Η Bipolia είναι ένα ονειροπόλο κορίτσι που ξεκίνησε να υφαίνει τις μελωδίες της στους δρόμους του Λονδίνου, ανάμεσα σε περαστικούς, άλλους αδιάφορους και άλλους μαγεμένους. Εκεί, κάτω από τα φώτα της μεγάλης πόλης και τους ήχους του πλήθους, άρχισε να μοιράζεται τον εσωτερικό της κόσμο, με μια μελωδική αφήγηση γεμάτη εικόνες, συναισθήματα και ταξίδια.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Αθήνα έχει γίνει ο νέος της σταθερός σταθμός. Εδώ, ανάμεσα στις αντιθέσεις της πόλης, τα γεμάτα ζωή στενά και την απέραντη θάλασσα των αστικών θορύβων, η Bipolia βρήκε τον επόμενο καμβά για να χτίσει τη μουσική της ιστορία. Από αυτήν την πόλη γεννήθηκε και το πρώτο της άλμπουμ, ‘There, I said it’, που κυκλοφόρησε πρόσφατα μέσω της Veego Records. Ένα άλμπουμ που μοιάζει σαν ημερολόγιο στιγμών, γραμμένο σε δωμάτια που κουβαλούν την ενέργεια των τόπων όπου έζησε και ονειρεύτηκε η Bipolia.

Αυτοδίδακτη, πολυοργανίστρια και παραγωγός, η Bipolia δημιουργεί με ό,τι έχει στα χέρια της: μια κιθάρα, έναν υπολογιστή, πετάλια, εφέ και, φυσικά, την ανεξάντλητη φαντασία της. Στις ζωντανές της εμφανίσεις, ανεβαίνει στη σκηνή με μια Telecaster, μια πεταλιέρα και το λάπτοπ της, συνδυάζοντας τον ηλεκτρισμό της indie rock με την ένταση του post-punk συναισθήματος και την ποιητική δυναμική του spoken word. Ναι, ο ήχος της είναι δυναμικός αλλά και μελαγχολικός, γεμάτος «χτυπητά» και «κλικάτα» kicks, μπάσα που δονούν και στίχους που μιλούν για τα κορίτσια της επαρχίας, για όσους δεν έχουν την πολυτέλεια ενός ψυχολόγου, ή για μια ζωή που αέναα ακροβατεί ανάμεσα στην ομορφιά και τη λύπη.

Όπως μου είπε, αυτές τις μέρες ετοιμάζει τη ζωντανή παρουσίαση του ντεμπούτου της, και δεν ξέρω, αλλά μετά από τη συζήτησή μας σκέφτομαι ότι ένα λάιβ της θα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή συναυλία. Το φαντάζομαι (αφού δεν την έχω δει ακόμα να παίζει ζωντανά) σαν μια συναισθηματική περιπέτεια, μια ευκαιρία να χαθείς στις προσωπικές περιπέτειες που αφηγείται η μουσική της. Και επειδή τον τελευταίο καιρό με γοητεύει η χαρτογράφηση (και η οριοθέτηση) των σημαντικών μουσικών που παίζουν στην πόλη, σκέφτομαι μια συναυλία της σαν έναν χάρτη χωρίς σύνορα, που ξεκινά από τον Λονδίνο, περνά από την Αθήνα και συνεχίζει προς άγνωστες κατευθύνσεις (αυτές για εμένα φαντάζουν οι πιο γοητευτικές), οδηγώντας με εκεί όπου μπορούν να με ταξιδέψουν και οι μελωδίες της. Ανυπομονώ, λοιπόν, να το ζήσω και να την δω να παίζει κάπου ζωντανά.

Μέχρι τότε, όμως, πατάω play στις λέξεις που ανταλλάξαμε, και αφήνω την Εύα να μιλήσει για το δικό της μουσικό ταξίδι.

