Βάζω στο YouTube να δω το La Haine της καλλιτεχνικής ομάδας των The Bad Poetry Social Club. «Αθήνα, Βικτώρια/ Και τα σκουπίδια μυρίζουν / Και τα αυτιά μου βουήζουν/ Δίνουμε όλοι τα χέρια / Και αντί να φτύσουν πριν τα δώσουν την παλάμη / Γυρίζουν και φτύνουν πίσω από του άλλου την πλάτη» λέει ο Π.Ι.Ε.Β και η συνεχίζει η Fâné, «Αυτές οι λέξεις είναι για εμάς που μάθαμε να βογγαμε πριν ακόμα μιλήσουμε», και η Α.Επίθετη λέει «Στις φέρμες στην Κυψέλη / Στα καλοκαίρια που θες να ξεκολλήσεις την σάρκα σου από πάνω σου γιατί αν τα ηλιοβασιλέματα σας ήταν ποίηση δεν θα τα βλέπατε τόσο συχνά / Πως να αγκαλιάζει εσάς η ποίηση όταν εσείς δένετε τα ποίηματα σας σε καρέκλες βασανιστηρίων μέχρι να σας βγάλουν νόημα / Η ποίηση μόνο μπορεί μόνο να σας εκδικείται και πάντα θα εκδικείται όσους μιλάνε σα να την ξέρουν, αυτούς που λένε πως την γάμησαν χωρίς να την δουν ποτέ, όσους της μιλάνε για το κασέρι και τα φράγκα που δεν έχουνε πιάσει ούτε σ’ όνειρο». Τα διαβάζω αυτά και μένω λίγο μαλάκας. Σκέφτομαι πως είναι λες και αυτά τα παιδιά μιλάνε με το στόμα μου με αναφορές σε δρόμους που έχω λιώσει τις σόλες μου να περπατάω πάνω κάτω, όπως ακριβώς εκείνο το «Πάνω κάτω η Πατησίων» της Γώγου. Συναισθήματα που γίνονται λέξεις, που τις παίρνουν από τα σαλόνια, τα δωμάτια και τα διαμερίσματα, και τις βγάζουν στο δρόμο, στη σκηνή στο ίντερνετ, παντού. Συναισθήματα που από ιδιωτικά, γίνονται δημόσια. Αν δεν είναι αυτό ποίηση, τότε τι;
Συνεχίζω διαβάζοντας τα σχόλια στο YouTube: Ο Zero Value γράφει: «Μου άρεσε, δάκρυσα, ανατρίχιασα και σίγουρα τρόμαξα! Σας ευχαριστώ», λίγο πιο κάτω ο Πάνος Παπαδόπουλος λέει: «Ό,τι πιο ωραίο έχω δει τελευταία σε αυτή την σαπίλα που υπάρχει γύρω μας…μπράβο σας!!!». Ο/Η Rubbitbunny γράφει με σιγουριά, «Η Γώγου θα ήταν περήφανη για εσάς», η Elen Sdr «Τους κατουρήσατε καλοκαιριάτικα!». Η Mary Nιm λέει «είστε άρρωστα τέλιοι» και ο Wheely δηλώνει ότι «Ανατρίχιασα μέσα πανω και έξω απ το σώμα μου», και τα σχόλια από ανθρώπους που μοιράζονται βιώματα, καύλες που δεν βρίσκουν τόπο, ματαιώσεις, μοναξιές, έρωτες κι αδιέξοδα, όσο κι αν σκρολάρεις δεν τελειώνουν.
