Με το κομμάτι-κόλαφος «No Tears» ταυτιστήκαμε πολλοί, και άλλοι τόσοι το χορέψαμε κάποιο ξημέρωμα σε κάποια σκοτεινή πίστα κάποιου υπόγειου club. Οι Tuxedomoon είναι ένα από εκείνα τα συγκροτήματα των οποίων η επιρροή είναι αδύνατο να μετρηθεί. Με καταγωγή από το Σαν Φρανσίσκο, το συγκρότημα δημιούργησε μουσική με επιρροές τόσο από τη σύγχρονη κλασική μουσική, την avant garde σκηνή, τους πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής αλλά και από το εξπρεσιονιστικό θέατρο. Διανύοντας πέντε δεκαετίες με την πληθωρική τους ενέργεια δημιούργησαν ένα πολυδιάστατο, πολυγραφότατο, αλλά καθόλου επιτηδευμένο έργο που κάλυψε σχεδόν κάθε πτυχή του μουσικού φάσματος.
Σε ένα καφέ στη Ζωγράφου συνάντησα τον Blaine L. Reininger, συνιδρυτή του συγκροτήματος, πολυοργανίστα, που ζει στη χώρα μας από το 1998. Μας μίλησε για την ιδιόμορφη λειτουργία μιας από τις πιο πειραματικές μπάντες του κόσμου, αλλά και για τις σόλο κυκλοφορίες του, όπως το ανατριχιαστικό «Night Air», αλλά και για την τελευταία του δουλειά «Wounds & Blessings», ένα διπλό άλμπουμ με 28 ολοκαίνουρια κομμάτια που σου προκαλούν μια αίσθηση πειραματικής ευφορίας. Ενώ το άλμπουμ ερμηνεύεται και παράγεται από τον ίδιο τον Reininger, στους καλεσμένους που συμμετέχουν στο άλμπουμ περιλαμβάνονται άλλα μέλη των Tuxedomoon όπως ο Steven Brown, ο Luc van Lieshout και ο Paul Zahl, καθώς και το πρώην μέλος των Indoor Life, Bob Hoffnar και ο Έλληνας κιθαρίστας του Reininger, Τηλέμαχος Μούσας.
Το πρώτο πράγμα στο οποίο έπεσε το μάτι μου μόλις πήρα το «Wounds & Blessings» στα χέρια μου, ήταν η εξής συγκινητική αφιέρωση στο εσωτερικό του: «Αυτό το άλμπουμ αφιερώνεται στη γυναίκα μου, Μαρία Πανουργιά, που είναι ο προμαχώνας και το πάθος μου», κι αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει την εντύπωση που μου δημιουργήθηκε όση ώρα συζητούσαμε. Ότι πίσω από τα αυστηρά κοκάλινα γυαλιά ενός ανθρώπου που μου λέει ότι ήταν ένα weirdo παιδάκι που γεννήθηκε στο Colorado των ΗΠΑ, βρίσκεται ένας άνθρωπος που αναζητά την τρυφερή διάσταση των πραγμάτων.
– Ποιες είναι οι πρώτες σας αναμνήσεις από τη μουσική;
Ουάου! Ξεκίνησα να παίζω μουσική όταν ήμουν 6 ετών. Τραγουδούσα, έδινα παραστάσεις στο σχολείο, η καθηγήτρια τραγουδιού μου οργάνωνε πολύ συχνά ομάδες μαθητών, οπότε άρχισα να βρίσκομαι στη σκηνή από αρκετά μικρός. Αυτές ήταν οι πρώτες μου αναμνήσεις. Επίσης, ο κόσμος δεν με συμπαθούσε πάντα. Μια φορά έδινα παράσταση για ένα ορφανοτροφείο και τραγουδούσα το “Climb the Mountain”, και όλοι άρχισαν να γελούν και εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. Γκρίνιαζαν πάρα πολύ. Δεν τους άρεσα καθόλου.
