Στη μέση μιας αστικής νύχτας, ανάμεσα σε σταγόνες βροχής που γυαλίζουν στο φως των φαναριών και στη μυρωδιά της βενζίνης, μια πόρτα ανοίγει. Από μέσα της δεν βγαίνει θόρυβος, αλλά μια υπόκωφη ανάσα· ηλεκτρονική, σκοτεινή, σχεδόν υδάτινη. Είναι το Elation, η πρώτη προσωπική δουλειά της Άννας Παπαθανασίου, της φωνής που παράλληλα με την εκρηκτική της παρουσία στους Puta Volcano, εξερευνά τώρα ένα νέο, πιο ηλεκτρονικό και ενδοσκοπικό πεδίο.

Πέντε κομμάτια που γεννήθηκαν σχεδόν αυτόματα, σαν σε κατάσταση κατάληψης, μέσα σε τέσσερις καφκικές ολονυχτίες συνεδρίες στο στούντιο του Γιώργου Δημάκη (Prins Obi), με την εμμονή και την ένταση μιας δημιουργού που γράφει για να λύσει έναν κόμπο στον λαιμό της. Από το post-grunge σύμπαν της μπάντας της, με τον ιδρώτα και τη σκόνη του, η Άννα περνά σε ένα άλλο, πιο ηλεκτρονικό, πιο υγρό, πιο ενδοσκοπικό, πιο κοντά στην ευάλωτη και εύθραυστη θηλυκότητά της, τις δύο όψεις της σελήνης της, όπως η ίδια το περιγράφει.

Το Elation (κυκλοφόρησε τον Ιούνιο σε δική της παραγωγή) μοιάζει με καταγραφή απωλειών, προσωπικών και συλλογικών, αλλά και με μια νυχτερινή εξομολόγηση. Στο σκοτάδι της, η φωνή της Άννα δεν κραυγάζει. Καθόλου… Κυλάει υποδόρια, κρύβεται συνειδητά, σαν να έχει αφαιρεθεί ένας προστατευτικός υμένας. Και πάνω απ’ όλα, δεν ζητά χώρο παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται, αφού αρνείται την υπερεπεξεργασία, μένοντας απόλυτα ειλικρινής και σχεδόν ανεπιτήδευτη.

Όπως λέει, κάποια κομμάτια έχουν σαφή αποδέκτη, τραγουδούν αυτά που είναι μάταιο να ειπωθούν· άλλα μοιάζουν με φωνές που έπρεπε να καταγραφούν ώστε να πάψουν κάποια στιγμή να γρατζουνάνε. Κάθε ηχογράφηση αφήνει πίσω της ένα σημάδι, σαν τις μικρές ουλές που μένουν στα γόνατα από τα πεσίματα της παιδικής ηλικίας. Η συνεργασία με τον Γιώργο και την υπόλοιπη ομάδα (Άξιος Ζαφειράκος, Χρήστος Μπεκίρης, Ανέστης Ψαραδάκος) έγινε σε κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, φωτίζοντας ακόμη περισσότερο το υλικό που ξεκίνησε ως μια προπαραγωγή και κατέληξε σε μια ολοκληρωμένη εξομολόγηση.

Ωστόσο, το νέο EP της Άννας δεν είναι ούτε αρχή, ούτε αποχαιρετισμός. Είναι μια μετάβαση, μια πόρτα που άνοιξε και πίσω της απλώθηκε ένα καινούριο, άγνωστο τοπίο, που καλεί την ίδια να το εξερευνήσει και να το μετατρέψει σε νέο υλικό, ναι διαφορετικό και πιο σαγηνευτικό από εκείνο της μπάντας. Σαν την βόλτα μιας μαύρης γάτας στις αλάνες του Βύρωνα τη νύχτα…

Κι όπως της θύμιζε ο δάσκαλός της, Bob Wilson, λεγοντάς της «Πάντα να θυμάσαι ότι μπορείς να τεντώσεις τον χρόνο με τα χέρια σου», έτσι το Elation μοιάζει ακριβώς με αυτό: μια χειρονομία που τεντώνει τον χρόνο, τον γεμίζει με σκοτάδι και φως, και τον αφήνει να αναπνεύσει.

