Ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου έχει ένα πλούσιο καλλιτεχνικό βιογραφικό με σπουδαίες συνεργασίες και σπουδές σε υποκριτική και χορό. Ένας άνθρωπος που τρέφεται από τη δημιουργία και εμπνέεται τόσο από τις ανθρώπινες σχέσεις, τον εσωτερικό του κόσμο όσο και από την ίδια τη ζωή.
Συναντηθήκαμε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στο κέντρο της Αθήνας. Ευγενής, χαμογελαστός, τον ενδιέφερε να γνωρίσει τον συνομιλητή του και όχι απλά να παρουσιάσει την καριέρα του και την παράστασή του. Του αρέσει ο κινηματογράφος, οι βόλτες με φίλους, ενώ ασχολείται με το ζίου ζίτσου και διαρκώς αναζητά τρόπους να εκφραστεί και εκτονωθεί μέσα από το σώμα του.
Η επαφή του με το θέατρο έχει ξεκινήσει από πολύ μικρή ηλικία. «Ο πατέρας είχε μία ερασιτεχνική ομάδα, και με έβαλε από νωρίς στον κόσμο του θεάτρου, από το δημοτικό.» Στο γυμνάσιο και στο λύκειο συνέχισε σε θεατρικές ομάδες και είχα και τη στήριξη των δικών του. Ο χορός όμως αποδείχθηκε τελικά να είναι το πάθος του.
– Πώς προέκυψε ο χορός στη ζωή σου;
Ο χορός προέκυψε αργότερα στη ζωή μου. Πρώτα σπούδασα υποκριτική. Μετά μπήκα στον κόσμο του χορού που με έσωσε, με βοήθησε να βρω τον εαυτό μου. Όταν μπήκα στη σχολή θεάτρου ήμουν πολύ μπερδεμένος. Είχα αφήσει το πανεπιστήμιο, ήμουν λίγο στα χαμένα, δεν ήμουν προετοιμασμένος για μια τέτοια σχολή. Η φύση των σπουδών είναι λίγο χαωτική, ήμουν απειθάρχητος, δεν είχα βρει το κέντρο μου και δεν μου ήταν εύκολο να διαχειριστώ τον χώρο. Βγαίνοντας από τη σχολή, συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα είναι άγρια, ένιωθα ότι δεν είχα κάτι να ξεχωρίζω, δεν είχα βρει την ταυτότητά μου ως καλλιτέχνης. Κάποιοι καθηγητές μου είχαν πει να δοκιμάσω και χορό, γιατί έβλεπαν ότι έχω μία κλίση προς τα εκεί, και αποφάσισα να πάω γιατί και το να χορεύω ήταν κάτι που απολάμβανα. Έτσι 22 χρονών μπήκα στην κρατική σχολή χορού.
– Δεν είχες καμία επαφή με το χορό πριν; Δυσκολο να μπεις σε έναν τέτοιο απαιτητικό χώρο χωρίς εμπειρία.
Είχα κάνει κάποια μαθήματα στη σχολή θεάτρου. Είχα όμως το πάθος, το οποίο το ανακάλυψαν οι άλλοι πρώτα και μετά εγώ. Όταν ανέβαινα στη σκηνή να αυτοσχεδιάσω, μιας και πριν τη σχολή χορού, δεν είχα τεχνική, απλά να αυτοσχεδιάσω μπορούσα, έβγαινε πηγαία, αυθόρμητα. Έβλεπαν ότι το σώμα μου είχε δυνατότητες χωρίς εγώ ο ίδιος να τις έχω ακόμα καταλάβει και καλλιεργήσει. Πριν τη σχολή χορού, το σώμα μου δούλευε στο 30% των δυνατοτήτων του. Είναι δύσκολο να μπεις. Δεν σου