Η Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι ένας από τους δεκάδες λόγους που αποδεικνύουν ότι είναι αφελές και στενόμυαλο να αποφεύγουμε να διαβάζουμε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες συγγραφείς.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Ρεύματα και τη συλλογή διηγημάτων Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη, το 1994, η οποία, πρόσφατα κυκλοφόρησε ανανεωμένη και με νέα διηγήματα από γνωστή εφημερίδα.
Το πρώτο της μυθιστόρημα, Γιάντες, απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω, το 1996. Στην αμερικανική μετάφραση του βιβλίου της Θα ήθελα απονεμήθηκε το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών το 2008. To ίδιο έργο πήρε επίσης το βραβείο Liberis Liber των ανεξάρτητων καταλανικών εκδοτικών οίκων και ήταν υποψήφιο για το βραβείο Best Book in Translation του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ. Για το βιβλίο της Λαμπερή μέρα απέσπασε το Βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών.
Έχει γράψει οκτώ μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και αρκετά παιδικά βιβλία. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες.
Όταν την διαβάζω, κι ας μην μου αρέσουν όλα το ίδιο, κιτρινίζω από ζήλεια που δεν έγραψα εγώ πρώτη κάτι από όλα της. Έχει την ικανότητα να σε μαυλίζει με μια περίοδο λόγου και, απρόσμενα, να εμφανίζει μια λεπίδα αστραφτερή στην μέση της στρογγυλάδας: μια απείθαρχη λέξη, μια φράση-πυρκαγιά. «Τα μάτια μου γελούσαν από μέσα, ο αμφιβληστορειδής χόρευε», λέει. Μία μόνο από τις χιλιάδες φράσεις που έχει γράψει, πυρπολώντας τον ρεαλισμό, αλλά μην προδίδοντάς τον, κατ’ ουσία, στγιμή.
Όταν διαβάζω την Αμάντα Μιχαλοπούλου κλαίω και χαμογελάω, γι’ αυτό ήθελα να την ρωτήσω όχι δέκα, αλλά εκατό ερωτήσεις. Ύστερα, όμως, μπορεί και να την αποδομούσα, να την καταλάβαινα τόσο καλά που να μην μπορούσα πλέον να γελάσω και να κλάψω με τα γραπτά της.
• • •
– Ως συγγραφέας, ζείτε αυτή την περίφημη «δεύτερη ζωή»; Την μες στο κεφάλι σας; Την παράλληλη με την «κανονική»;
Όχι ακριβώς παράλληλη, μερικές φορές συγκρούεται με τη ζωή ή παίρνει το προβάδισμα. Η μυθοπλασία απαιτεί το χρόνο σου και μερικές φορές εξουδετερώνει την πραγματικότητα. Είναι τρομακτικό, αβάσταχτο και τόσο μοναδικό αίσθημα. Δεν συμβαίνει συχνά βέβαια με την ένταση που περιγράφω. Αυτό που ονομάζουμε έμπνευση είναι ένας συντονισμός ανοιχτών ερωτήσεων και ανοιχτών απαντήσεων. Εστιάζεσαι στις ερωτήσεις σου και όσο περισσότερο αφοσιώνεσαι σε αυτές, τόσο περισσότερο ανοίγουν οι ουρανοί.
– Τι σας γοητεύει πολύ σε έναν μυθιστορηματικό ήρωα; Φοβάστε, καθόλου, αν τους συναντάτε στην εκεί έξω ζωή; Γιατί υπάρχουν και εκτός χαρτιού.
Το πείσμα τους να κάνουν του κεφαλιού τους. Η απόκλιση από το δρόμο που σχεδιάζω εγώ. Οι πιο ενδιαφέροντες ήρωες και ηρωίδες ξαφνιάζουν τη συγγραφέα τους. Είναι ένα μάθημα στην απώλεια ελέγχου. Όμως δεν γράφω ακριβώς ρεαλιστικά μυθιστορήματα , οι ηρωίδες μου είναι κατασκευές, παλίμψηστα και μου αρέσει να φαίνονται οι ραφές, όπως στο «Μπαρόκ». Είναι μια αυτομυθοπλασία που ακολουθεί τη ζωή μου χωρίς όμως να είναι βιογραφία. Με ενδιαφέρουν περισσότερο οι ενδιάμεσοι χώροι, το ίσως, το ναι μεν αλλά.
– Ποια είναι η συγγραφική σας ρουτίνα / ιεροτελεστία; Ώρες, ρόφημα, μουσική, χειρόγραφα, ψηφιακά;
Δουλεύω στον υπολογιστή μου, το πρωί συνήθως, με καθαρό κεφάλι και χρειάζομαι καφέ, ησυχία κι ένα τραπέζι άδειο που το γεμίζω με post it. Κρατάω και χειρόγραφες σημειώσεις σε μικρά μαύρα σημειωματάρια και τις περνάω μετά στον υπολογιστή. Στη «Μεταμόρφωσή της» πάντως δεν είχα σημειωματάριο, έγραφα κατευθείαν στο κομπιούτερ. Κάθε βιβλίο επιβάλλει ρυθμούς, μεθόδους και αφηγηματικούς τρόπους.
