Πέντε χρόνια πριν, τέτοια ώρα, έλαβα ένα μήνυμα από τον Γιώργη Χριστοδούλου: «Πάει η Αρλέτα…» Κοκάλωσα, αν και κατά βάθος όλοι ξέραμε πως η Αρλέτα βρισκόταν πιο κοντά από κάθε άλλη φορά στο τέλος. Νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με τραχειοστομία, το μόνο μέσο πια επαφής της με το περιβάλλον. Τα τελευταία 24ωρα κοιμόταν πολύ και επικοινωνούσε με τα μάτια. Λίγες εβδομάδες πριν, όταν η επικοινωνία της ήταν πιο φυσιολογική, μου είχε παραγγείλει μέσω του Γιώργη να της «γεμίσω» ένα στικάκι με τραγούδια του Donovan, του Leonard Cohen, των Beatles, του Χατζιδάκι, αλλά και αναγεννησιακές μπαλάντες του John Dowland.
Είχε ένα ψηφιακό μηχανηματάκι στο κομοδίνο της και όλη την ώρα ήταν με τα ακουστικά στα αυτιά της, λες και προετοίμαζε την μετάβαση της στον Κάτω Κόσμο με χίπικες κιθάρες, φλάουτα και τις πιο πράες γυναικείες και ανδρικές φωνές. Σαν και τη δική της απ’ την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στο ελληνικό τραγούδι. Την αποχαιρετίσαμε μια μέρα μέσα στον αυγουστιάτικο καύσωνα στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας. Εκεί ήταν πολλοί φίλοι της, όσοι βρίσκονταν στην πρωτεύουσα και κάποιοι που έσπασαν τις διακοπές τους για να της πουν το ύστατο αντίο. Θυμάμαι τον Ζαχαρία Καρούνη να ψέλνει στην εκκλησία εξαιρετικά καλλίφωνα, δίνοντας έναν συναδελφικό τόνο στη νεκρώσιμο τελετή – τραγουδιστής αποχαιρετά τραγουδιστή!
Μα και η Αρλέτα έψελνε ως παιδούλα στην εκκλησία του χωριού της, όπως μου’ χε εξομολογηθεί η ίδια κάποτε. Θυμάμαι ακόμη τη Σωτηρία Μπαβέλλου να πέφτει με λυγμούς στην αγκαλιά μου, σαν να αδυνατούσε να καταλάβει για ποιο λόγο βρεθήκαμε εκεί, την Πάολα Ρεβενιώτη να κλαίει σιωπηλά και τη Γιώτα Γιάννα να παίζει ένα κομμάτι στη φυσαρμόνικα πάνω από τη σορό της, που έφευγε για την αποτέφρωση. Ήταν πολύ σκληρός εκείνος ο Αύγουστος του 2017. Ο θάνατος της Αρλέτας δεν ήταν ακόμη ένας θάνατος ενός αγαπημένου καλλιτέχνη. Ήταν μια απώλεια που τη νιώσαμε στο πετσί μας όλοι όσοι την αγαπήσαμε και είχαμε την τύχη να τη γνωρίζουμε προσωπικά. Η Αρλέτα είναι πλέον αέρας, ενέργεια, φυσική δύναμη, ηρεμία, στοχασμός.
– Θα ήθελα να ξεκινήσουμε, εξηγώντας μου για ποιο λόγο μου είπατε από το τηλέφωνο ότι έχετε μια επιφύλαξη για τους δημοσιογράφους.
Δεν είχα, γιατί σε γενικές γραμμές μου έχει φερθεί καλά το συνάφι. Έτυχε όμως πρόσφατα ένα ατυχές γεγονός, το οποίο δε μου χρειαζόταν, γιατί ήρθε μετά από πολύ καιρό που είχα αποφύγει την οποιαδήποτε έκθεση. Μου τηλεφώνησε κάποιος για να μου πάρει συνέντευξη και την ιδιωτική συζήτηση που είχαμε από τηλεφώνου, την έκανε συνέντευξη ο κύριος! Έφταιγα κι εγώ βέβαια διότι του ανοίχτηκα, χωρίς να τον γνωρίζω. Δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή το όνομα του, αλλά όταν τον θυμηθώ, θα τον βγάλω στο ίντερνετ, έτσι, για να τον μάθουν κι άλλοι! Ήταν απ’ αυτή την εφημερίδα την καινούργια του κυρίου Χατζηνικολάου. Καλή αρχή να έχουν! Με την κατάρα μου, που λέω εγώ!
– Να το γράψω αυτό;
Μωρέ, ότι θες γράψε! Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα μετά απ’ όλα αυτά που έχω περάσει…
– Μαζί σας λαχτάρησε και πολύς άλλος κόσμος, το ξέρετε αυτό. Πως σκέφτεται ένας άνθρωπος που έφτασε κανονικά στο θάνατο;
Μάλλον που τον πέρασε και γύρισε! Δε μπορώ να σας απαντήσω, είναι πάρα πολύ περίπλοκο και απλό συγχρόνως. Σχεδόν κλείνει ένας χρόνος, οπότε εγώ αισθάνομαι ενός έτους! Για πολύ μεγάλο διάστημα ήμουν τελείως έρμαιο των άλλων σα μωρό παιδί, κάτι παράξενο και καθόλου ευχάριστο. Δεν ήμουν σε θέση να κάνω το παραμικρό κι αυτό σήμερα μου φαίνεται μεγάλο, πολύ μεγάλο σχολείο!
– Είπατε μέσα σας έστω και για μια στιγμή ότι τώρα τέλειωσαν όλα;
Όχι! Αυτό δεν το πίστεψα και ούτε μου συνέβη, διότι την περίοδο που ήμουν στα χειρότερα, βρισκόμουν σε καταστολή και δεν καταλάβαινα. Όταν ξύπνησα, ήταν ήδη σίγουρο ότι θα ζήσω. Ή σχεδόν…Αυτό που μου συνέβη ήταν στο Βόλο, ετοιμαζόμουν για συναυλία, η οποία και δεν έγινε, καθ’ ότι έπεσα ξερή. Στάθηκα τυχερή όμως, διότι βρισκόταν στη Λάρισα ο διευθυντής της Πανεπιστημιακής Νευρολογικής Κλινικής, ο νευροχειρουργός Βασίλης Σλατινόπουλος. Ήρθε σαν τρελός ο άνθρωπος και κόντεψε να σκοτωθεί, διότι υπήρχαν και τα τελευταία χιόνια στους δρόμους. Με χειρούργησε επί τόπου σε συνθήκες ορεινού χειρουργείου, όπως μου είπε, αφού στον Βόλο δεν υπήρχε ειδικό χειρουργείο κι εγώ δε μπορούσα να μεταφερθώ στη Λάρισα. Αν δε με χειρουργούσε εκείνη την ώρα, θα ήμουν νεκρή τώρα. Είχαν ετοιμάσει τα της εγχείρησης οι εκεί γιατροί με τη διευθύντρια του Νοσοκομείου του Βόλου, περιμένοντας τον Σλατινόπουλο. Όλους τους ευγνωμονώ, όπως και μια φίλη η οποία μου στάθηκε πολύ! Δε θα ξεχάσω ακόμη τον πρώτο άνθρωπο που με έκανε να σταθώ οριζόντια μετά από πολλούς μήνες! Ήταν ένας μικροκαμωμένος τραυματιοφορέας, μπρούτος λαϊκός άνθρωπος, ο οποίος με βοήθησε να κάτσω σε πολυθρόνα. Εγώ είμαι και λίγο βαριά, ξέρετε, με βλέπανε οι νοσοκόμες και το βάζανε στα πόδια. Είναι σημαντικό να τα λέμε αυτά, γιατί ναι μεν συναντάς συνήθως σκληρότητα σε τέτοιες καταστάσεις, πόσω μάλλον που εγώ είμαι εκ του φυσικού μου υπερευαίσθητη. Πραγματικά όμως ο άνθρωπος αυτός με συγκίνησε!