Η ποίηση μετά τη δεκαετία του 1970 αμφισβήτησε την τάση του προηγούμενων ετών που έβλεπε τους ποιητές ως μια μονολιθική ομάδα – ως μια κλειστή κοινότητα ανθρώπων με τις ίδιες αξίες, στόχους και πολιτιστικές εκφράσεις. Οι γυναίκες ποιήτριες αμφισβήτησαν την πατριαρχική εστίαση της ποίησης, οι μαύροι ποιητές υπενθύμισαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι η έδρα της μαύρης κουλτούρας, με όλη την περιρρέουσα ποικιλομορφία της, υπήρχε όχι μόνο εντός των συνόρων της, αλλά σε ολόκληρη την αφρικανική διασπορά. Και διάφοροι ποιητές – ομοφυλόφιλοι και στρέιτ – προσπάθησαν να αποδομήσουν τη κυρίαρχη ιδεολογία για τις ποικίλες σεξουαλικότητες ως πολιτισμικές εκτροπές.
Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, οι ποιητές διερευνούν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως η φυλή, το φύλο, η σεξουαλικότητα, η αυτογνωσία, η οικογένεια και η πόλη, ο έρωτας, η τεχνολογία και η φτωχοποίηση. Μερικές φορές χρησιμοποιούν προσωπικές αφηγήσεις, αναφορές στην ραπ, την τζαζ και τα μπλουζ, χρησιμοποιώντας λαϊκή γλώσσα και μικτά μέσα για να αποκαλύψουν τον πλούτο και τις περιπλοκές της καθημερινής ζωής.
Η δεκαετία του 1990 εγκαινίασε ομάδες ποιητών του προφορικού λόγου, οι οποίοι μερικές φορές παρέδιδαν σκληρούς, γρήγορους στίχους που ενθουσίαζαν το κοινό – ποιητές, των οποίων οι φωνητικές κλίσεις και οι ερμηνευτικές σωματικές χειρονομίες έχουν εξίσου μεγάλη σημασία με τα θέματά τους και τη χρήση ποιητικών μέσων. Η σύγχρονη performance ή slam poetry μάς υπενθυμίζει ότι η ποίηση είναι κάτι ζωντανό, ένας τρόπος επικοινωνίας και επιβίωσης παράλληλα, αντιστέκεται στην περιρρέουσα υποκρισία και φτάνει κατευθείαν στην αλήθεια της εποχής μας. Αυτό ακριβώς κάνουν και οι Bad Poetry Social Club.
Τους περίμενα στην Βικτώρια στο Match Point. Ήρθαν όλοι μαζί και με μια ορμή σαν να ήταν χορογραφία που μου θύμισαν σκηνή από τη Γλυκιά Συμμορία του Νικολαΐδη. Μου συστήθηκαν, Π.Ι.Ε.Β, ΕΠΙΘΕΤΗ, Fâné, MFS και Β. Σέργη, μιλούσαν όλοι μαζί, άλλοτε κάναν καλαμπούρι, άλλοτε μιλούσαν σοβαρά, αλλά πάντα έβγαζαν τα εσώψυχά τους. Σε φάσεις πείραζαν ο ένας τον άλλον, και σε άλλες έλεγαν πόσο σημαντική είναι η φιλία τους, η καθημερινότητα που μοιράζονται, τη δημιουργική διαδικασία, όλα όσα ετοιμάζουν –και είναι πολλά- , για το επερχόμενο λάιβ τους στο Gazarte στις 3 Μαίου, για το spoken και τα όνειρά τους. Στον απέναντι τοίχο προβαλλόταν το Coffee & Cigarettes του Jim Jarmousch, κι εμείς ξεκινήσαμε με καφέ τσιγάρα, λέξεις σκέψεις, αλλά καταλήξαμε σε μπύρες κι άλλες σκέψεις.