Άννα Παπαθανασίου
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

LINE

– Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά, και αυτό σημαίνει μια πρώτη ερώτηση, τυπική: Πώς από την εκρηκτική ενέργεια των Puta Volcano σε κάτι πιο πειραματικό και ηλεκτρονικό τώρα: ποιο ήταν το εσωτερικό σου έναυσμα για αυτό το άνοιγμα;
 Η αλήθεια είναι ότι αυτό το υλικό γεννήθηκε οργανικά, σαν μια μορφή αυτόματης γραφής. Υπήρχε μέσα μου καιρό, και σχεδόν σε μια κατάσταση «κατάληψης» έγραφα το ένα κομμάτι μετά το άλλο. Συνολικά δημιουργήθηκαν 16 tracks, από τα οποία επιλέξαμε αυτά τα 5. Οι Puta εκφράζουν τη heavy, post-grunge, αρσενική μου πλευρά. Το Elation είναι η ευάλωτη, εύθραυστη θηλυκότητά μου. Οι δύο όψεις της σελήνης. Τα ακούσματά μου, πέρα από τις heavy καταβολές, είναι εξαιρετικά ρευστά· αν σκεφτεί κανείς ότι ο αγαπημένος μου δίσκος είναι το Untitled των Sigur Rós, που τον άκουσα για πρώτη φορά ζωντανά το 2003 και ένιωσα πως ο χρόνος σταμάτησε. Για μένα, το πειραματικό έχει τη σωματική ακινησία της στιγμής που ακούς τόσο προσεκτικά, ώστε σχεδόν αφουγκράζεσαι τον ίδιο σου τον παλμό.

– Το πρώτο σου προσωπικό EP μοιάζει σαν να ξεκλειδώνεις ένα δωμάτιο που έκρυβες καιρό (και από εσένα την ίδια, μάλλον), και τώρα κάνεις πάρτυ και μας προσκαλείς να δούμε τι παίζει. Πόσο καιρό μαγειρευόταν αυτό μέσα σου; Από το λίγο που σε ξέρω, θα τολμήσω να ρωτήσω, αν αυτός ο νέος ήχος σε απομακρύνει ή σε φέρνει πιο κοντά στον πυρήνα του εαυτού σου;
Πολύ όμορφη η εικόνα του χώρου που δημιούργησες — είναι ουσιαστικά ο δικός μου τόπος, που μέχρι πρόσφατα παρέμενε κάπως μυστικιστικά αθέατος προς τα έξω. Η απόφαση να κυκλοφορήσει ο δίσκος δεν σου κρύβω ότι με δυσκόλεψε αρκετά· ένιωθα σαν να ξεφλουδίζω ένα κρεμμύδι, φτάνοντας όλο και πιο κοντά στην ευαλωτότητά μου, αυτή τη φορά μοναχικά, χωρίς το πλαίσιο που ως τώρα μου πρόσφερε η μπάντα. (Η ειρωνεία είναι πως, μέχρι και τα τέσσερά μου, στα γενέθλιά μου συνήθιζα να εξαφανίζομαι για λίγο και να εμφανίζομαι γυμνό μπροστά σε όλους τους καλεσμένους). Ίσως, λοιπόν, να πω πως με αυτή τη δουλειά επέστρεψα στον πυρήνα μου.

– Μετά από τόσα χρόνια σε ένα συγκρότημα, πώς είναι να βρίσκεσαι μόνη στην ευθύνη ή και στη “σιωπή” του στούντιο;
Ως εικαστικός αλλά και ως μουσικός το «μόνη» είναι το απόλυτα οικείο και έρχεται ως φυσική ανάγκη. Περνάω αδιαπραγμάτευτα πολλές ώρες της ημέρας μόνη, στο χώρο μου, είναι ατομικό άθλημα η δημιουργία. Και σαφώς αντισταθμίζεται με μοίρασμα και συνύπαρξη. Η αρχή όμως ξεκινάει στη σιωπή και την εσωτερικότητα. Ο εαυτός με τον εαυτό. Ένα αυτό-πορτραίτο από θ(τ)ραύ-σ-ματα.

