Benoît Pioulard: Ο ήχος της σιωπής γίνεται καταφύγιο σε ένα από τα πιο όμορφα ambient άλμπουμ της χρονιάς
Μέσα σε μια ambient σκηνή που πλημμυρίζει από αλγόριθμους, ο Benoît Pioulard συνεχίζει να γράφει για να σωθεί. Όχι για να ακουστεί, αλλά για να αντέξει.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η ambient μουσική κινδυνεύει να γίνει μια ταπετσαρία της ύπαρξης (ομοιογενής, εύπεπτη, άχρωμη). O Benoît Pioulard (ή αλλιώς Thomas Meluch) είναι ένας από εκείνους τους καλλιτέχνες της σύγχρονης ambient σκηνής που επιμένουν να σκίζουν (κάθε τόσο) αυτήν την ταπετσαρία, να την ξύνει με τα ίδια του τα χέρια, και μέσα από τα σκισίματα αυτά να πλάθει ηχητικά τοπία που αναπνέουν με ρωγμές και μπόλικο χιόνι, ή ανοιξιάτικη θλίψη και αποδοχή. Από τις πρώτες του κυκλοφορίες στη Kranky, στην A Strangely Isolated Place και την Past Inside the Present, ο Pioulard δεν κυνηγά την “καθαρότητα” του ήχου αλλά το ίζημα της στιγμής, το υπόλειμμα του συναισθήματος.
Με το νέο του άλμπουμ Stanza IV, ένα άλμπουμ που γεννήθηκε πάνω στο πένθος, την καθημερινή επιβίωση και μια προσωπική ανάταση, επιστρέφει όχι σαν κάποιος που βρήκε φως, αλλά σαν κάποιος που έμαθε να μένει μέσα στο σκοτάδι και να το κάνει μουσική. Οι τέσσερις συνθέσεις του άλμπουμ (όλες διάρκειας 11 λεπτών, σχεδόν τελετουργικές) ξεκινούν σαν ανάσες και εξελίσσονται σε τελετουργικά περιβάλλοντα (απλές κιθάρες, loops ηχογραφημένα σε κασέτες, βόλτες στο Union Square, στιγμές από τον πίσω κήπο). Όλα μοιάζουν με έναν ήχο που μπορεί να κρατάει τον χρόνο μέσα του, αλλά χωρίς να τον μετράει.
Η έκδοση Versions που θα συνοδεύει το άλμπουμ (με συμμετοχές από Clarice Jensen, MJ Guider, arovane, Markus Guentner, Viul και James Devane) μοιάζει σαν έναν εσωτερικό διάλογο του ίδιου με τους δικούς του ήχους μέσα από φίλτρα αγάπης, σεβασμού και συλλογικότητας. Aνέκαθεν, ο Benoît Pioulard δεν έκανε μουσική για να εντυπωσιάσει. Κάνει μουσική για να θυμάται. Για να συγκρατήσει κάτι που αλλιώς θα χανόταν. Και για εμάς που τον ακούμε, αυτή η μικρή, αταξινόμητη επιμονή του, είναι από τις πιο ανθρώπινες μορφές αντίστασης.
– Η σειρά Stanza ξεκίνησε σαν ένα καθημερινό τελετουργικό και σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε σε ένα βαθιά προσωπικό ηχητικό ημερολόγιο. Πώς αλλάζει η δημιουργία μουσικής όταν δεν αφορά πια την εξωτερίκευση, αλλά την ανάγκη να μείνεις στην επιφάνεια;
Για μένα, η δημιουργία ήταν πάντα μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα δύο: το να κρατάς το πνεύμα ζωντανό και το να χαράζεις, έστω και διακριτικά, τη δική σου ματιά στον κόσμο, είτε την αγκαλιάσει κανείς είτε όχι. Πιστεύω πως θα έκανα την ίδια δουλειά ακόμη κι αν δεν την έβλεπε κανείς πέρα από τους τοίχους του διαμερίσματός μου. Αλλά κάπου νωρίς, το εγώ μου ψιθύρισε «αυτό, κάτι λέει» και από τότε η πράξη του να το μοιράζομαι με άλλους έφερε κυρίως μια θετική επιβεβαίωση. Η ηχογράφηση (ειδικά με τον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα που έχουν τα μέρη της σειράς Stanza) είναι κατά βάθος μια εγωκεντρική πράξη. Κι όμως, μου προσφέρει ένα είδος μοναδικής κάθαρσης: με ριζώνει σε ένα σημείο, σε μια στιγμή. Κάνει μια δύσκολη μέρα να έχει, τουλάχιστον, ένα νόημα. Στην ιδανική μου εκδοχή, το να μοιραστώ αυτές τις ηχογραφήσεις μοιάζει με μια αγκαλιά χωρίς λόγια· ή σαν ένας χώρος όπου όλα τα συναισθήματα είναι αποδεκτά. Ή και απλώς σαν ένα είδος ηχητικής ταπετσαρίας με υφή — αυτό επίσης με βρίσκει σύμφωνο. Κάποιος είχε πει κάποτε ότι τα έργα του Rothko είναι μια «αποκαλυπτική ταπετσαρία» — και, ειλικρινά, μου φαίνεται υπέροχος ορισμός.
