνοήσεις. Οπότε όχι, δεν πιστεύω πως λέω κάτι που οι άλλοι δεν μπορούν να πουν. Ίσως λέω κάτι που δεν τόλμησαν να σκεφτούν δυνατά αλλά δεν είναι το θέμα το τι λες. Είναι το πώς το λες. Και αν αυτός που διαβάζει είναι έτοιμος να το ακούσει.
– Ας κλείσουμε λοιπόν με λίγη μοσική… Αν Το Ημερολόγιο της Μύγας ήταν τραγούδι, ποιο θα ήταν;
Σίγουρα το “Creep” των Radiohead. Υπάρχει ένας στίχος στο τραγούδι που λέει “I don’t belong here” και πίσω από αυτό το «δεν ανήκω εδώ» υπάρχει ένα τεράστιο δικό μου «είμαι εδώ και ας μη σας αρέσει».
Από τα υπόγεια του Λονδίνου των ’80s μέχρι τις μεγάλες σκηνές της Ευρώπης, η Anne Clark έπλεξε τον λόγο με τον ήχο, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου η ποίηση χορεύει με τα beats και η σιωπή αποκτά φωνή.
Από τα υπόγεια του Λονδίνου των ’80s μέχρι τις μεγάλες σκηνές της Ευρώπης, η Anne Clark έπλεξε τον λόγο με τον ήχο, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου η ποίηση χορεύει με τα beats και η σιωπή αποκτά φωνή.
Μετά από δεκαετίες μακριά από τη δισκογραφία, η Anja Huwe επιστρέφει δυναμικά και ανεβαίνει στη σκηνή του Death Disco Open Air Festival 2025, φέρνοντας μαζί της το "Codes" και ηλεκτρονικά ανανεωμένες
Μετά από δεκαετίες μακριά από τη δισκογραφία, η Anja Huwe επιστρέφει δυναμικά και ανεβαίνει στη σκηνή του Death Disco Open Air Festival 2025, φέρνοντας μαζί της το "Codes" και ηλεκτρονικά ανανεωμένες
Από την ιδρωμένη ένταση των Puta Volcano σε πέντε ηλεκτρονικά, σκοτεινά και ενδοσκοπικά κομμάτια, η Άννα Παπαθανασίου καταγράφει απώλειες, ξεγυμνώνει τη φωνή της και περνά σε ένα νέο τοπίο μιας αινιγμ
Από την ιδρωμένη ένταση των Puta Volcano σε πέντε ηλεκτρονικά, σκοτεινά και ενδοσκοπικά κομμάτια, η Άννα Παπαθανασίου καταγράφει απώλειες, ξεγυμνώνει τη φωνή της και περνά σε ένα νέο τοπίο μιας αινιγμ
Με οδηγό τη θεωρία του υδροφεμινισμού, οι επιμελήτριες Άννα Στρούλια και Λουίζα Βεργοζήση στήνουν στις Μηλιές Πηλίου την έκθεση "unpredictable waters", μια εικαστική συνάντηση όπου η σύγχρονη τέχνη συ
Με οδηγό τη θεωρία του υδροφεμινισμού, οι επιμελήτριες Άννα Στρούλια και Λουίζα Βεργοζήση στήνουν στις Μηλιές Πηλίου την έκθεση "unpredictable waters", μια εικαστική συνάντηση όπου η σύγχρονη τέχνη συ