Άννα Παπαθανασίου
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Το νέο EP μοιάζει με νυχτερινή εξομολόγηση. Έπρεπε να πεθάνει κάτι μέσα σου για να γεννηθεί αυτός ο ήχος;
Ναι, γράφτηκε σε τέσσερις συνεχόμενες ολονυχτίες, με έναν σχεδόν καφκικό χαρακτήρα. Σε μια κατάσταση tunnel vision που ακροβατούσε στα όρια της αυτοκατανάλωσης, εμμονικά, χωρίς διαλείμματα. Θάνατοι γύρω μου και μέσα μου, μια πολύ βαριά προσωπική ασθένεια. Προσπαθούσα να ισορροπήσω πάνω σε νερό. Στην ουσία, πρόκειται για μια καταγραφή απώλειας· τόσο στο προσωπικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο.

– Πώς μεταφράζεται η φωνή σου στο νέο τοπίο; Είναι ακόμα όπλο ή έχει γίνει και καταφύγιο;
Η φωνή μου εδώ είναι κάτι που κυλάει υποδόρια, κρύβεται πολύ καλά, και μάλιστα συνειδητά. Σε όλες τις άλλες στιγμές και συνθήκες, μοιάζει σαν να έχω αφαιρέσει έναν προστατευτικό υμένα που φύλαγε το εσωτερικό μου. Είναι απλώς αυτό που λέει· δεν επιδιώκει να καταλάβει περισσότερο χώρο απ’ όσο χρειάζεται μέσα στα κομμάτια και στη σύνθεση.

– Τα νέα κομμάτια μιλούν σε κάποιον; Ή είναι περισσότερο μια παρέα από φωνές στο κεφάλι σου που έπρεπε να ηχογραφηθούν για να πάψουν;
Κάποια έχουν σαφή κατεύθυνση· σαν να τραγουδούν αυτό που είναι μάταιο να ειπωθεί, ή ακόμη και σαν μια ομολογία αυτοαναφορική. Τα έγραψα για να λύσω τον κόμπο στον λαιμό, για να μετουσιωθεί αυτή η ενέργεια, να ειπωθούν όσα έπρεπε, και ίσως έτσι να θεραπευτούν.

– Έχεις καταφέρει να προστατεύσεις τον πυρήνα σου ή κάθε φορά που γράφεις αφήνεις κάτι από σένα πίσω;
Δεν υπάρχει ακριβώς ένας «πυρήνας». Η υπερέκθεση, είτε στο εικαστικό είτε στο μουσικό κομμάτι, είναι αυτή που δημιουργεί τη σύνδεση, που γεννά νέες χωρικές αφηγήσεις και καταρρίπτει οποιαδήποτε εικόνα, ή περσόνα, ίσως προσπαθεί να υπερισχύσει. Ναι, αφήνω κάτι· αν όχι πίσω, τότε σίγουρα κλείνει μια μικρή ανοιχτή πληγή, αφήνοντας ένα σημάδι, σαν εκείνα που μένουν όταν πέφτουμε με τα γόνατα μικροί.

– Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο στην ηχογράφηση; Η τεχνική πλευρά ή η συναισθηματική έκθεση; Ηχογραφήθηκε ολόκληρο στο στούντιο του Γιώργου και πώς εξελίχθηκε η συνεργασία με τον Prins Obi;
Το καθαρά τεχνικό κομμάτι της ηχογράφησης δεν με δυσκόλεψε καθόλου. Ο Obi με φρόντισε και μου έδωσε τον χώρο και την ασφάλεια να αποτυπώσουμε όσα έφερα στο στούντιο ως προπαραγωγή, προσθέτοντας (με αγάπη) ακόμη περισσότερα στο φως. Το ίδιο και η συμβολή του Άξιου στο “Didjeridoo”, τον οποίο ευχαριστώ, όπως και όλη την ομάδα που δούλεψε για τις μίξεις και το τελικό μάστερινγκ. Όσο για το πώς εξελίχθηκε η συνεργασία, θα πρέπει να ρωτήσουμε και τον Obi, που πλέον με γνωρίζει πολύ καλά και πίστεψε βαθιά στο αφήγημά μου. Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη συνθήκη και πιο après avant-garde συνύπαρξη με τον παραγωγό μου. Τον ευχαριστώ για την υ-(ε)π(ι)μονή του.