– Το Stanza IV γεννήθηκε μέσα από πένθος και εσωτερική ταραχή. Πώς επηρεάζει η απώλεια τη μουσική σου χωρίς να γίνεται κυριολεκτική ή μελοδραματική;
Έπαιξα μια συναυλία στο Τορόντο το βράδυ πριν την κηδεία του αδελφού μου, το 2016, χωρίς να ξέρω —μέχρι που έφτασα στον χώρο— ότι επρόκειτο για ένα απολύτως βουβό event. Στην είσοδο μοίραζαν καρτ-ποστάλ και στυλό για να επικοινωνεί το κοινό μεταξύ του, να παραγγέλνει ποτά κ.λπ., και μου ζήτησαν ευγενικά να παρουσιάσω ένα καθαρά ορχηστρικό σετ. Είχα ετοιμάσει μερικά περάσματα από τα συνηθισμένα μου live set, κι άρχισα να τα ξεδιπλώνω, αλλά η διαδικασία εξελίχθηκε σε κάτι σαν ένα ξόρκι κάθαρσης, σχεδόν σαν να γραφόταν μόνη της η μουσική. Ήταν από τα πιο δυνατά σε ένταση live που έχω κάνει ποτέ, και όχι μόνο ηχητικά, αλλά και συναισθηματικά. Σηκώνοντας λίγο-λίγο την ένταση του ενισχυτή μου, το άφησα να κορυφωθεί. Νομίζω έπαιξα σχεδόν μια ώρα, με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό, τα μάτια μου κλειστά τις περισσότερες στιγμές. Κανείς άλλος στον χώρο δεν ήξερε τι με περίμενε την επόμενη μέρα — αλλά θέλω να πιστεύω πως, με κάποιον τρόπο, το ένιωσαν.
– Υπάρχει κάτι το οργανικό, σχεδόν σωματικό, στον τρόπο που ξεδιπλώνεται το Stanza IV, σαν να ακούμε τον ίδιο τον πυρήνα της σκέψης. Ποια ήταν η σχέση σου αυτή τη φορά με τα tape loops και τα field recordings;
Είναι πολύ ευγενικό αυτό που λες, σε ευχαριστώ. Η σχέση μου με αυτά τα εργαλεία ήταν, σε γενικές γραμμές, η ίδια με το παρελθόν. Όμως από την αρχή ήξερα ότι αυτή η κυκλοφορία θα ήταν για βινύλιο, και ένα από τα θέματα της σειράς είναι η σταθερή διάρκεια των κομματιών — 4 λεπτά, 6 λεπτά, 9 λεπτά… Έτσι αποφάσισα να φτιάξω τέσσερα κομμάτια των 11 λεπτών. Η ιδέα, μέσα μου, ήταν πως αυτά τα κομμάτια θα μπορούσαν να είναι οποιασδήποτε διάρκειας, να απλώνονται επ’ άπειρον προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Αλλά ο περιορισμός τους δίνει μορφή. Η απόφαση για το πόσο διαρκεί ένα οργανικό κομμάτι είναι από τις πιο σχολαστικές επιλογές στη δουλειά μου: είναι αυτό κάτι που έχει νόημα να επεκταθεί ή είναι απλώς μια παρένθεση; Σε αυτόν τον δίσκο, λοιπόν, η μεγαλύτερη διάρκεια αντανακλά και τη διαδικασία: κάθε κομμάτι το έπαιζα για πάνω από μισή ώρα πριν πατήσω το rec. Απλώς έπαιζα στον ενισχυτή μου, μέσα στο διαμέρισμα, με κανονική ένταση, ζώντας μέσα στο κομμάτι για λίγο. Κι αν δεν βαρεθώ τον loop μετά από αυτό, τότε νιώθω εντάξει να τον ηχογραφήσω. Όσο για τα field recordings, προέρχονται από την αυλή μου, από το Union Square, από το μετρό, και από μερικές ακόμα γειτονιές στο Brooklyn. Κατέγραφα μια χρονιά που, για μένα, σήμαινε αλλαγές, και, για πρώτη φορά μετά από καιρό, προς το καλύτερο.
