Η Anne Clark ακολούθησε μια διαδρομή που μοιάζει με αρχαίο ποτάμι, γεμάτο απρόβλεπτες στροφές, καταρράκτες και ήρεμα νερά. Από το Λονδίνο των αρχών των 80s, εκεί όπου το punk έκοβε ακόμα σαν πριόνι και τα πρώτα ηλεκτρονικά beats άρχιζαν να αναδύονται σαν καινούριος πλανήτης στον ουρανό της “νέας μουσικής”, η Clark έφερε κοντά δύο κόσμους που σπάνια μιλούσαν μεταξύ τους: τη δύναμη του λόγου και την παλίρροια του ήχου.

Γεννημένη το 1960, με παιδική ηλικία που η ίδια έχει περιγράψει ως «ταραγμένη αλλά γεμάτη αγάπη», παράτησε το σχολείο στα δεκαέξι και βυθίστηκε αμέσως σε έναν κόσμο αντιθέσεων: δούλεψε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, πούλησε δίσκους σε μικρά καταστήματα, βρέθηκε στα παρασκήνια του Warehouse Theatre στο Croydon όπου έφερνε στη σκηνή καλλιτέχνες σαν τον Paul Weller και τους Jam ή τους The Durutti Column. Εκεί, μέσα σε καλώδια, σημειωματάρια και ηχητικές πρόβες, ξεκίνησε να γράφει και να πειραματίζεται, μετατρέποντας τον λόγο σε μια απίστευτη ηλεκτρική παλμική ενέργεια.

Το 1982, το The Sitting Room ήρθε σαν μια μικρή, συμπυκνωμένη (ήσυχη, ωστόσο) έκρηξη, δεκαπέντε λεπτά που άφηναν μια γεύση μαύρου καφέ και νυχτερινής βροχής. Κι έπειτα, η επόμενη συνεργασία της με τον David Harrow γέννησε κομμάτια όπως το “Homecoming” και το “Our Darkness”, τραγούδια που ακόμα και σήμερα μπορούν να σταματήσουν τον χρόνο στις πίστες, χτίζοντας γύρω τους μια ατμόσφαιρα η οποία μπορεί να αιωρείται μεταξύ μιας πρωτόγνωρης ποιητικής εξομολόγησης και ενός απίστευτου συνθετικού παλμού.

Σε τέσσερις δεκαετίες δημιουργίας, η Anne Clark δεν επανέλαβε ποτέ τον εαυτό της. Περιπλανήθηκε από την industrial σκηνή στο EBM, από την ambient στη σύγχρονη ηλεκτρονική, κρατώντας πάντα την πυξίδα στραμμένη σε εκείνο το σημείο όπου η γλώσσα γίνεται ήχος και ο ήχος ιστορία. Δεν ακολούθησε τις τάσεις, πολλές φορές προηγήθηκε αυτών, αφήνοντας πίσω της έναν μακρύ δρόμο γεμάτο λέξεις που πάλλονται και μουσικές που σε ξυπνάνε, σε κουνάνε και σου αφηγούνται.

Τον Σεπτέμβριο, θα βρεθεί στην Τεχνοπολή για το Death Disco Open Air Festival 2025, φέρνοντας μαζί της τραγούδια από έναν μοναδικό κόσμο εμπειριών: νυχτερινά αστικά τοπία, μητροπολιτικές σκιές, ρυθμούς που μοιάζουν με ανάσες μηχανών και στίχους που λειτουργούν σαν μυστικές πόρτες. Μια άχαστη εμφάνιση όπου η ποίηση και η ηλεκτρονική μουσική θα σταθούν πλάι πλάι, θυμίζοντάς μας ότι οι πιο δυνατές ιστορίες λέγονται με ρυθμό και οι πιο δυνατοί ρυθμοί κρύβουν μέσα τους, πάντα, μια αξέχαστη και τόσο μοναδική ιστορία.

