Ρεύματα που δεν χαρτογραφούνται εύκολα. Σώματα που ρέουν και διαπλέκονται. Τόποι που δεν στέκονται ακίνητοι, αλλά μεταβάλλονται υπό την κλιματική κρίση. Η εικαστική έκθεση unpredictable waters αποτελεί μία μια πρωτοβουλία στην οποία τραύμα, μνήμη, βίωμα και εντοπιότητα παίρνουν υλική υπόσταση σε ένα μικρό χωριό του Πηλίου, και μετατρέπονται σε τόπο συνάντησης, στοχασμού και επανεπιτέλεσης. Με κεντρικό άξονα τον υδροφεμινισμό —ένα θεωρητικό και πολιτικό ρεύμα που καλεί να σκεφτούμε το «εμείς» όχι ως κάτι σταθερό, αλλά ως ένα συλλογικό ρευστό σώμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα άλλα έμβια και άβια όντα— οι επιμελήτριες Άννα Στρούλια και Λουίζα Βεργοζήση επιλέγουν να τοποθετήσουν την τέχνη εκτός αστικού κέντρου. Στις Μηλιές, ένα τόπο γνώριμο και για τις δύο, εκεί που το νερό δεν είναι μεταφορά, αλλά καθημερινή εμπειρία.

Κι αν αναρωτιέσαι, ο υδροφεμινισμός (hydrofeminism) είναι ένα ρεύμα σκέψης που αναστοχάζεται τη σχέση μας με το νερό, όχι μόνο ως φυσικό στοιχείο αλλά και ως πολιτισμικό και φαντασιακό πεδίο. Εμπνέεται από τη φεμινιστική θεωρία, τη φιλοσοφία της νέας υλικότητας και τις μετα-ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις, προτείνοντας μια ματιά στον κόσμο όπου τα όρια μεταξύ ανθρώπου και φύσης γίνονται πιο ρευστά, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ως όρος εισήχθη από την ακαδημαϊκό Astrida Neimanis (“Bodies of Water: Posthuman Feminist Phenomenology”, 2017). Η Neimanis, εμπνευσμένη από τις Luce Irigaray, Donna Haraway, Rossi Braidotti και άλλες πρωτοπόρους φεμινίστριες που έγραψαν για τη σχέση σώματος, φύσης και υλικότητας, προτείνει να δούμε το ανθρώπινο σώμα ως υδάτινο και διαπερατό, να εγκαταλείψουμε τον έλεγχο, τη σταθερότητα και την αυτάρκεια αλλά να στραφούμε προς τη συμβίωση, τη διαρροή, τη συγχώνευση. Είναι ένας καινοτόμος τρόπος να καταλάβουμε την υποκειμενικότητα, τη σχέση με τον Άλλο, το βίωμα, την ευαλωτότητα, ακόμη και την πολιτική.

Εκκινώντας, λοιπόν, από το σύγχρονο θεωρητικό ρεύμα του υδροφεμινισμού, η Λουίζα Βεργοζήση και η Άννα Στρούλια εμπνέονται από το νερό ως μεταφορά και κυριολεξία για να διερευνήσουν τη σχέση της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τη φύση, την κοινότητα και τις τοπικότητες. Ποια είναι τα όρια του σύγχρονου έργου τέχνης; Με ποιους τρόπους συνομιλεί με τις παραδοσιακές τεχνουργίες; Πώς μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία εναλλακτικών συμπεριληπτικών αφηγήσεων στη σκιά της κλιματικής κρίσης και των πρόσφατων καταιγίδων Ντάνιελ και Ηλίας;

Μέσα από 45 καλλιτεχνικά βιβλία Ελλήνων και διεθνών καλλιτεχνών, τα οποία πλαισιώνονται από πέντε εικαστικά έργα που συνομιλούν με την Πηλιορείτικη παράδοση, η έκθεση unpredictable waters διερευνά τα σημεία όπου η σύγχρονη τέχνη τέμνεται με τις χειροτεχνικές πρακτικές και προσκαλεί σε μια επανεξέταση της σχέσης μας με τα φυσικά και τα μεταφορικά τοπία γύρω μας.