– Τα άλμπουμ Precis και Sonnet είναι για μένα πολύ αγαπημένα και τα έχω συμπεριλάβει πολλές φορές στα set μου. Από τις πρώτες σου κυκλοφορίες στην Kranky μέχρι σήμερα, η μουσική σου μοιάζει σαν να διαλύεται και να αναγεννάται διαρκώς. Ποιο είναι εκείνο το στοιχείο της πρώιμης ηχητικής σου γλώσσας που νιώθεις ότι παραμένει ζωντανό στο τωρινό σου έργο;
Τα μέσα παραγωγής στη δουλειά μου έχουν αλλάξει ελάχιστα από το 2005 περίπου, αλλά νομίζω πως έχω βελτιωθεί στο να πλησιάζω τους ήχους και τις υφές που ακούω στο κεφάλι μου – αν αυτό βγάζει νόημα. Ακόμα ηχογραφώ στο GarageBand, χρησιμοποιώ ως βασικό looper το Boss DD20 που αγόρασα πριν πάνω από είκοσι χρόνια, και οι κιθάρες που παίζω πιο συχνά είναι οι ίδιες εδώ και καιρό. Έχω προσθέσει μερικά πετάλια και έχω αποσυρθεί από κάποια άλλα· και ναι, έχω αλλάξει πολλά microcassette players μέσα στα χρόνια, γιατί δεν τα προσέχω και πολύ. Οπότε, ναι, τα θεμέλια και η ηχητική γλώσσα παραμένουν σταθερά, αλλά αυτό που αλλάζει συνεχώς είναι οι πηγές έμπνευσης, όπως και οι επιρροές από τον εξωτερικό μου κόσμο και η ζωή πέρα από το στούντιο.
– Ζούμε μια εποχή υπερπαραγωγής ambient μουσικής (…και μουσικής γενικότερα) σ’ αυτά τα χρόνια του streaming. Πιστεύεις πως το είδος κινδυνεύει να χάσει το αίσθημα της ανακάλυψης ή απλώς μετασχηματίζεται;
Το σκέφτομαι συχνά αυτό. Παθαίνω κάτι πολύ περίεργο όταν ο αλγόριθμος μού πετάει μπροστά κάτι που είναι ξεκάθαρα δημιουργημένο από AI, κι όμως, ακούγεται ευχάριστο. Αλλά πιστεύω πως αυτό το αίσθημα του «ανοίκειου» είναι ακόμα εκεί, ή τουλάχιστον θέλω να πιστεύω ότι το αντιλαμβάνομαι με κάποιον τρόπο. Ακόμα και για ανθρώπινα χέρια, όμως, είναι απίστευτα εύκολο πια να φτιάξεις μια ακουστικά ευχάριστη ορχηστρική μουσική, και γίνεται όλο και πιο εύκολο. Όπως συμβαίνει σε κάθε είδος, όμως, εγώ αναζητώ πάντα ενδείξεις πρόθεσης, παράσιτα στην επιφάνεια, μικρές ατέλειες που δίνουν βάθος και χαρακτήρα. Υπάρχει λεπτή γραμμή ανάμεσα στο «καλό» και στο «σπουδαίο», και πάντα θα βγαίνουν υπέροχα πράγματα, απλώς, ναι, η υπερπληθώρα ίσως κάνει πιο δύσκολο το να τα βρεις.