Ακολουθεί η συζήτησή μας με τους Π.Ι.Ε.Β, ΕΠΙΘΕΤΗ, Fâné, MFS και Β. Σέργη:
– Από πιο σημείο θα θέλατε να ξεκινήσουμε την ιστορία των The Bad Poetry Social Club;
Π.Ι.Ε.Β – Από το 2016 μέχρι το 2019 διοργανώναμε με την Επίθετη κυρίως στο Ρομάντσο κάποια open mics ποίησης ανά 3 μήνες. Σιγά σιγά μαζευόμασταν κάποιοι άνθρωποι που είδαμε ότι ταιριάζουμε και αισθητικά και κειμενοκεντρικά και σαν άνθρωποι, οπότε έτσι ξεκινήσαμε να κάνουμε και παρέα παράλληλα. Εγώ την Αλεξάνδρα την ήξερα από ήδη 6 χρόνια, γνωριστήκαμε και με τους υπόλοιπους από την ομάδα, κάναμε μια συνάντηση στο αγαπημένο μας μαγαζί το Κιούμπρικ, όπου υπήρχε μια κοινή επιθυμία να κάνουμε αυτό που κάναμε στα open mics αλλά πιο σοβαρά. Να γίνει σε ηχογραφήματα και βίντεο που θα υπάρχουν στο YouTube, σε ηχογραφήματα που θα υπάρχουν στο spotify, δίσκοι, release, lives, performances, θεατρικές παραστάσεις, βιβλία κτλ. Να είναι μια ομάδα που εκπροσωπεί την ποίηση με τον τρόπο που της αρμόζει. Να μην είναι αυτή η μουμιοποίηση και η αναπαραγωγή του «γράφεται έτσι», όχι δεν γράφεται τίποτα κάπως. Το μόνο πράγμα που δεν αλλάζει είναι το νεκρό πράγμα και θέλαμε αυτό το πράγμα να το ανατρέψουμε και το ανατρέψαμε.
– Πιστεύετε ότι η ποίηση έχει καπηλευθεί από ορισμένους ελιτίστικους κύκλους στην Ελλάδα;
Α. Επίθετη: Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, προσωπικά σαν Αλεξάνδρα, πιστεύω πως ναι. Στο μεγαλύτερο μέρος που έγινε γνωστό. Μπροστάρηδες ήταν άνθρωποι που είχαν έναν άλλο τρόπο ζωής από εκείνον του περιθωρίου.
Fâné: Παρόλα αυτά, εγώ στο ζήτημα που αφορά την ελιτίστικη ποίηση, πιστεύω πιο πολύ έχει να κάνει με το κοινό απ’ ότι με τον δημιουργό του, γιατί καλώς ή κακώς η ποίηση μέχρι να αρχίσει να μπαίνει λίγο περισσότερο στα σύγχρονα μέσα – κάτι που προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς τώρα- ήταν μια πιο δυσεύρετη τέχνη. Έπρεπε να πας να αγοράσεις το βιβλίο, να έχεις καθαρό κεφάλι και να αφιερώσεις μια μιάμιση ώρα για να το διαβάσεις. Όταν οι απαιτήσεις της ζωής σε έχουν στο 150% από το πρωί μέχρι το βράδυ, θες να γυρίσεις σπίτι σου, να ανοίξεις το ράδιο, να ακούσεις κάτι να ηρεμήσεις για 30 λεπτά και να πας για ύπνο γιατί σε 6 ώρες πρέπει να ξυπνήσεις για δουλεία.
Α.Επίθετη: Επίσης είναι κάτι για το οποίο κάποιες φορές ακούμε κακή κριτική -γιατί προφανώς υπάρχουν κι αυτά – ότι «ποίηση δεν είναι έτσι, να βάζεις μουσική και να λες ποιήματα, αυτό είναι πεζό», αλλά εμείς μιλάμε για το τώρα μας, δεν μπορώ να μιλήσω για το πως ήταν το ’30 ή το ’80, αλλά με τη γλώσσα του σήμερα, γιατί κάνω δυο δουλειές από το πρωί μέχρι το βράδυ σαν την τρελή, και το ίδιο κάνεις κι εσύ που θα με ακούσεις.
Π.Ι.Ε.Β.: Eίναι εκτός χρόνου και τόπου και είναι και ντεκαυλέ.
– Εσείς ποιους γουστάρετε;
Π.Ι.Ε.Β.: Εννοείται πως όλους τους διαβάζω, αλλά σ’ εμένα αρέσει ο Χριστιανόπουλος πιο πολύ.
