Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε το 1926 στο Νιούαρκ των ΗΠΑ. Το 1949 ο Γκίνσμπεργκ γράφτηκε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και γνωρίστηκε με το Τζακ Κέρουακ, τον Γουίλιαμ Μπάροουζ και τον Γκρέγκορι Κόρσο. Το 1954 ερωτεύτηκε τον ποιητή Πίτερ Ορλόφσκι, με τον οποίο τελικά μοιράζει και την υπόλοιπη ζωή του. Το 1956 ολοκλήρωσε τη σημαντικότερη ποιητική του σύνθεση «Ουρλιαχτό». Το 1961 εξέδωσε την επίσης πασίγνωστη συλλογή «Καντίς». Την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ πήρε μέρος σε αντιπολεμικές ενέργειες. Το 1973 κέρδισε Εθνικό Βραβείο Βιβλίου για την συλλογή του «The Fall of America». Τη δεκαετία του ´80 αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, αντιτάχθηκε στην διάδοση των πυρηνικών όπλων και δραστηριοποιήθηκε κατά της οικολογικής καταστροφής. Το 1997 πέθανε στην Νέα Υόρκη, αλλά πρόλαβα να τον συναντήσω τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Στις 5 Απριλίου συμπληρώνονται 25 χρόνια από τον θάνατο του και αυτά είναι κάποια από τα λόγια βαθιάς σοφίας και προσωπικής εμπειρίας που μας αφήνει παρακαταθήκη.
Είχα πρόβλημα με τους άλλους. Η μητέρα μου έπασχε από παράνοια και έγινε για μένα ένα εμβόλιο κατά της δικής μου παράνοιας. Παρατηρώντας την κατάλαβα οτι όταν είχα προβλήματα με τους άλλους, έπρεπε να τσεκάρω που έκανα εγώ λάθος και όχι που έκαναν οι άλλοι. Η τρέλα της μητέρας μου έθεσε ένα ζήτημα: έπρεπε να μάθω να είμαι ανεκτικός.
Φλερτ με τη σχιζοφρένεια. Άνθρωποι που πάσχουν από μανίες καταδίωξης ή έχουν την εντύπωση πως ό,τι συμβαίνει γύρω τους έχει αυτούς ως σημείο αναφοράς φλερτάρουμε την σχιζοφρένεια. Δυστυχώς, αυτές οι παρανοήσεις ξεφεύγουν από ένα σημείο και μετά από το προσωπικό πεδίο και γίνονται κοινωνικά δεκτές ως συμπεριφορές.
Μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Η υπερτεχνολογία δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερες διαφορές ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Τις ζωές των ανθρώπων τις καθορίζουν πλέον οι στατιστικές και η αριστοτέλεια λογική, εφαρμοσμένες σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Πρέπει να ελαττωθεί η κατανάλωση. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τις δυνατότητες που μας προσφέρει ο πλανήτης. Οι άνθρωποι έχασαν το στόχο. Δεν ήρθαμε σ ´αυτό τον κόσμο για να καταναλώνουμε, αλλά για να απελευθερώσουμε το πνεύμα μας.
Η αίσθηση του υπαρξιακού κενού λειτουργεί στον άνθρωπο ανακουφιστικά. Είναι μία δίοδος για να δραπετεύσει. Η αίσθηση του κενού βοηθάει τον άνθρωπο να μην προσκολλάται στις έμμονες ιδέες του ή σε κάποια συστήματα σκέψεις που θα μπορούσαν να τον κάνουν ακόμη και να σκοτώσει.
Εμμονή και όνειρο. Από πολύ μικρός είχα την έμμονη ιδέα ότι ακούω τον Ουίλιαμ Μπλέικ να απαγγέλλει ποιήματα. Δεν πάει πολύ καιρός που συνειδητοποίησα ότι αυτή η εμμονή είναι ένα όνειρο.
Η παλιά και η νέα Αμερική δεν έχει καμία διαφορά. Από τη μια, έχουμε περιπέτεια, γενναιοδωρία, ανοιχτά μυαλά, ευρείς ορίζοντες. Από την άλλη, βλακεία, λογοκρισία, εκμετάλλευση, άρνηση της σεξουαλικής ευχαρίστησης, απληστία, γραφειοκρατία.
Η γραφή μου επηρεάστηκε πάρα πολύ από τον Τσάρλι Τσάπλιν. Εκείνος είχε ένα τρόπο να μετατρέπει το κλάμα σε γέλιο και το γέλιο σε κλάμα. Είχε χιούμορ σε οτιδήποτε έκανε. Τα ποιήματά μου είναι σαν ταινίες του Τσάπλιν.
«Μπιτ» είναι ο όρος που δόθηκε σε μια παρέα. Εμάς δε μας πολυενδιέφερε να βαφτιστούμε κάπως. Άλλοι μας βάφτισαν. Είχαμε λοιπόν δύο επιλογές: ή να χάσουμε τον χρόνο μας προσπαθώντας να απαλλαγούμε από την ταμπέλα ή να την χρυσώσουμε.