– Στις δύσκολες αυτές ώρες σας, να ξέρατε πόσο εξίσου συγκινητικά πράγματα γράφονταν στο διαδίκτυο από ανθρώπους και κυρίως νέους που σας αγαπούν!
Το γνωρίζω, μου τα στείλανε όλα αυτά! Έμεινα άναυδη με το πόσοι άνθρωποι με ξέρουν τελικά και με νοιάζονται. Ειλικρινά, δεν το περίμενα! Για να καταλάβετε, το εν λόγω χειρουργείο έχει πολύ μικρά ποσοστά επιτυχίας. Και να πετύχει είναι αυτό που λέμε η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής πέθανε! Απ’ αυτό τη γλίτωσα ή, σωστότερα, μετά από δυο εβδομάδες ήξεραν ότι θα τη γλιτώσω. Και δε μου άφησε και τίποτα από νευρολογική άποψη το εγκεφαλικό, αυτό ήταν το περίεργο. Αλλά εκεί που πήγαινα καλά κι άρχισα να ξυπνάω, έπαθα μια απ’ τις γνωστές ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις και για την ακρίβεια μια σηψαιμική πνευμονία, όπου με μετέφεραν στην Αθήνα σε χάλι μαύρο. Εκεί αναγκάστηκα να μείνω σε πλήρη ακινησία για άλλους δυο μήνες, η οποία μου προκάλεσε τετραπλή παράλυση. Ήμουν σε πλήρη καταστολή κι είναι πάρα πολύς χρόνος. Επειδή όλοι λένε για τις εντατικές, συνήθως μετά από τρεις – τέσσερις μέρες εκεί μέσα, αρχινάνε προβλήματα. Εγώ γλίτωσα από τρεις εντατικές, λοιπόν! Όταν ξύπνησα πάντως δε μπορούσα να κουνήσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι.
– Γι’ αυτές τις στιγμές ρωτάω κι εγώ. Το ότι τώρα τέλειωσαν όλα δε σημαίνει αναγκαστικά το θάνατο.
Δεν πίστεψα περιέργως ποτέ ότι θα μείνω έτσι. Όπως μου είπαν μετά οι φυσιοθεραπευτές και αυτοί που με νταντέψανε, είχα καταβάλλει πολύ μεγάλη προσπάθεια και πρέπει να είμαι πολύ δυνατή. Δεν το ήξερα, το έμαθα τώρα!
– Έπρεπε δηλαδή να περάσετε το θάνατο και να γυρίσετε, όπως είπατε, για να συνειδητοποιήσετε και πόσο δυνατή είστε;
Πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος έτσι θα λειτουργούσε. Δε μπορώ να ξέρω τι αποτέλεσμα θα είχε, αλλά την προσπάθεια του θα την έκανε. Είναι μια άμυνα ανθρώπινη. Εκτός και αν το έχει επίτηδες στο νου του, διότι κι αυτό το έχω σκεφτεί πολλές φορές, να έχει συναίσθηση του τι τον περιμένει όταν βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση. Ούτε εγώ το ήξερα και μπορώ να πω τώρα ότι είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο, επώδυνο και ψυχοφθόρο. Και κράτησε πολύ, χωρίς ακόμη να έχω καθαρίσει! Κάποτε ίσως γράψω για όλο αυτό, έχω πάρα πολλά να βγάλω από μέσα μου. Και ξέρετε τι είναι το πιο ενδιαφέρον; Να συνειδητοποιείς το πόσο ανάγκη έχεις τους άλλους και το πόσοι λίγοι είναι αυτοί που το σ’ αγαπάω και σε νοιάζομαι θα το κάνουν πράξη.
– Φαντάζομαι ότι θα είστε πιο προσεχτική στο εξής με θέματα υγείας.
Θεωρούσα ότι πρόσεχα αρκετά.
– Οφείλω όμως κι εγώ να γράψω για τους αναγνώστες μας ότι σας βλέπω πολύ καλύτερα κι από μια προ πενταετίας συνάντηση μας. Πότε αλήθεια ξαναπιάσατε την κιθάρα σας;
Καλύτερα δεν είμαι, αλλά ίσως πιο ορεξάτη, καθώς για ενάμισι χρόνο ήμουν ακινητοποιημένη μέσα στο σπίτι. Τώρα αρχίζω να ξετσουτσουλώνω και θέλει πολύ προσοχή, γιατί δεν είμαι να πάθω ούτε γρίπη. Για την κιθάρα που ρωτάτε, δεν ήμουν ποτέ στη ζωή μου της μελέτης, υπήρξα τεμπέλα σ’ αυτό το πράγμα. Τον τελευταίο καιρό, ναι, παίζω λίγο, αλλά περισσότερο ζωγραφίζω, σχεδιάζω.
– Παρ’ όλα αυτά μια επικείμενη εμφάνιση σας στη συναυλία του Φοίβου Δεληβοριά έχει ήδη προγραμματιστεί και δημιουργήσει θόρυβο.
Κακώς έχει δημιουργήσει, γιατί οι εμφανίσεις είναι του Φοίβου και όχι δικές μου. Ήταν πολύ ευγενικό απ’ τη μεριά του παιδιού που με κάλεσε. Γενικά, εγώ με τους νεότερους τα πάω καλύτερα απ’ ότι με τους μεγαλύτερους. Ίσως επειδή εννέα στις δέκα περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, συνεργάζομαι με νέους ανθρώπους.
– Όπως τους τζαζίστες και ροκάδες μουσικούς, με τους οποίους συνεννοείστε άψογα!
Ειδικά τους τζαζίστες κι ακόμη καλύτερα αυτούς που δε δηλώνουν τίποτα! Μου αρέσουν οι μπάσταρδοι μουσικοί, όσοι γνωρίζουν και κατέχουν ένα είδος μουσικής χωρίς να σνομπάρουν κάποιο άλλο! Δεν εννοώ λίγο απ’ όλα και τίποτα, διότι υπάρχει κι αυτό, αλλά με όσους τζαζίστες συνεργάστηκα ήξεραν πολύ καλά και την ελληνική μουσική και την ξένη.
