Η Άννα Ράζου είναι ιατροδικαστής στο Ασκληπιείο Βούλας τα τελευταία 7,5 χρόνια. Πολλοί συνδέουν τον ιατροδικαστή αυτομάτως με ένα πτώμα όμως στην πραγματικότητα οι ιατροδικαστές έχουν ως αρμοδιότητα και την εξέταση των ανθρώπων που καταγγέλλουν σωματική κακοποίηση ή/και βιασμό. Η γιατρός μου εξηγεί πως στη συντριπτική τους πλειονότητα τα θύματα είναι γυναίκες. Από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Σεπτέμβριο η ιατροδικαστής ταυτοποίησε στο ιατρείο της στο Ασκληπιείο 468 περιστατικά. Απο αυτά τα περιστατικα 90% ήταν Ελληνίδες, 68% ήταν έγγαμες , 55% ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα 35-55.
Τον Νοέμβριο διοργάνωσε στο νοσοκομείο μια ημερίδα με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών. Η Άννα Ράζου είναι μια γιατρός που η καθημερινότητά της τη βάζει αυτομάτως στο πλευρό των κακοποιημένων γυναικών και η δράση της αποσκοπεί στην απονομή δικαιοσύνης και στην ενδυνάμωση των γυναικών.
Να τι μάθαμε συζητώντας μαζί της.
– Οι περισσότεροι άνθρωποι συνδέουν την ιατροδικαστική με τους νεκρούς και αγνοούν ότι εξετάζετε περιστατικά κακοποίησης και βιασμών. Έχετε αντιμετωπίσει κι εσείς αυτή την άγνοια από πλευράς του κόσμου;
Η ιατροδικαστική είναι μια επιστήμη που για πάρα πολύ καιρό ήταν κρυμμένη πίσω από ένα μυστήριο. Πολλοί άνθρωποι αγνοούσαν τι ακριβώς κάνει ένας ιατροδικαστής, ποια είναι η δουλειά του, πώς μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος ιατροδικαστής και ποια είναι η επαγγελματική του καθημερινότητα. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει μια διαδικασία ενημέρωσης και από την πλευρά τη δική μας, των γιατρών, αλλά και από την κοινωνία που αναζητά να μάθει πού μπορεί να είναι χρήσιμος ένας ιατροδικαστής για έναν άνθρωπο. Δεν ήμαστε όμως σε καλό επίπεδο γιατί είναι ακόμη πολύ υψηλό το ποσοστό των ανθρώπων που όταν τους λέω τι ειδικότητα έχω σκέφτονται αμέσως τα πτώματα, τις νεκροτομές, τα εγκλήματα. Πιστεύω όμως ότι παράλληλα υπάρχει ένας ικανοποιητικός αριθμός ανθρώπων που γνωρίζει πλέον ότι ένας ιατροδικαστής εξετάζει τα θύματα του βιασμού ή άλλης σωματικής κακοποίησης.
– Τι πρέπει να κάνει μια γυναίκα που έχει δεχτεί ενδοοικογενειακή βία;
Πολύ σωστή ερώτηση. Το πρώτο που πρέπει να κάνει είναι να φύγει μακριά από τον κακοποιητή, γιατί όσο πιο γρήγορα καταφέρει να απομακρυνθεί από τον δράστη τόσο λιγότερες κακώσεις θα έχουμε και θα είναι πιο ασφαλής η ίδια. Μετά θα πρέπει να καταφύγει στο πρώτο και πιο κοντινό της Αστυνομικό Τμήμα. Μιλάμε πάντα για τις περιπτώσεις που είναι σε θέση να περπατήσει ή που τα τραύματα δεν είναι τόσο σοβαρά που να χρειάζονται επειγόντως πρώτες βοήθειες. Θα καταγγείλει το περιστατικό, η διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη, δεν χρειάζεται να πληρώσει παράβολο ή οτιδήποτε άλλο. Το σημαντικό είναι ότι η παραλαμβάνει από την Αστυνομία την απαραίτητη εντολή, έγγραφο δηλαδή, για να την εξετάσει ιατροδικαστής του Δημοσίου, της περιοχής ή της περιφέρειας της προκειμένου να ταυτοποιήσει το αληθές της καταγγελίας. Με το πόρισμα του ιατροδικαστή ολοκληρώνεται η δικογραφία και αποστέλλεται στον Εισαγγελέα για να πάρει σειρά η υπόθεσή της. Θα της δοθούν οδηγίες για το μπορεί να κάνει περαιτέρω.