– Η συλλογή Versions περιλαμβάνει σπουδαίους καλλιτέχνες που ρεμιξάρουν δικό σου υλικό. Πώς τους επέλεξες και τι σε έκανε να τους εμπιστευτείς κάτι τόσο προσωπικό;
Αυτή η πλευρά του άλμπουμ ξεκίνησε από μια πρόταση της συζύγου μου, της Molly· γύρω στα 40α γενέθλιά μου πέρυσι, μου έβαλε μια πρόκληση για τη χρονιά που ερχόταν: να σκεφτώ και να φτιάξω ένα project που να περιλαμβάνει κι άλλους ανθρώπους, όχι απλώς να με καλέσουν ή να με «τραβήξουν» σε κάτι δικό τους, όπως γινόταν πάντα. Σε αυτή τη φάση της ζωής μου έχω την τύχη να βρίσκομαι μέσα σε έναν ευρύ και δημιουργικό κύκλο φίλων και συνεργατών. Οι έξι που συμμετέχουν στη συλλογή ήταν οι πρώτοι που μου ήρθαν στο μυαλό όταν σκέφτηκα την ιδέα των reworks. Με τον Markus Guentner υπάρχει μια αμοιβαία εκτίμηση που κρατά χρόνια. Η Melissa (MJ Guider) είναι φίλη μου από τότε που υπέγραψε στην Kranky. Ο Uwe (arovane) ήταν πάντα ήρωάς μου, οπότε το ότι δέχτηκε με ενθουσίασε και με τίμησε. Με την Clarice Jensen είχαμε κάνει παλιότερα τουρ — εκείνη έπαιζε με τους A Winged Victory For The Sullen κι εγώ άνοιγα τις συναυλίες τους. Πάντα λάτρευα τον τρόπο που παίζει και την αισθητική της. Ο Luke (Viul) είναι στενός μου φίλος και συνεργάτης εδώ και 22 χρόνια. Ο μόνος που δεν ήξερα προσωπικά ήταν ο James Devane, αλλά είχα κολλήσει με τα δύο τελευταία του άλμπουμ (Beauty is Useless και Searching) όλο το περσινό καλοκαίρι, κι όπως φαίνεται, τον πέτυχα σε καλή στιγμή.
Stanza IV
– Είσαι επίσης συγγραφέας και φωτογράφος. Πώς επηρεάζουν αυτές οι πρακτικές τη μουσική σου; Υπάρχει ένας κοινός φακός μέσα από τον οποίο προσεγγίζεις όλες τις μορφές δημιουργίας;
Ναι, σ’ αυτό το τελευταίο, απολύτως. Όλα αυτά δένουν μεταξύ τους και συνθέτουν έναν ενιαίο αισθητικό κόσμο για μένα. Έλκομαι από το αφηρημένο και το εντυπωσιακά ενστικτώδες γράψιμο — Gertrude Stein, E. E. Cummings, τα πρώτα zines του Harmony Korine, τέτοια πράγματα. Ειλικρινά, ακόμη και πολλοί από τους στίχους των Nirvana που λάτρευα όταν ήμουν 8 ή 9 χρονών, δεν είχα ιδέα τι σήμαιναν, αλλά μου προκαλούσαν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι είχα ακούσει μέχρι τότε. Κάπως έτσι λειτουργεί και το ημερολογιακό στοιχείο στους δικούς μου στίχους: έχω μια πολύ συγκεκριμένη αίσθηση για το τι σημαίνουν οι λέξεις και οι φράσεις, ακόμη κι αν σε άλλους φαντάζουν τελείως αλλόκοτες. Δεν ήθελα ποτέ να γράψω το είδος του ερωτικού τραγουδιού που λέει ξεκάθαρα «σ’ αγαπώ», πολύ κυριολεκτικό, καμία απόχρωση. Υπάρχουν πολύ ωραιότερες λέξεις για να το πεις. Και με τη φωτογραφία, νομίζω ισχύει το ίδιο. Μου αρέσει να καταγράφω οργανικές διαδικασίες (λουλούδια, φυτά) αλλά με αναλογικό κόκκο, πολύ κορεσμένα φιλμ, έτσι ώστε να γίνεται ακόμη πιο μοναδική και ανεπαναλήπτη η στιγμή. Οι polaroid είναι σαν να κρατάς έναν κόμπο του χρόνου στο χέρι, κάτι που δεν θα ξανασυμβεί ποτέ με τον ίδιο τρόπο.