– Βρεθήκατε στην πορεία σας και με μουσικούς, οι οποίοι σνόμπαραν την ελληνική μουσική, αμερικανοτραφείς να τους πούμε;
Με πολλούς! Δεν είναι αμερικανοτραφείς, ηλιθιοτραφείς είναι! Τέλος πάντων…Είναι άνθρωποι που δεν κατέχουν και που εντυπωσιάζονται απ’ το αναμφισβήτητα πολύ υψηλό επίπεδο της ξένης μουσικής! Με μία διαφορά: Το δικό σου είναι δικό σου, είναι η ψυχή σου και αν χάσεις την ψυχή σου, δεν πα’ να ξέρεις τη μουσική του κόσμου όλου!
– Μου θυμίζετε ένα φίλο πριν πολλά χρόνια που λάτρευε τον Τομ Γουέιτς κι έκλεινε τα αυτιά του με τα ρεμπέτικα κι εμείς του λέγαμε πως ο Τομ Γουέιτς είναι το ρεμπέτικο της Αμερικής.
Όταν ήμουν κι εγώ πολύ νέα, άκουγα λαϊκά κι έβγαζα καντήλες! Η παιδεία μου ήταν μάλλον ευρωπαΐζουσα, ενώ από ελληνική μουσική άκουγα μόνο οπερέτες και δημοτικά. Επίσης γνώριζα και τη βυζαντινή μουσική, εφόσον έψελνα στη χορωδία του σχολείου.
– Δε μπορώ να φανταστώ την πράα αυτή φωνή να ψέλνει!
Ναι, έχω ψάλει όλη τη λειτουργία! Δεν ήταν ακριβώς βυζαντινή, εξευρωπαϊσμένη θα την έλεγα, πάντως ήταν λειτουργία ολόκληρη!
– Η Λήδα Χαλκιαδάκη μου έλεγε πόσο πολύ συγκινήθηκε με το τηλεφώνημα σας μετά το θάνατο της μητέρας της, της Δανάης Στρατηγοπούλου.
Η Δανάη ήταν από τις πολύ αγαπημένες μου τραγουδίστριες, τη θεωρούσα μοναδική στο είδος της. Η μόνη που δεν ήταν πασέ, επρόκειτο για τελείως διαχρονική ερμηνεύτρια! Νομίζω πως αυτό οφείλεται στο ότι ήταν μια πολύ καλλιεργημένη γυναίκα, όχι μόνο μουσικά, αλλά γενικά. Δεν υπάρχει σημαντικότερο πράγμα για έναν καλλιτέχνη, σε όποιο είδος τέχνης και να υπάγεσαι, οφείλεις να είσαι τουλάχιστον ενημερωμένος και στα υπόλοιπα, αν όχι να τα έχεις ψάξει πολύ.
– Τι είναι αυτό που κάνει κατά τη γνώμη σας διαχρονικό έναν ερμηνευτή, ακόμη κι αν έχει πάψει να ηχογραφείται η φωνή του;
Αυτό δε μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς. Πιστεύω όταν είναι ο εαυτός του και η αλήθεια του, εξ ου και βλέπουμε ότι οι πιο πολλοί τραγουδιστές αυτής της κατηγορίας είναι οι λαϊκοί. Αυτοί που μεγάλωσαν μέσα στο συγκεκριμένο χώρο και αυτόν τραγουδούσανε. Όπως έλεγε κι η θείτσα μου κουκιά ξέρεις, κουκιά μολογάς! Δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που έχει μεγαλώσει στο Μπουρνάζι, το Περιστέρι ή την Άνω Κωλοπετεινίτσα να μου παρασταίνει ότι τον ενδιαφέρει περισσότερο ο Τομ Γουέιτς και ο Τζίμι Χέντριξ. Ας τους βρει κι ας τους μελετήσει, είναι πολύ σημαντικό, όχι όμως να σνομπάρει τον τόπο του.
– Μην το λέτε αυτό, εγώ τα πιο νοσταλγικά μου ροκ ακούσματα τα έχω σε κάτι σπίτια στα Ταμπούρια, που μαζευόμασταν πέντε – δέκα φρικιά κι ακούγαμε τα βινύλια των Led Zeppelin.
Έχετε απόλυτο δίκιο, μια και η ροκ είναι λαϊκή μουσική. Και στα βόρεια προάστια μπορεί να ακούν μια χαρά έως και ψυχεδέλεια, αφού η μουσική δεν έχει ούτε όρια, ούτε τόπο, ούτε φύλο, ούτε ηλικία. Η μουσική είναι γενικώς και χωρίζεται σε δύο μόνο είδη: καλή και κακή. Τώρα τι είναι καλό και τι κακό δε μπορώ να σας πω, έχω την αίσθηση ότι ο εκάστοτε μουσικός πρέπει να είναι σαφής, ακόμη και στους πιο ακραίους πειραματισμούς του. Πάρτε για παράδειγμα τον κινηματογράφο. Εσείς πως εξηγείτε το γεγονός ότι ορισμένες ταινίες με αποδεδειγμένη διαχρονική αξία και που τότε τις κράζαμε και κοντεύανε να μας δείρουνε, σήμερα βλέπονται με πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια; Ακούμπησαν τον ελληνικό λαό αυτές οι ταινίες όσο δεν τους είχε ακουμπήσει τίποτα άλλο.
– Συγνώμη, αλλά εν έτει 2009 να ξαναδώ ταινία της ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ και του Απόστολου Τεγόπουλου, μόνο για την πλάκα μου θα το έκανα.
Όχι, εγώ για την πλάκα μου το έκανα τότε. Τώρα τη βλέπω καθαρά κοινωνικά.
– Και την Οδύσσεια ενός Ξεριζωμένου, λόγου χάριν;
Κι αυτήν, χωρίς να έχω προσωπική εμπειρία του θέματος. Εκτός αν πούμε ότι θεωρώ τον εαυτό μου μετανάστη, ξεριζωμένο από τα Εξάρχεια που έζησα όλη μου τη ζωή στην Κυψέλη που βρίσκομαι δυο – τρία χρόνια τώρα. Εξακολουθώ όμως να νιώθω παιδί του κέντρου, έχοντας ζήσει σε όλο το τρίγωνο του θανάτου: Μεταξουργείο, Εξάρχεια, Κυψέλη.
– Δεν είχατε και φιλία με τον δάσκαλο μου, τον συχωρεμένο Βασίλη Ραφαηλίδη;
Τον γνώριζα, αλλά φίλος μου από το δημοτικό ήταν ο Ανδρέας ο Μαζαράκης. Πηγαίναμε μαζί στο ίδιο σχολείο στο Μεταξουργείο. Μεγάλωσα στην Αγίου Κωνσταντίνου και μετά πήγα Εξάρχεια, όπου έμεινα πενήντα χρόνια.