– Στην ψυχή σας, στον πυρήνα σας, παραμένετε ποιήτρια, όπως ήσαστε ως μαθήτρια;
Όχι, γράφω πρόζα, κι όταν παρεισφρέουν ποιήματα είναι απλώς διεκδικήσεις της πλοκής, συνδέονται με μια απαίτηση μυθοπλαστική. Μπορεί βέβαια και να δικαιολογούμαι για να γράφω ποίηση πότε πότε…
– Πού συναντιέται η δημοσιογραφία (το ελεύθερο ρεπορτάζ, η άποψη, η αρθρογραφία) με την συγγραφή;
Στην έρευνα. Αλλά ευτυχώς η μυθοπλασία είναι τόσο ανοιχτή, τόσο υβριδική, ώστε ανοίγεται με χίλιους τρόπους στο ντοκουμέντο- όπως και στο ψευδοντοκουμέντο. Το μυθιστόρημα που γράφω τώρα έχει στο δεύτερο μέρος του τρεις πραγματικές συνεντεύξεις που υπηρετούν την πλοκή. Συνέβη οργανικά, όχι ως εκζήτηση- το βιβλίο ζητάει συγκεκριμένες τροφές, όπως ένα μωρό. Το βιβλίο έχει αλλεργίες και επιθυμίες. Είναι ζωντανός οργανισμός.
-Ο έρωτας είναι υπερεκτιμημένος, πιστεύετε, στις μέρες μας ή, το αντίθετο, δηλαδή υποτιμημένος; Πόσο σημαντικός είναι για εσάς και για την δική σας ζωή;
Ο έρωτας είναι κινητήρια δύναμη και καύσιμο. Μιλάω όμως για έναν έρωτα οντολογικό, πάθος για τη ζωή- και για τη λογοτεχνία. Κάθε μέρα ερωτεύομαι ανθρώπους, τραγούδια, κείμενα. Μια μέρα χωρίς πάθος είναι άδεια και υποτονική. Συμβαίνει φυσικά, αλλά δεν εκπέμπουμε σε άλλη συχνότητα όταν ρουφάμε τη ζωή;
– Διδάσκετε δημιουργική γραφή. Πιστεύετε, στ’ αλήθεια, ότι διδάσκεται αυτό το πράγμα; Ότι κανοναρχείται και οριοθετείται;
Δημιουργική γραφή είναι ό,τι το μάθημα σολφέζ στη μουσική, το μάθημα σχεδίου στην αρχιτεκτονική ή οι εξισώσεις στα μαθηματικά. Είναι η βάση της συγγραφικής ζωής. Ασφαλώς περιέχεται στα μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα η γνώση αυτή, ακριβώς όπως στο Λούβρο περιέχεται η μεγάλη ζωγραφική. Και βλέπεις πάντα παιδιά με τα μπλοκάκια τους να μαθαίνουν σχεδιάζοντας. Έτσι κι εμείς μαθαίνουμε δια της μίμησης. Στα μαθήματα ανοίγουμε την αφηγηματική μηχανή και κοιτάμε τις συνδέσεις των καλωδίων. Αν και δεν είναι τόσο απλό όσο το λέω. Ας πούμε ότι σχηματοποιούμε βασικές γνώσεις, πειραματιζόμαστε, βλέπουμε πως λειτουργεί ο διάλογος, η αφηγηματική θερμοκρασία, ποιο είναι το θέμα που μας απασχολεί και πώς το απομονώνουμε και εστιάζουμε σε αυτό. Απομυθοποιούμε επίσης τα μεγάλα στερεότυπα: έμπνευση, επιτυχία κτλ. Ξαναμαθαίνουμε να αγαπάμε τη λογοτεχνία με τρόπους που δυστυχώς δεν μας έμαθε ούτε η σχολική εκπαίδευση, ούτε το σπίτι μας.
– Τι διαβάζετε αυτή την εποχή;
Μόλις τέλειωσα το «Δυσφορεί η νύχτα» του/της Μαρίκε Λούκας Ράινεβλεντ. Έχω μεγάλη αγάπη στα πρώτα μυθιστορήματα, ειδικά όταν έχουν τέτοια φόρτιση και τέτοια αγάπη για τη γλώσσα όπως το συγκεκριμένο. Συνήθως διαβάζω αρκετά βιβλία μαζί: τώρα διαβάζω τον «Θριάμβο του Αχιλλέα» της Λουίζ Γκλικ, τον πρώτο τόμο του Βερνόν Σουμπουτέξ της Βιρζινί Ντεπάντ και τον «Διήγημα» της Γιώτας Τεμπρίδου. Στη Θεσσαλονίκη γνώρισα τον Ίβαν Σέρσεν και τον Θωμά Συμεωνίδη, μου υπέγραψαν κι οι δυο βιβλία τους, οπότε παίρνουν σειρά.
– Αν συναντούσατε αύριο το πρωί τον 20ετή εαυτό σας τι θα του λέγατε; Τι θα σας έλεγε;
«Ζήσε πιο ανέμελα», θα έλεγα. Κι αυτή η κοπέλα με τα κοντά μαλλιά και τα γυαλιά και τα ζιβάγκο θα μου έλεγε, «κάνε τη δουλειά σου». «Μα η δουλειά μου είναι η ανεμελιά σου» θα έλεγα. «Λάθος δουλειά διάλεξες,» θα έλεγε το κορίτσι και θα μου γυρνούσε την πλάτη όπως κάνουν πάντα τα εικοσάχρονα κορίτσια όταν τους δίνεις συμβουλές.
– Τι βαριέστε αφόρητα και τι σας συγκινεί, μέχρι δακρύων, διαχρονικά;
Βαριέμαι τον μικροαστισμό σε όλες του τις εκφάνσεις. Με συγκινούν τα ντοκιμαντέρ με ζώα που ταΐζουν τα μικρά τους.
︎✹Το τελευταίο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Η Μεταμόρφωσή της» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.