Bipolia
Φωτ.: Πένυ Σωτηροπούλου / Olafaq

– Εύα, τι μουσική άκουγαν οι δικοί σου στο σπίτι; Ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις που έχεις από τη μουσική;
Ο πατέρας μου άκουγε πολύ δημοτικά και λαϊκά. Η μαμά άκουγε ραδιόφωνο, ξένα όπως τα λέγαμε στη Λαμία. Ως πολύ πρώτες αναμνήσεις έχω τις εξής: θυμάμαι μια φορά να παίζει το “Black Betty” στο ράδιο και τη μαμά μου να χορεύει ενώ σκούπιζε το σαλόνι. Θυμάμαι, επίσης, τον πατέρα μου να ακούει Πίτσα Παπαδοπούλου, συγκεκριμένα το “Έρωτα μου Αγιάτρευτε”. Δεν υπήρχε κάποια μουσική παιδεία στο σπίτι μου, άρχισα να ανακαλύπτω την μουσική που μου άρεσε μέσω της μεγαλύτερης αδερφής μου. Άκουγα τις κασέτες που έγραφε από ραδιοφωνικούς σταθμούς ή που τις έδιναν οι φίλοι της. Έτσι πρωτοάκουσα Scorpions, Metallica, Carlos Santana, Placebo. 

– Όταν ήσουν πιο μικρή σκεφτόσουν κάποια άλλη ή μια καλλιτεχνική πορεία; Τι έλεγες ότι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Σαν παιδί πέρα από το να παίζω μπάλα δε νομίζω ότι είχα κάποια άλλη φιλοδοξία, ούτε σκεφτόμουν πως θα μεγαλώσω, πίστευα ότι θα το αποφύγω με κάποιο τρόπο. Δεν ήμουν καθόλου το παιδάκι που έλεγε «Όταν μεγαλώσω θα γίνω το τάδε». Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια και αυτό περιέπλεξε τα πράγματα καθώς υπήρχε πίεση και από το σχολείο και από την οικογένεια μου να ακολουθήσω κάποια καλή σχολή, να έχω ένα λαμπρό μέλλον. Σαν παιδάκι, λοιπόν, δεν είχα επαφή με τη μουσική σίγουρα, ήταν κάτι που ήρθε με την πρώτη μου κιθάρα στα 13 μου.

– Και μπήκες στα βαθιά με περίεργο τρόπο, ξεκίνησες την μουσική πορεία σου στους δρόμους του Λονδίνου ως street performer. Πες μου, τι ξεχωριστό σου έδωσε αυτή η εμπειρία; Πώς σε βοήθησε στη μουσική σου εξέλιξη;
Το να ξεκινήσω να παίζω στο εξωτερικό για μένα ήταν απελευθερωτικό. Χρειαζόμουν την ανωνυμία που σου δίνει το Λονδίνο και θυμάμαι να σκέφτομαι ότι μπορούσα να είμαι όπως θέλω, γιατί εκεί δε με ήξερε κανένας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι ξεκινούσα να βλέπω πως αυτό που κάνω μπορεί να έχει απήχηση με ξεκλείδωσαν σημαντικά. Το busking στην Αγγλία επίσης είναι πολύ πιο διαδεδομένο και αναγνωρισμένο σαν επάγγελμα, οπότε αυτό με βοήθησε να το δω σοβαρά (είναι και φοβερή εξάσκηση για ένα μουσικό να παίζει 2-3 ώρες 4 μέρες τη βδομάδα) αλλά και να νιώθω ότι υπάρχει πάντα χώρος για μένα να κάνω αυτό που κάνω χωρίς να εξαρτώμαι από κανένα. Πιστεύω μουσικά με εξέλιξε, στο attitude που απέκτησα με έναν τρόπο, γιατί όταν ξεκίνησα να παίζω στο δρόμο χρειάστηκε συχνά να βάζω τα όρια μου, και αυτό απαιτούσε μια δύναμη για να πατάς, ή έστω να προσποιείσαι ότι πατάς γερά στα πόδια σου.  

Bipolia
Φωτ.: Πένυ Σωτηροπούλου / Olafaq

– Τα πρώτα σου τραγούδια, όπως τα “Elvis”, “Destroy Μy Life” και “The Man That Lives Inside Me”, έχουν έναν γλυκόπικρο χαρακτήρα. Τι σε ενέπνευσε για να γράψεις αυτά τα κομμάτια;
Τα τραγούδια αυτά είναι γραμμένα για ανθρώπους στη ζωή μου με τους οποίους έχω συνδεθεί πολύ στενά. Η έννοια της εγγύτητας έχει υπάρξει κέντρο των θεματικών μου καθώς πολλές φορές έχω προσπαθήσει να την αμφισβητήσω ή να τη σαμποτάρω. Στα τραγούδια αυτά λέω πράγματα που δεν θα μπορούσα, τις χρονικές στιγμές που γράφτηκαν, να τους τα πω από κοντά, αλλά και κάνω παραδοχές για τον εαυτό μου που δε θα τολμούσα να τις ξεστομίσω χωρίς μια μελωδία.