– Μου αρέσει που πάντα αναφέρεστε στον κινηματογράφο. Αν δεν ήσασταν μουσικός και ζωγράφος, σίγουρα θα κάνατε ταινίες.
Θεωρώ το δυσκολότερο πράγμα να κάνεις μία ταινία. Δεν είναι μόνο το να εκφράσεις αυτό που θες, αλλά να μπλέξεις με τη φωτογραφία, τον ήχο, το στήσιμο, την υποκριτική, το θέατρο, τη μουσική, τα πάντα. Ο κινηματογράφος θέλει επίσης να ξέρει κάτι που σπάνια βρίσκει πια, σε ποιους δηλαδή απευθύνεται.
– Ενώ η μουσική δεν το θέλει αυτό;
Το κοινό της μουσικής βρίσκεται στο δρόμο. Είναι σα να περπατάς κάπου και κάποιος ήχος σε τραβάει περισσότερο από έναν άλλο. Εγώ απορώ όμως πως τα βγάζει πέρα ένας κινηματογραφιστής. Αν φτάσει μάλιστα σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο, τον θαυμάζω αμέριστα. Επιπλέον ο κινηματογράφος είναι η πιο ακριβή τέχνη, ακόμη και η πιο φτηνή ταινία κοστίζει πάρα πολύ. Ίσως αν είχα ζήσει σε άλλη εποχή να είχα ασχοληθεί με ένα άλλο είδος κινηματογράφου, που έχω μεγάλη αδυναμία: τα κόμικς και τα κινούμενα σχέδια.
– Τη Μάγια Ντερέν τη γνωρίζετε; Έκανε πειραματικό κινηματογράφο τη δεκαετία του 1940. Θα σας πήγαινε πιστεύω.
Δεν τη γνωρίζω, δυστυχώς. Ήμουν φαν του Μπέργκμαν, του Φελίνι, του Παζολίνι. Δε θα ξεχάσω ένα αφιέρωμα στον Φριτς Λανγκ στον Απόλλωνα, που μπήκα στις έξι το απόγευμα και βγήκα στις δύο το πρωί. Είδα μια κι έξω ολόκληρη την τριλογία του Νιμπελούγκεν και άλλες δύο ταινίες, κανονικό σάπισμα μες την αίθουσα! Την πρώτη εβδομάδα μάλιστα ήταν κι αυτός ο καταπληκτικός πιανίστας και συνθέτης, ο Μηνάς Αλεξιάδης, ο οποίος συνόδευε τις βουβές ταινίες με το παίξιμο του όπως τον παλιό καλό καιρό.
– Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ξέρατε άραγε εσείς σε ποιους απευθυνόσασταν;
Δεν είχα ιδέα. Βρέθηκα να τραγουδάω και να κάνω δίσκο τυχαία, ενώ μόλις είχα μπει στην Καλών Τεχνών κι αυτό ήθελα. Ποτέ δε μου είχε περάσει απ’ το μυαλό να γίνω τραγουδίστρια ή να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική.
– Πότε γράψατε το πρώτο ολόδικό σας τραγούδι;
Το 1968 για το δεύτερο δίσκο μου. Ήταν τα Μικρά παιδιά, καθώς με ενδιέφερε πολύ ο στίχος του.
– Λέγοντας πως είχατε παιδεία ευρωπαΐζουσα, σας είχε προφτάσει ο ήχος της Joan Baez, της Sandy Denny και του Donovan;
Όχι ακόμα. Δεν είχα επαφή με τον διεθνή ήχο της εποχής μου. Έτυχε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν γιατρός, να τραγουδάει εξαιρετικά. Ας πούμε λοιπόν ότι μεγάλωσα με τα ακούσματα των γονιών μου, γι’ αυτό και αναφέρθηκα σε οπερέτες και δημοτικά.
– Όταν τραγουδούσατε το Είχα ένα αγόρι για τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα και την Κυρία Συνταγματάρχου που λογοκρίθηκε, σκεφτήκατε αργότερα ότι εσείς κι η Baez ουσιαστικά ασκείτε την ίδια τέχνη;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Δε θα τολμούσα να σκεφτώ κάτι τέτοιο. Είχα ακούσει ξένη μουσική, τις αλληγορικές μπαλάντες που αγαπώ ιδιαίτερα, αλλά τότε εξακολουθούσα να βρίσκομαι αλλού. Εμένα η μεγάλη μου αδυναμία ήταν και είναι η μαύρη μουσική. Αν έχω ζηλέψει κάτι είναι οι φωνές των μαύρων. Δεν παίζονται οι άνθρωποι! Μου έλεγε μια φίλη μου μα, πως τραγουδούν έτσι αυτοί; και της απάντησα ότι η ψυχή τους έχει πιάσει πολύ λίπασμα γι’ αυτό φυτρώνουν τόσα πράγματα.
– Εντούτοις, η δική σας μουσική όλα αυτά τα χρόνια περισσότερα στοιχεία μπαλάντας φέρει παρά του μπλουζ.
Πολλοί λένε ότι αυτά που κάνω μπλουζίζουν, χωρίς να είναι αυτό ακριβώς.
– Μιλήσατε πριν για τα Εξάρχεια. Αληθεύει ότι στην ερώτηση από πού κατάγεσαι; εσείς απαντάτε νέτο σκέτο Εξάρχεια;
Ετοιμάζω ένα δίσκο τώρα, τον οποίο όλο και κάτι συμβαίνει τα τελευταία πέντε χρόνια και τον αφήνω πίσω. Μέσα κει έχω ένα πάρα πολύ ωραίο τραγούδι σε στίχους της κουμπαρούλας μου, της Sunny Μπαλτζή. Της παρήγγειλα να μου γράψει κάτι για την πατρίδα μου που άφησα, τα Εξάρχεια. Γίνομαι έξαλλη όπως αναφέρθηκαν τελευταία τα Εξάρχεια, είναι όλα ψέματα. Αν υπάρχει μια γειτονιά ανεκτική στην Αθήνα και πιο ανθρώπινη αυτή είναι των Εξαρχείων. Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί υπάρχουν τέσσερα κέντρα απεξάρτησης! Οπουδήποτε αλλού θα ξεσηκώνονταν οι περίοικοι! Οι Εξαρχειώτες γιατί τα δέχονται; Γιατί είναι ηλίθιοι; Ή γιατί είναι εγκληματίες; Μιλάω για τους κατοίκους, όχι για τους περαστικούς, μια και μιλάμε για περιοχή – πέρασμα στο κέντρο. Μιλάω σαν κάτοικος που πέρασε ουσιαστικά όλη του τη ζωή εκεί πέρα!
– Κι αφού τα αγαπάτε τόσο τα Εξάρχεια, γιατί μετακομίσατε στην Κυψέλη;
Είχα φίλους εδώ, από κει δεν είχε μείνει και κανένας. Επίσης, δε βρήκα κι αυτό που ήθελα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου θέλησα ένα σπίτι με ήλιο.