– Αυτό μου θυμίζει το τραγούδι “The Stranger”.
Oι στίχοι είναι του Winston, είναι η δική του ιστορία, αλλά υποθέτω ότι έτσι ήμασταν όλοι στο σχολείο, ήμασταν λίγο περίεργοι, μας έδερναν τα άλλα παιδιά. Εγώ ήμουν παράξενος γενικά.
– Και πότε άλλαξε αυτό, αν άλλαξε ποτέ;
Μάλλον ναι, προφανώς άλλαξε. Άλλαξε όταν άρχισα να παίζω σε συγκρότημα.
– Άλλαξε όντως ή απλά συναντηθήκατε και με άλλους περίεργους και έτσι νιώθατε φυσιολογικοί;
Λοιπόν, μάλλον είναι και τα δύο. Όταν άρχισα να παίζω βιολί, άρχισα να παίζω σε μια ορχήστρα, και γνώρισα όλους τους μουρλούς από όλη την πόλη μου, και ένιωσα ότι δεν ήμουν μόνος, ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι σαν εμένα. Και όταν άρχισα να παίζω σε μπάντα τα πράγματα άλλαξαν, έγινα πιο προσιτός.
– Μπορείτε να μας πείτε κάτι για τα πρώτα σας χρόνια στη μουσική; Είμαι ιδιαίτερα περίεργη να καταλάβω πώς αναπτύξατε το στυλ σας με τους Tuxedomoon.
Άρχισα να παίζω σε συγκροτήματα όταν ήμουν περίπου 16 ετών, οι πραγματικές μπάντες που άρχισα να πληρώνομαι ήταν όταν ήμουν 16 ετών και ήδη προσπαθούσα να παίξω βιολί στα συγκροτήματα και έγινα κάπως γνωστός. Υπήρχαν άλλοι άνθρωποι που έπαιζαν ηλεκτρικό βιολί, και έτσι ανέπτυξα αυτό το στυλ που έφερα και στους Tuxedomoon και άρχισα να εισάγω το βιολί στον rock n roll κόσμο τους. Επίσης, μου άρεσαν τα πιο σκοτεινά πράγματα. Μου άρεσαν τα ψυχεδελικά συγκροτήματα. Μου άρεσαν οι Pink Floyd και ο Captain Beefheart. Μου άρεσαν επίσης τα πιο trippy πράγματα που έκαναν οι Beatles. Έτσι, αυτά ήταν τα πράγματα που με ενδιέφεραν. Το επόμενο πράγμα που ανακάλυψα και με ενέπνευσε πραγματικά και με έκανε να το ξανακοιτάξω, ήταν ο David Bowie. Ένας φίλος μου μού μίλησε γι’ αυτόν. Πίσω στο 1973 δεν ξέραμε τίποτα γι’ αυτόν. Δούλευα λοιπόν με έναν τύπο που ήταν λαϊκός τραγουδιστής και μου είπε ότι πρέπει να δεις αυτόν τον τύπο, όταν τον είδα έμεινα! Αυτό που ήταν ενδιαφέρον στον Bowie, είναι ότι ήταν έξυπνος. Πολλοί άλλοι μπορεί να ήταν ευφυείς, αλλά υιοθέτησαν την προσωπικότητα του ηλίθιου, του ροκ εν ρολ ηλίθιου, και αυτό δε μ’άρεσε. Λες και δεν υπήρχαν ήδη αρκετοί ηλίθιοι στην πόλη μου που ήθελαν να με δείρουν. Έτσι ο Bowie ήταν μεγάλη έμπνευση.
Επίσης, ο καθηγητής μουσικής που είχα όταν ήμουν 13-14 ετών, έπαιζε ηλεκτρονική μουσική. Αποτέλεσε έτσι, μια εισαγωγή σε πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής, και σκέφτηκα «αυτό είναι ενδιαφέρον, θα ήθελα να κάνω ηλεκτρονική μουσική», δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι της pop μουσικής, ήταν επίσης οι avant garde κλασικοί που με ενέπνευσαν.