χαρίζονται. Απλά αναγνωρίζουν δυνατότητες και είτε σε βάζουν σε προπαρασκευαστικό έτος και συνεχίζεις μόνο αν δουν ότι μπορείς να ανταπεξέλθεις. Ο πρώτος χρόνος ήταν δύσκολος, τραυματίστηκα κιόλας, ήθελαν να με βάλουν να επαναλάβω το έτος, αλλά ήμουν πολύ αποφασισμένος. Όταν τελείωσα τη σχολή θεάτρου είχα φτάσει στα όριά μου, είχα τραυματίσει τη φωνή μου, ένιωθα πιεσμένος και ότι ήμουν σίγουρος ότι δε θέλω να παραμείνω σε αυτόν τον χώρο. Στη σχολή χορού μπήκα σε έναν κόσμο που εκφράζεσαι με το σώμα, που είναι συγκεκριμένος ο ρόλος σου και φαίνεται πώς είχα πολύ ανάγκη από οριοθέτηση. Αυτό που δεν είχα νιώσει στη σχολή θεάτρου το ένιωσα εκεί. Τη δεύτερη εβδομάδα εξετάσεων όπως έτρεχα προς την κεντρική αίθουσα που θα γινόταν εξέταση, αντίκρισα ένα μεγάλο ρολόι, και βλέποντας την αίθουσα από μακριά, ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι αυτό το μέρος είναι ο κόσμος μου, συνειδητοποίησα ότι είμαι προορισμένος για αυτό. Το άγχος μου περιορίστηκε, ανέβηκα στη σκηνή και ήμουν σίγουρος ότι θα περάσω. Το ένιωθα. Για μένα ήταν δεδομένο ότι ανήκω εκεί. Στο δεύτερο έτος προόδευσα πολύ γρήγορα, δούλεψα πολύ, ήμουν εμμονικός και αφοσιωμένος, και αγαπούσα το χορό πολύ. Είναι δύσκολες επιλογές το θέατρο και ο χορός, μόνο με σκληρή δουλειά μπορείς να πας μπροστά, πρέπει να δώσεις το είναι σου.
– Η υποκριτική επανήλθε γρήγορα μετα;
Όταν τελείωσα τη σχολή χορού με επέλεξε ένας χορογράφος, ο οποίος με επανέφερε στον κόσμο του θεάτρου, κάναμε ένα ντοκιμαντέρ για τις παραστάσεις και τα παιδιά της κρατικής και μετά με πήρε ένας χορογράφος να δουλέψω στη Γερμανία. Έπειτα με βρήκε ο σκηνοθέτης ο Ζώης και με πήρε στην ταινία του. Έτσι γύρισα στην Ελλάδα και ξαναμπήκε η υποκριτική ενεργά στη ζωή μου, κυρίως στον κινηματογράφο. Αφού δούλεψα σαν ηθοποιός και χορευτής στην Ελλάδα, πήρα υποτροφία και πήγα στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό. Ήθελα να κάνω πάλι μαθήματα υποκριτικής, καθώς συνειδητοποίησα ότι χρονικά, είμαι πιο έτοιμος για κάτι τέτοιο. Πάλι ήμουν δυστυχισμένος ωστόσο, καθώς ήταν μια σχολή πολύ ανταγωνιστική και αυστηρή, αισθανόμουν μόνος στο Λονδίνο και το κυριότερο ήμουν μακριά από τον χορό. Έκλεινα δωμάτια και χόρευα μόνος μου για να μπορώ να εκφραστώ. Με το χορό εκτονώνομαι, ησυχαζει το κεφάλι μου, σταματώ τις αέναες σκέψεις. Είναι ο μόνος τρόπος να απολαμβάνω, να εκφράζομαι και να μην σκέφτομαι τίποτα άλλο. Ο χορός μου έδωσε τον τρόπο να αντιμετωπίζω το στρες και να βρίσκω το κέντρο μου.