Με αφορμή την επιμέλεια της έκθεσης αυτής, ζητήσαμε από τις Άννα Στρούλια και Λουίζα Βεργοζήση να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας.

Φωτ.: Λουίζα Βεργοζήση

LINEΤι σημαίνει για εσάς το να πραγματοποιείται αυτή η έκθεση στις Μηλιές; Πώς συνομιλεί ο Πηλιορείτικος τόπος με το υγρό στοιχείο της έκθεσης;
Άννα Στρούλια: Από μικρή ηλικία επισκέπτομαι τακτικά τις Μηλιές, καθώς γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Βόλο. Όλοι όσοι μένουμε στα γύρω χωριά του Νοτίου Πηλίου, αντιμετωπίζουμε τις Μηλιές με μεγάλο θαυμασμό λόγω του φυσικού και πολιτιστικού τους πλούτου, επομένως η δημιουργία αυτής της έκθεσης ήταν για εμένα ένα όνειρο που τώρα πραγματοποιείται. Ο σημαντικότερος λόγος βέβαια που επιλέξαμε τις Μηλιές σχετίζεται με το θέμα της έκθεσης. Οι χείμαρροι, οι βρύσες, τα ρέματα, τα νερά του Παγασητικού που αντικρίζεις από ψηλά, το υγρό στοιχείο είναι παντού παρόν στις Μηλιές, πόλος έλξης για τους τουρίστες, πηγή ζωής για τους ανθρώπους που ζουν εδώ, τα ζώα και τα φυτά. Οι καταιγίδες Ντάνιελ και Ηλίας το 2023, οι πλημμύρες και τα επακόλουθά τους, έφεραν στην επιφάνεια τη σκοτεινή πλευρά του νερού, την απρόβλεπτη φύση του υγρού στοιχείου, το νερό ως φορέα θανάτου και μόλυνσης. Θεωρήσαμε σημαντικό να το φέρουμε στο προσκήνιο και σε διάλογο με τον τόπο και τις κοινότητες, με φόντο τη κλιματική κρίση που βιώνουμε σε τοπικό και πλανητικό επίπεδο. Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος λόγος που είχα την επιθυμία να υλοποιήσουμε αυτή την έκθεση σε ένα χωριό και ειδικά στις Μηλιές, ο οποίος είναι ευρύτερος και σχετίζεται με το περιεχόμενο και τη λειτουργία της σύγχρονης τέχνης. Ζώντας στην Αθήνα, έχω κάποιες φορές την αίσθηση ότι στο καλλιτεχνικό πεδίο αρχίζει να αυξάνεται η εντροπία, δηλαδή ότι ο εικαστικός χώρος τείνει να λειτουργεί αυτοαναφορικά, ως ένα απομονωμένο σύστημα που χάνει την  ζωτική του ενέργεια. Πιστεύω στην ανάγκη της σύγχρονης τέχνης να αποκεντρωθεί, να αναζητήσει καινούργιες συνδέσεις με τοπία, γεωγραφίες και ανθρώπους εκτός του καλλιτεχνικού πεδίου, ώστε να ζωογονηθεί, να επανασυνδεθεί με τις κοινότητες, να αποκτήσει νόημα. Η έκθεση unpredictable waters είναι μια χειρονομία σε αυτή την κατεύθυνση.