– Μετά την επιστροφή σου στην Αθήνα, άρχισες να παίζεις στην Ερμού… Αυτή εμπειρία τι εντυπώσεις σου έχει αφήσει από την πόλη; Τι σκέφτεσαι για το κοινό της;
Ήταν ένα τρελό καλοκαίρι εκείνο… Επέστρεψα από την Αγγλία τον Ιούνιο του 2021 και ξεκίνησα να παίζω στο Μοναστηράκι, αρχικά στην πλατεία και μετά στην Ερμού, στην Καπνικαρέα. Κάτι που μου έδωσε ελπίδα ήταν το πόσα πολλά κορίτσια με προσέγγιζαν και μου έλεγαν ότι θα ήθελαν πολύ να το κάνουν αυτό, έβλεπα ότι ξέρουν τα τραγούδια που παίζω και ότι αυτό που κάνω ίσως έχει μια άλλη σημασία στην Αθήνα απ’ ότι στο Λονδίνο. Το θέμα με την Ερμού είναι ότι κατακλύζεται από κόσμο και εκείνο το καλοκαίρι θυμάμαι χαρακτηριστικά πάρα πολλούς τουρίστες, σε σημείο που πολλές φορές δεν άκουγα καν τι έπαιζα. Βλέπεις πολλά να συμβαίνουν, και επειδή είναι και εμπορικός δρόμος οι αντιθέσεις είναι συγκλονιστικές αλλά και ενδεικτικές για τη δομή της Αθήνας. Σε μια γωνία έχεις ανθρώπους που είναι άστεγοι με ανοιχτές πληγές και στην άλλη γεμάτα «fast fashion» μαγαζιά, αγόρια να το παίζουν μάγκες, παραβιαστικές συμπεριφορές. Σκέφτομαι ότι γνώρισα πολύ σημαντικούς ανθρώπους στην Ερμού που έγιναν φίλοι μου, και έμαθα πολλά παίζοντας εκεί τα βράδια, αλλά και ότι με σκλήρυνε… Έπρεπε να αναπτύξω μεγάλη ανθεκτικότητα από ένα σημείο και μετά για να παίζω εκεί. Το κοινό ωστόσο του κέντρου, θα έλεγα πως είναι αρκετά εκπαιδευμένο μουσικά, και πως έχει ανάγκη από διαφορετικές μουσικές αναπαραστάσεις πέρα από τραπ και εντεχνολαικά που συνήθως ακούς αν κάνεις μια βόλτα στην Ερμού.

– Πειραματίζεσαι με διάφορα είδη, όπως spoken word, synths, samples και τον ήχο του πρώιμου new wave/post punk. Τι σε οδήγησε σε αυτούς τους ήχους και ποιο είναι το αγαπημένο σου στοιχείο στη δημιουργία;
Το καλοκαίρι του ‘22 γνώρισα μια κοπέλα, πλέον καλή μου φίλη, τη Vasilissa (@exxyyf) η οποία είναι μουσικός και παραγωγός με post-punk αισθητική. Εκείνη με μύησε στον πιο post-punk ή, έστω, ηλεκτρονικό ήχο. Στην Αγγλία είχα κάνει κάποια trip hop τραγούδια και γενικά είχα πειραματιστεί με synths και samples απλά έλειπε το περιεχόμενο. Το πρώτο κομμάτι που έγραψα και κινήθηκε σε αυτή την κατεύθυνση ήταν το “Filth”. Θυμάμαι ότι το βράδυ εκείνο έβλεπα το “Bunch of Κunst” ένα ντοκιμαντέρ για τους Sleaford Mods, τους οποίους άκουγα αρκετά τότε και κάτι με ενέπνευσε για να φτιάξω το beat. Το αγαπημένο μου στοιχείο στη δημιουργία, είναι το πολύ πολύ αρχικό, όταν καταφέρνω να μπω τόσο πολύ μέσα στον κόσμο μου και να φτάσω εντελώς στο βάθος του τι θέλω να πω. Μου αρέσει να δουλεύω γρήγορα, και συνήθως κάνω ένα πολύ βασικό layout των οργάνων που θέλω να χρησιμοποιήσω και της δομής του τραγουδιού. Ίσως το πρώτο μισάωρο που γεννιέται ένα τραγούδι από το πουθενά είναι το αγαπημένο μου, δεν υπάρχει αμφισβήτηση, ούτε εξωτερικά ερεθίσματα, είναι μια ανυψωτική εμπειρία.

