Στη σκηνή, τα φώτα χαμηλώνουν και το κοινό κρατά την ανάσα του, σαν να περιμένει μια μυστηριώδη αποκάλυψη από κάποιον ξεχασμένο κόσμο. Κάπου εκεί, εμφανίζεται η Χριστίνα Μαξούρη, σαν να ξεπροβάλλει από τις γειτονιές της παλιάς Αθήνας και τις σκιές των καπνισμένων τεκέδων, ενσαρκώνοντας με συγκλονιστικό τρόπο τη Σωτηρία Μπέλλου. Είναι σαν η ίδια η Μπέλλου να ξαναζωντανεύει, να σηκώνει τη φωνή της στα καπηλειά, να βυθίζεται στις σκοτεινές νότες και να ανυψώνεται μέσα από τον πόνο και τη λύτρωση του ρεμπέτικου.
Η Χριστίνα Μαξούρη, με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο και την εκφραστική της δύναμη, μας οδηγεί στην καρδιά των τραγουδιών που στιγμάτισαν την ιστορία και την ψυχή του ρεμπέτικου. Δεν υποδύεται απλώς τη Μπέλλου — γλιστράει μέσα της, ζει τις λέξεις και τις νότες, κι εμείς, το κοινό, αφηνόμαστε σε αυτή την παράσταση που γίνεται ένα ταξίδι ψυχής. Τα “Τραγούδια της Σωτηρίας” στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, και στην τέταρτη χρονιά της θεατρικής τους πορείας, δεν είναι απλώς μια παράσταση· είναι μια μυσταγωγία, μια τελετουργία αφιερωμένη στο πνεύμα της Μπέλλου, που τραγουδάει ξανά για όσους γνωρίζουν ότι η μουσική μπορεί να θεραπεύσει και να φωτίσει ακόμα και τις πιο σκοτεινές ψυχές.
Η νέα θεατρική σεζόν της Αθήνας φωτίζεται από την παρουσία της Μαξούρη, που μας προσφέρει το δώρο του ρεμπέτικου όπως το δίδαξε η Σωτηρία· ένα δώρο βαθιά προσωπικό, ανεπιτήδευτο, τραχύ και ταυτόχρονα γεμάτο αγάπη. Είναι μια σπάνια στιγμή όπου η τέχνη αγγίζει τη μνήμη, και η Χριστίνα Μαξούρη την αναβιώνει με τρόπο που αφήνει τα πάντα τυλιγμένα σε ένα ονειρικό, διαχρονικό πέπλο.
Παράλληλα, η ηθοποιός, ετοιμάζεται για μια νέα παράσταση (στην ίδια σκηνή) η οποία σαν όνειρο ετοιμάζεται να αγκαλιάσει το αθηναϊκό κοινό και να το μεταφέρει σε έναν κόσμο έρωτα και τέχνης, πόνου και πάθους. Στο νέο έργο του Γιάννη Καλαβριανού, “Η Πύλη της Κόλασης” η Χριστίνα Μαξούρη, μαζί με άλλους τρεις ερμηνευτές (Γιώργος Γλάστρας, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Λυγερή Μητροπούλου), υφαίνουν το νήμα της ανθρώπινης ψυχής, πλέκοντας τον έρωτα σαν αδάμαστη δύναμη που αντιστέκεται στο χρόνο και υπερβαίνει τα όρια της λογικής.
Με αφετηρία δύο θυελλώδεις ερωτικές ιστορίες, η παράσταση ταξιδεύει από το Παρίσι του 19ου αιώνα, όπου ο Ροντέν και η Καμίγ Κλωντέλ βυθίζονται σε έναν έρωτα γεμάτο πάθος και τραγωδία, ως τον μύθο του Πάολο και της Φραντσέσκας, που αιώνες πριν πλήρωσαν με τη ζωή τους το τίμημα του απαγορευμένου έρωτα. Ο Ροντέν, μέσα από την τέχνη του, αποτυπώνει το αέναο της αγάπης και της προδοσίας, σμιλεύοντας την Πύλη της Κόλασης, έναν ύμνο στον χαμένο έρωτα και τη διαχρονική ένταση του ανθρώπινου πόνου.