– Πολλές φορές όμως έχουν υπάρξει καταγγελίες ότι γυναίκες που έφτασαν σε αστυνομικά τμήματα για να αναφέρουν περιστατικό κακοποίησης άκουσαν παραινέσεις του τύπου «δεν έγινε τίποτα, γύρισε σπίτι σου, μην το τραβάς κι εσύ το σκοινί».
Αυτό ήταν συνηθέστερο παλιότερα και όντως συνέβαινε συχνά. Τα τελευταία χρόνια όμως έχω δει διαφορά και κυρίως τα τρία τελευταία που έχουν θεσπιστεί τα γραφεία κατά της ενδοοικογενειακής βίας στην ελληνική αστυνομία που είναι στελεχωμένα με αξιωματικούς που έχουν εμπειρία και εκπαίδευση στο αντικείμενο. Υπάρχει μεν βελτίωση αλλά σίγουρα ακόμη τα πράγματα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι.
– Σε περιπτώσεις βιασμού τι κάνετε ως ιατροδικαστής;
Στον βιασμό καλούμαστε ως γιατροί να πάρουμε δείγμα DNA και να βρούμε στοιχεία ταυτοποίησης του δράστη. Ο βιασμός είναι ένα πολύ σοβαρό κακούργημα και απαιτείται συγκεκριμένη μεθοδολογία στην εξέτασή του, σωστά δείγματα που θα παρθούν όσο το συντομότερο δυνατόν γίνεται και η γυναίκα να μην έχει πλυθεί και να μην έχει αλλάξει ρούχα.
– Έρχονται μόνες τους τους οι γυναίκες εδώ;
Εξαρτάται σε τι κατάσταση βρίσκονται. Πολλές δεν είναι σε καθόλου καλή κατάσταση δηλαδή είναι σε σοκ και έρχονται συνοδεία περιπολικού. Το ζήτημα είναι ότι ο χρόνος που διαθέτουμε για να γίνει σωστά η εξέταση του βιασμού είναι πολύ μικρός.
– Δηλαδή;
72 ώρες. Στην Ελλάδα είναι δύσκολα τα πράγματα, δεν υπάρχει ιατροδικαστής σε κάθε μικρό νησί για παράδειγμα κι έτσι μια γυναίκα που έχει υποστεί βιασμό καλείται να ταξιδέψει -χωρίς να πλυθεί, χωρίς να αλλάξει ρούχα γιατί αλλιώς χάνονται πολλά σημαντικά στοιχεία- μέχρι να φτάσει στον κοντινότερο της ιατροδικαστή που θα την εξετάσει. Έχω δει πάρα πολλά περιστατικά βιασμού. Όταν μπαίνει από την πόρτα μια γυναίκα που ήρθε να καταγγείλει έναν βιασμό, δεν χρειάζεται να μιλήσει. Είναι σοκαριστικό πόσο ξεκάθαρα φαίνεται η ψυχολογική της κατάσταση. Την πρώτη φορά που θα το δεις, δεν το ξεχνάς ποτέ. Είναι τόσο έντονη η παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που τα λόγια είναι περιττά, τη βλέπεις μπροστά σου.
– Είναι πιο εύκολο για μια γυναίκα που έχει υποστεί βία να δεχτεί εξέταση από γυναίκα ιατροδικαστή;
Δεν νομίζω ότι είναι το φύλο αυτό που μας καθορίζει αλλά τι είδους άνθρωποι είμαστε. Άρα πιστεύω ότι αν ο τρόπος προσέγγισης ενός γιατρού, ανεξάρτητα του φύλου του, είναι σωστός θα σεβαστεί τον άνθρωπο που έχει απέναντι του. Ξέρετε εγώ εξετάζω και άντρες, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να είμαι το ίδιο ευγενική, να δείξω τον ίδιο σεβασμό. Δεν μας καθορίζει το φύλο αλλά η ανθρωπιά μας.
– Υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών που ενώ έχουν υποστεί βία από κακοποιητή δεν θέλουν να το παραδεχτούν αλλά προβάλλουν δικαιολογίες «έπεσα από τη σκάλα», «χτύπησα σε πόμολο»; Και πώς διαχειρίζεστε αυτές τις περιπτώσεις;
Συμβαίνει πολλές φορές. Είμαι 7,5 χρόνια στο Ασκληπιείο Βούλας. Το πρώτο διάστημα οι συνάδελφοι γιατροί στα επείγοντα, επειδή είχαν τα δικά τους βιώματα, είχαν την νοοτροπία «μη μπλέξω», «μη μπω σε αυτή τη διαδικασία». Με τον καιρό όμως όταν είδαν πόσο χρήσιμη είναι η δουλειά του ιατροδικαστή σε αυτές τις περιπτώσεις και ότι οφείλουμε να βοηθήσουμε τις κακοποιημένες γυναίκες ακόμη παραπάνω και όχι μόνο δίνοντάς τους τις πρώτες βοήθειες. Μπορούμε να βοηθήσουμε στηρίζοντας τες και λέγοντας τους ότι πρέπει να φύγουν από το κακοποιητή, ότι δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο να του ασκείται βία σε οποιαδήποτε μορφή και ότι δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται γιατί το ξέρουμε πια ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο φόβος. Ο φόβος είναι που μας σταματάει να έρθουμε σε αυτό το γραφείο να εξεταστούμε, ο φόβος μας κάνει να σκεφτόμαστε πως αν κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε την κατάσταση θα γίνει κάτι χειρότερο ενώ το χειρότερο έχει ήδη συμβεί. Αν νιώσει η γυναίκα ότι υπάρχουν γιατροί, δομές, άνθρωποι που μπορούν να τη βοηθήσουν θα κάνει το βήμα. Το πιο συχνό συναίσθημα που λαμβάνουμε από τα θύματα είναι ότι νιώθουν ότι βρίσκονται σε αδιέξοδο που εκφράζεται ως «Δεν έχω πού να πάω», «Έχω μικρά παιδιά», «Είμαι σ’ αυτήν την οικογένεια για x κοινωνικούς, οικονομικούς αλλά και πολλές φορές συναισθηματικούς λόγους ή επειδή αισθάνομαι ενοχή». Ό,τι κι αν έχεις κάνει κανένας δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει βία επάνω σου. Αυτό πρέπει να τους το λέμε και να τους το δείχνουμε εμπράκτως.
– Από την πείρα σας βλέπετε ότι οι γυναίκες αυτές αλλάζουν το αρχικό αφήγημα και παραδέχονται ότι έχουν υποστεί βία;
Ναι, όταν βλέπουν ότι τους εξηγούμε τι πρέπει να κάνουν, ότι δεν χρειάζεται να έχουν άγχος και φόβο αλλά ότι υπάρχει μια διαδικασία που ακολουθώντας την θα είναι ασφαλείς. Στην αρχή ντρέπονται να παραδεχτούν ότι είπαν ψέματα αλλά μόλις καταλάβουν ότι δεν έχουν λόγο να ντρέπονται, ότι δεν είμαστε εδώ για να κρίνουμε κανέναν παρά μόνο για να βοηθήσουμε και ότι είμαστε μαζί τους τότε αλλάζουν. Το πρόβλημα όμως δεν είναι να τις πείσουμε ότι αυτό που έγινε είναι ένα σοβαρότατο ποινικό αδίκημα που πρέπει να καταγγελθεί για να σταματήσει, το πρόβλημα είναι το μετά, αφού την έχω δει, την έχω εξετάσει, έχω γράψει το πόρισμά μου και αυτό έχει σταλεί στον εισαγγελέα.
– Τι γίνεται μετά;
Τα πράγματα δυστυχώς πολλές φορές δεν εξελίσσονται καλά γιατί υπάρχει έντονη ψυχολογική πίεση προς αυτές τις γυναίκες. Ο κύκλος της βίας είναι πολύ χαρακτηριστικός και είναι πάντα ο ίδιος.
– Ποιος είναι αυτός ο κύκλος;
Ο δράστης θα προσπαθήσει να προσεγγίσει συναισθηματικά τη γυναίκα, θα της πει ότι έκανε λάθος και ότι δεν θα το ξανακάνει, θα της ζητήσει να προσπαθήσουν ξανά για χάρη των παιδιών, για χάρη της αγάπης τους, θα θελήσει να την πείσει ότι αυτό ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό και ότι δεν θα ξανασυμβεί. Αυτό έχει ως κατάληξη πολλά από τα περιστατικά που εξετάζονται από τον εισαγγελέα να αποσύρονται. Οι γυναίκες συχνά αποδέχονται όσα τους λέει ο δράστης, μπαίνουν πάλι μέσα στο κύκλο και μετά έχουμε εκ νέου κακοποίηση. Το χειρότερο είναι ότι συνήθως την επόμενη φορά που θα κακοποιηθεί αυτή η γυναίκα θα κακοποιηθεί πολύ βαρύτερα από την προηγούμενη φορά. Πολλές φορές το θύμα, λόγω της συμπεριφοράς του δράστη, μπαίνει σε έναν κύκλο ενοχής και πιστεύει ότι αν είναι «καλή», εκείνος δε θα τα κάνει αυτά. Το πραγματικά δύσκολο κομμάτι είναι όταν οι γυναίκες φεύγουν από εδώ, κλείνουν τα φώτα και πάνε σπίτι τους. Το θέμα είναι να δώσουμε σ’ αυτές τις γυναίκες τη δύναμη να πιστέψουν ότι τα πράγματα θα πάνε καλά, ότι μπορούν να τα καταφέρουν και μόνες τους, ότι μπορούν να αισθανθούν ασφαλείς αυτές και τα παιδιά τους εφόσον υπάρχουν, ότι μπορούν να εργαστούν και να είναι ανεξάρτητες.