Bipolia
Φωτ.: Πένυ Σωτηροπούλου / Olafaq

– Το άλμπουμ σου “There, I said it” μοιάζει να είναι γεμάτο προσωπικές εξομολογήσεις. Πώς είναι να βάζεις τόσο προσωπικά στοιχεία σε ένα άλμπουμ και τι σημαίνει για σένα η διαδικασία αυτής της έκφρασης μέσα από τη μουσική; 
Ήταν αναπόφευκτο να μοιράζομαι τόσο προσωπικές ιστορίες και έχει λειτουργήσει σαν κάθαρση για μένα. Όπως είπα και πριν, λέω πράγματα που δεν θα μπορούσα να τα πω αλλιώς, ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό. Για μένα αυτό σημαίνει ότι εκτίθεμαι και έρχομαι αντιμέτωπη με το αποτέλεσμα αυτής της έκθεσης. Από αυτό με μαθαίνω καλύτερα, καταλαβαίνω την ανάγκη μου, και τι την ταΐζει. Από τη στιγμή βέβαια που το κομμάτι κυκλοφορήσει και ακουστεί από άλλα αυτιά, δεν έχει πλέον τόση σημασία, είμαι πολύ μικρή και ασήμαντη μπροστά σε αυτή την εμπειρία, νιώθω πλέον ότι εξιστορώ κάτι που μπορεί και να μην το έζησα εγώ.

– Σε μια μουσική βιομηχανία που όλοι μοιάζουν να εξομολογούνται και να τραγουδούν «εμπειρίες εκ βαθέων», από τα πολύ μεγάλα αστέρια μέχρι τα πιο μικρά, τι περιθώρια πιστεύεις ότι έχει το κοινό για να ξεχωρίσει αλήθειες και ψέματα;
Δεν ξέρω τι περιθώρια έχει το κοινό να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα αλλά πιστεύω ότι πολλές φορές δεν το ενδιαφέρει κιόλας. Άμα σε γραπώσει ένας στίχος ή μια μελωδία ή ένα beat, τότε είσαι αιχμάλωτος αυτών για λόγους που μπορεί και να μην καταλαβαίνεις σε πρώτο στάδιο. Δεν έχει σημασία εάν είναι αλήθεια ή ψέμα εάν εσύ καταφέρεις να συσχετιστείς με αυτό και μερικές φορές αυτή είναι η ομορφιά των τραγουδιών όσο επικίνδυνη και εάν είναι. Η αλήθεια είναι ότι το εξομολογητικό ύφος είναι αρκετά διάσημο και πολυφορεμένο και πολλές φορές μοιάζει άδειο και ανιαρό, εάν δεν καταφέρει να αγγίξει και μένει μόνο στο εγώ του. Είναι κάτι που το σκέφτομαι συχνά για αυτά που γράφω και προσπαθώ πάντα να με τσεκάρω. Με ρωτάω αν αυτό που λέω το λέω μόνο και μόνο για να ανακουφιστώ ή έχει και παραθυράκια σύνδεσης με τον έξω κόσμο. Προσπαθώ, ωστόσο, να συμβαίνει το τελευταίο…

– Στο άλμπουμ σου ξεχωρίζουν πολλά queer στοιχεία και ιστορίες ενηλικίωσης. Πώς αυτά τα στοιχεία συνδέονται με τη δική σου εμπειρία και τι μήνυμα θέλεις να περάσεις στους ακροατές σου;
Είμαι queer άρα γράφω και queer. Μερικές φορές αυτό είναι σημαντικό να λέγεται ή να φαίνεται, αλλά κυρίως για την πολυπλοκότητα της αγάπης μιλάω στο άλμπουμ, και αυτή δεν γνωρίζει ούτε προσανατολισμό ούτε φύλο. Θεωρώ ότι είναι ωραίο να υπάρχουν τραγούδια λεσβιακής αγάπης, κυρίως ως αναπαράσταση / ορατότητα και γιατί δεν υπάρχουν και πολλά στη σύγχρονη ελληνική μουσική. Ο αγγλικός στίχος που γράφω βέβαια ίσως το δυσκολεύει αυτό. Νομίζω ένα μήνυμα που περνιέται ανεπιτήδευτα, αν το σκεφτώ πολύ, είναι το να είμαστε ανοιχτοί και ευγενικοί με τους εαυτούς μας. Το queer identity το γνωρίζει αυτό καλά, και όσοι έχουν νιώσει ότι είναι στο περιθώριο, ακόμη καλύτερα.