Με την πιο εικαστική του προσέγγιση, ο Καλαβριανός στήνει έναν ονειρικό καμβά, όπου τα σώματα των ηθοποιών ζωντανεύουν γλυπτά και αισθήματα, αναζητώντας την αλήθεια μέσα από το εφήμερο και το αιώνιο. Η Χριστίνα Μαξούρη, με την εκφραστική της δύναμη, εμβαθύνει στις εκρήξεις της αγάπης και στις σιωπές της θλίψης, φέρνοντας μπροστά μας την ένταση των ψυχών που έζησαν στη σκιά και το φως του έρωτα. “Η Πύλη της Κόλασης” είναι μια παράσταση αφιερωμένη στην αφύπνιση του πνεύματος, στον πόθο που νικά τον χρόνο και στην ακατανίκητη ορμή του ανθρώπου να αναζητά πάντα τη φωτιά του έρωτα, την ίδια του την ύπαρξη.
– Πώς νιώθεις που συμμετέχεις σε μια παράσταση για τέταρτη χρονιά, η οποία έχει αγαπηθεί τόσο πολύ από το κοινό και τους κριτικούς; Τι σημαίνει για εσένα αυτή η εμπειρία;
Καταρχάς χαίρομαι που συναντιέμαι ξανά και ξανά με αυτά τα τραγούδια και με την περίπτωση Μπέλλου και φυσικά με αυτούς τους ανθρώπους επί σκηνής. Σε σχέση με την ανθεκτικότητα της παράστασης, νιώθω χαρά, τύχη και μεγάλη ευγνωμοσύνη για την αγάπη και την αποδοχή που έχουμε λάβει μέχρι στιγμής, εντός κι εκτός Αθηνών. Για μένα αυτή η εμπειρία έχει φτάσει να είναι προσωπική υπόθεση, μιας και καταλαμβάνει αισθητό μέρος του χρόνου μου και της καλλιτεχνικής μου έκφρασης, τα τελευταία 4 χρόνια. Ξεκίνησα να τραγουδάω και να μιλάω για ένα κεφάλαιο της μουσικής που με αφορούσε κι είναι σαν να έχω φτάσει να υπερασπίζομαι έναν δικό μου άνθρωπο.
– Ποια είναι η προσωπική σου σχέση με τη μουσική και πώς αυτή επηρεάζει την ερμηνεία σου;
Πριν και πρώτα απ’ όλα, είμαι ακροάτρια. Από πολύ μικρή ηλικία. Ως παιδί, άρχισα να μαθαίνω μουσική, διαδικασία δυστυχώς βραχύβια και μεγαλώνοντας μπήκε στη ζωή μου το τραγούδι πιο μεθοδικά, μέχρι σήμερα που είτε συμμετέχω σε συναυλίες ή δισκογραφικές δουλειές άλλων, είτε δημιουργώ τις δικές μου μουσικές παραστάσεις. Δεν μπορώ να πω, με ποιον τρόπο η σχέση μου με τη μουσική, επηρεάζει την όποια ερμηνεία μου. Αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι διαμορφώνει με τα χρόνια ένα αισθητικό κριτήριο, το οποίο επηρεάζει εμένα ως ψυχισμό και προσωπικότητα, άρα και τον τρόπο που θα τραγουδήσω και σίγουρα το γιατί και με ποιους θα βρεθώ καλλιτεχνικά.
– Υπάρχει κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα της Σωτηρίας Μπέλλου που σε γοητεύει προσωπικά ως άνθρωπο και όχι ως ηθοποιό;
Ότι δεν το έβαζε κάτω ποτέ κι ότι επεδίωξε να ζήσει την ζωή της όπως επιθυμούσε, χωρίς να λογαριάζει κοινωνικούς φραγμούς, επικριτικούς συγγενείς και συντοπίτες και απαξιωτικούς συναδέλφους.
– Υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις του κοινού που σε έχουν συγκινήσει περισσότερο κατά τη διάρκεια των παραστάσεων;
Υπήρξαν, ναι. Και τις κρατάω σαν φυλαχτό, γιατί δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι αυτό που συμβαίνει επί σκηνής θα βρει τους αποδέκτες του, ούτε ότι αυτοί οι αποδέκτες θα είναι τόσο γενναιόδωροι για να μοιραστούν αυτό που αισθάνθηκαν κατά τι διάρκεια της παράστασης. Η πιο ακριβή μου στιγμή, είναι η συνάντηση με την γυναίκα και την κόρη του συνθέτη Δημήτρη Λάγιου, με τον οποίο είχε συνεργαστεί η Μπέλλου στον δίσκο “Ο Άη Λαός”, απ’ όπου λέμε ένα τραγούδι. Δεν θα την ξεχάσω εκείνη την ημέρα. Την ώρα που λέγαμε το “Θα με δικάσει” υπήρχε μια ιδιαίτερη φόρτιση στην ατμόσφαιρα, σχεδόν μεταφυσική. Μετά κατάλαβα το γιατί. Ήταν στην αίθουσα η οικογένειά του κι ήταν σαν να ήταν κι αυτός εκεί.