– Πόσο έντονο φλερτ είχατε άραγε με την κατάθλιψη;
Δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος με τα σωστά του που να μην είναι θλιμμένος στις μέρες μας. Θεωρώ ότι όποιος διαθέτει μία στοιχειώδη ευαισθησία δε μπορεί να είναι και καλά. Προσπαθεί! Με τον τρόπο του, με τους φίλους του, εντός του μικρόκοσμου που θα τον βοηθήσει να αντέξει. Όλα αυτά τα όνειρα που είχε ο άνθρωπος μετά από τη φοβερή καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πήγαν κατά διαόλου. Κι ας ακούγεται πολύ γενικευμένο! Εγώ γεννήθηκα αμέσως μετά τον πόλεμο και κουβαλάω μνήμες που άλλοι νεότεροι δεν τις έχουν. Υπήρχε τρομερή φτώχια και δυστυχία. Σήμερα όμως μην κοροϊδευόμαστε, δε μπορώ να δω ως φτώχια το ότι δεν έχουμε τέσσερα κινητά και πέντε αυτοκίνητα, με συγχωρείτε. Πραγματική φτώχια και εννοώ την ένδεια, το ότι δεν έχουμε αρκετά για να ζήσουμε καλά, βλέπω ότι ξαναρχίζει αυτή την εποχή να μυρίζει, κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου. Πιστεύω ακόμη ότι του αξίζει του Έλληνα να ζει καλά, γιατί έχει περάσει πολλά σαν λαός.
– Έχω την εντύπωση ότι παρ’ όλη τη φτώχια εκείνων των χρόνων που με πήγατε, ο κόσμος είχε λιγότερα ψυχολογικά προβλήματα.
Έτσι ακριβώς είναι, όσες πιο πολλές ανάγκες δημιουργείς, τόσο χειρότερα είσαι. Αυτό το ξέρω από τότε που ήμουν παιδί, το διαισθανόμουν, γι’ αυτό και στη δουλειά που έκανα προσπάθησα να πετάξω τις ανάγκες. Γενικώς είμαι λιτό άτομο, λέω όσο λιγότερα, τόσο καλύτερα. Αλλά αυτά τα λίγα να είναι πολύ καλά και ποιοτικά!
– Μήπως και το ότι η κιθάρα μοιάζει προέκταση του χεριού σας, τη λιτότητα στην τέχνη σας δεν φανερώνει; Δεν υπήρξατε ποτέ η ερμηνεύτρια μιας φουλ μπάντας, που λέμε.
Δε μπορώ να πω τίποτα για έναν άλλο που το θέλει αυτό, αλλά εμένα – έχετε δίκιο – δε μου πήγαινε ποτέ! Επιπλέον, ήμουν τόσο δειλή, που με θεωρούσα τον πλέον ακατάλληλο άνθρωπο για να βγει μπροστά και να τραγουδήσει. Εξακολουθώ να έχω φοβερό τρακ και με τρομάζει κι αυτή η υπερευαισθησία που έχω. Μου έχει δώσει πάρα πολλά και μου έχει πάρει άλλα τόσα.
– Υπήρξαν άνθρωποι στην πορεία σας, με τους οποίους έχετε τσακωθεί σε σημείο σκοτωμού;
Όχι. Μία φορά στη ζωή μου μόνο έκανα κάτι για ένα συγκεκριμένο λόγο! Κανείς δε θα το θυμάται, όμως δεν το έχω μετανιώσει καθόλου. Αρχές του ΄70, τρώγαμε με γνωστούς και μη εξαιρετέους φίλους σε ταβέρνα κι ήταν μαζί κι ένας πιτσιρικάς, ο οποίος είχε πάρει πορδή του ανέμου κι έβριζε τον Χατζιδάκι, με τον οποίο αργότερα ήρθε πολύ κοντά και του οφείλει και την καριέρα του σχεδόν! Σηκώθηκα, πέταξα το τραπέζι κι είπα εγώ με τσογλάνια δεν τρώγω!, όπου έμειναν όλοι κόκαλο! Αυτό είναι απ’ τα πιο έντονα πράγματα που έχω κάνει! Κι άλλες φορές άνοιξα το στόμα μου κι είπα πράγματα που δε λέγονται, αλλά όχι δημόσια.
– Με τον Χατζιδάκι δε συνεργαστήκατε ποτέ, παρ’ όλο που είχατε την έγκριση του.
Ούτε ήθελα, τον φοβόμουν. Φοβόμουν μη με περιτυλίξει μ’ αυτή την απίστευτη γοητεία του. Ο Χατζιδάκις ήταν ένας από τους γοητευτικότερους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου και τις λίγες φορές που συναντηθήκαμε, μού φέρθηκε πολύ καλά. Είχα πάει το ΄81 στους Πρώτους Αγώνες Κέρκυρας και δεν είχα ούτε εισιτήριο, ούτε τίποτα. Βρέθηκα λοιπόν σε μια γωνιά του θεάτρου να παρακολουθώ την πρόβα. Ένας φίλος που ήξερε τον Χατζιδάκι, προφανώς του μίλησε, οπότε ακούγεται ξαφνικά μια στεντόρεια φωνή: Αγλέτα! Εγώ ήθελα να κρυφτώ κάτω απ’ το κάθισμα μου, κι αυτός ήρθε κοντά, μου έδωσε εισιτήρια και πολύ καλή θέση, μαλώνοντας με που δεν τον ειδοποίησα ότι θα πήγαινα. Θυμάμαι και πρωτύτερα που είχα κάνει τα 12 + 1 τραγούδια Μάνου Χατζιδάκι, μια κάρτα πολύ ωραία που μου είχε στείλει απ’ την Αμερική, την οποία κρατάω ακόμα σαν μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις! Ήξερα ότι αν εγώ συνεργαζόμουν μαζί του, θα ήταν και το τέλος. Αν τραγουδούσα δηλαδή ένα από τα σημαντικότερα έργα του, μετά δε θα ξανατραγουδούσα! Το εννοώ! Με πείραξε πάρα πολύ τώρα που ο γιος του Χατζιδάκι μού απαγόρευσε να πω δύο κομμάτια από τον λατρεμένο μου Κύκλο του CNS. Τότε δεν ξέρω αν ήταν απόφαση του Χατζιδάκι ή του Πατσιφά να μην ηχογραφήσω το εν λόγω έργο.
– Μήπως ο Γιώργος Χατζιδάκις σας το απαγόρευσε με τη λογική του να μη σπάσει ένας αδιαίρετος κύκλος τραγουδιών; Το συνήθιζε αυτό και ο Μάνος.
Αυτά είναι σαχλαμάρες! Δε συμφωνώ με τον τρόπο που έχει χειριστεί το έργο του θετού του πατέρα, πιστεύω αντίθετα ότι του έχει κάνει και κακό. Τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι είναι για να τραγουδιούνται, όχι για να εξαφανίζονται ή να εμφανίζονται ως πολύ βαρύγδουπα πράγματα! Έχει κάνει έργα επιπέδου λιντ, σαν τον Κύκλο του CNS και μερικά άλλα, όμως η πλειοψηφία του έργου του είναι τραγούδια και μάλιστα λαϊκά. Του άρεσε – δεν του άρεσε του ίδιου, ο Χατζιδάκις έγραψε για τον κόσμο ή αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο. Και σήμερα δεν τραγουδιέται πολύ ο Χατζιδάκις, κακά τα ψέματα.