Λουίζα Βεργοζήση: Έχει μεγάλη σημασία για εμένα η έκθεση αυτή στις Μηλιές, καθώς είναι ο τόπος στον οποίο μεγάλωσα και στον οποίο κάθε χρόνο επιστρέφω από την Ολλανδία όπου μένω τα τελευταία εννιά χρόνια. Αφήνω την εμπειρία αυτή της επιστροφής να αντανακλά κάθε φορά σε μεγάλο βαθμό το ποια είμαι και το πως τοποθετούμαι απέναντι τα πράγματα. Είμαι, λοιπόν, πολύ χαρούμενη που αυτή τη φορά η επιστροφή μου στην πατρίδα περιέχει και αυτήν την έκθεση. Είναι σημαντικό που μπορώ και προσφέρω κάτι σε αυτόν τον τόπο και στους ανθρώπους του, και που με αυτόν το τρόπο τα φέρνω όλα πιο κοντά μου. Τη συνομιλία του υγρού στοιχείου με τον Πηλιορείτικο τόπο, νομίζω κάποιος μπορεί να τη βιώσει πολύ γρήγορα μέσα από μια επίσκεψη του στην περιοχή. Το νερό παίζει μεγάλο ρόλο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το τοπίο. Βρύσες, αυλάκια με νερό και ρέματα είναι σαν δρόμοι μέσα στο χωριό, σαν αρτηρίες, φλέβες. Παρατηρεί κανείς πως ο άνθρωπος εδώ σέβεται το νερό, το τιμά ως κάτι πολύτιμο. Πριν κάποια χρόνια πέρασα ένα χειμώνα ζώντας στο χωριό των Μηλεών και έκανα καθημερινούς περιπάτους που έπειτα κατέγραφα όσα είχα δει. Εφορμώμενη από την ψυχογεωγραφία (όρος που επινοήθηκε από τον Γάλλο θεωρητικό Γκυ Ντεμπόρ (Guy Debord)), παρατήρησα την σημασία των βρυσών, τόσο αρχιτεκτονικά όσο και ψυχολογικά ή πρακτικά στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Βέβαια μετά τις καταστροφικές πλημμύρες το 2023 ο κόσμος ανέπτυξε μια άλλη σχέση με το νερό, να το αντιμετωπίζει ως κάτι απρόβλεπτο (unpredictable). Αυτή η σχέση είναι που προσωπικά μας ενέπνευσε να ανοίξει αυτός ο διάλογος για το νερό.

– Η μνήμη της πλημμύρας είναι ακόμη νωπή εδώ. Πώς αυτή η τοπική εμπειρία ενσωματώθηκε στη σύλληψη του unpredictable waters;
ΛΒ: Η εμπειρία των πλημμυρών του 2023 ήταν βαθιά τραυματική για την περιοχή και για όσους τη βιώσαμε είτε από κοντά, είτε από απόσταση. Η μνήμη τους δεν είναι απλώς νωπή, είναι ζωντανή και διαρκώς παρούσα στο τοπίο και στους ανθρώπους. Ήταν ακριβώς αυτή η βίαιη και ξαφνική μεταμόρφωση του οικείου μέσα από το στοιχείο του νερού που μας έκανε να σταθούμε απέναντι του όχι μόνο ως πηγή ζωής, αλλά και ως δύναμη καταστροφής. Στο τίτλος της έκθεσης, unpredictable waters, βλέπω ακριβώς αυτή τη συνειδητοποίηση: ότι το νερό είναι ταυτόχρονα τοπικό και παγκόσμιο, απαραίτητο και απειλητικό, γνώριμο και απρόβλεπτο. Η πλημμύρα έγινε μια τραυματική υπενθύμιση αυτής της πολυπλοκότητας, αλλά και μια αφορμή για να στοχαστούμε τι σημαίνει να ζούμε με το νερό και όχι ενάντια σ’ αυτό. Στην έκθεση, αυτή η εμπειρία ενσωματώθηκε τόσο θεματικά όσο και μέσα από τη συμμετοχή της κοινότητας. Πριν την έκθεση πραγματοποιήσαμε καλλιτεχνικά εργαστήρια με παιδιά και εφήβους από τις Μηλιές, με στόχο τη μετατροπή ενός τραυματικού βιώματος, της πλημμύρας, σε μια πράξη δημιουργίας. Η ιδέα των καλλιτεχνικών βιβλίων που προέκυψαν μέσα από τα εργαστήρια αφορά ακριβώς αυτή τη μνήμη: τη μεταμόρφωση του τραύματος σε αφήγηση, την καταγραφή του μέσα από προσωπικές οπτικές, την αναστοχαστική επαφή με αυτό που συνέβη. Δεν θέλαμε να μιλήσουμε για την πλημμύρα αφηρημένα ή εξωτερικά, αλλά μέσα από τη ματιά αυτών που τη βίωσαν άμεσα. Το unpredictable waters είναι, επομένως, μια προσπάθεια να συνδεθεί η τέχνη με τη βιωμένη εμπειρία, η ατομική αφήγηση με τη συλλογική μνήμη.