Bipolia
Φωτ.: Πένυ Σωτηροπούλου / Olafaq

– Έχεις περάσει χρόνο στη ζωή σου σε διαφορετικές τοποθεσίες και έχεις ταξιδέψει. Εξαιτίας αυτού, σκέφτομαι πολύ για το πώς τα τοπία επηρεάζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε και δημιουργούμε. Ποια είναι για εσένα η σχέση μεταξύ του τραγουδοποιού και του περιβάλλοντος του τραγουδοποιού;
Ξερεις τι, το σκέφτομαι και εγώ πολύ αυτό τελευταία. Θυμάμαι και μια συνέντευξη του David Bowie που λέει αν νιώθεις ασφάλεια στον χώρο ή στον τόπο που δημιουργείς ίσως πρέπει να τον αλλάξεις. Αν σκεφτώ τα τραγούδια μου και που έχουν γραφεί τη στιγμή της γέννησης τους καταλαβαίνω ακριβώς γιατί είναι αυτά που είναι. Θεωρώ ότι οι διαφορετικές τοποθεσίες ήταν πολύ σημαντικές για μένα, διότι γίνονταν ζυμώσεις μέσα μου που τα τραγούδια μου τις προλάβαιναν πριν τις παραδεχτώ εγώ. Το να έχω μια βάση, που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια που ζω στην Αθήνα, είναι τρομακτικό για τη δημιουργία μου. Αυτή η συνήθεια… Σκέφτομαι ότι χρειάζεται πάντα κάτι καινούριο και φρέσκο, και για μένα τώρα το ζήτημα είναι πώς το δημιουργείς αυτό στη βάση σου.

– Πολλά κομμάτια, όπως τα “Filth”, “Phantasmal Union” και το “The Floor” τα ακούω σαν ένα είδος αντανάκλασης της Αθήνας. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πλευρά της Αθήνας που αποτυπώνεις και πώς σε επηρεάζει η ζωή στην πόλη στη μουσική σου;
Ίσως τα τραγούδια αυτά, αν και είναι ανθρωποκεντρικά, παρουσιάζουν τη σκοτεινή πλευρά της Αθήνας. Τον θόρυβο, την ένταση, τις ταχύτητες, τις αμέτρητες ταξικές διαφορές και πράγματα που έχω δει να συμβαίνουν σε μπαρ ή στο τελευταίο λεωφορείο για το σπίτι. Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλές φούσκες στην Αθήνα, όπως και σε κάθε πόλη βέβαια, αλλά εδώ μερικές φορές είναι πολύ πιο εύκολο να τις διακρίνεις. Πλουσιόπαιδα μπορεί να είναι ντυμένα σαν να μην έχουν λεφτά, γειτονιές όπως τα Εξάρχεια και η Κυψέλη αλλάζουν δραματικά, μέσα σε ένα βράδυ μπορείς να βρεθείς από έναν κόσμο σε έναν άλλο κυριολεκτικά μέσα σε δύο στάσεις του μετρό. Η Αθήνα είναι μια πόλη που μπορεί να γίνει ασφυκτική, και δυστυχώς, με τις τελευταίες πολιτικές, αυτό δε φαίνεται να αλλάζει. Στη μουσική μου αυτό μεταφράζεται ως θυμός, ως ανάγκη να επισημάνω τι βλέπω να συμβαίνει, και είναι και ένας λόγος που εισήγαγα το spoken word στις συνθέσεις μου, τα κείμενα μου ήταν τόσο πυκνά και εξοργισμένα για να βγουν σε ένα ρεφρέν.