Fâné: Την Αλεξάνδρα Επίθετη και τον Παναγιώτη Ι.Ε. Βασιλείου την Βίνα Σέργη, τον Mfs… (γέλια). Είναι κι άλλα παιδιά -για να μιλήσουμε περισσότερο και για τον χώρο που σχηματίστηκε μέσα από αυτές τις συναντήσεις- που κάνουν δικά τους λάιβ κι αρχίζει να απλώνει όλο αυτό – όπως είναι ο Ζε Μήτσος, η still.vi, το Γιασεμάκι κ.α.
– Υπάρχει community;
MFS: Υπάρχει ναι ένα community σιγά σιγά σχηματίζεται.
Π.Ι.Ε.Β.: Υπάρχει ένα event open mic που το διοργανώνει κατά βάση ο Ζε Μήτσος, ονομάζεται Ταράτσα Ποίηση και γίνεται στο Ρομάντσο, και υπάρχει και το poetryslam.gr που το διοργανώνει η Μαρία Μπάκα και ο Μάκης ο Μούλος, το οποίο έχει το διαγωνιστικό τμήμα της προφορικής ποίησης χωρίς μουσική, στο οποίο μπορεί κάποιος να συμμετάσχει, το κοινό βγάζει το νικητή, ο οποίος στη συνέχεια διαγωνίζεται στο εξωτερικό.
– Το κοινό συμμετέχει στη διαδικασία;
Fâné: Έχουμε κάνει και κάποια δρώμενα τα οποία είναι και πιο κοντά στο κομμάτι της performance, εμπεριέχουν και το διαδραστικό στοιχείο. Οπότε σε αυτά έχει τύχει να υπάρχει αλληλεπίδραση με το κοινό. Την ώρα πχ που διαβάζεις κάτι, ο άλλος να σου απαντήσει κανονικά, το οποίο δημιουργεί ένα πολύ ενδιαφέρον πλαίσιο.
Α. Επίθετη: Αυτό όμως σε γενικές γραμμές δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά, είναι το stage και κοινό. Αλλά αν τύχει και κοιτάξεις κάτω -αν τολμήσεις δηλαδή- βλέπεις ανθρώπους που ξέρουν τα λόγια, και λες «ώπα» και νιώθεις ότι κάπως συμμετέχουν σε αυτό. Έχει τύχει βέβαια να υπάρξει και κριτική, να σου πουν για παράδειγμα «έλα τι λες τώρα», ή επειδή εσύ κάπως ανοίγεις την ψυχή σου μπροστά τους, πολύ συχνά συμβαίνει να έρχεται κόσμος μετά το λαιβ να σου λέει «κι εγώ το ένιωσα αυτό ή έχω ένα παρόμοια βίωμα». Και κάπως ο κόσμος ταυτίζεται, δεν έχει ανάγκη να ακούσει το «μίου, μίου», μισά πράγματα, αλλά θέλει να ακούσει αιχμηρό στίχο σκληρές αλήθειες, να τον κράξεις, αφού βέβαια πρώτα κράζεις τον εαυτό σου. Πρέπει να παίξει ξεκάθαρη τοποθέτηση.
Π.Ι.Ε.Β.: Είναι απαραίτητη αυτή η ξεκάθαρη τοποθέτηση, για αυτήν την εποχή που η πολιτική έχει πιάσει πάτο, ζούμε όλοι στο όριο της φτώχειας, αν όχι και κάτω από το όριο.
– Ποιο κείμενο σας κράζει; Δώστε μου ένα παράδειγμα να καταλάβω.
Π.Ι.Ε.Β.: Και ποιο δεν κράζει. Ακούστε το La Haine.
– Είναι η ποίηση καταφύγιο ή ορμητήριο για εσάς;
Π.Ι.Ε.Β.: Μπορεί να είναι και τα δύο.
Β.Σέργη: Το ίδιο είναι.