– Μέρος της ευφυΐας των Tuxedomoon ήταν η θεατρική προσέγγιση της μουσικής. Θα θέλατε να πείτε δυο λόγια γι’αυτό;
Πήγα στο Σαν Φρανσίσκο το 1973 για να επισκεφτώ έναν φίλο που ζούσε εκεί. Και εκεί πήγα και είδα κάποια συγκροτήματα να παίζουν, είδα λοιπόν ένα συγκρότημα που λεγόταν The Tubes. Το θέμα με αυτούς, ήταν πως ήταν μεν ένα ροκ συγκρότημα αλλά ήταν σαν κωμικό συγκρότημα. Έκαναν πράγματα στη σκηνή, φορούσαν αυτά τα εξωφρενικά κοστούμια και είχαν χορογραφία και όλα ήταν πιο θεατρικά από οτιδήποτε άλλο είχα δει μέχρι τότε, και εμπνεύστηκα πολύ από αυτό, και το βρήκα καταπληκτικό. Και έτσι, ξέρετε, το είδος των συγκροτημάτων που έπαιζα στο Κολοράντο, ήταν απλά rock n roll συγκροτήματα, και σκέφτηκα, αυτό είναι που χρειάζεται ο κόσμος, κάτι άλλο. Ο κόσμος χρειάζεται να δει αυτή τη θεατρικότητα στα μπαρ όπου πηγαίνουν να ακούσουν rock n roll , χρειάζεται να δει κάτι που τους ανεβάζει, που τους διασκεδάζει, θα τους κάνει να σκέφτονται. Αυτό ήθελα να κάνω. Κάτι που είναι πέρα από κάποιους συνηθισμένους 4 τύπους στη σκηνή που φωνάζουν και χοροπηδάνε πάνω-κάτω. Όπως έγινε και όταν πήγα στο Σαν Φρανσίσκο, διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν για κάτι παρόμοιο και δούλευαν ήδη σε αυτό το είδος του dada θεάτρου, εκεί γνώρισα τον Steven Brown που δούλευε με μια ομάδα ελεύθερου θεάτρου που λεγόταν «Angels of light». Είχαν επίσης ένα μουσικό τμήμα, ένα συνθεσάιζερ και εξοπλισμό ηχογράφησης, και έτσι ήθελα να εμπλακώ με αυτό με κάποιο τρόπο. Οπότε άρχισα να δουλεύω μαζί του, και στη συνέχεια γνωρίσαμε τον Winston Tong που ήταν ένας εξαιρετικός ερμηνευτής. Ήταν γνωστός στους κύκλους του Avant Garde θεάτρου και κατά κάποιο τρόπο μας έδωσε ένα άνοιγμα σε όλα αυτά τα μέρη και έκανε μερικές παραστάσεις και αυτό μας βοήθησε πολύ. Ενσωματώσαμε όλα αυτά τα πράγματα στις παραστάσεις μας, φορούσαμε κοστούμια στη σκηνή και παίζαμε χαρακτήρες και είχαμε οπτικά μέσα στη σκηνή, όπως αυτοσχεδιαστικές προβολές. Οι πρώτες προβολές που κάναμε ήταν με έναν προβολέα που αγόρασα από ένα μαγαζί για 10 δολάρια και κάναμε προβολές χρησιμοποιώντας χαρτί υγείας. Κάναμε έτσι κάτι σαν multimedia show, που λίγοι άνθρωποι το έκαναν εκείνη την εποχή. Υπήρχε ένα συγκρότημα που λεγόταν Devo, τους ξέρετε;
– Ναι, φυσικά.