ΆΣ: Οι πλημμύρες του 2023 ήταν ένα σοκαριστικό συμβάν, που σηματοδότησε μια ρωγμή, μια ριζική αλλαγή στην αντίληψη όλων μας για το νερό στο Πήλιο. Η εμπειρία της βροχής που δεν ήξερες αν και πότε θα σταματήσει, τα τοπία που άλλαξαν ριζικά, οι τόνοι λάσπης και φερτών υλικών που κατέληξαν στη θάλασσα και κάλυψαν τους βυθούς, η μόλυνση, οι καταστροφές, η ανυδρία που ακολούθησε, αλλά κυρίως ο φόβος του νερού που ακόμα βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού όλων μας και ενεργοποιείται με την πρώτη σταγόνα βροχής. Προσωπικά, αυτή η εμπειρία με έκανε να αναθεωρήσω πολλές από τις πάγιες και αυτοματοποιημένες αντιλήψεις που είχα σχετικά με τις έννοιες της ασφάλειας, της οχύρωσης και της μηχανιστικής αντιμετώπισης των κλιματικών φαινομένων, και να αγκαλιάσω την απρόβλεπτη φύση του νερού με πιο ολιστικό και λιγότερο ανθρωποκεντρικό τρόπο. Είναι αδύνατον να περιχαρακώσεις το νερό, όπως είναι αδύνατον να αποσυνδέσεις το ανθρώπινο είδος από τα υπόλοιπα έμβια και άβια. Άλλωστε, όπως λέει η Astrida Neimanis «είμαστε όλοι υδάτινα σώματα». Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα των «απρόβλεπτων υδάτων», ως κεντρικής έννοιας της έκθεσης. Και βέβαια σε αυτήν συνετέλεσε το μοίρασμα των εμπειριών και των μαρτυριών πολλών ανθρώπων που έζησαν τις καταιγίδες, και η δουλειά, ο προβληματισμός και ο στοχασμός πολλών ακαδημαϊκών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τους οποίους είχα την τύχη να γνωρίσω.

Φωτ.: Λουίζα Βεργοζήση

– Γιατί επιλέξατε τα καλλιτεχνικά βιβλία ως βασικό μέσο; Τι σας συγκινεί σε αυτήν τη μορφή;
ΆΣ: Πρώτα από όλα λατρεύω τα βιβλία, καλλιτεχνικά και μη. Πριν περάσω στην Καλών Τεχνών της Αθήνας, εργαζόμουν ως επιμελήτρια κειμένων, και για την ακρίβεια, κάπως έτσι βρέθηκα τελικά να φοιτώ εκεί. Το 2011 το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης είχε μια συνεργασία με το Εργαστήρι Γραφικών Τεχνών της ΑΣΚΤ, και εγώ, ως συμμετέχουσα στο Δ’ Εργαστήριο Επιμελητών Κειμένων, βρέθηκα για πρώτη φορά στους χώρους της Πειραιώς. Ήταν η ημέρα που αποφάσισα ότι θέλω να περάσω στην αντίπερα όχθη. Η αγάπη μου όμως για τα βιβλία έχει παραμείνει, και ειδικά για τα καλλιτεχνικά, που εκπροσωπούν για εμένα την απόλυτη ελευθερία. Τι είναι ένα καλλιτεχνικό βιβλίο; Είναι σαν να προσπαθείς να ορίσεις τη σύγχρονη τέχνη ή τη μορφή του νερού. Αδύνατον. Ίσως μόνο η πρόθεση του καλλιτέχνη να τα ονομάσει ως τέτοια να είναι ένας ικανός ορισμός. Υπάρχει όμως και ένας ακόμη, πιο ουσιαστικός λόγος που αγαπώ τα καλλιτεχνικά βιβλία και αυτός είναι ότι πολύ συχνά εμπεριέχουν το τελικό έργο στην πιο αγνή, την πιο ακατέργαστη μορφή του. Την πρωταρχική ιδέα χωρίς αναφορές, το σχέδιο ατελείωτο ή μουτζουρωμένο, την αγωνία ενός έργου πριν ολοκληρωθεί. Είναι συχνά ρευστά, μεταιχμιακά, μη ολοκληρωμένα και για αυτό απρόβλεπτα έργα. Στην έκθεση αυτή φιλοξενούμε κάποια τέτοια υβρίδια, τα οποία φυσικά είναι αυτά που οι καλλιτέχνες δυσκολεύτηκαν περισσότερο να αποχωριστούν, γιατί δεν ήταν καν βέβαιοι ότι είναι έτοιμα να εκτεθούν, ότι είναι όντως έργα.