Anne Clark
Φωτ.: Holger Orf

LINE

– Anne, εμφανίστηκες στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μέσα στην τρέλα της punk έκρηξης στην Αγγλία. Αρχικά, τι ήταν αυτό που σε τράβηξε σε αυτή τη σκηνή; Ήταν η μουσική, η πολιτική ή μήπως η αίσθηση της πρόκλησης;
Καταρχάς, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον και για αυτή τη συνέντευξη. Λοιπόν, γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Croydon, στα νότια του Λονδίνου, ένα σημείο που στα τέλη των ’70s χτυπούσε πραγματικά η καρδιά της punk έκρηξης. Οι Damned, οι Generation X, οι Siouxsie and The Banshees και τόσες άλλες μπάντες ξεπήδησαν τότε από εκεί ή από άλλες πιο άγνωστες συνοικίες γύρω από το Λονδίνο. Και όλο αυτό ήταν ένα μείγμα μουσικής, πολιτικής και ανυπακοής. Και για μια έφηβη με πεισματάρικο χαρακτήρα, ήταν σχεδόν αυτονόητο να ταυτιστώ με αυτή την πολιτισμική μετατόπιση που μύριζε μόνο αντίσταση και εξέγερση.

– Είναι γνωστό ότι ξεκίνησες να δουλεύεις στο δισκάδικο Bonaparte Records και, λίγο αργότερα, στο Warehouse Theatre, και κάπως έτσι βρέθηκες στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην τέχνη και την υποκουλτούρα. Αυτά τα μέρη πώς διαμόρφωσαν τη φωνή και την πολιτική σου στάση;
Ξεκίνησα να δουλεύω στο δισκάδικο Bonaparte τα Σάββατα, το 1976. Ήταν η περίοδος που τα πάντα άρχισαν να αλλάζουν στη μουσική. Ήταν η αρχή μιας ριζοσπαστικής μετατόπισης, τόσο στην πολιτική όσο και στον πολιτισμό. Το θέατρο και η μουσική ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή της πολιτικής (ή τουλάχιστον έτσι ήταν τότε) οπότε και τα δύο αυτά μέρη ήταν απίστευτα δημιουργικά, γεμάτα έμπνευση. Και τότε, εκεί, υπήρχε μια αληθινή πίστη στην τέχνη ως μέσο επικοινωνίας και αλλαγής προς το καλύτερο.

– Το punk συχνά θεωρείται μια κραυγή ενάντια στη συμμόρφωση, όμως η δική σου χρήση της ποίησης και του spoken word έφερε μια διαφορετική ένταση. Ένιωσες ποτέ ότι ήσουν εκτός κλίματος με τις ηχητικές προσδοκίες του punk ή μήπως το έβλεπες σαν μια διεύρυνση του λεξιλογίου του;
Όχι, όχι ιδιαίτερα. Στην αρχή της punk έκρηξης δεν ένιωθα εκτός κλίματος. Ήμουν νέα, θυμωμένη και παθιασμένη με τη ζωή, και τότε το punk ήταν ο τέλειος τρόπος για να εκφράσω όλα αυτά που ήθελα να πω. Μετά από λίγο, όμως, ένιωσα πως αυτή η ένταση και η ενέργεια δεν μπορούσαν να διατηρηθούν για πάντα σε τόσο υψηλές στροφές, οπότε ήταν φυσικό να ψάξω τρόπους για να συνεχίσω δημιουργικά. Νομίζω πως κάπως έτσι προέκυψε και η φυσική εξέλιξη του New Wave μέσα από το punk.

– Οι πρώτες σου συνεργασίες με τον David Harrow, και άλλους πιο μετά, ένωσαν τα synthesizers με την ποίηση με τρόπους που λίγοι είχαν δοκιμάσει. Εσένα τι σε έσπρωξε να στραφείς προς τις ηλεκτρονικές υφές αντί να μείνεις στα παραδοσιακά όργανα;
Ήμουν ήδη μια μεγάλη θαυμάστρια συγκροτημάτων όπως οι Tangerine Dream και οι Kraftwerk, και λίγο αργότερα έσκασαν το το punk, αλλά και η disco. Ο Giorgio Moroder μαζί με την Donna Summer κυκλοφόρησαν κομμάτια όπως το I Feel Love και αυτό το κομμάτι μού πήρε κυριολεκτικά τα μυαλά! Ήταν η απόδειξη του τι μπορούσε να γίνει αν ανακάτευες ηλεκτρονικούς ήχους με dance ρυθμούς και… εγώ αγαπούσα τη λογοτεχνία. Μου φαινόταν, λοιπόν, απολύτως λογικό να βάλω όλα αυτά τα στοιχεία μαζί στο ίδιο μπλέντερ! Αλλά σίγουρα, πάντα δούλευα και με παραδοσιακά και με ακουστικά όργανα, κάτι που νομίζω ότι φαίνεται και από τη σημερινή μου μπάντα.