– Στο δεύτερο έργο που παίζεις, στην «Πύλη της Κόλασης» του Γιάννη Καλαβριανού, ποιες είναι οι κύριες θεματικές που εξερευνά το έργο και πώς αυτές σχετίζονται με τις σύγχρονες κοινωνικές προκλήσεις;
Πώς ο άνθρωπος σε συνθήκες, μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό του και να νικήσει τον χρόνο. Και στις περιπτώσεις των προσώπων που υπερασπιζόμαστε, αυτό συμβαίνει μέσω του ταλέντου και του έρωτα. Δύο δυνάμει ακραίες καταστάσεις που μπορούν να πλήξουν, να καθορίσουν να εξυψώσουν και να καταβαραθρώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
– «Η Πύλη της Κόλασης» εστιάζει στην αφύπνιση του ανθρώπινου πνεύματος. Ποιες είναι οι προσωπικές σου απόψεις για την αναζήτηση της αλήθειας και του έρωτα;
Η αναζήτηση της αλήθειας, είναι μια διαδικασία ατέρμονη, άλλοτε φωτεινή και λυτρωτική, άλλοτε σκοτεινή και βασανιστική. Σε σχέση με τον έρωτα, θεωρώ πως δεν τον αναζητάς, αλλά έρχεται και σε βρίσκει. Απλώς συμβαίνει. Και λέγοντας έρωτα, δεν αναφέρομαι μόνο στην έλξη για ένα πρόσωπο, αλλά κάθε ζωογόνα ροή ενέργειας, κάθε τι που μπορεί να κάνει το βλέμμα να αστράψει και την ψυχή να χορέψει σε άλλο ρυθμό.
– Πώς νιώθεις για τον ρόλο σου σε αυτή την παράσταση; Τι σημαίνει για εσένα η ηρωίδα που υποδύεσαι;
Καταρχάς, αξίζει να σημειωθεί ότι και τα τέσσερα πρόσωπα που υποδυόμαστε στην παράσταση, είναι πραγματικά. Η δική μου ηρωίδα είναι η Φραντσέσκα. Την παραδέχομαι, η αλήθεια είναι. Είναι η προσωποποίηση της ορμής και της τόλμης. Είναι μια νεότατη κοπέλα, κορίτσι σχεδόν, που είχε το θάρρος να υπερασπιστεί το συναίσθημά της και να ακολουθήσει την φλογισμένη καρδιά της. Μία ευγενής, από γενιά αρχοντική που αποφασίζει και τολμάει να σπάσει τους κανόνες να βγει έξω από το σχήμα και το πλαίσιο που της έχει οριστεί και αψηφήσει ακόμα και τον θάνατο, προκειμένου να ζήσει τον έρωτα της ζωής της.
– Η σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού είναι γνωστή για την καινοτομία της. Πώς πιστεύεις ότι αυτή η παράσταση ξεχωρίζει από προηγούμενες δουλειές του;
Θεωρώ πως είναι η πιο εικαστική και οικονομημένη ως προς την σκηνική δράση, παράσταση που έχει σκηνοθετήσει μέχρι στιγμής.
– Στην εποχή των ψηφιακών μέσων, πώς πιστεύεις ότι το θέατρο μπορεί να παραμείνει σχετικό και να προσελκύσει το κοινό;
Παραμένοντας πιστό στον εαυτό του. Τίποτα και ποτέ δεν θα μπορέσει να συγκινήσει τον άνθρωπο τόσο, όσο η ανθρώπινη υπόσταση και η παλλόμενη ύπαρξη σε πραγματικό χρόνο.
– Μπορεί το θέατρο, και η Τέχνη γενικότερα, να αποτελέσει μια «σθεναρή» αντίσταση, πέρα από, ενδεχομένως, μιαν απάντηση στις μεγάλες αλλαγές των καιρών μας, και με ποιον τρόπο;
Ασφαλώς. Με το να κρατάει τη σκέψη ενεργοποιημένη και την κρίση ζωντανή και ακέραιη και την ψυχή καλλιεργημένη και σθεναρή. Όσο το πνεύμα και η ψυχή, παραμένουν σε καλή, ενεργή κατάσταση, τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες μιας «σθεναρής» αντίστασης.