ΛΒ: Το καλλιτεχνικό βιβλίο ήταν για μένα ένα μέσο που δεν είχα προσέξει ιδιαίτερα στο παρελθόν. Η Άννα με εισήγαγε στον κόσμο του και η επαφή μου μαζί του ήταν μια αναπάντεχα συγκινητική εμπειρία. Ανακάλυψα ένα μέσο που είναι μια εικαστική δημιουργία και ένα προσωπικό αφήγημα, κάτι βαθιά άμεσο και οικείο. Το βιβλίο, ως αντικείμενο, έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα να φέρνει τον καλλιτέχνη και τον θεατή/αναγνώστη σε στενή, σχεδόν ιδιωτική επαφή. Σε καλεί να το πιάσεις, να το ξεφυλλίσεις, να μπεις στον κόσμο του αργά, με προσοχή. Αυτό που με συγκινεί ιδιαίτερα είναι ότι κάθε βιβλίο είναι μοναδικό, όχι μόνο ως περιεχόμενο, αλλά και ως αισθητική εμπειρία. Η υλικότητά του, η αφή, το άρωμα του χαρτιού, η κίνηση της σελίδας, όλα αυτά συνθέτουν μια σχεδόν απτική ανάγνωση της τέχνης. Είναι ένα έργο που βιώνεται με ολόκληρο το σώμα. Και κάπου εκεί, άρχισα να βλέπω το βιβλίο ως συγγενές με το ίδιο το νερό: έχει μορφή, αλλά δεν είναι ποτέ στατικό· παίρνει το σχήμα αυτού που το φιλοξενεί, είναι απρόβλεπτο και μεταβαλλόμενο. Όπως και το νερό, το καλλιτεχνικό βιβλίο είναι fluid, κυλάει ανάμεσα σε κατηγορίες, πειραματίζεται, δεν σταθεροποιείται εύκολα. Αυτή η ιδιότητα το κάνει ιδανικό φορέα για τις θεματικές του unpredictable waters: την εφήμερη, πολυφωνική, τοπικά ενσωματωμένη καλλιτεχνική πρακτική.

– Ο υδροφεμινισμός μας προσκαλεί να σκεφτούμε το «εμείς» ως ένα σώμα ρευστό και διασυνδεδεμένο. Πώς το βιώσατε αυτό στην επιμελητική διαδικασία;
ΛΒ: Όντας και εικαστικός, στην πρακτική μου ασχολούμαι εδώ και καιρό με το ρευστό, τη ροή και τη διασύνδεση. Η προσέγγισή μου έχει σχεδόν πάντα μια πνευματική διάσταση, προσπαθώ μέσα από την εικόνα να βρω αυτό το άυλο που μας ενώνει: τους ανθρώπους μεταξύ τους, εμάς με το περιβάλλον και το κάθε τι με την ίδια του την ύπαρξη. Αυτό το κάτι πολλές φορές το βρίσκω στον όρο του χρόνου καθώς είναι κάτι που κουβαλάει το κάθε τι σε αυτόν τον κόσμο μέσα του. Ο υδροφεμινισμός, ένας όρος νέος για μένα με προσκάλεσε να προσεγγίσω την ρευστότητα και την διασύνδεση μέσω του νερού. Να φανταστώ το «εμείς» όχι ως σταθερή ταυτότητα αλλά ως ένα κοινό σώμα σε διαρκή κυκλοφορία. Στην επιμελητική διαδικασία αυτό το βίωσα με πολλούς τρόπους: ως μια δυναμική ροή μεταξύ των ρόλων του καλλιτέχνη και του επιμελητή που δεν ήταν ποτέ αυστηρά διαχωρισμένοι, ως μια διαδικασία συνομιλίας με την Άννα, με τον τόπο και με τις αναμνήσεις μου. Προσεγγίζοντας τον τόπο καταγωγής μου από έναν νέο ρόλο, όχι πια μόνο ως κάτοικος ή κάποια που επιστρέφει, αλλά ως συνδιαμορφώτρια ενός συλλογικού πλαισίου, ένιωσα αυτή τη ρευστότητα πιο έντονα από ποτέ. Το «εμείς» που προτείνει ο υδροφεμινισμός πέρασε από την θεωρία στην πράξη.\