– Θέατρο και χορός πλέον έχουν συναντηθεί αρκετά. Με τι θα ήθελες να ασχοληθείς ιδανικά περισσότερο;
Με ανακουφίζει να ξέρω ότι έχω το χορό στη ζωή μου. Γιατί είναι το μεγαλύτερό μου ψυχοφάρμακο και ξέρω ότι αυτό είναι που θα με σώσει. Υποψιάζομαι ότι θα καταλληξω με το θέατρο όμως και την υποκριτική. Η χορογραφία είναι κάτι που με εκφράζει και με απασχολεί περισσότερο, γιατί έχει έντονο το στοιχείο της δημιουργίας. Το πιο εύκολο για έναν χορογράφο είναι να κάνει μία χορογραφία συγκεκριμένη, όπως ας πούμε έγινε στους “Παίχτες” σε καθορισμένες στιγμές. Το πιο απαιτητικό είναι το κούρδισμα της παράστασης, να καθορίσεις ολόκληρη την κινησεολογία, από το πώς μπαίνει ο ηθοποιός στη σκηνή, πώς θα κινηθούν πάνω, να συνδέσεις κίνηση με λόγο. Ταυτόχρονα με τον σκηνοθέτη στήνεις το έργο, δουλεύεις με τον ηθοποιό, εκπαιδεύεις το σώμα του για να προετοιμαστεί για τις απαιτήσεις της παράστασης. Ένας χορογράφος μπορεί να αλλάξει ολόκληρη την παράσταση, έχει πολλές ευθύνες και πίεση. Το να αναλάβεις να χορογραφήσεις μια παράσταση, σου δίνει ελευθερία, δεν εξαρτάσαι από κανέναν. Παίζεις με τους δικούς σου κανόνες και συνθέτεις ένα σύμπαν που έχεις φανταστεί χωρίς περιορισμούς. Θα ήθελα ιδανικά να φτάσω σε ένα σημείο να μην έχω κανέναν ανάγκη να με προσλάβει για να γίνω δημιουργικός. Να μπορώ να κάνω τις δικές μου δουλειές, να φτιάχνω έναν δικό μου κόσμο με ελευθερία χωρίς να εξαρτώμαι από κανέναν.
– Η παράσταση “A Man and His Double” είναι μία τέτοια παράστασή; πως προέκυψε;
Όλες οι χορογραφικές δουλειές που έχω αναλάβει έιναι γιατί άλλοι άνθρωποι με έχουν προσεγγίσει για να δουλέψουμε μαζί. Είμαι πιο δειλός σε αυτό το κομμάτι και κάνω και πολλά πράγματα ταυτόχρονα, επομένως δεν παίρνω εύκολα την απόφαση να κάνω κάτι μόνος. Έτσι προέκυψε και το A Man and His Double. Ο μουσικός Γιάννης Αγγελάκης μου πρότεινε να συνεργαστούμε και μέσα από συζήτηση και εσωτερική ανασκόπηση, παλέψαμε με τις εμμονές μας και να προσπαθήσουμε να συναντηθούμε σε κοινούς τόπους και να ανακαλύψουμε μαζί πράγματα που μας αφορούν.
– Ξεκίνησε λοιπόν ως μία ιδέα ή μία ανάγκη να εκφραστείτε;
Δεν είμαι από τους ανθρώπους που ξεκινάω με concept εύκολα. Και στο προηγούμενο έργο, το ντουέτο “Vanishing Point” με τη Δάφνη Αντωνιάδου, δεν ξεκινήσαμε με concept. Θέλαμε απλά ως άνθρωποι να συναντηθούμε και σιγά σιγά να ανακαλύψουμε τι μπορούμε να δημιουργήσουμε παρέα. Κάποιες φορές υπάρχει συγκεκριμένη ιδέα, αλλά όταν ένα έργο ξεκινά με μία συνεργασία, όπως τώρα με έναν μουσικό, κάνεις στην άκρη το concept που μπορεί να έχεις στο μυαλό σου, γιατί υπάρχει μία σύμπραξη που μπορεί να οικοδομήσει κάτι πολύ δημιουργικό. Αφήσαμε ανοιχτό το ενδεχόμενο να δομηθεί από κοινού. Συχνα οι ιδέες και τα concept, σε εγκλωβίζουν. Αναγκαστικά καμιά φορά μπαίνεις σε αυτή τη λογική αλλά συχνά σε εμποδίζει από το να εκφράσεις πραγματικά τον εαυτό σου.
– Υπάρχει κάτι που σε έχει επηρεάσει ή έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης στην πορεία σου;
Έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον ζωγράφο Francis Bacon. Έχω μελετήσει τα έργα του και από τη σχολή χορού με έχουν εμπνεύσει. Τον συναντούσα συχνά στη ζωή μου σαν ζωγράφο και σαν άνθρωπο. Δεν είχε ποτέ concept στα έργα του. Γι’ αυτόν η ζωγραφική λειτουργούσε αυτόματα και πηγαία. Ξεκινούσε, έφτιαχνε ένα πρόσωπο, μια πινελιά τον πήγαινε αλλού, το κατέστρεφε, θα έφτιαχνε ένα στόμα που κραυγάζει, και μετά του φαινόταν κενό οπότε προσέθετε κάτι άλλο. Ελάχιστοι πίνακές του είχαν μία ιδέα εξ αρχής. Στην παράσταση “A Man and His Double” μας βοήθησε αρκετά το να ακολουθήσουμε αυτή την οδό και παρόλο που έχει μεγάλο ρίσκο, λειτούργησε θετικά, καθώς αρχίσαμε να δενόμαστε και να ανακαλύπτουμε παρέα κάτι, από το να έρθουμε με μία φορεμένη ιδέα που ο ένας εκ των δύο θα έπρεπε να ακολουθήσει.