– Και σε αυτήν εποχή της τεχνολογίας θεωρείς ότι ο ψηφιακός χώρος επηρεάζει επίσης τη σκέψη μας με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο φυσικός χώρος;
Θεωρώ ότι την επηρεάζει σημαντικά και σε μεγάλο βαθμό, ανάλογα με το πόσο ασχολείσαι. Είναι τρομακτικό αλλά όχι απαραίτητα κακό, τα social και γενικά το διαδίκτυο δεν είναι κάτι άλλο πέρα από μια αντανάκλαση μας. Τις προάλλες είδα ένα όνειρο που ήταν όλο μια συνομιλία στο Instagram. Τυχαίο παράδειγμα αλλά εννοώ ότι ο ψηφιακός χώρος καταλαμβάνει πολλές ώρες μέσα τις μέρες μας και αναπόφευκτα επηρεάζει τη σκέψη και τη δημιουργία μας. Επίσης με κάνει να σκέφτομαι τον Iggy Pop, ο οποίος στον τελευταίο του δίσκο έχει ένα κομμάτι, το “Comments”, που λέει ότι κοιτάζει σχόλια online όλο το βράδυ. Τέτοιες καταγραφές μου αρέσουν και τις βρίσκω πολύ σύγχρονες.

Bipolia
Φωτ.: Πένυ Σωτηροπούλου / Olafaq

– Εσύ, από την άλλη, στο τραγούδι “Destroy Μy Life”, αναφέρεσαι σε θέματα όπως η δυσκολία έκφρασης και η μάχη ενάντια στο τραύμα. Πόσο σημαντικό είναι για σένα να μιλάς για αυτά τα ζητήματα μέσω της τέχνης σου;
Η μάχη ενάντια στο τραύμα είναι μια συνεχής διαδικασία, κάτι που όλοι με κάποιον τρόπο καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Το να μιλάω για αυτό είναι ένας τρόπος διαχείρισης και αντιμετώπισης. Είμαι εσωστρεφής, αλλά πολλές φορές τα τραγούδια μου είναι σαν ασφαλή καταφύγια για συναισθηματική απεραντοσύνη και απενοχοποίηση. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς αυτό τον τρόπο έκφρασης.

– Αν κάθε άλμπουμ είναι ένα ταξίδι, το πρώτο ολοκληρωμένο σου ντεμπούτο που θεωρείς ότι σε οδηγεί εσένα;
Ξέρω ότι δεν εκτιμάς τις μονολεκτικές απαντήσεις, αλλά αλήθεια δεν ξέρω.

– Δεν πειράζει… Αν υποθετικά μπορούσες να συνεργαστείς με οποιονδήποτε μουσικό, ζωντανό ή νεκρό, ποιον ή ποια θα διάλεγες, και γιατί;
Δύσκολη ερώτηση, σκέφτομαι πολλούς και πολλές, αλλά θα πω την πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό. Θα ήθελα πολύ να συνεργαστώ με τον Κ. ΒΗΤΑ, είναι από τους αγαπημένους μου τραγουδοποιούς και θα ήθελα να πάρω λίγο απο την τρυφερότητα και το μη διδακτικό ύφος που έχει η μουσική του.

– Υπάρχει κάποιος άλλος στη ζωή σου από τον οποίο πήρες τα περισσότερα (και πιο καλά) μαθήματα ζωής;
Ο φίλος μου Steve, ο οποίος με βοήθησε πολύ το διάστημα που έμενα στην Αγγλία. Είναι αυτός που μου πρωτοείπε να γράψω δικά μου κομμάτια, αυτός που μου είπε να παίξω στο δρόμο και ένας πολυ ενθαρρυντικός άνθρωπος που ήρθε σε μια δύσκολη στιγμή στη ζωή μου. Ο Steve με έβαλε να σκεφτώ τι όντως θέλω να κάνω στη ζωή μου, μου έμαθε πως να ακούω εμένα και να μη νοιάζομαι για το τι θα πουν οι άλλοι. Μου έδωσε φοβερή δύναμη, και υπήρξε πλάι μου στις αρχές του μουσικού μου ταξίδιου, ως υποστηρικτής αλλά και σημαντικός κριτής και φίλος.