ΆΣ: Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό ακριβώς ήταν η επιμελητική πρόκληση που θέσαμε στον εαυτό μας. Και η Λουίζα και εγώ είμαστε και οι ίδιες δημιουργοί, εκτός από επιμελήτριες. Η ρευστότητα της θέσης μας, καθώς μετακινούμαστε από τη θέση της δημιουργού στη θέση της επιμελήτριας, η διαρκής εναλλαγή και επαναδιαπραγμάτευση, ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία σε αυτή τη διαδρομή. Δηλαδή να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε μαζί, ως ένα σώμα ρευστό και διασυνδεδεμένο. Και πιστεύω ότι τα καταφέραμε. Υπήρχαν βέβαια και άλλες πτυχές ρευστότητας που ενεπλάκησαν σε αυτό το επιμελητικό εγχείρημα. Φέρουμε και οι δύο μια εντοπιότητα και μια ξενικότητα σε σχέση με τις κοινότητες του Πηλίου. Τόπος καταγωγής αλλά και τόπος φυγής. Τόπος επιστροφής και επανασύνδεσης. Είμαστε ντόπιες και ξένες, σε διαρκή ροή και διαρκή επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης μας με το Πήλιο, και για αυτό θελήσαμε να επιμεληθούμε αυτή την έκθεση μαζί, ακριβώς γιατί μοιραζόμαστε αυτή την ρευστή αντίληψη. Άλλωστε, η ίδια η διαδικασία της επιμέλειας είναι μια διαδικασία ρευστότητας και διασύνδεσης από μόνη της, καθώς καλείσαι να μετατοπιστείς από την δική σου υποκειμενικότητα, προκειμένου να μπορέσεις να δεις και να φροντίσεις το έργο κάποιου άλλου, να το θέσεις σε συνομιλία με άλλα έργα, με νέα συγκείμενα, με νέες κοινότητες και χωρικότητες στο εδώ και τώρα.

– Ζώντας μέσα στα “unpredictable waters” της έκθεσης, υπήρξαν στιγμές που χάσατε το στίγμα σας, ή που χρειάστηκε να επινοήσετε νέο τρόπο πλεύσης;
ΆΣ: Αυτή η έκθεση ήταν εξαρχής για εμάς η επινόηση ενός νέου τρόπου πλεύσης, καθώς προσπαθήσαμε να συνδέσουμε έναν Τοπικό Πολιτιστικό Εξωραϊστικό Σύλλογο με μια κοινότητα σύγχρονων καλλιτεχνών, και να φέρουμε σε συνομιλία ντόπιους κατοίκους, κεντήστρες και χειροτέχνες με σύγχρονους καλλιτεχνικούς τρόπους έκφρασης. Δεν ξέρω αν υπήρξαν στιγμές που χάσαμε το στίγμα μας, αλλά σίγουρα θέσαμε εκ νέου πολλά ερωτήματα. Κατά πόσο και με ποιους τρόπους μπορεί η σύγχρονη τέχνη να συνομιλήσει με πληθυσμούς λιγότερο ή καθόλου εξοικειωμένους με τα μέσα και τις πρακτικές της; Πόσο και πώς μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση ή/και την επεξεργασία του κλιματικού άγχους; Είμαστε πολύ χαρούμενες που η τοπική κοινότητα αγκάλιασε το εγχείρημά μας με ενθουσιασμό και αγάπη, και νιώθουμε ότι μάθαμε πολλά από αυτούς. Και έχουμε να μάθουμε ακόμη περισσότερα.