Fâné: Μπορεί να είναι μια σχέση, και για μένα, είναι και τα δύο. Είναι θέμα έκφρασης, είναι όλα αυτά που είναι μέσα στο κεφάλι μας και βγαίνουν προς τα έξω. Μερικές φορές μπορεί να είναι εφαλτήριο κι ορισμένες άλλες καταφύγιο. Δεν περιορίζεται.
– Η επόμενη ερώτηση απευθύνεται στην Αλεξάνδρα. Ποια η σχέση σου με το λεγόμενο χιπ χοπ της 3ης γενιάς στην Ελλάδα μεταξύ 2000 και 2010, γιατί φαίνεται να έχεις αναφορές τέτοιες αλλά κυρίως σε ένα κομμάτι, – το Εργατικό, σου έχει κάνει παραγωγή ο Jessy Blue, που ήταν στους Bong Da city.
Αυτά άκουγα μεγαλώνοντας και αυτή είναι η ουσιαστική μου σχέση με το ραπ αυτής της γενιάς, και μέσω της γνωριμίας μου με τον Jessy, προέκυψε αυτό. Μετά επιρροές θα έλεγε κανείς ότι έχω αρκετές από τον ΛΕΞ. Η βάση μου ήταν Bong Da city, Ψυχοδράμα, Ταφ Λάθος, όλα. Κάποια στιγμή θυμήθηκα ότι όταν ήμουν στην «τρυφερή» ηλικία των 15 κι ο Ταφ Λάθος ήρθε για λάιβ στην Χαλκίδα. Να σημειώσω ότι εγώ τότε ξεκίνησα να γράφω τα πρώτα μου ποιήματα, και ήμουν σε εντελώς ενθουσιώδη φάση με τα ποιήματα κτλ. Έτσι στο τέλος του λαιβ με μια πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση, αποφασίζω να πάω να του μιλήσω, και του λέω: «Γεια σου, είμαι η Αλεξάνδρα και να ξέρεις ότι σε ακούω πάρα πολλά χρόνια, σε αγαπάω πάρα πολύ και κάποια μέρα να ξέρεις ότι θα με ακούσεις κι εσύ». Αυτή είναι λοιπόν η μεγαλύτερή μου σύνδεση με το ραπ 3ης γενιάς. Κάποια στιγμή λοιπόν μπορεί να με ακούσει!
– Βίνα, θα ήθελα να μου πεις υπό ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε το ΜΟΥ;
Β. Σέργη: Το έγραψα το 2018 και ήταν πολλά μαζεμένα πράγματα μέσα μου. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με 3 αδερφές και μια μαμά, οι περισσότερες στην οικογένειά μου ήταν γυναίκες, άκουγα πάντα ιστορίες, αλλά και από δικά μου βιώματα και κάποια στιγμή υπήρξε μια έκρηξη και βγήκαν στο χαρτί, χωρίς κάποια συγκεκριμένη αφορμή, και τώρα θεώρησα ότι ήρθε η ώρα του να βγει. Ενώ πολλά χρόνια το έπαιζα λαιβ κι έβλεπα τις αντιδράσεις του κοινού, φοβόμουν κατά κάποιο τρόπο να το κυκλοφορήσω, μήπως η ηχογράφηση το μειώσει και δεν είναι τόσο δυνατό όσο στο λαιβ. Ζυμωνόταν βέβαια πολλά χρόνια αυτή η ιδέα μέσα μου και κάποια στιγμή ήρθε η κατάλληλη στιγμή και οι κατάλληλοι άνθρωποι και βγήκε αυτό το αποτέλεσμα. Ο Π.Ι.Ε.Β., ο Βίκτωρας Φορλίδας, ο Sativa, η Still.vi, ο MFS, όλοι έβαλαν το λιθαράκι τους για να βγει αυτό που φανταζόμουν, γεγονός που με κάνει να νιώθω πολύ ευτυχισμένη.