Anne Clark
Φωτ.: Heino Dorst

– Πώς αντέδρασε αρχικά το κοινό της punk και post-punk σκηνής σε αυτό το νέο υβρίδιο λογοτεχνίας και μηχανικού ήχου; Το αγκάλιασαν ή το παρεξήγησαν;
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80 ο κόσμος ήταν πολύ ανοιχτός στον πειραματισμό. Στο Ηνωμένο Βασίλειο όμως αυτό άλλαξε αρκετά γρήγορα. Κι εδώ θα πρέπει να τονίσω κάτι αράξενο αλλά πολύ αληθινό: άνθρωποι που η μητρική τους γλώσσα δεν ήταν τα αγγλικά έδειχναν πολύ μεγαλύτερη περιέργεια και ανοιχτό πνεύμα για ό,τι έκανα.

– Δηλαδή, αν κοιτάξεις πίσω, πιστεύεις ότι η μετάβασή σου από την ακατέργαστη punk ενέργεια σε πιο ηλεκτρονικές συνθέσεις ήταν μια αντίδραση ή μια συνέχεια του punk ήθους;
Όπως είπα και πριν, νομίζω ότι ήταν μια φυσική εξέλιξη.

– Οι στίχοι σου είχαν πάντα ένα πολιτικό, υπαρξιακό και βαθιά προσωπικό βάρος. Πώς έχει αλλάξει η διαδικασία γραφής σου με τα χρόνια, ειδικά σε έναν κόσμο όπου το περιεχόμενο παράγεται ολοένα και πιο γρήγορα;
Νομίζω πως με τα χρόνια η γραφή μου έχει γίνει πιο λιτή. Όλα είναι παντού, όλη την ώρα. Συνέχεια… Για να είμαι ειλικρινής, τα γεγονότα στον κόσμο και οι αλλαγές που βιώνουμε με αφήνουν τις περισσότερες φορές άφωνη. Και πραγματικά, έχουν μείνει τόσο λίγα πια για να πεις, και που να έχουν πραγματική σημασία, σε έναν κόσμο που είναι τόσο ανισόρροπος πλέον.

– Σήμερα, νιώθεις ότι ο προφορικός λόγος, γυμνός από την μελωδία, εξακολουθεί να έχει την ίδια αμεσότητα και την ίδια συναισθηματική δύναμη στη σημερινή μουσική πραγματικότητα;
Όπως σου είπα και πριν, δεχόμαστε διαρκώς έναν καταιγισμό (παρα)πληροφόρησης, θορύβου και εικόνων. Εγώ, αυτό το βρίσκω εξουθενωτικό. Για εμένα, λοιπόν, στην ακινησία και τη σιωπή υπάρχει ένας ολόκληρος ανεξερεύνητος κόσμος. Δεν ξέρω αν αυτό μεταφράζεται σε «αμεσότητα» ή «γροθιά στο στομάχι», αλλά πιστεύω πως η επιστροφή στη σιωπή, κι από εκεί, στην αρχαία τέχνη της αφήγησης ιστοριών, θα μπορούσε να έχει τεράστιο αντίκτυπο, αν ξαναγινόταν μέρος της συλλογικής μας οπτικής για τον κόσμο.

Anne Clark
Φωτ.: Luc Luyten

– Έχεις μιλήσει συχνά για την απομόνωση, για την επιτήρηση, τον έλεγχο και τις σύγχρονες ανθρώπινες συνθήκες, πολύ πριν γίνουν «δημοφιλή» θέματα. Πώς είναι να βλέπεις τον κόσμο να φτάνει τώρα πιο κοντά και να συνειδητοποιεί αυτές τις ανησυχίες;
Έχει όντως συμβεί κάτι τέτοιο; Έχουμε ξυπνήσει στ’ αλήθεια; Δεν το νομίζω. Συνεχίζουμε να είμαστε μουδιασμένοι, αποχαυνωμένοι, και συνεχώς απασχολημένοι με τόσες κατασκευασμένες συγκρούσεις και ασήμαντα πράγματα. Αλήθεια, νομίζω πως απέχουμε πολύ από το να είμαστε πραγματικά ξύπνιοι ή συνειδητοποιημένοι.