– Έχεις κάποιο κατοικίδιο; Παίζουν κάποιον ρόλο τα ζωάκια στη ζωή σου;
Δεν έχω, αν και πριν λίγες μέρες ερωτεύτηκα ένα γατάκι που δυστυχώς δεν κατάφερα να αποκτήσω. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις, διότι είμαι πολύ κοντά με τα κατοικίδια φίλων και κυρίως με το σκυλάκι της αδερφής μου, αλλά για μεγάλο διάστημα ένιωθα ότι δεν είμαι αρκετά υπεύθυνη για να έχω το δικό μου. Αυτό άλλαξε μόλις είδα αυτό το γατί, νιώθω σαν να άνοιξε κάτι μέσα μου για την πιθανότητα απόκτησης κατοικιδίου. Νιώθω ότι τα ζωάκια μας συνδέουν με φοβερή αμεσότητα με το συναίσθημα μας, και πιστεύω ότι μας μαθαίνουν πολλά για το πόσα μπορούμε να παρέχουμε, αλλά και για το πόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε για αγάπη και παρουσία.

– Διαβάζεις; Τι βιβλία υπάρχουν δίπλα στο κρεβάτι σου; Κάτι όμορφο που διάβασες τελευταία;
Δίπλα στο κρεβάτι μου υπάρχουν πολλά βιβλία όχι γιατί είμαι βιβλιοφάγος, απλά έχω γεμίσει τα ράφια στο δωμάτιο μου με μελάνια. Ενδεικτικά στο κομοδίνο έχω αυτή τη στιγμή το “Μια λεσβιακή ζωή” της Maria Cyber, το “Sister Outsider” της Audre Lorde και το “Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο” του Κ. ΒΗΤΑ. Το βιβλίο που διάβασα τελευταία και με συγκίνησε ήταν το “Μαύρο Αλγέρι” του Maurice Attia, που μου το δώρισε ένας τύπος σε ένα λάιβ μου στην Ανάφη το καλοκαίρι.

Bipolia
Φωτ.: Πένυ Σωτηροπούλου / Olafaq

– Πώς βλέπεις τη μουσική σκηνή της Αθήνας; Υπάρχουν καλλιτέχνες ή μουσικές επιρροές από την τοπική σκηνή που έχουν επηρεάσει τον ήχο σου;
Είναι μια πολύ δυνατή σκηνή, εννοώ ότι συμβαίνουν πολλά πράγματα και φαίνεται ότι υπάρχει ανάγκη για εξωστρέφεια και δημιουργία. Νομίζω η live σκηνή της Αθήνας είναι πολύ σημαντική, και όταν είχα πρωτοέρθει εδώ μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, πόσα genres μπλέκονται μεταξύ τους και ο παλμός που υπάρχει στα gigs. Δεν είμαι πολύ καλή στο να  κρίνω ποιοι με έχουν επηρεάσει μουσικά, πάντως αυτοί που άκουγα και ακούω είναι εκτός άλλων οι Κόρε. Υδρο, The Boy, Στερεο Νόβα, το σφάλμα και πρόσφατα Κrista Papista.

– Και που βλέπεις τον εαυτό σου τα επόμενα χρόνια;
Θέλω να μεγαλώσω μουσικά, θέλω να μεγαλώσουν τα λάιβ μου, να παίζω για περισσότερους ανθρώπους. Δεν είμαι σίγουρη που θα βρίσκομαι τοπικά, αν και έχω δεθεί πολύ με την Αθήνα. Με βλέπω πάντως να συνεχίζω το μουσικό μου ταξίδι, με πετυχαίνεις σε μια αισιόδοξη περίοδο που πιστεύω πως όλα είναι πιθανά.

– Και ποια είναι τα επόμενα σου βήματα ή σχέδια; 
Να παίξω ωραία και δυνατά λάιβ, να προσκαλέσω περισσότερο κόσμο σε αυτό που κάνω. Τώρα οργανώνουμε και την παρουσίαση του δίσκου, που θέλω να είναι ξεχωριστή και να φιλοξενήσει το σύμπαν του “There, I said it”. Τα λάιβ για μένα είναι πολύ σημαντικά, είναι στιγμές που αποτυπώνονται με ιδιαίτερο τρόπο στη μνήμη όσων βρισκόμαστε εκεί και μπορούν να γίνουν βαθιές συνδέσεις. Θέλω πολύ να συνεχίσω να γράφω, και σκέφτομαι την επόμενη μου δουλειά μουσικά και στιχουργικά, είναι μια μεταβατική φάση για μένα, και ελπίζω να είμαι παρούσα σε ό,τι μου φέρει, ώστε να το αποτυπώσω.

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.