– Ποιες αναφορές έχετε από τη σύγχρονη μουσική σκηνή, πως βλέπετε το φεμινιστικό ραπ που ανθεί και τη νέα άνοιξη που περνάει το DIY ραπ που ανακατεύει όμως τα στυλ, δηλαδή μπορεί να είναι DIY αλλά να έχει beat σε στυλ drill;
Α. Επίθετη: Εμένα φουλ μου αρέσει ο πειραματισμός που παίζει στο DIY, αλλά το βλέπω ότι γενικά παίζει αρκετά και στο mainstream, δηλαδή παρατηρώ ότι τα όρια αρχίζουν κι θολώνουν -ειδικά στο κομμάτι της ραπ. Εμείς οι 3 ακούμε ραπ από πάντα, από πολύ μικρή ηλικία, αλλά τα τελευταία θα έλεγα 5 χρόνια αρχίζει να παίρνει το mainstream effect. Έχει ανοίξει τόσο πολύ η βεντάλια, όπου πχ ο νέος δίσκος του Νέγρου του Μοριά είναι τραμπέτικο, και είναι στην πραγματικότητα τραπ και ρεμπέτικο, κι εμένα μου αρέσει αυτό, και βγαίνουν συνέχεια τέτοιοι πειραματισμοί, κι από παντού θα πάρεις. Πέραν του προσωπικού γουστάρω και σε ένα πιο κοινωνικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η Expe που την παρακολουθώ στα social, έχει πει πολλές φορές – και θα την παραφράσω τελείως- ότι είναι η ρεφρενατζού που έγινε ράπερ που όλοι την κατέτασσαν στο πλαίσιο ότι «εσύ είσαι κοπέλα, οπότε θα τραγουδάς ρεφρενάκια», αλλά η κοπέλα είπε «όχι, bro, θα ραπάρω».
Π.Ι.Ε.Β.: Κι αυτό είναι μια νίκη.
Fâné: Ναι, είναι μια ακραία νίκη.
Π.Ι.Ε.Β.: Και δεν είναι απαραίτητο ότι ένα ποπ κομμάτι είναι χάλια επειδή είναι ποπ, ούτε ότι ένα underground κομμάτι είναι καλό επειδή είναι underground.
MFS: Για να ευλογήσουμε και λίγο τα γένια μας μην πάμε πολύ μακριά, σ’ εμένα, πολλά χρόνια πριν, πολύ πριν το Bad Poetry, γύρω στο 2015, ενώ μου άρεσε το ραπ, αλλά δεν μπορούσα να γράψω ραπ, έγραφα ημερολόγια. Τότε, ο μοναδικός ράπερ που άκουγα, ανέβασε τον Π.Ι.Ε.Β. κι έτσι τον έμαθα, κι έτσι έμαθα το spoken. Το πως μπορεί να αποτυπωθούν αυτά που γράφω υπό μορφή ημερολογίου με audiovisual, το είδα από τον Π.Ι.Ε.Β. μέσω του αγαπημένου μου ράπερ, που αυτό από μόνο του έχει μια ποίηση μέσα- κι αφού γνώρισα τον Παναγιώτη και έγιναν όλες οι διαδικασίες, δημιουργήθηκε το Bad Poetry.
– Ρομαντισμός ή δυστοπία;
Β. Σέργη: Είναι κάπως υποκειμενικό, δεν μπορούμε να απαντήσουμε όλοι για όλους, για μένα είναι ρομαντισμός.
Π.Ι.Ε.Β.: Εγώ αυτό που μπορώ να σου πω είναι ο ρομαντισμός, γιατί όταν προσπαθείς να ζήσεις από την ποίηση το 2023, αν δεν είσαι ονειροπόλος ή βλάκας, είναι κάτι σίγουρα ρομαντικό και σουρεαλιστικό παράλληλα.