Οι Devo ήρθαν στο Σαν Φρανσίσκο και κατά κάποιο τρόπο προσωποποίησαν όλες αυτές τις ορμές των ανθρώπων, αυτό το ειρωνικό, αστείο, θεατρικό, αλλά και αρκετά έξυπνο multimedia show και η παράσταση τους ήταν πολύ καλή. Αποτέλεσαν έμπνευση για πολλούς ανθρώπους και ήρθαν στην αρχή αυτής της ακμής του πανκ. Μας ζήτησαν λοιπόν να γίνουμε το γκρουπ που θα ανοίγει τις συναυλίες τους γιατί πίστευαν ότι ήμασταν ένας πολύ καλός συνδυασμός, που ήμασταν, και αυτό ήταν που μας έβαλε σε αυτό το δρόμο.
– Σχετίζεται αυτό με το δικό σας άνοιγμα στην υποκριτική;
Ίσως υπάρχει κάποια σχέση. Οι Tuxedomoon είχαν κάνει ένα βίντεο για μια παράσταση που ονομάσαμε “The Ghost Sonata” και ήταν στην Ιταλία. Ήταν μια παράσταση θεατρικά ανώριμη κατά κάποιο τρόπο και κάναμε ένα βίντεο από αυτή την παράσταση. Επίσης κάναμε ένα βίντεο με τους Residents για το τραγούδι “Jinx”.
Και τότε αυτός ο τύπος, ένας Έλληνας, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, με είδε να παίζω σε αυτά τα δύο βίντεο και σκέφτηκε ότι ήμουν ίσως καλός ηθοποιός, έτσι γίναμε φίλοι και μου ζήτησε να παίξω στις ταινίες του, και εξαιτίας του γνώρισα ανθρώπους από την avant garde θεατρική σκηνή στην Αθήνα.
Έπαιξα στη φοιτητική του ταινία με τίτλο “Dogs Licking My Heart ” (“Τα σκυλιά γλείφουν την καρδιά μου”) , η οποία πήρε τον τίτλο από ένα από τα τραγούδια μου, έπαιξα έναν ντετέκτιβ εκεί, και στη συνέχεια έπαιξα στην ταινία του “Ράδιο Μόσχα” όπου έπαιζα έναν μουσικό. Μετά στην ταινία του με τίτλο “Το Παλτό”. Έπαιζα έναν Άγιο Βασίλη. Τέλος, έκανε μια ταινία με τίτλο “Μαύρο Γάλα” στην οποία έπαιζα έναν μάγο. Το θέμα είναι ότι όταν μετακόμισα εδώ, στην πραγματικότητα μετακόμισα εδώ εξαιτίας αυτού και κάποιων φίλων του, οι οποίοι με βοήθησαν να μετακομίσω από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα. Με σύστησε στον Μιχαήλ Μαρμαρινό γιατί μου πρότεινε να κάνω casting για να παίξω τον Αγαμέμνονα, πράγμα που έκανα. Έπαιξα τον Αγαμέμνονα στο έργο του. Και εξαιτίας τους γνώρισα όλους αυτούς τους ανθρώπους στον κύκλο τους, και ήταν σαν κύκλος μαφιόζων, ο Τριανταφυλλίδης, ο Μαρμαρινός και ο Ακύλλας Καραζήσης.
– Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι οι Tuxedomoon έχουν τόσο μεγάλο κοινό στην Ελλάδα;
Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, υποθέτω ότι κάτι στην αισθητική μας άρεσε στο ελληνικό κοινό, και το βλέπεις αυτό τώρα, ο κόσμος είναι πολύ πιστός στον Nick Cave ας πούμε, είναι πιστός σε αυτό το είδος του dark wave.