– Η ambient μουσική συχνά θεωρείται εσωστρεφής, ακόμη και αποδράζουσα, όμως ζούμε σε μια εποχή πολιτικών αναταραχών. Πιστεύεις ότι αυτό το είδος μπορεί να σηκώσει πολιτικό βάρος, ακόμη και χωρίς στίχους;
Για πολλούς, η ambient μοιάζει να λειτουργεί ως ένα είδος «αντι-πολιτικής». Σαν να είναι αντίδοτο, σαν αντιορός. Προσωπικά, δεν προσπαθώ ποτέ να εκφράσω κάποια ηθική αξία ή πολιτική στάση με αυτό που φτιάχνω, από την εφηβεία μου κιόλας, με ενδιέφερε περισσότερο μια μορφή αγνωστικισμού σε όλα τα πεδία της ζωής. Ξεκινώντας από την ερώτηση: «Τι μπορώ στ’ αλήθεια να γνωρίζω;» Η απάντηση, νομίζω, είναι: «Ελάχιστα». Έχω τον δικό μου ηθικό προσανατολισμό· είμαι ορθολογιστής και ανθρωπιστής. Πιστεύω πως ο κόσμος είναι ένα όμορφο μέρος, και προσπαθώ να το αντανακλώ αυτό με ό,τι δημιουργώ. Αν μπορώ να κάνω μια σύσταση, διάβασε το ποίημα του Max Ehrmann, Desiderata, όποτε το θυμηθείς.
– Σε ποιον βαθμό μπορεί η μουσική (και η τέχνη γενικότερα) να είναι ακόμη πραγματικά ανατρεπτική σήμερα; Μπορεί να ξεπεράσει την έκφραση και να φτάσει στο να μεταμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ή κατοικούμε τον κόσμο;
Πιστεύω ότι υπάρχει ακόμη αυτή η δυνατότητα, ναι. Όμως, μοιάζει σαν να ζούμε μέσα σε μια υπερκορεσμένη αγορά, με την προσοχή να είναι ένας εξαιρετικά περιορισμένος πόρος, και να κυκλοφορούν τόσα «κενά θερμιδικά» περιεχόμενα, που δεν είμαστε πια στον κόσμο όπου κάποιος σαν τον Warhol ή τον Dali μπορούσε να μπει στον πολιτισμικό διάλογο και να πει κάτι που πραγματικά έκανε τους ανθρώπους να σταματήσουν και να σκεφτούν. Όλα είναι πολύ διασκορπισμένα. Αυτού του είδους η αλλαγή στην αντίληψη είναι πιο πιθανό να συμβεί σε προσωπικό επίπεδο. Υπάρχουν δεκάδες δίσκοι, ταινίες, και κείμενα που έχουν διαμορφώσει τη δική μου δημιουργική ματιά, αλλά η εμπειρία αυτή είναι πολύ εξατομικευμένη, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Το τελευταίο έργο τέχνης που θυμάμαι να συζητιέται ευρέως ήταν εκείνη η μπανάνα κολλημένη με ταινία στον τοίχο — πέρυσι ή πρόπερσι. Ή η αυτοκαταστρεφόμενη ζωγραφιά του Banksy, που ήταν αρκετά ευφυής· αυτός πάντα πετυχαίνει τον στόχο του, αν και μερικές φορές σου χτυπάει λίγο παραπάνω το θέμα.