Α. Επίθετη: Σίγουρα δεν γράφουμε ρομαντικά και χαρούμενα, θα έλεγε κανείς ότι είναι μια απόδοση της δυστοπίας, αλλά στο τέλος της μέρας μόνο και μόνο που έχουμε μπει σε αυτή τη διαδικασία και το κάνουμε όλο αυτό, είναι από την βάση του ρομαντικό.
Fâné: Αυτό που εγώ αναγνωρίζω ως το πιο δυστοπικό μου κείμενο, είναι το κείμενο για το οποίο έχω λάβει τις περισσότερες αντιδράσεις, και κόσμο να λέει «ευχαριστώ, ένιωσα κι εγώ έτσι», οπότε είναι λες και το ένα συμπληρώνει το άλλο.
Π.Ι.Ε.Β.: Το τι θεωρεί ο καθένας δυστοπία για τον καθένα είναι κάτι διαφορετικό. Κάποιος μπορεί να δει μπάτσους στο δρόμο και να είναι σαν τους αστακούς, και να πίνουν δίπλα καφέ, να είναι κουλ με αυτό. Εγώ δεν είμαι οκ με αυτό. Δεν νιώθω καθόλου άνετα, δε γουστάρω να τους βλέπω, δε με ψήνει μια. Εύχομαι κακά πράγματα μέσα μου, χαλάει η μέρα μου.
– Γιατί προτιμάτε ως φόρμα το spoken word από το rapping, θεωρείτε ότι δίνει πιο πολλά ότι ταιριάζει καλύτερα στην εποχή μας ή ότι γενικά κινείται προς αυτή την αισθητική;
Α. Επίθετη: Αυτό για μένα είναι σα να με ρωτάς γιατί γράφεις και δεν ζωγραφίζεις, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Το spoken προκύπτει από την ποίηση, άρχισα να γράφω ποίηση και κατέληξα σε αυτή τη φόρμα, γιατί αυτή η συγκεκριμένη φόρμα μπορεί να περάσει τόσο άμεσα ένα ποίημά μου.
Π.Ι.Ε.Β.: Είναι εντελώς διαφορετικό. Οι ράπερς γράφουν πάνω στο μπιτ αρχικά. Εμείς γράφουμε το κείμενο και το προσαρμόζουμε στη μουσική, την οποία προσαρμόζουμε στο κείμενο, που το ξαναπροσαρμόζουμε στη μουσική και πάει λέγοντας. Πέρα από αυτό, μας αρέσει πιο πολύ. Μου αρέσει πιο πολύ να κάνω spoken. Και τέλος, είναι το γεγονός ότι έχουν εντελώς διαφορετική αισθητική μεταξύ τους, άλλες θεματικές, και επίσης αυτή τη στιγμή θεωρώ αναγκαίο να υπάρχει spoken. Φυσικά και το ραπ είναι αναγκαίο να υπάρχει, αλλά μιλάει για άλλα πράγματα με άλλο τρόπο.
– Και μιλώντας για μπάτσους, πόσο πολύ επηρεάζει η Αθήνα την ποίησή σας;
Β. Σέργη: Όσο ζούμε εδώ έχει αναπόφευκτα έντονη επιρροή, ακόμα κι αν δεν αναφερόμαστε άμεσα σε αυτήν.
MFS: Εγώ ήρθα στην Αθήνα στα 27 μου. Από τα 21 ήθελα να έρθω να μείνω στην Αθήνα, ήμουν ερωτευμένος μαζί της, γιατί ένιωθα ότι η πόλη που ζούσα ήταν εντελώς τετριμμένη, οπότε για μένα ήταν μονόδρομος ότι πρέπει να πάω να ζήσω στην πρωτεύουσα, γιατί εκεί συμβαίνουν όλα. Στην αρχή απλά έβρισκα δικαιολογίες να έρχομαι, σεμινάρια, άλλες αφορμές, πήγαινα σε πάρτι μόνος μου στην Πολυτεχνειούπολη και μετά για καφέ στο Θησείο. Όταν κατάφερα εν τέλει να μετακομίσω εδώ, ήρθα επί τούτου να μείνω στην Ομόνοια, εκεί ήθελα να μείνω. Μου αρέσει η αισθητική και η ατμόσφαιρα.