– Υπάρχουν πολλοί νεότεροι καλλιτέχνες σήμερα που σε αναφέρουν ως πρωτοπόρο, ιδιαίτερα όσοι εξερευνούν ζητήματα φύλου, πολιτικής και τεχνολογίας μέσα στο έργο τους. Εσύ η ίδια, πώς αντιλαμβάνεσαι την κληρονομιά σου;
Είναι πραγματικά μεγάλη τιμή, κι όχι κάτι που μπορώ να διεκδικήσω μόνη μου. Το αναγνωρίζω ως αποτέλεσμα μιας κοινής πορείας, μιας δημιουργικής χημείας με τους συνδημιουργούς μου, χωρίς την οποία τίποτα από όσα έγιναν δεν θα είχε την ίδια δύναμη. Νιώθω όμως και μια βαθιά, προσωπική περηφάνια, γιατί ξέρω πως η ζωή μου θα είχε πάρει εντελώς διαφορετική κατεύθυνση αν δεν είχα πιστέψει με τόση αφοσίωση στη δημιουργικότητά μου, ακόμη κι όταν η πίστη στον ίδιο μου τον εαυτό λύγιζε. Αν κάτι που έχω γράψει καταφέρε να πυροδοτήσει, έστω και για μια στιγμή, μια σπίθα περιέργειας μέσα σε κάποιον· αν μια φράση, ένας ήχος, μια εικόνα του ανοίξει μια χαραμάδα σε έναν άλλο τρόπο να δει τον κόσμο – τότε ξέρω πως έχω πετύχει.

– Αν μπορούσες να μιλήσεις στον νεότερο εαυτό σου, στην αρχή της διαδρομής σου (στην Anne της punk σκηνής και των δακτυλογραφημένων στίχων), τι θα της έλεγες;
Να είσαι καλή με τον εαυτό σου.

– Υπάρχει κάτι, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, που εξακολουθεί να σε πιέζει να το πεις;
Ελάχιστα πράγματα. Τίποτα δεν έχει καμία ελπίδα.

– Ας πάμε στη σημερινή μουσική βιομηχανία η οποία έχει αλλάξει ριζικά. Από τις φυσικές κυκλοφορίες περάσαμε σε ένα σύστημα streaming που υπαγορεύεται από αλγορίθμους. Ως άνθρωπος που έχτισε μια καριέρα πάνω στο βάθος και τη δύναμη του στίχου, πώς βλέπεις αυτή τη στροφή προς ένα ψηφιακό περιεχόμενο, φτιαγμένο για να γίνει viral;
Ζούμε σε έναν παράξενο κόσμο που φαίνεται να θέλει συνειδητά να διαλύσει την ικανότητα συγκέντρωσης και εστίασης των ανθρώπων του. Κι όμως, αυτή είναι η πραγματικότητα. Σήμερα όλοι μοιάζουν να έχουν ADHD, κι εγώ η ίδια σερφάρω από το ένα ρεύμα στο άλλο, χωρίς σταθερότητα. Υπάρχει υπερβολή σε όλα, παντού, κάθε στιγμή· εκτός από την θετικότητα, η οποία απουσιάζει τρομακτικά μέσα σε αυτή την αλγοριθμικά κατευθυνόμενη κουλτούρα. Είναι όλο αυτό, λοιπόν, μια εξέλιξη ή ένα προσεκτικά μελετημένο Μεγάλο Σχέδιο; Η τεχνολογία, βέβαια, μας άνοιξε δρόμους για ανακαλύψεις που ίσως να μη βρίσκαμε ποτέ σε μια ολόκληρη ζωή. Ταυτόχρονα όμως, έγινε όπλο που μας επιτρέπει να ξεπερνάμε κάθε ηθικό ή κοινωνικό κώδικα. Και ποτέ άλλοτε δεν αποκαλύφθηκε με τέτοια ωμότητα η παραδοξότητα της φύσης μας ως είδος.

– Πάντα, όμως, αντιστεκόσουν στην εμπορευματοποίηση. Σε μια εποχή όπου οι καλλιτέχνες καλούνται να είναι συνεχώς ορατοί, να «χτίζουν» το brand τους στα social media, τι σημαίνει για εσένα καλλιτεχνική ακεραιότητα;
Η καλλιτεχνική ακεραιότητα είναι τόσο μοναδική όσο και κάθε καλλιτέχνης. Για μένα, σημαίνει να παραμένω απόλυτα πιστή στο δικό μου όραμα, σε αυτό που θεωρώ ότι είναι το έργο μου τη στιγμή που το δημιουργώ. Από τη στιγμή που θα το αφήσω να φύγει στον κόσμο, ανήκει πια σε όποιον θέλει να το δει, να το ακούσει, να το ερμηνεύσει όπως εκείνος επιλέγει. Ίσως αυτό να είναι και η μόνη γενίκευση που μπορώ να κάνω: να παραμένεις πιστή στον εαυτό σου, ό,τι κι αν κάνεις στη ζωή. Όχι στο βλέμμα των άλλων, όχι στην αγορά, αλλά σε εκείνη τη φωνή μέσα σου που ξέρει ποιος είσαι πριν σε βαφτίσουν οι τίτλοι και τα hashtags.