– Η μουσική τι ρόλο παίζει σε αυτό το έργο; Αποτελεί κομμάτι της δομης του;
Έχει δημιουργηθεί ένας συνδυασμός ήχων, που πηγάζουν από την ηλεκτρονική μουσική που έχει σαν στόχο να προκαλέσει δυσφορία. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε ένα μαρτύριο. Αναζητήσαμε τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν τα μουσικά βασανιστήρια, κάτι που έχει γίνει και στην Ελλάδα τη δεκαετία του ‘70. “Χτυπούν” τους ανθρώπους με διάφορους ήχους, σε stress positions, για να αποπροσανατολίσουν εντελώς το άτομο και να τους οδηγήσουν στην τρέλα. Έτσι προσπαθήσαμε να παίξουμε ένα παιχνίδι, πώς ένα σώμα υπακούει, και αυτοί οι ήχοι έρχονται σαν εντολές. Πότε το σώμα αντιστέκεται, υπακούει, φεύγει, διαλύεται. Είχαμε στο μυαλό μας και την αρκούδα και τον αρκουδιάρη που αναφέρει ο Ρίτσος στη σονάτα του σεληνόφωτος. Στην αρκούδα έβαζαν κάρβουνα από κάτω για να καίγονται τα ποδαράκια της, ενώ έπαιζαν βιολί. Με αυτόν τον τρόπο, το ζώο, συνέδεε τον ήχο με το κάψιμο, και κάθε φορά που έπαιζε το βιολί, σηκωνόταν στα 2 της πόδια σαν να χορεύει. Το βιολί ήταν ο εξουσιαστής της.
– Η παράσταση βασίζεται στο σώμα που κινείται σε επανάληψη. Το μικρόφωνο στη μέση της σκηνής τελικά τι ρόλο έχει;
Είμαι εμμονικός άνθρωπος, έχω ένα κομμάτι μου που μπορεί να μπει σε μία μονομανία. Έχω βασανιστεί από την επανάληψη και το να αναμασώ καταστάσεις. Και σαν χορευτής έχω ζήσει την επανάληψη, σε πρόβες και προπονήσεις, ξανά και ξανά κινήσεις. Έτσι είναι και το έργο, μπαίνει σε μία λούπα, του ξανά και ξανά. Κάποιοι δεν το αντέχουν. Αυτό όμως διαπραγματευόμαστε. Μπήκαμε και στο μύθο του Σίσυφου, στη νίκη του, στο πώς δεν θεωρείται ένας ηττημένος ήρωας. Αν εγώ είμαι ένας Σίσυφος γιατί να ζω; Το πάθος για τη ζωή μας κρατά εδώ. Αλλιώς είναι όλα μάταια, είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα χωρίς νόημα. Ξύπνησα, έφαγα, πήγα δουλειά, κοιμήθηκα και πάλι τα ίδια. Το έργο λοιπόν έχει να κάνει με τη σκηνική αποτύπωση ενός ήρωα που έχει ένα μικρόφωνο μπροστά, θα μπορούσε να το φτάσει, να ακουστεί, να μιλήσει. Αλλά ποτέ δε λέει τίποτα. Τρέχει προς τα εκεί, και πέφτει συνέχεια. Ένα παιχνίδι πτώσεων, ηλεκτροσόκ, μαζεμάτων, πυροβολισμών. Το μικρόφωνο υπονομεύει και λίγο τους θεατρικούς μονολόγους. Που αναμένεις ο ηθοποιός να πάρει το μικρόφωνο σε ένα κρεσέντο, φτάνοντας στη μεγάλη του στιγμή, που επιβεβαιώνεται ο πόνος του, ή η δύναμή του. Το μικρόφωνο έχει δύναμη, έχει εξουσία. Περιμένεις ότι σε αυτό το έργο θα πει ο ήρωας μια κουβέντα, φτάνει πάντα στο όριο, αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να αρθρώσει λέξη. Σαν μαριονέτα, παίζει ένα παιχνίδι μίμησης. Σίγουρα ένα κομμάτι του ήρωα είναι αποπροσωποποιημένο, δεν έχει προσωπικότητα, του στερείται η ταυτότητα. Και αυτό είναι το παιχνίδι της εξουσίας. Πώς μικραίνεις τον άλλον, του αφαιρείς το είναι του. Έχει την αίσθηση ότι μπορεί να μιλήσει, να αρθρώσει λόγο, αλλά ουσιαστικά υπακούει άλλους που έχουν ορίσει το πώς πρέπει να ζει, να σκέφτεται, να μιλάει και να πράττει.