– Πώς βλέπεις τον ρόλο των καλλιτεχνών στην εποχή μας; Ποιες είναι οι δυνατότητες παρέμβασης που έχει η Τέχνη στην Ελλάδα του σήμερα;
Ο ρόλος των καλλιτεχνών ήταν και θα είναι να παράγουν ή να αναπαράγουν τέχνη, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Κι έχω την εντύπωση ότι αυτό δεν μεταβάλλεται πολύ με τα χρόνια. Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν οι πιο ενεργοποιημένοι, οι πιο βολεμένοι, οι πιο θαρραλέοι και οι πιο δειλοί άνθρωποι, άρα και καλλιτέχνες. Αυτό που αλλάζει είναι η καρδιά της κοινωνίας που σήμερα μοιάζει λαβωμένη, κατακερματισμένη και διασκορπισμένη. Και σίγουρα το μέσο μετάδοσης της πληροφορίας. Για παράδειγμα, μπορεί να κοινοποιηθεί πολύ πιο άμεσα ένα καινούργιο τραγούδι ή κάτι άλλο ύψιστης σημασίας, όπως η ανακοίνωση μιας συναυλία στήριξης για τις οικογένειες των θυμάτων από το έγκλημα στα Τέμπη και αυτό να έχει ως αποτέλεσμα την πολύ μεγάλη προσέλευση του κόσμου που αυτό ως γεγονός, είναι μια κίνηση ‘παρεμβατική’ και θα ενοχλήσει τους έχοντες κρατική εξουσία. Όμως πιστεύω πως η επιδραστική λειτουργία της Τέχνης, – εσκεμμένα δεν λέω ‘παρεμβατική’ γιατί η παρέμβαση έχει μια έννοια σύντομη και σχεδόν πάντα συμβαίνει εκτάκτως – είναι μια διαδικασία αδιάκοπη, μακρά και διαρκής που έχει ως αποτέλεσμα την αφύπνιση του νου, την κριτική σκέψη και την ενδυνάμωση του συναισθήματος. Τις προϋποθέσεις δηλαδή, για την όποια ουσιαστική παρέμβαση.
– Ποια ήταν η βασική κινητήρια δύναμη που σε οδήγησε στην ηθοποιία; Η επαφή με τις αισθήσεις ή το να υπηρετήσεις την Τέχνη;
Αδιαμφισβήτητα η επαφή με τις αισθήσεις. Το ότι διαισθανόμουν πως θα βρω έναν χώρο ελευθερίας, χαράς και επικοινωνίας, όπως αυτός που είχα την τύχη να μεγαλώσω.
– Σήμερα τι σε απασχολεί περισσότερο, πλέον των καθηκόντων σου στην υποκριτική τέχνη; Έχεις ποτέ φανταστεί τον εαυτό σου σε κάποια άλλη καριέρα;
Να παραμένω αξιοπρεπής, αφυπνισμένη και χρήσιμη, παρά το απόκοσμο του κόσμου. Εάν δεν ζούσα μέσα στο Θέατρο και τη Μουσική, είμαι σχεδόν βέβαιη πως θα βρισκόμουν σε δομές ευπαθών κοινωνικών ομάδων.
– Στο πέρασμα των χρόνων, έχεις παρατηρήσει ίσως κάποια εμμονή σου να γίνεται όλο και ισχυρότερη;
Ναι. Να επιδιώκω την ευχαρίστηση και την χαρά της κάθε ημέρας. Δεν τα καταφέρνω πάντα, αλλά προσπαθώ.
– Στη ζωή του ηθοποιού, ποια είναι η πολυτέλεια που επιθυμείς πάντα να υπάρχει;
Αν και δεν θα έπρεπε να αποτελεί πολυτέλεια, οι καλές ή πολύ καλές συνθήκες εργασίας.
– Ο Όσκαρ Γουάιλντ είχε πει κάποτε ότι το ένα δέκατο της τέχνης είναι έμπνευση και τα εννέα δέκατα ιδρώτας. Δεδομένου ότι φέτος κάνετε δύο θεατρικές παραστάσεις (και πιθανότατα και άλλα σχέδια) είναι μια άποψη την οποία ασπάζεσαι;
Αν και πιστεύω πως δεν είναι τα μόνα συστατικά της τέχνης, η έμπνευση και ο ιδρώτας, ναι, σίγουρα παίζει ρόλο η πολλή δουλειά, η πράξη, η τριβή.
– Τι κάνει μια ηθοποιό να αντέχει στον χρόνο;
Υποθέτω, η εργατικότητα, η συνέπεια ως προς την συμπεριφορά, η αποδοτικότητα και το να βρίσκεται διαρκώς σε μία εξελικτική διαδικασία.