ΛΒ: Θα έλεγα πως δεν χάσαμε το στίγμα μας, αλλά ίσως το επαναπροσδιορίσαμε στην πορεία όχι μέσα από κάποια κρίση ή απώλεια κατεύθυνσης, αλλά μέσα από μια διαδικασία ανοιχτή και συλλογική. Ξεκινήσαμε από διαφορετικές πλευρές και με τον καιρό οδηγηθήκαμε στο τελικό αποτέλεσμα, σαν πολλά μικρά ρυάκια που οδηγούν σε ένα μεγάλο ποτάμι. Εμπιστευτήκαμε τη ρευστότητα των πραγμάτων και κρατήσαμε ό,τι μας έδινε χώρο για εμβάθυνση. Η διαδικασία είχε πολλή συζήτηση, ανταλλαγή και ακρόαση και πιστεύω πως αυτό είναι το πιο όμορφο όταν δεν δουλεύεις μόνος σου πάνω σε κάτι. Με την Άννα, το ίδιο το νερό ήταν αυτό που μας συνέδεσε κατα κάποιο τροπο. Γνωριστήκαμε πριν έναν χρόνο σε κάποιες ομιλίες στο Πήλιο και πιάσαμε κουβέντα όταν εκείνη έμαθε, μεταξύ άλλων, πως ζω στην Ολλανδία – σε μία χώρα με μακρά και σύνθετη σχέση με το νερό. Αυτή η πρώτη ανταλλαγή στάθηκε ήταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου όταν τελικά συνεργαστήκαμε: με το νερό όχι απλώς ως θέμα, αλλά ως μεθοδολογία.

Φωτ.: Λουίζα Βεργοζήση

Η “απρόβλεπτη ροή” του νερού μοιάζει με τη ροή των συναισθημάτων, της μνήμης, της ιστορίας. Πώς τα αγγίζει αυτά η έκθεση;
ΛΒ: Οι τρεις λέξεις που αναφέρεις -συναισθήματα, μνήμη, ιστορία- είναι παρούσες παντού στην έκθεση. Όχι μόνο ως θεματικές, αλλά ως τρόποι εμπειρίας. Το ίδιο το μέσο του καλλιτεχνικού βιβλίου λειτουργεί σαν ένα σώμα που κουβαλάει μνήμες και συναισθήματα -προσωπικά, τοπικά, συλλογικά. Αυτό που αναδύεται έντονα στην έκθεση είναι η σύνδεση αυτής της ροής με τη μνήμη του τόπου, δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε που η έκθεση γίνεται στις Μηλιές. Το χωριό δεν είναι απλώς το φόντο, είναι ενεργό κομμάτι της έκθεσης. Η πλούσια πολιτισμική ιστορία του χωριού, η σχέση του με το νερό, οι πληγές της πρόσφατης πλημμύρας, όλα αυτά δημιουργούν μια πολυεπίπεδη αφήγηση. Πολλά από τα έργα συνομιλούν και άμεσα με την παράδοση, είτε μέσω της τεχνικής (όπως τα υφαντά), είτε μέσω της σχέσης των καλλιτεχνών με τις προσωπικές ή πολιτισμικές τους ρίζες. Έτσι, το unpredictable waters δεν είναι μόνο ένα σχόλιο για το νερό ως φυσικό στοιχείο, αλλά και για τη ρευστότητα της ταυτότητας, της μνήμης και της ιστορικής συνέχειας. Είναι μια έκθεση που επιτρέπει στη ροή των συναισθημάτων και της παράδοσης να συνυπάρχουν χωρίς να περιορίζονται· να επανεφευρίσκονται.

ΆΣ: Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που το βιβλίο, ένα τόσο παραδοσιακό μέσο, είναι αυτή τη στιγμή μία από τις δημοφιλέστερες σύγχρονες καλλιτεχνικές πρακτικές; Καθώς η σύγχρονη τέχνη εξαϋλώνεται, γίνεται κίνηση, επιτέλεση, εφήμερη χειρονομία, η ανάγκη της καταγραφής επιστρέφει, για να γίνει ίχνος, υπόλειμμα, μαρτυρία. Παραφράζοντας τον Λακάν που μιλά για την τέχνη ως υπόλειμμα της απόλαυσης, θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για το καλλιτεχνικό βιβλίο ως υπόλειμμα ή ίχνος της διονυσιακής επιτέλεσης. Όλα τα βιβλία που φιλοξενεί η έκθεση φωτίζουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο τη ροή των συναισθημάτων, της μνήμης και της ιστορίας. Μακάρι να είχαμε τον χώρο και τον χρόνο να σας μιλήσω για καθένα από αυτά. Θα αναφερθώ εν είδει παραδείγματος σε ένα από τα αγαπημένα μου, το βιβλίο της Ντάνας Παπαχρήστου, ένα υβριδικό βιβλίο που ρέει ανάμεσα στο πολιτικό μανιφέστο, το λογοτεχνικό κείμενο, το δοκίμιο και τη μουσική παρτιτούρα, και είναι γραμμένο, ζωγραφισμένο, σχεδιασμένο πάνω σε παλαιές τραπεζικές μετοχές.