– Είναι μια παράσταση με έντονο συναισθηματικό φορτίο. Λειτουργεί λυτρωτικά για σένα;
Είναι και ένα έργο coming out για μένα. Από μικρός έπρεπε να ακολουθώ συγκεκριμένους ρόλους. Δεν μπορούσα να αρθρώσω ότι είμαι ομοφυλόφιλος, ότι δε νιώθω στρέιτ, ότι είμαι κάτι άλλο από αυτό που ήθελαν, ο καλός μαθητής, το καλό παιδί που θα γίνει δικηγόρος ή γιατρός. Αναπόφευκτα αυτό οδηγεί σε ένα παιχνίδι αυτοκαταστροφής και αναμετριέσαι με δυνάμεις εξουσίας και βίας πάνω σου, κυριολεκτικές και μεταφορικές που αναρωτιέσαι τελικά, ποιος είναι υπαίτιος; Εγώ έριξα τον εαυτό μου εκεί; Άλλοι με οδήγησαν σε αυτό το σημείο και με ρίχνουν ξανά και ξανά, ενώ υπονομεύουν την αξία μου και απαιτούν να συμπεριφέρεσαι με συγκεκριμένους τρόπους. Κάθε φορά που ανεβαίνω στη σκηνή προσπαθώ να ανακαλύψω και άλλα συναισθήματα. Συνειδητοποιώ τώρα ότι τώρα ψάχνω όχι τόσο το να βρω την ελπίδα. Η ζωή δεν είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Πέφτεις, σηκώνεσαι, στέκεσαι για λίγο, πέφτεις, νομίζεις ότι είσαι καλά, ξανασηκώνεσαι, βογκάς, δυσανασχετείς. Η χαρά μπορεί να είναι στιγμές ξεκούρασης και ηρεμίας. Η νίκη η μεγάλη μπορεί να μην υπάρχει. Και για κάποιους ότι δεν υπάρχει κάθαρση σε αυτήν την παράσταση είναι τρομακτικό. Αλλά καμιά φορά νίκη είναι να βλέπεις έναν άνθρωπο που έχει μπει σε αυτήν την περιοχή του πάθους και της αποδοχής, και έχει τη δύναμη να μην αρνείται την πορεία αυτή, αλλά επιβιώνει κόντρα σε αυτόν που του έλεγε σταμάτα, μην σηκωθείς ξανά, μην μπαίνεις στη λούπα.
– Σαν να πηγαίνεις κόντρα στον καταναγκασμό της ευτυχίας;
Ναι, στο να πρέπει να χαμογελάς πάντα. Σε αυτό που συχνά ακούμε, ζήσε, τραγούδα, χόρεψε και τελικά γίνεται καταναγκαστικό. Η μεγαλύτερη νίκη είναι να μπορείς να δεις ότι όσες φορές και αν έπεσα, σηκώθηκα και όσες φορές και αν νόμιζα ότι δε θα αντέξω, άντεξα. Και όσες φορές και αν ένιωσα ότι είμαι μια μαριονέτα, μπόρεσα και έκλεψα στιγμές ελευθερίας, ξέφυγα από το ρυθμό που μου επιβάλλεται. Ο καθένας μπορεί να βρει τη δική του λύτρωση. Είναι λίγες οι στιγμές που αισθανόμαστε ελεύθεροι. Γι’ αυτό και η χρήση ναρκωτικών είναι τόσο διαδεδομένη. Είναι ένας τρόπος να ξεφύγει ο κόσμος, να αισθανθεί ότι φεύγει από τα στενά όρια που του έχουν θέσει. Ζούμε σε μία κοινωνία εθισμών, στις οθόνες, στα ναρκωτικά, στο φαί, που τελικά δημιουργεί μεγαλύτερη ανελευθερία. Γι’ αυτό ερωτευόμαστε και νιώθουμε ότι ο έρωτας έχει μία παραβατικότητα. Γι’ αυτό φοβούνται τον έρωτα, γιατί γνωρίζουν ότι ο έρωτας μπορεί να σε μετακινήσει εντελώς από αυτό που σε έχουν προγραμματίσει.