☞︎ ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: Website | Instagram | YouTube | Facebook | Θέατρο του Νέου Κόσμου
Στη σκηνή, τα φώτα χαμηλώνουν και το κοινό κρατά την ανάσα του, σαν να περιμένει μια μυστηριώδη αποκάλυψη από κάποιον ξεχασμένο κόσμο. Κάπου εκεί, εμφανίζεται η Χριστίνα Μαξούρη, σαν να ξεπροβάλλει από τις γειτονιές της παλιάς Αθήνας και τις σκιές των καπνισμένων τεκέδων, ενσαρκώνοντας με συγκλονιστικό τρόπο τη Σωτηρία Μπέλλου. Είναι σαν η ίδια η Μπέλλου να ξαναζωντανεύει, να σηκώνει τη φωνή της στα καπηλειά, να βυθίζεται στις σκοτεινές νότες και να ανυψώνεται μέσα από τον πόνο και τη λύτρωση του ρεμπέτικου.
Η Χριστίνα Μαξούρη, με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο και την εκφραστική της δύναμη, μας οδηγεί στην καρδιά των τραγουδιών που στιγμάτισαν την ιστορία και την ψυχή του ρεμπέτικου. Δεν υποδύεται απλώς τη Μπέλλου — γλιστράει μέσα της, ζει τις λέξεις και τις νότες, κι εμείς, το κοινό, αφηνόμαστε σε αυτή την παράσταση που γίνεται ένα ταξίδι ψυχής. Τα “Τραγούδια της Σωτηρίας” στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, και στην τέταρτη χρονιά της θεατρικής τους πορείας, δεν είναι απλώς μια παράσταση· είναι μια μυσταγωγία, μια τελετουργία αφιερωμένη στο πνεύμα της Μπέλλου, που τραγουδάει ξανά για όσους γνωρίζουν ότι η μουσική μπορεί να θεραπεύσει και να φωτίσει ακόμα και τις πιο σκοτεινές ψυχές.
Η νέα θεατρική σεζόν της Αθήνας φωτίζεται από την παρουσία της Μαξούρη, που μας προσφέρει το δώρο του ρεμπέτικου όπως το δίδαξε η Σωτηρία· ένα δώρο βαθιά προσωπικό, ανεπιτήδευτο, τραχύ και ταυτόχρονα γεμάτο αγάπη. Είναι μια σπάνια στιγμή όπου η τέχνη αγγίζει τη μνήμη, και η Χριστίνα Μαξούρη την αναβιώνει με τρόπο που αφήνει τα πάντα τυλιγμένα σε ένα ονειρικό, διαχρονικό πέπλο.
Παράλληλα, η ηθοποιός, ετοιμάζεται για μια νέα παράσταση (στην ίδια σκηνή) η οποία σαν όνειρο ετοιμάζεται να αγκαλιάσει το αθηναϊκό κοινό και να το μεταφέρει σε έναν κόσμο έρωτα και τέχνης, πόνου και πάθους. Στο νέο έργο του Γιάννη Καλαβριανού, “Η Πύλη της Κόλασης” η Χριστίνα Μαξούρη, μαζί με άλλους τρεις ερμηνευτές (Γιώργος Γλάστρας, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Λυγερή Μητροπούλου), υφαίνουν το νήμα της ανθρώπινης ψυχής, πλέκοντας τον έρωτα σαν αδάμαστη δύναμη που αντιστέκεται στο χρόνο και υπερβαίνει τα όρια της λογικής.
Με αφετηρία δύο θυελλώδεις ερωτικές ιστορίες, η παράσταση ταξιδεύει από το Παρίσι του 19ου αιώνα, όπου ο Ροντέν και η Καμίγ Κλωντέλ βυθίζονται σε έναν έρωτα γεμάτο πάθος και τραγωδία, ως τον μύθο του Πάολο και της Φραντσέσκας, που αιώνες πριν πλήρωσαν με τη ζωή τους το τίμημα του απαγορευμένου έρωτα. Ο Ροντέν, μέσα από την τέχνη του, αποτυπώνει το αέναο της αγάπης και της προδοσίας, σμιλεύοντας την Πύλη της Κόλασης, έναν ύμνο στον χαμένο έρωτα και τη διαχρονική ένταση του ανθρώπινου πόνου.