– Δε θα το έλεγα, εδώ μέχρι και η Άντζελα Δημητρίου βγήκε και τραγούδησε Χάρτινο το φεγγαράκι.
Κι αυτά χαζομάρες είναι! Γιατί, το Δεν ήταν νησί δεν το είπε κι η Κλειώ Δενάρδου; Το θέμα δεν είναι εκεί, έχω την άποψη πως το έργο του Χατζιδάκι δεν είναι ακόμη σωστά προβεβλημένο. Εγώ τον Χατζιδάκι τον σεβάστηκα και με σεβάστηκε κι αυτός! Κι ακόμα τον σέβομαι, όπως σέβομαι και τον τελευταίο αλήτη. Δεν χρωστάω τίποτα άλλο στον Χατζιδάκι πέραν πολύ ωραίων τραγουδιών που θα τραγουδάω μια ζωή χωρίς να τα βαριέμαι. Χρωστάω δηλαδή μεγάλη ευχαρίστηση, όμως ποτέ δε με βοήθησε ιδιαίτερα, δεν ανήκα στις παρέες του και δεν τραγούδησα ποτέ σε πρώτη εκτέλεση ούτε μισό τραγούδι του! Ο Χατζιδάκις είχε την ευαισθησία και τη γλύκα ενός Έλληνα που δεν υπάρχει πια, όπως ακριβώς εξαφανίζονται τα σπάνια είδη της πανίδας! Όχι είδος ανθρώπου προς εξαφάνιση, αλλά που έχει ήδη χαθεί!
– Συναντήσατε ποτέ τη Φλέρυ Νταντωνάκη;
Ναι, και για ένα φεγγάρι την έβλεπα και συχνά. Η Φλέρυ ήταν εξαιρετική περίπτωση! Μια φορά πριν από πάρα πολλά χρόνια την είχα ακούσει σ’ ένα σπίτι στην Πλάκα να τραγουδάει α καπέλα δημοτικά! Είναι από τις εμπειρίες που έχω στη ζωή μου! Δεν επρόκειτο για τραγουδίστρια, αλλά για φυσικό φαινόμενο! Είχε μια φωνή που την έλεγχε απόλυτα, η ίδια όμως δεν ήταν σε θέση να τα βγάλει πέρα μ’ αυτόν τον κόσμο. Και δεν είχε κανέναν να τη βοηθήσει! Αν γινόταν αυτό, ίσως να μην έφευγε τόσο άσχημα και άδικα. Ξέρεις που είναι το πρόβλημα, αγόρι μου; Στην Ελλάδα εκτιμούμε πάρα πολύ τους ξένους καλλιτέχνες και δεχόμαστε αυτά που λένε, αλλά Έλληνας δε μπορεί να τα πει! Οι Έλληνες μοιάζουν περιχαρακωμένοι σ’ ένα φρούριο που έχει τέσσερεις τάφρους, το πρώτο είναι τα κέντρα, τα μαγαζιά, το δεύτερο η τουρκοκρατία, το τρίτο η ενετοκρατία και το τέταρτο η βυζαντινή εποχή. Άσε που οι περισσότεροι είναι και άσχετοι, αν ρωτήσεις τον μέσο Έλληνα για τα πράγματα που θα ήξερε και το μικρότερο παιδί, οι γνώσεις του είναι ανύπαρκτες! Τα τέσσερα πέμπτα των Αθηναίων δεν έχουν ανέβει στην Ακρόπολη καν! Θα μου πεις είναι σημαντικό; Ναι, είναι πολύ σημαντικό θα σου απαντήσω! Για ποια Φλέρυ Νταντωνάκη με ρωτάς, όταν αγνοείται ο Σεφέρης; Δεν επιτρέπεται δηλαδή οι αριστεροί επειδή δεν τον είχαν για δικό τους, να τον αγνοούν! Είναι απαράδεκτο! Και ο Σεφέρης πήρε Νόμπελ πριν από τον Ελύτη, ενώ μόνο τον Ελύτη αναφέρουν! Γιατί άραγε; Τι έχουμε κάνει εμείς γι’ αυτούς τους ανθρώπους; Ντροπή που εξάγουμε μόνο τη δολοφονία ενός παιδιού και λέμε κιόλας ότι έφταιγε ο θεός που το δολοφονήσανε! Για όνομα του θεού και της Παναγίας! Και να το υποστηρίζει αυτό άνθρωπος ο οποίος έχει ταυτότητα και ψηφίζει με, υποτίθεται, σώας τας φρένας! Ύστερα απ’ αυτό τα είδα όλα, δεν έχω να πω τίποτα άλλο! Γι’ αυτά γινόμαστε γνωστοί έξω και για έκτροπα που γίνονται στα διάφορα θέρετρα από γελοίους νεαρούς από την Αγγλία, τους οποίους θαυμάζουμε κιόλας! Τι είναι δηλαδή η Ελλάδα; Σουβλάκι – συρτάκι – μουνάκι;
– Αν σας έπαιρνε από δυνάμεις, θα είχατε βγει στο δρόμο με όλα αυτά που έγιναν;
Όχι, δεν ήμουν ποτέ των διαδηλώσεων! Μια φορά πήγα, αλλά οι φίλοι μου δε με ξαναπήραν, γιατί δεν έκανα! Όταν όλοι οι άλλοι αποχωρούσαν από τη διαδήλωση, μετά το τέλος της, εγώ τότε ξύπνησα! Είμαι πολύ βραδυφλεγής άνθρωπος γενικά. Είχα ένα καπάκι από στυλό και σφύραγα, ήταν το μόνο που έκανα και δεν ήξερα και τι γινόταν γύρω μου! Μπορούσα να τις φάω και να μην το καταλάβω! Πάντως ήμουν πολύ καλή νοσοκόμα. Θυμάμαι το ξύλο που είχε φάει ο Αντώνης ο Καφετζόπουλος, τον καιρό που δούλευε στο Blow up της συχωρεμένης της Ρηνιώς Παπανικόλα! Μια μέρα μού ήρθε blue – black κυριολεκτικά από το ξύλο, ήταν και πολύ ωραίο παιδί με αποτέλεσμα να γίνεται εύκολος στόχος.