– Εδώ στην Αθήνα στο rebound club κάθε Σάββατο βράδυ ανεξαρτήτως, ο κόσμος τρελαινόταν με το “No Τears”. Ποια είναι η ιστορία πίσω από το τραγούδι;
Πιθανώς οφείλεται στα τύμπανα. Αυτό το τραγούδι έχει μια απήχηση όπως κανένα άλλο από τα τραγούδια μας, και μάλλον οφείλεται στον ντράμερ μας Paul Zahl. Ήταν ένας μεγάλος και ταλαντούχος ντράμερ, έπαιζε με όλους στο Σαν Φρανσίσκο. Έπαιξε με πολλά συγκροτήματα. Ήταν ένας φοβερός ντράμερ, και αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που τα τραγούδια είναι τόσο ελκυστικά. Επειδή τα ντραμς είναι υπέροχα σε αυτό το τραγούδι.
– Σας λείπει κάτι από τις παλιές μέρες των Τuxedomoon;
Ναι, σαν να σου λείπει κάτι από το παρελθόν σου, φυσικά δεν μου λείπει να είμαι τόσο φτωχός, δεν μου λείπει καθόλου, εννοώ ότι αν αρχίσω να νοσταλγώ το παρελθόν, τότε το συνειδητοποιώ. Δεν είναι ότι είμαι πλούσιος τώρα, αλλά τότε δεν είχα τίποτα, δεν είχα σπίτι να μείνω, δεν είχα χρήματα, δεν έπλενα ποτέ τις κάλτσες μου, δεν μου λείπει τίποτα από αυτά. Αλλά ξέρεις η σκηνή στο Σαν Φρανσίσκο εκείνη την εποχή ήταν πολύ συναρπαστική. Υπήρχαν μπάντες παντού, υπήρχαν ενδιαφέροντες άνθρωποι, όλα ήταν εκρηκτικά. Μου λείπει η σκηνή του Σαν Φρανσίσκο της δεκαετίας του ’70. Μου λείπει επίσης το πόσο δεδεμένη ήταν. Αν ήσουν μέρος αυτής της σκηνής, ήξερες πολλούς ανθρώπους, εμπλεκόσουν, συναντιόσασταν και κάνατε πράγματα μαζί, παίζατε ο ένας στους δίσκους του άλλου, πηγαίνατε στα πάρτι ο ένας του άλλου, ήταν πολύ ζωντανό.
– Ποια είναι τα συναισθήματά σας για το “Night Air”;
Το “Night Air” ήταν το άλμπουμ με την καλύτερη αποδοχή από τους σόλο δίσκους μου και συνεχίζει να πουλάει, εξακολουθεί να επανεκδίδεται και ο κόσμος συνεχίζει να το αγοράζει και να το ακούει. Εξακολουθώ να ερμηνεύω μερικά από τα τραγούδια από αυτό το άλμπουμ. Ήμουν τυχερός που δούλευα με τον Gareth Jones, ο οποίος συνέχισε να δουλεύει και με τους Depeche Mode, ήταν πολύ σημαντικός ηχολήπτης για τον ήχο τους, τον είχα γνωρίσει επειδή ηχογράφησε επίσης για τους Tuxedomoon, το άλμπουμ “Desire”, έτσι έδωσε έναν συγκεκριμένο ήχο στο Night Air.
– Ποια είναι η επίγευση της συναυλίας επανένωσης στο Παλλάς το 1987;
Ήταν πολύ διασκεδαστική εκείνη η περιοδεία, και αυτή ήταν η αρχή της περιοδείας που κάναμε και περιοδεύσαμε όλο εκείνο το έτος 1988 σε όλο τον κόσμο. Πήγαμε ακόμη και στην Ιαπωνία, οπότε εκείνη η περιοδεία ήταν πολύ διασκεδαστική, αλλά στη συνέχεια δεν κάναμε τίποτα μαζί για τα επόμενα 10 χρόνια, κάτι που ήταν λυπηρό. Είχαμε λοιπόν αυτή τη δυναμική. Σε ορισμένα μέλη του συγκροτήματος δεν άρεσε αυτό, δεν είχαν ποτέ φιλοδοξία να γίνουν επιτυχημένοι στον κόσμο της ροκ, κάποιοι από εμάς το έκαναν, κάποιοι άλλοι όχι, οπότε λυπήθηκα που δεν συνεχίσαμε. Το ξαναπιάσαμε το 1997, ανασυγκροτηθήκαμε και αρχίσαμε να παίζουμε ξανά το 2000 και συνεχίσαμε για άλλα 17 χρόνια και μετά ο Peter, ο μπασίστας μας, πέθανε το 2017 και αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο το τέλος της μπάντας πραγματικά.