– Όταν καλείστε από το δικαστήριο να παραστείτε σε μια δίκη και να καταθέσετε ως ιατροδικαστής σχετικά με το πόρισμά σας τι παρατηρείτε; Γιατί βλέπουμε δυστυχώς ότι τις περισσότερες φορές η διαδικασία επανατραυματίζει τις επιζήσασες.
Δυστυχώς όπως έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα το θύμα αναγκάζεται να πει πολλές φορές τι έχει συμβεί. Αρχικά πρέπει να το πει στις αστυνομικές αρχές, μετά στον ιατροδικαστή, μετά στον εισαγγελέα κι όλο αυτό είναι πολύ τραυματικό. Οι ιατροδικαστές δεν εστιάζουμε τόσο στις λεπτομέρειες του περιστατικού αλλά στη σωματική ακεραιότητα των γυναικών αλλά εκείνη δεν παύει να θυμάται και να μπαίνει ξανά σε αυτή τη διαδικασία. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα πράγματα είναι αλλιώς: στο ιατρείο του ιατροδικαστή υπάρχει ειδικός χώρος υποδοχής των θυμάτων όπου εκεί βρίσκεται μαζί με την καταγγέλλουσα μόνο μια ψυχολόγος ειδική στη διαχείριση τέτοιων περιστατικών. Υπάρχει ένα γυάλινο τζάμι που πίσω του βρίσκεται ο ιατροδικαστής, ο εισαγγελέας και ένας αστυνομικός και δεν υπάρχει οπτική επαφή. Η ψυχολόγος είναι συνδεδεμένη με ακουστικό με τις τρία αυτά πρόσωπα, τα ερωτήματα τίθονται μία φορά., όλοι ακούν τις απαντήσεις μία φορά, κατόπιν ο ιατροδικαστής εξετάζει τις κακώσεις και ολοκληρώνεται εκεί η διαδικασία. Είναι μια δύσκολη χώρα γεωγραφικά η Ελλάδα, για παράδειγμα υπάρχουν πολλά νησιά, αλλά έχουμε τα παραδείγματα από το εξωτερικό για να δούμε πώς μπορούμε να φτιάξουμε τη διαδικασία με τέτοιο τρόπο ώστε να μην επανατραυματίζεται το θύμα και να το προστατεύσουμε και ως προς το ψυχολογικό κομμάτι. Όλοι οι γιατροί από όλες τις ειδικότητες είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε τις γυναίκες, πρώτα σωματικά και κατόπιν ψυχολογικά.
– Παίζει ρόλο και η κοινωνική επικαιρότητα όσον αφορά τις καταγγελίες;
Μετά την αλλαγή του οικογενειακού δικαίου το καλοκαίρι και με τον νόμο περί συνεπιμέλειας είχαμε την πρώτη εβδομάδα 15 καταγγελίες από μπαμπάδες για κακοποίηση ανήλικων παιδιών από μαμάδες. Καμία καταγγελία δεν ήταν αληθής όπως έδειξε η εξέταση. Προφανώς αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ούτε τυχαίο δεν είναι ότι αρκετές φορές σε κακά διαζύγια μαμάδες φέρνουν εδώ τα παιδιά τους με την κατηγορία της σεξουαλικής κακοποίησης από τους μπαμπάδες αλλά η καταγγελία δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Δυστυχώς εμπλέκονται τα παιδιά σε μια διαμάχη ενηλίκων και για να είμαστε ειλικρινείς είναι τραυματικό για ένα παιδί να έρθει εδώ και να εξεταστεί στα γεννητικά του όργανα ενώ δεν συντρέχει λόγος.