Α. Επίθετη: Επειδή είναι η πόλη που ζούμε, είναι το σπίτι μας, είναι σαν τη σχέση με τους γονείς, είναι love and hate relationship, αν και για μένα προσωπικά η Αθήνα μου φαίνεται ότι κάθε μέρα δυσκολεύει όλο και περισσότερο, γίνεται όλο και πιο δύσκολη πίστα, και σε κάποια φάση νιώθω ότι θα φτάσω σε αυτό που λέμε «κλείνω το game».
Π.Ι.Ε.Β.: Εγώ αυτό που έχω να σου πω είναι ότι αλλάζουν όλα στην Αθήνα. Αλλάζει η διασκέδαση, αλλάζουν οι τιμές, αλλάζει η βία. Όταν λαμβάνεις καθημερινά βία από το περιβάλλον σου, όταν κάποιος δεν έχει έναν τρόπο ή ένα συναίσθημα να μπορεί να την μεταβολίσει και να μην την βγάλει μαλακωδώς πάνω σε άλλους ανθρώπους, θα έχουμε την καθημερινή εξάπλωση της βίας, με αποτέλεσμα οι φτωχοί να πλακωνόμαστε μεταξύ μας ασταμάτητα, και είναι λογικό. Η Επίθετη έχει ένα ποίημα με τίτλο «πουτάνα Αθήνα», όπου διάφοροι έκριναν για το ότι δεν είναι politically correct, αλλά είναι σαν τις σεξεργάτριες και το αναλύω στο κομμάτι μας ” City of God”. Όλοι οι νυκοκυραίοι τις βρίζουν αλλά εγώ στη Φυλής από πάνω μένω, και όλοι εκεί είναι κάθε μέρα, χώνονται μέσα σαν τα ποντίκια, και βγαίνουν κι εξαφανίζονται και τρυπώνουν στο αμάξι τους. Ντρέπονται να παραδεχτούν αυτό που μου αρέσει και μάλιστα εκφράζουν μίσος, όπως ακριβώς όλοι μας για την Αθήνα. Κανείς δεν έχει κάνει αυτοκριτική σε αυτή τη χώρα.
– Τι ετοιμάζετε αυτόν τον καιρό;
Ετοιμάζουμε τον solo δίσκο του Π.Ι.Ε.Β. το “LNDN BRLN” και παρα πολλά solo releases, και παράλληλα στηρίζουμε πολύ ένα πρότζεκτ που κάνει ο λόγου χάριν το οποίο ονομάζεται White Cube Project που είναι ένα προτζεκτ σαν το Colors φαντάσου σε ασπρόμαυρο, ποιητές που κάνουν spoken σε λευκό φόντο και με σκηνογραφία του The Krank. Νέα βιβλία της Fâné, του Π.Ι.Ε.Β. και της Επίθετης, τα οποία θα είναι διαθέσιμα και στο λαιβ. Ο MFS ετοιμάζει τα πρώτα του σόλο και την συμμετοχή του στο White Cube Project.
– Θέλετε να μου πείτε για το επόμενο λάιβ σας που θα γίνει στις 3 Μαϊου στο Gazarte;
Π.Ι.Ε.Β.: Το κάνουμε μαζί με τον Dynasty, είναι η πρώτη φορά που και ο ίδιος κάνει κάτι με spoken, θα είναι σκηνοθετημένο λάιβ, όπως είναι τα περισσότερα από τα λάιβ μας, θα έχουμε αναλόγιες ερμηνείες και ξεκάθαρα spoken χωρίς να τα διαβάζουμε, θα έχουμε υλικό από τους δίσκους που έχουμε κυκλοφορήσει, το Cinematic, το One off και τον σόλο δίσκο της Αλεξάνδρας και ίσως κάποια ακυκλοφόρητα.