– Πάντα έβρισκα πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η καριέρα σας σχεδόν ξεκίνησε από την Ralph Records. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ μια μπάντα που να έχει επενδύσει περισσότερο στην αμερικανική κουλτούρα από τους The Residents! Πώς ήταν να δουλεύεις μαζί τους; Ο Hardy Fox ήταν απίστευτος συνθέτης.
Λοιπόν, το ζήτημα ήταν ότι δεν ξέραμε ότι οι Residents μας τσέκαραν, ξέρεις, κανείς δεν ήξερε πραγματικά ποιοι ήταν. Και έτσι οι Residents γυρνούσαν στο Σαν Φρανσίσκο και ήθελαν να επεκτείνουν τη δισκογραφική τους εταιρεία από το να είναι κάτι περισσότερο από τους ίδιους τους Residents, έτσι έβλεπαν διάφορες μπάντες στο Σαν Φρανσίσκο για να δουν ποιες τους άρεσαν και τους αρέσαμε, και πίστευαν ότι είχαμε μια καλή προοπτική και μια μέρα μου τηλεφώνησαν και μου είπαν «Hey! Είμαστε οι The Residents και θέλουμε να επεκτείνουμε την εταιρεία μας», οπότε αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε μαζί τους με διάφορους τρόπους, μας κάλεσαν να συμμετέχουμε σε μια συλλογή που έκαναν με τέσσερις διαφορετικές μπάντες που λεγόταν «Subterranean Modern» όπου κάθε μπάντα είχε 2 τραγούδια σε αυτό το άλμπουμ και μετά μας άφησαν να κάνουμε τον δικό μας δίσκο στο στούντιο τους και ήθελαν να μας υπογράψουν μια συμφωνία, και το έκαναν. Έτσι, η σχέση μας με τους Residents δεν ήταν τόσο μεγάλη, ήταν για περίπου ένα ή δύο χρόνια που δουλέψαμε μαζί τους.
– Έχω ακούσει μια φήμη ότι κάποτε ζούσατε σε ένα στοιχειωμένο σπίτι με τους The Residens στο Σαν Φρανσίσκο, είναι αλήθεια;
Ένα στοιχειωμένο σπίτι; Όχι, όχι. Η γυναίκα μου και εγώ ζούσαμε στο παλιό στούντιο ενός τύπου που λεγόταν Snakefinger, ζούσε σε αυτόν τον αρκετά μεγάλο χώρο που ήταν ο χώρος των Residents, και βρήκαν έναν καλύτερο χώρο, οπότε ζήσαμε μαζί του για λίγο, η γυναίκα μου και εγώ. Αυτό ήταν λοιπόν, δεν ξέρω αν ήταν στοιχειωμένο, εκτός αν ήταν στοιχειωμένο από αυτόν. Πέθανε αρκετά νέος στη Βιέννη. Τέλος πάντων, η αισθητική τους ήταν πολύ διαφορετική από των Τuxedomoon και ήταν λιγότερο σοβαροφανείς από τα περισσότερα μέλη των Τuxedomoon. Θέλω να πω, μου αρέσει αυτό που έκαναν, αυτό που έκαναν ήταν πολύ αμερικάνικο, η μουσική τους και ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τα πάντα, ήταν σαν ένα είδος μεταμοντέρνου, ειρωνικού, όπως ήταν και οι DEVO, που ήταν επίσης έτοιμοι να υπογράψουν. Αλλά μετά οι DEVO πήραν καλύτερη προσφορά από τη Warner Brothers, οπότε τότε έψαξαν εμάς.