– Εδώ Εξάρχεια! θα με κάνετε να ονομάσω τη συνέντευξη μας. Αναρωτιέμαι αν η τροχιά σας συναντήθηκε ποτέ με αυτήν της Κατερίνας Γώγου, του Νικόλα Άσιμου…
Ένα περίεργο πράγμα, τρεις ανθρώπους που συνάντησα τυχαία στο δρόμο λίγο πριν φύγουν ήταν η Γώγου, ο ροκάς ο Σιδηρόπουλος και ο κακόμοιρος ο Άσιμος. Τη Γώγου και τον Σιδηρόπουλο τους βρήκα στη Σπύρου Τρικούπη να με πιάνουν και να μου μιλάνε σε παραληρητική κατάσταση. Δεν έχω καλή εικόνα απ’ αυτούς. Τον δε Άσιμο τον συνάντησα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, να με χαιρετάει, να πετάγεται από ένα ταξί και να μου φωνάζει τους το’ σκασα! Μόλις την είχε κάνει από το τρελοκομείο! Αυτό που με ενοχλεί μ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι που τους κάνανε σημαία για όλους τους λάθος λόγους!
– Μου θυμίζετε την περίφημη συνέντευξη του John Lennon, που είχε αρνηθεί τον Jim Morrison ως πρότυπο για τον μικρό γιο του.
Το ίδιο είχα πει κι εγώ σ’ έναν πιτσιρικά που λάτρευε τυφλά τον Σιδηρόπουλο. Του λέω αγόρι μου, δεν ξέρεις, μη μιλάς! Ο Σιδηρόπουλος ήταν ένα παιδί που τα είχε όλα υπέρ του, από καλή οικογένεια, όμορφος, καλλιεργημένος και κατάστρεψε τελείως τον εαυτό του. Να τον έχω πρότυπο για μερικά καλά τραγούδια που άφησε, ναι, αλλά μέχρι εκεί. Ο πιο δικαιολογημένος απ’ όλους αυτούς – όχι βέβαια για τον τρόπο που έφυγε – ήταν ο Άσιμος. Αυτός είχε περάσει πολύ άσχημα! Δε θα ξεχάσω μια στιγμή απείρου κάλλους μαζί του! Κάποτε ήρθε σε μια συναυλία και με έκραξε, όχι μόνο εμένα, αλλά και τους άλλους τραγουδιστές, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τη Φλέρυ Νταντωνάκη, τη Μαρία Δημητριάδη, ένα σωρό κόσμο. Λίγες μέρες αργότερα, μου τηλεφώνησε και μου είπε θέλω να σε δω γιατί σε είχα παρεξηγήσει! Αν και δε βρίσκω τίποτα τέτοιο, του απάντησα, αφού θες να τα πούμε, πέρνα να πιούμε ένα καφέ. Όπως και έγινε. Πολύ ειλικρινής η κίνηση του.
– Θα μπορούσατε να έχετε συνεργαστεί με τέτοιας ιδιοσυγκρασίας καλλιτέχνες;
Θεωρώ ότι κανείς δεν ήθελε να συνεργαστεί καλλιτεχνικά μαζί τους. Όλοι τους έβλεπαν λίγο όπως βλέπουμε τα ζώα στο ζωολογικό κήπο. Εγώ δε μπόρεσα ποτέ να δω κάπως έτσι άλλον άνθρωπο. Φίλος τους δεν ήμουν, ούτε τους αγαπούσα τόσο, γνωστοί μου ήταν απλά. Να τους εκμεταλλευόμουν επίσης δεν υπήρχε περίπτωση, δηλαδή ουδέποτε εγώ θα καταδεχόμουν να πάρω δουλειά απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Στην κατάσταση που βρίσκονταν, μόνο να τους εκμεταλλευτείς θα μπορούσες.
– Από την άλλη όμως τι πρότυπα μπορεί να έχει ένας σημερινός νέος ανοίγοντας την τηλεόραση και το ραδιόφωνο του;
Γιατί να ψάχνει για πρότυπα στην τηλεόραση; Ας τα βρει στα βιβλία, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Ένας άνθρωπος γίνεται πρότυπο για άλλους όταν ζει καλά. Οι συνθήκες σωματικής και πνευματικής ένδειας κάνουν τον άνθρωπο το πιο επικίνδυνο ζώο και δικαίως.
– Υπήρξατε ανταγωνιστική ως καλλιτέχνιδα;
Δεν είναι στη φύση μου. Δε λέω ότι είμαι κακή ή καλή, μπορεί να είμαι η χειρότερη, αλλά ανταγωνιστική δεν υπήρξα ποτέ. Εγώ δεν έγινα καλλιτέχνης επειδή το ήθελα, μα επειδή δε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έτσι γεννήθηκα, εκ γενετής τυφλός που λένε. Και θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο, με όλες τις δυσκολίες που έχω αντιμετωπίσει και που είναι ουκ ολίγες.
– Ταξιδέψατε πολύ στη ζωή σας;
Πολύ, όχι, αλλά αρκετά. Όχι όσο θα ήθελα. Έζησα λίγο στην Αγγλία τα τέλη του 1960 και χαίρομαι πολύ που έμεινα τελικά στην Ελλάδα, γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα που έτσι και λείψεις για λίγο διάστημα, τη χάνεις. Να φανταστείτε, γύρισα απ’ έξω Κυριακή και τη Δευτέρα έγινε το Πολυτεχνείο. Το έχασα δηλαδή, δεν κατάλαβα τι έγινε, αν και το σπίτι μου βρισκόταν δίπλα. Πήρα πάρα πολλά από τα ταξίδια μου στο εξωτερικό, άνοιξα σαν άνθρωπος. Ας πούμε έξω δε ζήλεψα ποτέ την ουσία της τέχνης, αλλά τον τρόπο που την προβάλουν και την προσφέρουν στον κόσμο τους. Έχω ζηλέψει στη Γαλλία τα ιδρύματα που είναι για τον πολύ κόσμο, τα μουσεία, τους συναυλιακούς χώρους, τα πάρκα! Εμείς το μόνο που μπορέσαμε να κάνουμε ήταν ο Εθνικός Κήπος! Ε, ας πηγαίνουμε στον Εθνικό Κήπο λοιπόν να ταΐζουμε τις πάπιες!
– Αν σας ρωτούσα ποια ξένη ηχογράφηση και ποια συναυλία που είδατε, σας έχουν σημαδέψει, τι θα μου απαντούσατε;
Θεωρώ ότι το Walk on the wild side του Lou Reed είναι από τα σημαντικότερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ. Δεν είναι μόνο πολύ τολμηρό, αλλά πολύ καλό τραγούδι γενικά. Είχα δει μια συναυλία με πολύ κακό ήχο και κάκιστα οργανωμένη. Της Nina Simone στον Λυκαβηττό! Έχω μεγάλη αδυναμία στη Nina Simone και παρ’ όλα αυτά, μέσα στον άθλιο εκείνο ήχο, ήταν εκπληκτική!
– Σας αρέσει να έχετε το πάνω χέρι στον ήχο των δικών σας συναυλιών;
Συνήθως δε μπορώ να κάνω τίποτα, απλώς συνεργάζομαι με τους κατάλληλους ανθρώπους. Και νιώθω περήφανη που έχω συνεργαστεί με καλούς μουσικούς! Λίγους, αλλά θεόμουρλους! Ότι καλύτερο έχω κάνει είναι αυτό! Μπορεί οι δικοί μου μουσικοί να είναι εύκολοι αρμονικά, είναι όμως πολύ δύσκολοι εκφραστικά. Η πρώτη μου σοβαρή συνεργασία με μουσικό ήταν με τον Βασίλη Ρακόπουλο, με τον οποίο ξαναβρεθήκαμε πρόσφατα και τα ταιριάξαμε πάλι.