Με την πιο εικαστική του προσέγγιση, ο Καλαβριανός στήνει έναν ονειρικό καμβά, όπου τα σώματα των ηθοποιών ζωντανεύουν γλυπτά και αισθήματα, αναζητώντας την αλήθεια μέσα από το εφήμερο και το αιώνιο. Η Χριστίνα Μαξούρη, με την εκφραστική της δύναμη, εμβαθύνει στις εκρήξεις της αγάπης και στις σιωπές της θλίψης, φέρνοντας μπροστά μας την ένταση των ψυχών που έζησαν στη σκιά και το φως του έρωτα. “Η Πύλη της Κόλασης” είναι μια παράσταση αφιερωμένη στην αφύπνιση του πνεύματος, στον πόθο που νικά τον χρόνο και στην ακατανίκητη ορμή του ανθρώπου να αναζητά πάντα τη φωτιά του έρωτα, την ίδια του την ύπαρξη.
– Πώς νιώθεις που συμμετέχεις σε μια παράσταση για τέταρτη χρονιά, η οποία έχει αγαπηθεί τόσο πολύ από το κοινό και τους κριτικούς; Τι σημαίνει για εσένα αυτή η εμπειρία;
Καταρχάς χαίρομαι που συναντιέμαι ξανά και ξανά με αυτά τα τραγούδια και με την περίπτωση Μπέλλου και φυσικά με αυτούς τους ανθρώπους επί σκηνής. Σε σχέση με την ανθεκτικότητα της παράστασης, νιώθω χαρά, τύχη και μεγάλη ευγνωμοσύνη για την αγάπη και την αποδοχή που έχουμε λάβει μέχρι στιγμής, εντός κι εκτός Αθηνών. Για μένα αυτή η εμπειρία έχει φτάσει να είναι προσωπική υπόθεση, μιας και καταλαμβάνει αισθητό μέρος του χρόνου μου και της καλλιτεχνικής μου έκφρασης, τα τελευταία 4 χρόνια. Ξεκίνησα να τραγουδάω και να μιλάω για ένα κεφάλαιο της μουσικής που με αφορούσε κι είναι σαν να έχω φτάσει να υπερασπίζομαι έναν δικό μου άνθρωπο.
– Ποια είναι η προσωπική σου σχέση με τη μουσική και πώς αυτή επηρεάζει την ερμηνεία σου;
Πριν και πρώτα απ’ όλα, είμαι ακροάτρια. Από πολύ μικρή ηλικία. Ως παιδί, άρχισα να μαθαίνω μουσική, διαδικασία δυστυχώς βραχύβια και μεγαλώνοντας μπήκε στη ζωή μου το τραγούδι πιο μεθοδικά, μέχρι σήμερα που είτε συμμετέχω σε συναυλίες ή δισκογραφικές δουλειές άλλων, είτε δημιουργώ τις δικές μου μουσικές παραστάσεις. Δεν μπορώ να πω, με ποιον τρόπο η σχέση μου με τη μουσική, επηρεάζει την όποια ερμηνεία μου. Αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι διαμορφώνει με τα χρόνια ένα αισθητικό κριτήριο, το οποίο επηρεάζει εμένα ως ψυχισμό και προσωπικότητα, άρα και τον τρόπο που θα τραγουδήσω και σίγουρα το γιατί και με ποιους θα βρεθώ καλλιτεχνικά.
– Υπάρχει κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα της Σωτηρίας Μπέλλου που σε γοητεύει προσωπικά ως άνθρωπο και όχι ως ηθοποιό;
Ότι δεν το έβαζε κάτω ποτέ κι ότι επεδίωξε να ζήσει την ζωή της όπως επιθυμούσε, χωρίς να λογαριάζει κοινωνικούς φραγμούς, επικριτικούς συγγενείς και συντοπίτες και απαξιωτικούς συναδέλφους.
– Υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις του κοινού που σε έχουν συγκινήσει περισσότερο κατά τη διάρκεια των παραστάσεων;
Υπήρξαν, ναι. Και τις κρατάω σαν φυλαχτό, γιατί δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι αυτό που συμβαίνει επί σκηνής θα βρει τους αποδέκτες του, ούτε ότι αυτοί οι αποδέκτες θα είναι τόσο γενναιόδωροι για να μοιραστούν αυτό που αισθάνθηκαν κατά τι διάρκεια της παράστασης. Η πιο ακριβή μου στιγμή, είναι η συνάντηση με την γυναίκα και την κόρη του συνθέτη Δημήτρη Λάγιου, με τον οποίο είχε συνεργαστεί η Μπέλλου στον δίσκο “Ο Άη Λαός”, απ’ όπου λέμε ένα τραγούδι. Δεν θα την ξεχάσω εκείνη την ημέρα. Την ώρα που λέγαμε το “Θα με δικάσει” υπήρχε μια ιδιαίτερη φόρτιση στην ατμόσφαιρα, σχεδόν μεταφυσική. Μετά κατάλαβα το γιατί. Ήταν στην αίθουσα η οικογένειά του κι ήταν σαν να ήταν κι αυτός εκεί.