– Έχεις δώσει σε ένα από τα κομμάτια σου τον ελληνικό τίτλο «Χαῖρε», κάτι που από μόνο του φέρει ήδη ένα λεπτό, υπαρξιακό βάθος. Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από αυτό το κομμάτι που θα ήθελες να μοιραστείς;
Ο τίτλος προέρχεται από μια λιγότερο γνωστή ποιητική συλλογή του Ε. Ε. Cummings (μιας και αναφέρθηκε πιο πριν) και πάντα με γοήτευε ως σύνθεση χαρακτήρων. Συμπτωματικά, έχει και μια τόσο έντονη, εύγλωττη σημασία, κι έτσι βγάζει απόλυτο νόημα να δώσει το όνομα στο πρώτο κομμάτι του άλμπουμ· σαν μια επίκληση στην ατμόσφαιρα, η απαρχή του ταξιδιού, όπως κι αν το ορίσει κανείς. Η πρώτη μου επαφή με τον Cummings ήταν όταν ο πατέρας μου απήγγειλε απ’ έξω το ποίημα “Buffalo Bill’s” στο αυτοκίνητο, όταν ήμουν έξι ή εφτά. Έχω κάποιες παραπομπές σε αυτό το ποίημα μέσα στους στίχους μου, και πιο χαρακτηριστικά στο τραγούδι “Tet”, που αναφέρεται στην εμπειρία του πατέρα μου στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Η έκθεση του σε χημικά τότε τον οδήγησε, δεκαετίες μετά, σε μια μορφή καρκίνου του μυελού των οστών, που τον σκότωσε το 2023. Αυτός ο δίσκος είναι αφιερωμένος σ’ εκείνον. Είναι το πρώτο πράγμα που δημιούργησα μετά τον θάνατό του και ένιωσα ότι ολοκληρώθηκε. Το έργο του Cummings ήταν πάντα βαθιά σημαντικό για μένα: μια ανατροπή της γλώσσας και της φόρμας, ένα παράθυρο σε καθαρή επίκληση και πειραματισμό. Μου έμαθε ότι μπορείς, στ’ αλήθεια, να κάνεις ό,τι θέλεις με τις λέξεις — και κατ’ επέκταση με τον ήχο — αν αυτό που βγαίνει είναι η πιο ακριβής αντανάκλαση της ψυχής σου.
Μέσα σε μια Βενετία χωρίς νερό και με τα κανάλια στεγνά από μνήμη, ο ηθοποιός Στέλιος Τυριακίδης βαδίζει σαν έμπορος συναισθημάτων σε μια παράσταση-εφιάλτη.
Μέσα σε μια Βενετία χωρίς νερό και με τα κανάλια στεγνά από μνήμη, ο ηθοποιός Στέλιος Τυριακίδης βαδίζει σαν έμπορος συναισθημάτων σε μια παράσταση-εφιάλτη.
Μέσα σε μια ambient σκηνή που πλημμυρίζει από αλγόριθμους, ο Benoît Pioulard συνεχίζει να γράφει για να σωθεί. Όχι για να ακουστεί, αλλά για να αντέξει.
Μέσα σε μια ambient σκηνή που πλημμυρίζει από αλγόριθμους, ο Benoît Pioulard συνεχίζει να γράφει για να σωθεί. Όχι για να ακουστεί, αλλά για να αντέξει.
Οι Kessoncoda φέρνουν τον υβριδικό ήχο τους στο Athens Jazz Festival, παντρεύοντας πιάνο και beats σε μια εμφάνιση όπου η σύγχρονη jazz αποκτά ρυθμό, βάθος και ατμόσφαιρα.
Οι Kessoncoda φέρνουν τον υβριδικό ήχο τους στο Athens Jazz Festival, παντρεύοντας πιάνο και beats σε μια εμφάνιση όπου η σύγχρονη jazz αποκτά ρυθμό, βάθος και ατμόσφαιρα.
Σαν να βγήκε από όνειρο θαμμένο σε παλιό χωμάτινο δρόμο, η Μαρία Προϊστάκη περπατά στη σκηνή κουβαλώντας σιωπές, αίμα και το βάρος όσων δεν ειπώθηκαν ποτέ, στο έργο "Στην Παλιά Εθνική" του Γιώργου Χρι
Σαν να βγήκε από όνειρο θαμμένο σε παλιό χωμάτινο δρόμο, η Μαρία Προϊστάκη περπατά στη σκηνή κουβαλώντας σιωπές, αίμα και το βάρος όσων δεν ειπώθηκαν ποτέ, στο έργο "Στην Παλιά Εθνική" του Γιώργου Χρι