– Ζούμε σε εποχές αβεβαιότητας — κοινωνικής, κλιματικής, πολιτικής. Πιστεύετε πως η τέχνη μπορεί να μας βοηθήσει να διαχειριστούμε αυτή τη ρευστότητα χωρίς να διαλυθούμε;
ΆΣ: Ναι. Γιατί μόνο η τέχνη μπορεί να δημιουργήσει τον απαραίτητο ψυχικό χώρο, ο οποίος μπορεί να μας επιτρέψει να διαχειριστούμε την παραδοξότητα και την ετερότητα. Γιατί η τέχνη δεν λειτουργεί από θέση βεβαιότητας, αλλά από θέση αμφισημίας, αναδεικνύοντας μια πραγματικότητα πολύπλευρη, ακόμη και αντιφατική. Ίσως κάποιες φορές η ρευστότητα να είναι δύσκολη, είναι όμως αναγκαία για να μην ζει κανείς σε τύφλωση, δρώντας αυτοκαταστροφικά για τον ίδιο και το περιβάλλον. Επομένως, σίγουρα ναι, πιστεύω ότι η τέχνη μπορεί να μας βοηθήσει να διαχειριστούμε την κοινωνική, κλιματική και πολιτική αβεβαιότητα χωρίς να διαλυθούμε. Για την ακρίβεια πιστεύω ότι μόνο η τέχνη μπορεί.

 ΛΒ: Η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει άμεσα τις κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες, αλλά μπορεί να ανοίξει χώρους διαλόγου. Στην περίπτωση της δικής μας έκθεσης, είδα πόσο διαφορετικά αρχίζουν οι άνθρωποι να μιλούν για την πλημμύρα όταν το κάνουν μέσα από το πλαίσιο της τέχνης. Όταν μοιράζονται μια ανάμνηση, μια εικόνα, ένα συναίσθημα μέσα από μια δημιουργική διαδικασία, ένα κομμάτι του φόβου μαλακώνει, μετατοπίζεται, ίσως απομυθοποιείται. Η τέχνη σε προσκαλεί να είσαι ανοιχτός, κι αυτό κάνει τεράστια διαφορά όταν μιλάμε για δύσκολα ή αβέβαια θέματα. Σε εποχές όπως η σημερινή, με τόσο έντονη κοινωνική, πολιτική και κλιματική ρευστότητα, η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα: όχι για να λύσει τα προβλήματα, αλλά για να μας κρατήσει σε επαφή με την ανθρωπιά μας, με τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να μετασχηματίσουμε, να αντέξουμε. Αβεβαιότητα υπήρχε πάντα και θα συνεχίσει να υπάρχει. Το ερώτημα είναι πώς τη διαχειριζόμαστε. Για μένα, η τέχνη είναι ένας από τους πιο ουσιαστικούς τρόπους γιατί δεν σου ζητά να έχεις απαντήσεις, αλλά να συνεχίσεις να ρωτάς, να νιώθεις και να φαντάζεσαι.

LINE

ΙΝΦΟ: Η έκθεση unpredictable waters σε επιμέλεια της Λουίζας Βεργοζήση και της Άννας Στρούλια  και οργάνωση της ΑΜΚΕ ististist project παρουσιάζεται έως τις 10 Αυγούστου 2025 στο Ευδόξειο Πνευματικό Κέντρο στις Μηλιές Πηλίου, υπό την αιγίδα του Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου Μηλέων «Γρηγόριος Κωνσταντάς» και του Δήμου Νοτίου Πηλίου.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.