– Στο δεύτερο έργο που παίζεις, στην «Πύλη της Κόλασης» του Γιάννη Καλαβριανού, ποιες είναι οι κύριες θεματικές που εξερευνά το έργο και πώς αυτές σχετίζονται με τις σύγχρονες κοινωνικές προκλήσεις;
Πώς ο άνθρωπος σε συνθήκες, μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό του και να νικήσει τον χρόνο. Και στις περιπτώσεις των προσώπων που υπερασπιζόμαστε, αυτό συμβαίνει μέσω του ταλέντου και του έρωτα. Δύο δυνάμει ακραίες καταστάσεις που μπορούν να πλήξουν, να καθορίσουν να εξυψώσουν και να καταβαραθρώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
– «Η Πύλη της Κόλασης» εστιάζει στην αφύπνιση του ανθρώπινου πνεύματος. Ποιες είναι οι προσωπικές σου απόψεις για την αναζήτηση της αλήθειας και του έρωτα;
Η αναζήτηση της αλήθειας, είναι μια διαδικασία ατέρμονη, άλλοτε φωτεινή και λυτρωτική, άλλοτε σκοτεινή και βασανιστική. Σε σχέση με τον έρωτα, θεωρώ πως δεν τον αναζητάς, αλλά έρχεται και σε βρίσκει. Απλώς συμβαίνει. Και λέγοντας έρωτα, δεν αναφέρομαι μόνο στην έλξη για ένα πρόσωπο, αλλά κάθε ζωογόνα ροή ενέργειας, κάθε τι που μπορεί να κάνει το βλέμμα να αστράψει και την ψυχή να χορέψει σε άλλο ρυθμό.
– Πώς νιώθεις για τον ρόλο σου σε αυτή την παράσταση; Τι σημαίνει για εσένα η ηρωίδα που υποδύεσαι;
Καταρχάς, αξίζει να σημειωθεί ότι και τα τέσσερα πρόσωπα που υποδυόμαστε στην παράσταση, είναι πραγματικά. Η δική μου ηρωίδα είναι η Φραντσέσκα. Την παραδέχομαι, η αλήθεια είναι. Είναι η προσωποποίηση της ορμής και της τόλμης. Είναι μια νεότατη κοπέλα, κορίτσι σχεδόν, που είχε το θάρρος να υπερασπιστεί το συναίσθημά της και να ακολουθήσει την φλογισμένη καρδιά της. Μία ευγενής, από γενιά αρχοντική που αποφασίζει και τολμάει να σπάσει τους κανόνες να βγει έξω από το σχήμα και το πλαίσιο που της έχει οριστεί και αψηφήσει ακόμα και τον θάνατο, προκειμένου να ζήσει τον έρωτα της ζωής της.
– Η σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού είναι γνωστή για την καινοτομία της. Πώς πιστεύεις ότι αυτή η παράσταση ξεχωρίζει από προηγούμενες δουλειές του;
Θεωρώ πως είναι η πιο εικαστική και οικονομημένη ως προς την σκηνική δράση, παράσταση που έχει σκηνοθετήσει μέχρι στιγμής.
– Στην εποχή των ψηφιακών μέσων, πώς πιστεύεις ότι το θέατρο μπορεί να παραμείνει σχετικό και να προσελκύσει το κοινό;
Παραμένοντας πιστό στον εαυτό του. Τίποτα και ποτέ δεν θα μπορέσει να συγκινήσει τον άνθρωπο τόσο, όσο η ανθρώπινη υπόσταση και η παλλόμενη ύπαρξη σε πραγματικό χρόνο.
– Μπορεί το θέατρο, και η Τέχνη γενικότερα, να αποτελέσει μια «σθεναρή» αντίσταση, πέρα από, ενδεχομένως, μιαν απάντηση στις μεγάλες αλλαγές των καιρών μας, και με ποιον τρόπο;
Ασφαλώς. Με το να κρατάει τη σκέψη ενεργοποιημένη και την κρίση ζωντανή και ακέραιη και την ψυχή καλλιεργημένη και σθεναρή. Όσο το πνεύμα και η ψυχή, παραμένουν σε καλή, ενεργή κατάσταση, τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες μιας «σθεναρής» αντίστασης.