– Πώς ορίζεις πλέον το «σκοτεινό»; Το πολύ προσωπικό; Είναι ηχητικό; Πιο ποιητικό; Ή είναι ένας τρόπος να ζεις και να γράφεις πιο τίμια;
«Το πιο σκοτεινό σημείο είναι αυτό που βρίσκεται δίπλα στη λάμπα» — το φως. Με ζωγραφικούς όρους, θα το παρομοίαζα με ένα κιαροσκούρο. Το αντιλαμβάνομαι ως απόχρωση, όχι ως κάτι που πρέπει να δαιμονοποιείται. Θα το χαρακτήριζα μετα-ρομαντικό: ειλικρινές και κάπως ανεπεξέργαστο. Είναι ο τρόπος που ζω, και αυτό αποτυπώνεται (ναι) με ήχο, εικόνα, σκέψη, επιτέλεση.

Άννα Παπαθανασίου
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Πριν φτάσω στις δικές μου εκτιμήσεις, θέλω να σε ρωτήσω: Αυτό το EP εσύ πώς ακριβώς το βλέπεις; Είναι μια αρχή, ένα διάλειμμα ή ένας αποχαιρετισμός;
Αυτό το EP είναι. Αρχή; Ίσως — τουλάχιστον στη σύνθεσή του. Γράφτηκε μέσα σε ένα διάλειμμα. Αποχαιρετισμός όμως δεν θα το έλεγα. Είναι περισσότερο σαν μια πόρτα που άνοιξε· κι εγώ πλέον περπατάω μέσα σε κάτι καινούριο, που είχε μείνει κλειστό για καιρό και τώρα με καλεί να το εξερευνήσω και να το μετατρέψω σε νέο υλικό.

– Το σκοτάδι σε κρύβει ή σε αποκαλύπτει; Όταν ρωτάς Can you see through the dark?, μιλάς σε κάποιον εκεί έξω ή σε εκείνο το κομμάτι του εαυτού σου που σε κοιτάζει από μέσα σου;
Στο “Can you see through the dark?” μιλάω προς τα έξω — όχι ρητορικά, αλλά περιμένοντας πραγματικά μια απάντηση. Πλατωνικά, σαν το σπήλαιο του Πλάτωνα. Το φυσικό σκοτάδι πιστεύω ότι μας καλεί να οξύνουμε την όραση και να εκπαιδεύσουμε τα οπτικά μας νεύρα, ώστε να διακρίνουμε τα σχήματα που αναδύονται όταν όλα είναι σε παύση και σιωπή. Αυτό συνδέεται και με τη νευροδιαφορετικότητά μου· στο σκοτάδι σταματά η αισθητηριακή υπερφόρτωση και μπορώ να δω καθαρά.

– Η stoner μουσική έχει κάτι από έρημο και ιδρώτα. Η νέα δουλειά σου εμένα μου θύμισε βροχή, πόλη και βενζίνη τη νύχτα. Δεν ξέρω, συμφωνείς; Πώς το βλέπεις εσύ;
Η stoner (αν και για μένα αυτό που βγάζουν οι Puta είναι πιο κοντά στο post-grunge) έχει σίγουρα πολύ ιδρώτα, ειδικά στη σκηνή. Αστική έρημος, ναι, αλλά και πολύ… σύμπαν. Το Elation, αντίθετα, είναι πιο νοτισμένο, διάβροχο, νυχτερινό· σαν μαύρη γάτα που κινείται ανάμεσα σε πρασινάδες και πέτρες τη νύχτα. Το κοινό σημείο και των δύο; Η βενζίνη και η πορεία. Το κομμάτι που έδωσε και τον τίτλο στο EP, Elation, γράφτηκε σχεδόν μόνο του, ενώ οδηγούσα στην Αττική Οδό, ένα μεσημέρι Αυγούστου, επιστρέφοντας τη μητέρα μου από τις διακοπές της. Ήταν ακριβώς αυτή η στιγμή: παροδικότητα, ψυχική ανάταση και δρόμος. Όπως μου έλεγε και ο δάσκαλός μου, Bob Wilson — που δυστυχώς έφυγε πρόσφατα — «πάντα να θυμάσαι ότι μπορείς να τεντώσεις τον χρόνο με τα χέρια σου». Always remember you can stretch time with your hands.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.