– Πώς είναι τα πράγματα εκτός Αθηνών; Έχετε εικόνα;
Πριν διοριστώ στο Ασκληπιείο Βούλας ήμουν διορισμένη στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πανεπιστημίου Κρήτης. Στο Ηράκλειο Κρήτης τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά όσον αφορά την ενδοοικογενειακή βία. Εκεί τα περιστατικά δεν καταγγέλλονται, έρχονταν σε εμάς μόνο όταν οι κακώσεις ήταν τέτοιου βαθμού που κινδύνευε η ζωή της γυναίκας. Πολλές φορές είχαν έρθει και είχαν πάρει το θύμα μέσα από το ιατρείο μου. Ερχόταν η οικογένεια ή και όλο το χωριό, 500 άτομα, που συχνά οπλοφορούσαν κιόλας, για να την πάρουν πίσω για «να τα βρει» με τον κακοποιητή της. Και εκεί υπήρχαν βέβαια φωτισμένοι άνθρωποι που βοηθούσαν στο έργο μας αλλά γενικά ήταν τρομερά δύσκολες οι καταστάσεις.
– Πέρα από μια βαριά σωματική κακοποίηση τι άλλο είναι που σε σοκάρει στη δουλειά σου;
Υπάρχουν γυναίκες που έρχονται εδώ μετά από πάρα πολλά χρόνια συστηματικής κακοποίησης, 40 χρόνια παντρεμένες με τον δράστη. Η γυναίκα που έχει δεχτεί χρόνια κακοποίηση είναι σαν ένα μικρό πλάσμα γεμάτο ενοχή, γεμάτο φόβο και αγωνία γιατί ξέρει ότι την επόμενη φορά ίσως να μην καταφέρει να βγει ζωντανή. Εκεί βλέπεις έναν άνθρωπο που έχει χάσει τη δύναμή του, την πίστη στον εαυτό του, την πίστη στον κόσμο, την πίστη ότι κάποιος μπορεί να τη βγάλει απ’ αυτή την κατάσταση, βλέπεις την παραίτηση και τον τρομερό φόβο που βιώνει. Αυτές οι γυναίκες συνήθως δεν έρχονται γιατί έχουν πάρει την απόφαση να μη δεχτούν ξανά κακοποίηση αλλά γιατί δεν αντέχουν άλλο. Μου λένε «γιατρέ, προτιμώ να ζήσω εδώ έξω στο παγκάκι παρά να με χτυπήσει ξανά».
– Υπάρχουν περιστατικά που έχεις εξετάσει που λόγω της βιαιότητας των χτυπημάτων και της έκτασης των τραυμάτων αποκτούν αναπηρία;
Φυσικά. Υπάρχουν γυναίκες που έφτασαν εδώ με πολύ βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, με πολύ μακρύ χρόνο νοσηλείας γιατί τα τραύματα είναι τόσο σοβαρά που χρειάζονται όχι ένα χειρουργείο αλλά πολλά. Ένα περιστατικό που πάντα το θυμάμαι με πολύ μεγάλο ζόρι αφορούσε μια μητέρα τριών ανήλικων παιδιών. Την πρώτη φορά που ήρθε ήταν πολύ διστακτική, την εξέτασα, δεν είχε πολύ σοβαρές κακώσεις αλλά είχε κακώσεις. Της μίλησα, της είπα ότι δεν πρέπει να συμβεί ξανά, της εξήγησα ποια είναι η διαδικασία για να καταγγείλει, τι μπορεί να κάνει από εκεί και πέρα. Έγινε ο κύκλος βίας που σας περιέγραψα νωρίτερα, δηλαδή η συναισθηματική-ψυχολογική προσέγγιση εκ μέρους του δράστη με αιχμή του δόρατος τα τρία ανήλικα παιδιά. Μετά από περίπου έξι μήνες, ήρθε στα Επείγοντα, χωρίς τις αισθήσεις της, χρειάστηκε χειρουργείο από νευροχειρουργό γιατί οι κακώσεις στο κεφάλι ήταν τόσο σοβαρές που κινδύνευε η ζωή της, νοσηλεύτηκε σε εμάς 14 ημέρες. Εκεί είπα «κι εμείς κάτι λάθος κάνουμε ίσως, δεν έπρεπε να φτάσει η κατάσταση ως εδώ». Αυτή η γυναίκα είναι πια ασφαλής, η υπόθεσή της έχει πάρει τη νομική οδό. Όμως πρέπει κι εμείς ως κοινωνία να αναρωτηθούμε τι άλλο πρέπει να κάνουμε για να βοηθήσουμε. Μπορούμε λοιπόν να ενδυναμώσουμε αυτές τις γυναίκες. Πέρα από τη δουλειά μου που είναι απλή καταγραφή και εξέταση τους εξηγώ ότι δεν υπάρχει αγάπη χωρίς σεβασμό κι αν σου πουν ότι σε αγαπάνε αλλά σε χτυπάνε σου λένε ψέματα γιατί αν αγαπάμε σεβόμαστε, ασχέτως αν διαφωνούμε.