– Πώς βλέπεις τον ρόλο των καλλιτεχνών στην εποχή μας; Ποιες είναι οι δυνατότητες παρέμβασης που έχει η Τέχνη στην Ελλάδα του σήμερα;
Ο ρόλος των καλλιτεχνών ήταν και θα είναι να παράγουν ή να αναπαράγουν τέχνη, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Κι έχω την εντύπωση ότι αυτό δεν μεταβάλλεται πολύ με τα χρόνια. Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν οι πιο ενεργοποιημένοι, οι πιο βολεμένοι, οι πιο θαρραλέοι και οι πιο δειλοί άνθρωποι, άρα και καλλιτέχνες. Αυτό που αλλάζει είναι η καρδιά της κοινωνίας που σήμερα μοιάζει λαβωμένη, κατακερματισμένη και διασκορπισμένη. Και σίγουρα το μέσο μετάδοσης της πληροφορίας. Για παράδειγμα, μπορεί να κοινοποιηθεί πολύ πιο άμεσα ένα καινούργιο τραγούδι ή κάτι άλλο ύψιστης σημασίας, όπως η ανακοίνωση μιας συναυλία στήριξης για τις οικογένειες των θυμάτων από το έγκλημα στα Τέμπη και αυτό να έχει ως αποτέλεσμα την πολύ μεγάλη προσέλευση του κόσμου που αυτό ως γεγονός, είναι μια κίνηση ‘παρεμβατική’ και θα ενοχλήσει τους έχοντες κρατική εξουσία. Όμως πιστεύω πως η επιδραστική λειτουργία της Τέχνης, – εσκεμμένα δεν λέω ‘παρεμβατική’ γιατί η παρέμβαση έχει μια έννοια σύντομη και σχεδόν πάντα συμβαίνει εκτάκτως – είναι μια διαδικασία αδιάκοπη, μακρά και διαρκής που έχει ως αποτέλεσμα την αφύπνιση του νου, την κριτική σκέψη και την ενδυνάμωση του συναισθήματος. Τις προϋποθέσεις δηλαδή, για την όποια ουσιαστική παρέμβαση.
– Ποια ήταν η βασική κινητήρια δύναμη που σε οδήγησε στην ηθοποιία; Η επαφή με τις αισθήσεις ή το να υπηρετήσεις την Τέχνη;
Αδιαμφισβήτητα η επαφή με τις αισθήσεις. Το ότι διαισθανόμουν πως θα βρω έναν χώρο ελευθερίας, χαράς και επικοινωνίας, όπως αυτός που είχα την τύχη να μεγαλώσω.
– Σήμερα τι σε απασχολεί περισσότερο, πλέον των καθηκόντων σου στην υποκριτική τέχνη; Έχεις ποτέ φανταστεί τον εαυτό σου σε κάποια άλλη καριέρα;
Να παραμένω αξιοπρεπής, αφυπνισμένη και χρήσιμη, παρά το απόκοσμο του κόσμου. Εάν δεν ζούσα μέσα στο Θέατρο και τη Μουσική, είμαι σχεδόν βέβαιη πως θα βρισκόμουν σε δομές ευπαθών κοινωνικών ομάδων.
– Στο πέρασμα των χρόνων, έχεις παρατηρήσει ίσως κάποια εμμονή σου να γίνεται όλο και ισχυρότερη;
Ναι. Να επιδιώκω την ευχαρίστηση και την χαρά της κάθε ημέρας. Δεν τα καταφέρνω πάντα, αλλά προσπαθώ.
– Στη ζωή του ηθοποιού, ποια είναι η πολυτέλεια που επιθυμείς πάντα να υπάρχει;
Αν και δεν θα έπρεπε να αποτελεί πολυτέλεια, οι καλές ή πολύ καλές συνθήκες εργασίας.
– Ο Όσκαρ Γουάιλντ είχε πει κάποτε ότι το ένα δέκατο της τέχνης είναι έμπνευση και τα εννέα δέκατα ιδρώτας. Δεδομένου ότι φέτος κάνετε δύο θεατρικές παραστάσεις (και πιθανότατα και άλλα σχέδια) είναι μια άποψη την οποία ασπάζεσαι;
Αν και πιστεύω πως δεν είναι τα μόνα συστατικά της τέχνης, η έμπνευση και ο ιδρώτας, ναι, σίγουρα παίζει ρόλο η πολλή δουλειά, η πράξη, η τριβή.
– Τι κάνει μια ηθοποιό να αντέχει στον χρόνο;
Υποθέτω, η εργατικότητα, η συνέπεια ως προς την συμπεριφορά, η αποδοτικότητα και το να βρίσκεται διαρκώς σε μία εξελικτική διαδικασία.
☞︎ ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: Website | Instagram | YouTube | Facebook | Θέατρο του Νέου Κόσμου