– Υπάρχει μια ολοένα και μεγαλύτερη νοσταλγία για την «αυθεντικότητα» των ’80s και των αρχών των ’90s, τόσο στον ήχο όσο και στο πνεύμα. Εσύ τι πιστεύεις, ότι πρόκειται για μια γνήσια λαχτάρα ή είναι απλώς ένα ακόμη αισθητικό προϊόν ανασυσκευασμένο από τη βιομηχανία;
Μάλλον, κυρίως, κάτι συσκευασμένο από τη βιομηχανία. Η νοσταλγία μας, βλέπεις, είναι πολύ εύκολο να χειραγωγηθεί.

– Όταν σήμερα όλα τα μετράμε με αριθμούς, τα streams, τα likes, τους ακολούθους, τι σημαίνει στ’ αλήθεια «επιτυχία» για σένα;
Για μένα, επιτυχία είναι να ξέρω πως πέτυχα κάτι κόντρα σε όλες τις πιθανότητες· πως κατάφερα να έρθω κοντά σε ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου, από τόσα διαφορετικά υπόβαθρα, και να επικοινωνήσω μαζί τους, μέσα από μια διαδρομή που κράτησε δεκαετίες. Κι αν κάποτε η «επιτυχία» είχε να κάνει με δίσκους, περιοδείες και αριθμούς, τώρα για μένα μετράει πάνω απ’ όλα ένα πράγμα: η υγεία μου. Γιατί χωρίς αυτήν, καμία καριέρα και κανένα στατιστικό νούμερο δεν έχει καμία αληθινή αξία.

– Πιστεύεις ότι σε μια εποχή, πνιγμένη από πληροφορία και χιλιάδες περισπασμούς, η μουσική, και η τέχνη γενικότερα, μπορούν ακόμη να αλλάξουν την αντίληψή μας για την πραγματικότητα; Και δεν εννοώ απλώς να την καθρεφτίσουν, αλλά να την μεταμορφώσουν πραγματικά;
Ναι… Φυσικά, και πιθανότατα αυτός είναι ο μοναδικός και αληθινός σκοπός της τέχνης. Δεν νομίζω ότι μπορεί από μόνη της να μετασχηματίσει την ίδια την πραγματικότητα, αλλά μπορεί σίγουρα να μεταμορφώσει την προσωπική αντίληψη κάποιου γι’ αυτήν· το πώς τη διαχειρίζεται και πώς την ερμηνεύει. Κι αν αλλάξει η οπτική, τότε αλλάζει και ολόκληρος ο εσωτερικός μας χάρτης, κι αυτό, καμιά φορά, είναι πιο ισχυρό από το να αλλάξεις τον ίδιο τον κόσμο.

– Κλείνοντας, θέλω να σε ρωτήσω, σε τέτοιους καιρούς πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής παρακμής, ποιο μήνυμα θα ήθελες να μοιραστείς με το ελληνικό κοινό από κοντά, στο Death Disco Open Air Festival;
Ω, δύσκολη ερώτηση… Αλλά, αυτό που έχω να πω είναι πως μόνο η καλοσύνη και η φροντίδα μετράνε. Τίποτα άλλο.

LINE

✥ DEATH DISCO OPEN AIR FESTIVAL 2025 ✥

Το Σάββατο 20 και τη Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025, η Αθήνα θα είναι και πάλι στο συναυλιακό επίκεντρο της “σκοτεινής” μουσικής. Με ένα line up που θα κάνει και πάλι τα κεφάλια της εναλλακτικής σκηνής να γυρίσουν προς τη χώρα μας, το Death Disco Open Air 2025 θα είναι το απόλυτο εγχώριο – και ένα από τα σημαντικότερα παγκοσμίως – συναυλιακό γεγονός της σκοτεινής σκηνής μέσα στο 2025.

Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
Εισιτήρια: 90€
Προπώληση: https://www.ticketmaster.gr/death-disco-open-air-festival-2025_sen_2007061.html

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.