– Σας αγαπάει πολύ ο Ρακόπουλος, το γνωρίζω!
Μη μου λες τη λέξη αυτή, δεν μ’ αγαπάει κανένας στην πραγματικότητα. Οι μουσικοί είναι περίεργο είδος, homo musicus σα να λέμε! Θα ήταν τρελοί να μη μ’ αγαπάνε οι μουσικοί που έχουν παίξει μαζί μου, γιατί τους έχω φερθεί πολύ εντάξει! Είναι συνηθισμένοι οι εκάστοτε μουσικοί σε λάθος συμπεριφορές. Ενώ είναι πολύ σημαντική η προσφορά τους στο χώρο της μουσικής, έρχονται όγδοοι και καταϊδρωμένοι. Μπαίνουν μπροστά άλλοι, άσχετοι παντελώς κατά την ταπεινή μου γνώμη, και τους παίρνουν αυτό που τους αναλογεί. Η ελληνική μουσική είναι χτισμένη στις φλέβες των μουσικών! Και θυμάμαι κάποτε ένα διευθυντή εταιρείας – όνομα και μη χωριό, τρομάρα του – που μου είπε όλο απορία γιατί αναφέρεσαι τόσο πολύ στους μουσικούς; Του απάντησα: άκου, χρυσέ μου, έγραψα τα τραγούδια, τη μουσική, τους στίχους και τα τραγούδησα! Να κλέψω και τη δουλειά του άλλου; Γιατί; Τα είπα αυτά τη στιγμή που εγώ μουσική δεν ξέρω, ανέκαθεν δήλωνα μουσικός ερασιτέχνης! Είμαι επαγγελματίας καλλιτέχνης, αλλά ερασιτέχνης μουσικός!
– Πόσο σας εξοργίζει το θέμα του… clopy – right στην Ελλάδα;
Θυμάμαι ότι είχες μακριά μαλλιά κάποτε, αν κάτσεις και διαβάσεις το τι είχε γράψει η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που βρίσκεται στα ονόματα τόσων άλλων, θα σου πέσουν κι αυτά που έχεις τώρα! Δεν ήταν η μοναδική περίπτωση η Παπαγιαννοπούλου. Εδώ θεωρείται μαγκιά το να κλέβεις. Άλλο επηρεάζομαι και άλλο κλέβω. Υπάρχουν τρόποι να κλέβεις, ο ένας του καλλιτέχνη κι ο άλλος του κλέφτη! Οι περισσότεροι ακολουθούν τον δεύτερο τρόπο κι είναι και περήφανοι, γι’ αυτό είμαστε έτσι όπως είμαστε!
– Πως σας φαίνεται που πολλά νέα ποπ και ροκ συγκροτήματα σας έχουν χαρακτηρίσει αντεργκράουντ;
Άκουσε, μανούλα μου, αυτό το είχε πρωτοπεί κάποτε ο Χάρης Κατσιμίχας. Αντεργκράουντ μπορεί και να είμαι, αν υπολογίσουμε πως αποτελώ τη λιγότερο διαφημισμένη περίπτωση καλλιτέχνη. Δεν το έκανα όμως συνειδητά. Στην Ελλάδα σε χρήζουν αντεργκράουντ, σε τοποθετούν εκεί, αλλά δεν είναι τίποτα συνειδητό. Δεν έπαιξα ποτέ μου με τους κανόνες του παιχνιδιού κι αυτό πληρώνεται και σε πληρώνει! Εάν είχα παίξει με τους κανόνες του παιχνιδιού, τώρα δε θα ήμουν εδώ και το ξέρεις πολύ καλά! Δεν το έκανα για να είσαι εδώ όμως, αλλά γιατί δε μπορούσα να πράξω διαφορετικά. Είχα πολύ καλούς δασκάλους και γονείς, οι οποίοι μου πρόσφεραν πάρα πολλά και μόνο σ’ αυτούς χρωστάω. Δεν έχω οικογένεια εγώ, έχω μόνο φίλους κι αυτή είναι η οικογένεια μου.
– Κλείνοντας και δεδομένου ότι ετοιμάζετε ένα καινούργιο άλμπουμ, πως κρίνετε τη σημερινή δισκογραφία;
Ποια δισκογραφία; Για τι μιλάμε αυτή τη στιγμή; Το μόνο θετικό που βρίσκω είναι που οι νέοι έχουν πάρει περπατησιά και κάνουν μόνοι τους πράγματα, κάτι που τους επιτρέπει η τεχνολογία, το ίντερνετ και τα ιδιωτικά στούντιο. Οι περισσότεροι όμως δεν κάνουν σωστή δουλειά κι υπάρχει μια παρεξήγηση. Ότι όλα αυτά τα μέσα σε διευκολύνουν. Είναι εξίσου δύσκολα με το να χειριστείς και να παίξεις σωστά ένα όργανο. Μπορώ να σου πω ότι παίρνουν και πιο πολύ χρόνο, το γνωρίζω μια και στο δίσκο που ετοιμάζω θα υπάρχουν μερικά κομμάτια με samples, επεξεργασμένα. Εγώ για να γράψω ένα στίχο όπως τον θέλω, μπορεί να μου φάει και έντεκα χρόνια, δεν κάνω καθόλου πλάκα. Το τραγούδι που σας είπα, η Sunny έκανε ένα χρόνο να γράψει τους στίχους, άλλον ένα χρόνο εγώ τη μουσική και μας πήρε ακόμη ένα χρόνο αφού κι οι δυο είμαστε αναβλητικοί άνθρωποι. Τρία χρόνια για να γίνει δηλαδή ένα τραγούδι, εκεί που ο άλλος σε τρία χρόνια μπορεί να βγάλει δεκαπέντε δίσκους. Δεν αισθάνομαι μειονεκτικά γι’ αυτό, τη στιγμή που μου’ χει τύχει να γράψω τραγούδι σε μισή ώρα! Και καλό τραγούδι! Εξαρτάται απ’ την περίπτωση.
– Ηλεκτρονική Αρλέτα, λοιπόν;
Μικτό ήχο είχα εδώ και πολλά χρόνια, συνδυασμό φυσικών και ηλεκτρικών οργάνων. Τώρα θα είναι, ας πούμε, πιο κομπιουτερέ. Ελπίζω και πρέπει να μπει σε μια καλύτερη πορεία, αφού την τελευταία πενταετία τα προβλήματα υγείας έρχονταν το ένα πίσω απ’ το άλλο.
– Εύχομαι ότι καλύτερο, να είστε πάντα καλά και θα περιμένουμε τα νέα τραγούδια σας!
Κι εσύ να είσαι καλά, σ’ ευχαριστώ πραγματικά!