– Πιστεύεις ότι μπορεί να λειτουργήσει έτσι και για τον θεατή;
Οι άνθρωποι που έχουν νιώσει το βάρος και την αγωνία της ανελευθερίας, έχουν μπει σε μία λούπα αυτοκαταστροφής καθώς αισθάνονται ότι δεν μπορούν να κερδίσουν τη μάχη, ότι αυτό που τους καθορίζει είναι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους και δεν μπορούν να το νικήσουν με τίποτα, θα μπορέσουν να ταυτιστούν με το έργο. Δεν είναι ένα χαρούμενο – feel good έργο. Είναι σαν μία μικρή τραγωδία. Σαν να βλέπεις τον Σίσυφο στην αέναη πορεία του, που νομίζει ότι τα έχει καταφέρει, και πάλι ξεκινά από την αρχή. Βιώνεις τη στιγμή που ένας άνθρωπος δέχεται τη βιαιότητα του κόσμου και της ζωής. Μπήκαμε και στον κόσμο του Bacon που έχει βία και ακρότητες σε σχέση με την ίδια τη ζωγραφική και τα υποκείμενα της ζωγραφικής του, ο τρόπος που διέλυε τη φόρμα και ο τρόπος που δε φοβήθηκε να τολμήσει, με ενέπνευσε. Ήθελα να διαπραγματευτώ τη βία, από εμένα τον ίδιο προς τον εαυτό μου, τη βία της εξουσίας, τη βία της ζωής.
– Άρα ήταν μία εσωτερική ανάγκη να σπάσεις τις φόρμες;
Πρόκειται για ένα έργο αυτοσχεδιαστικό που δεν μπορεί να μπει σε καλούπια. Ήθελα να δουλέψω στο όριο του σώματός μου. Εκεί που αρχίζω και κουράζομαι και δεν αντέχω άλλο, εκεί ξεκινά και γεννάται μία υποψία χαράς. Πραγματεύεται έναν άνθρωπο αποπροσανατολισμένο, εγκλωβισμένο σε μία πραγματικότητα που τον αποπροσανατολίζει, που δεν έχει ούτε την αίσθηση του εαυτού του. Σαν να έχεις ένα ζώο σε ένα κλουβί που δεν ξέρει που βρίσκεται, φέρνει κύκλους ξανά και ξανά χωρίς να γνωρίζει τι συμβαίνει. Η ανάγκη να σπάσω τα καλούπια έγινε βίαια, σε μεγαλύτερη ηλικία. Δεν ειχα καλλιεργήσει τον τρόπο και τα κατάλληλα εργαλεία να το επικοινωνήσω με έναν τρόπο ώστε να μη γίνει αυτοκαταστροφικό για μένα. Επομένως αυτό το έργο έχει έρθει από πολλά χρόνια -δικά μου- μεγάλης πίεσης. Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να νικήσω τις φωνές που μου έλεγαν το πως πρέπει να ζω και να είμαι.
Πληροφορίες για την παράσταση
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ «A Man and His Double»
Διάρκεια: 45’
Πρεμιέρα 1 Απριλίου 2024
Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 (μέχρι τις 9/4)
Εισιτήρια: €12 Κανονικό, €10 Μειωμένο
ΠΛΥΦΑ (Κτήριο 7Γ)
Διεύθυνση: Κορυτσάς 39, Αθήνα 104 47
Τηλέφωνο: 6974001148
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Ερμηνεύουν: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Γιάννης Αγγελάκης
Χορογραφία: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου
Μουσική Σύνθεση: Γιάννης Αγγελάκης
Σχεδιασμός Κοστουμιών: Ελλάδα Δαμιανιού
Σχεδιασμός Φωτισμού: Βαγγέλης Μούντριχας
Βοηθός Χορογράφου: Βάσια Μπακογιάννη
Φωτογραφίες/Βίντεο: Ιωάννης Καμπάνης
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Παραγωγή: Ars Nova Experimentalis