Δεν ξεχνώ ότι το μεγαλείο του ανθρώπινου μυαλού είναι ότι στο βάθος του περιέχει λογική. Αλλά επιφανειακά δείχνει παράλογο. Αυτό προσπαθώ να εκμεταλλευτώ στην ποίηση μου, με τον τρόπο που το κάνει και η τζαζ.
Η πολιτική είναι σχιζοφρενική δραστηριότητα. Ο πολιτικός πρέπει να μιλάει για τον πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών, ενώ την ίδια στιγμή γνωρίζει ότι η CIA υποστηρίζει τη χρήση και την διακίνηση τους.
Θα ήθελα να πλάγιαζα με τον Ρεμπό. Θα ήθελα επίσης να μιλήσω με τον Σεζάν και να συναντήσω σ ´ένα καφενείο τον Γκόγκολ, ώστε να κουβεντιάσουμε για τη στιγμή που πέρασε στο θρησκευτικό φανατισμό- για την στιγμή που ο θεός του μήνυσε να κάψει τα χειρόγραφα του.
Όλοι θέλουν τα κολακευτικά σχόλια της ακαδημαϊκής κοινότητας. Όλοι οι άνθρωποι που γράφουν θέλουν να δουν το έργο τους διδακτέα ύλη στα πανεπιστήμια. Έτσι ήταν και ο Κέρουακ. Δεν ήταν ένας αφελής βάρβαρος. Θα ήθελε ένα τζάκι, παντόφλες, πολυθρόνα αναπαυτική, κύρος, σπίτι κοντά στη θάλασσα.
Οι άνθρωποι φοβούνται την αλλαγή. Φοβούνται οτιδήποτε διαφέρει απ’ αυτό που ζουν. Νομίζουν ότι ζουν στον παράδεισο και έτσι φοβούνται την κόλαση.
Τα βγάζουμε πέρα με το θυμό. Επιτυγχάνοντας την ισορροπία ανάμεσα στο κενό και την πληρότητα, τα βγάζουμε πέρα με το θυμό, την τρέλα, τα νεύρα. Αυτή η ισορροπία μετατρέπει την τρέλα σε προσωπικό στυλ.
Δεν πιστεύω ότι μπορεί να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στο σώμα και το μυαλό. Ορισμένα ποιήματά είναι περισσότερο ταξίδια του μυαλού, ενώ άλλα γεμάτα σώμα και θορύβους.
Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε το 1926 στο Νιούαρκ των ΗΠΑ. Το 1949 ο Γκίνσμπεργκ γράφτηκε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και γνωρίστηκε με το Τζακ Κέρουακ, τον Γουίλιαμ Μπάροουζ και τον Γκρέγκορι Κόρσο. Το 1954 ερωτεύτηκε τον ποιητή Πίτερ Ορλόφσκι, με τον οποίο τελικά μοιράζει και την υπόλοιπη ζωή του. Το 1956 ολοκλήρωσε τη σημαντικότερη ποιητική του σύνθεση «Ουρλιαχτό». Το 1961 εξέδωσε την επίσης πασίγνωστη συλλογή «Καντίς». Την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ πήρε μέρος σε αντιπολεμικές ενέργειες. Το 1973 κέρδισε Εθνικό Βραβείο Βιβλίου για την συλλογή του «The Fall of America». Τη δεκαετία του ´80 αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, αντιτάχθηκε στην διάδοση των πυρηνικών όπλων και δραστηριοποιήθηκε κατά της οικολογικής καταστροφής. Το 1997 πέθανε στην Νέα Υόρκη, αλλά πρόλαβα να τον συναντήσω τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Στις 5 Απριλίου συμπληρώνονται 25 χρόνια από τον θάνατο του και αυτά είναι κάποια από τα λόγια βαθιάς σοφίας και προσωπικής εμπειρίας που μας αφήνει παρακαταθήκη.
Είχα πρόβλημα με τους άλλους. Η μητέρα μου έπασχε από παράνοια και έγινε για μένα ένα εμβόλιο κατά της δικής μου παράνοιας. Παρατηρώντας την κατάλαβα οτι όταν είχα προβλήματα με τους άλλους, έπρεπε να τσεκάρω που έκανα εγώ λάθος και όχι που έκαναν οι άλλοι. Η τρέλα της μητέρας μου έθεσε ένα ζήτημα: έπρεπε να μάθω να είμαι ανεκτικός.
Φλερτ με τη σχιζοφρένεια. Άνθρωποι που πάσχουν από μανίες καταδίωξης ή έχουν την εντύπωση πως ό,τι συμβαίνει γύρω τους έχει αυτούς ως σημείο αναφοράς φλερτάρουμε την σχιζοφρένεια. Δυστυχώς, αυτές οι παρανοήσεις ξεφεύγουν από ένα σημείο και μετά από το προσωπικό πεδίο και γίνονται κοινωνικά δεκτές ως συμπεριφορές.
Μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Η υπερτεχνολογία δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερες διαφορές ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Τις ζωές των ανθρώπων τις καθορίζουν πλέον οι στατιστικές και η αριστοτέλεια λογική, εφαρμοσμένες σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Πρέπει να ελαττωθεί η κατανάλωση. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τις δυνατότητες που μας προσφέρει ο πλανήτης. Οι άνθρωποι έχασαν το στόχο. Δεν ήρθαμε σ ´αυτό τον κόσμο για να καταναλώνουμε, αλλά για να απελευθερώσουμε το πνεύμα μας.
Η αίσθηση του υπαρξιακού κενού λειτουργεί στον άνθρωπο ανακουφιστικά. Είναι μία δίοδος για να δραπετεύσει. Η αίσθηση του κενού βοηθάει τον άνθρωπο να μην προσκολλάται στις έμμονες ιδέες του ή σε κάποια συστήματα σκέψεις που θα μπορούσαν να τον κάνουν ακόμη και να σκοτώσει.
Εμμονή και όνειρο. Από πολύ μικρός είχα την έμμονη ιδέα ότι ακούω τον Ουίλιαμ Μπλέικ να απαγγέλλει ποιήματα. Δεν πάει πολύ καιρός που συνειδητοποίησα ότι αυτή η εμμονή είναι ένα όνειρο.
Η παλιά και η νέα Αμερική δεν έχει καμία διαφορά. Από τη μια, έχουμε περιπέτεια, γενναιοδωρία, ανοιχτά μυαλά, ευρείς ορίζοντες. Από την άλλη, βλακεία, λογοκρισία, εκμετάλλευση, άρνηση της σεξουαλικής ευχαρίστησης, απληστία, γραφειοκρατία.
Η γραφή μου επηρεάστηκε πάρα πολύ από τον Τσάρλι Τσάπλιν. Εκείνος είχε ένα τρόπο να μετατρέπει το κλάμα σε γέλιο και το γέλιο σε κλάμα. Είχε χιούμορ σε οτιδήποτε έκανε. Τα ποιήματά μου είναι σαν ταινίες του Τσάπλιν.
«Μπιτ» είναι ο όρος που δόθηκε σε μια παρέα. Εμάς δε μας πολυενδιέφερε να βαφτιστούμε κάπως. Άλλοι μας βάφτισαν. Είχαμε λοιπόν δύο επιλογές: ή να χάσουμε τον χρόνο μας προσπαθώντας να απαλλαγούμε από την ταμπέλα ή να την χρυσώσουμε.
Δεν ξεχνώ ότι το μεγαλείο του ανθρώπινου μυαλού είναι ότι στο βάθος του περιέχει λογική. Αλλά επιφανειακά δείχνει παράλογο. Αυτό προσπαθώ να εκμεταλλευτώ στην ποίηση μου, με τον τρόπο που το κάνει και η τζαζ.
Η πολιτική είναι σχιζοφρενική δραστηριότητα. Ο πολιτικός πρέπει να μιλάει για τον πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών, ενώ την ίδια στιγμή γνωρίζει ότι η CIA υποστηρίζει τη χρήση και την διακίνηση τους.
Θα ήθελα να πλάγιαζα με τον Ρεμπό. Θα ήθελα επίσης να μιλήσω με τον Σεζάν και να συναντήσω σ ´ένα καφενείο τον Γκόγκολ, ώστε να κουβεντιάσουμε για τη στιγμή που πέρασε στο θρησκευτικό φανατισμό- για την στιγμή που ο θεός του μήνυσε να κάψει τα χειρόγραφα του.
Όλοι θέλουν τα κολακευτικά σχόλια της ακαδημαϊκής κοινότητας. Όλοι οι άνθρωποι που γράφουν θέλουν να δουν το έργο τους διδακτέα ύλη στα πανεπιστήμια. Έτσι ήταν και ο Κέρουακ. Δεν ήταν ένας αφελής βάρβαρος. Θα ήθελε ένα τζάκι, παντόφλες, πολυθρόνα αναπαυτική, κύρος, σπίτι κοντά στη θάλασσα.
Οι άνθρωποι φοβούνται την αλλαγή. Φοβούνται οτιδήποτε διαφέρει απ’ αυτό που ζουν. Νομίζουν ότι ζουν στον παράδεισο και έτσι φοβούνται την κόλαση.
Τα βγάζουμε πέρα με το θυμό. Επιτυγχάνοντας την ισορροπία ανάμεσα στο κενό και την πληρότητα, τα βγάζουμε πέρα με το θυμό, την τρέλα, τα νεύρα. Αυτή η ισορροπία μετατρέπει την τρέλα σε προσωπικό στυλ.
Δεν πιστεύω ότι μπορεί να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στο σώμα και το μυαλό. Ορισμένα ποιήματά είναι περισσότερο ταξίδια του μυαλού, ενώ άλλα γεμάτα σώμα και θορύβους.