– Σας αρέσει να γράφετε μουσική αυτή τη στιγμή, Έχετε μελλοντικά σχέδια;
Λοιπόν ναι, ο δίσκος που μόλις σου έδωσα είναι η τελευταία μου δουλειά, έχει 20 νέα τραγούδια. Γράφω όλη την ώρα, κάθε μέρα και κυκλοφορώ 2 ή 3 άλμπουμ κάθε χρόνο με διαφορετικούς ανθρώπους και διαφορετικές εταιρείες, κάποια πράγματα είναι μαζί με τον Steven Brown. Επίσης κυκλοφόρησα δύο διπλά cd με μουσική μου για θέατρο με μια αγγλική εταιρεία, και συνεχίζω να δουλεύω για το Patreon, το οποίο είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα απάντηση στο ερώτημα «Τι συνέβη στη μουσική βιομηχανία» και πώς επιβιώνουν οι μουσικοι. Έτσι σύμφωνα με τους όρους του Patreon, είμαι υποχρεωμένος να γράφω 3 νέα τραγούδια το μήνα και αυτό είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για τα πράγματα, καθώς παίρνω άμεση ανατροφοδότηση για ό, τι κάνω. Έχω μια αρκετά μικρή αλλά πιστή ομάδα ανθρώπων. Είναι σαν να έχω μια ομάδα φίλων και να παίζω ένα νέο τραγούδι γι’ αυτούς όλη την ώρα, δέχομαι ότι μου δίνουν χρήματα για να το κάνω, οπότε είναι ένα καλό ερέθισμα για μένα ως καλλιτέχνη.
– Σχεδιάζετε καλοκαιρινές διακοπές;
Πιθανώς, η σύζυγός μου σχεδιάζει τις διακοπές, είναι Ελληνίδα, είναι σημαντική υπόθεση γι’ αυτήν. Είμαι Αμερικάνος, οι Αμερικανοί δεν κάνουν διακοπές, είναι σαν θέμα υπερηφάνειας.
– Αλλά δεν νιώθετε και λίγο Έλληνας μετά από τόσα χρόνια που ζείτε εδώ;
Προσπαθώ να μην είμαι, δεν ξέρω γιατί, ίσως είμαι ιμπεριαλιστής, σαν ένας Άγγλος τον 19ο αιώνα, που θα πήγαινε να ζήσει σε μια άλλη χώρα και θα άρχιζε να προσαρμόζεται στη γλώσσα και τα έθιμα της χώρας και οι άλλοι Άγγλοι θα έλεγαν «Ξέρεις, ο Πίτερσον έγινε ιθαγενής», όταν αρχίζεις να φέρεσαι σαν να είσαι από εκείνο το μέρος, ξεχνώντας κάθε αγγλική λέξη, και αυτό είναι κάτι που δεν θα έκανα ποτέ, θεωρώ ότι είναι θέμα τιμής να παραμείνω Αμερικανός. Μαθαίνω τις γλώσσες στα μέρη που πηγαίνω, αλλά ποτέ δεν φτάνω στο σημείο να ξεχνάω την αγγλική λέξη ένα πράγμα.
– Λοιπόν, αυτή είναι μια υποθετική ερώτηση, ας υποθέσουμε ότι είστε για θανατική ποινή. Ποιο θα ήταν το τελευταίο τραγούδι που θα θέλατε να ακούσετε;
Θανατοποινίτης είμαι ήδη, όπως κι εσείς άλλωστε! Τελευταίο τραγούδι; Δεν ξέρω. Ίσως το “96 Tears”, ναι, ίσως το “96 Tears”, κάτι τέτοιο.