Το καλοκαίρι του 1994 ήταν σημαντικό και για τον υπογράφοντα το παρόν άρθρο, αλλά και για τον Αλέκο Συσσοβίτη: ο πρώτος πήρε το απολυτήριο του λυκείου του και ο δεύτερος πήρε το δικό του «απολυτήριο» και, ταυτόχρονα, το υποκριτικό του «βάπτισμα του πυρός» σε μια μεγάλου μήκους ταινία, στην «Ελεύθερη Κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου.
Η ταινία γυρίστηκε εκείνο το καλοκαίρι στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην περιοχή των Χανίων όπου μαζί με τον Πανουσόπουλο και την συμπρωταγωνίστριά του, την Βαλέρια Χριστοδουλίδου, ο Συσσοβίτης είχε πάει έναν περίπου μήνα πριν από την έναρξη των γυρισμάτων – εκεί όπου, εντελώς συμπτωματικά, έκανε τις διακοπές του και ο υπογράφων.
Στην ταινία, η Χριστοδουλίδου υποδύεται τη «Βίκυ», ένα κορίτσι που εργάζεται ως μπαργούμαν, ενώ ο Συσσοβίτης τον «Λευτέρη», ένα δύτη που αναζητεί το ναυάγιο ενός αεροπλάνου, με το τρίτο πρόσωπο στην ιστορία να είναι η φαρμακοποιός «Ολγα» της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και διάφορα τοπία της περιοχής, όπως ο Ορμος της Σούδας, ο Κάβος Σπάθας αλλά και η Γραμβούσα να αποτυπώνονται ιδανικά στην ταινία του Πανουσόπουλου.
Τότε ήταν που μάθαμε όλοι μας τον Αλέκο Συσσοβίτη, έναν γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικιό με καταγωγή από την Κοζάνη και την Άρτα με πλούσια… προϋπηρεσία τόσο στη νύχτα (εργαζόμενος ως μπάρμαν), όσο και στο μόντελινγκ.
Η συνέχεια ήταν απογειωτική για τον ίδιο: σε τηλεοπτικές σειρές όπως “Είσαι το ταίρι μου”, “Η αίθουσα του θρόνου”, “Πες μου ναι”, “Το κόκκινο δωμάτιο”, “Έξαψη” και “Είσαι πολύ αλήτης τελικά”. Ωστόσο, ο Συσσοβίτης, έχει και ένα εξίσου πλούσιο θεατρικό βιογραφικό με συμμετοχές σε γνωστές θεατρικές παραστάσεις όπως “Oρέστης”, “Χείλη κλειστά”, “Το τέλος μιας σχέσης”, “Στο πέμπτο σκαλοπάτι” και “Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα”, ενώ οι πιο γνωστές κινηματογραφικές ταινίες που έχει λάβει μέρος είναι “Θηλυκή εταιρεία”, “Η αγάπη είναι ελέφαντας”, “Οξυγόνο” και “Straight Story”.
Ο Συσσοβίτης φέτος το καλοκαίρι έπαιξε – αρχικά στην Επίδαυρο και κατόπιν σε φεστιβάλ σε όλη την Ελλάδα – στην εμβληματική «Εκάβη» του Ευριπίδη σε μια μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου και σε σκηνοθεσία της Ιούς Βουλγαράκη.
Σύμφωνα με το έργο του σπουδαίου τραγικού συγγραφέα, στην πρώτη – και ιδιαίτερα σκληρή για τους Αθηναίους – περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431- 420 π. Χ.) ο Ευριπίδης επιχειρεί να καταγράψει και να δείξει στους συμπολίτες του – και σε όλους τους Έλληνες – την αποκτήνωση του ανθρώπου που μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος.
Εικοσιτέσσερις αιώνες μετά, το διαχρονικό έργο του Ευριπίδη γίνεται επίκαιρο όσο ποτέ. Καθημερινά φτάνουν στις οθόνες μας εικόνες από πολέμους, εικόνες αφόρητης βίας και σπαραγμού από κάθε σημείο του κόσμου. Το παράλογο του πολέμου μοιάζει να αφορά μόνο αυτούς που το ζουν, για όλους τους άλλους περιορίζεται σε μια στεγνή, εικονική και ακίνδυνη πληροφορία. Θάβεται ανάμεσα σε πλήθος ειδήσεων, αποκόβεται από το βίωμα του πένθους. Εξοικειωνόμαστε έτσι με την εικόνα και την πληροφορία της βίας, εκπαιδευόμαστε στον θάνατο, αλλά ξεμάθαμε να πενθούμε.
Η Εκάβη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη ξεκινά ως πρόσωπο από αυτό το σημείο, από αυτό που έχουμε ξεχάσει, τον δρόμο του θρήνου. Μαζί της οι γυναίκες, οι αόρατες του πολέμου, μπροστά στο Ακατανόητο που τις σαρώνει και μέσα από το κοινό βίωμα της απώλειας συγκροτούνται ως κοινότητα. Στο πρώτο μέρος του έργου το πένθος, προσωπικό αλλά και συλλογικό, μοιάζει να γεννά τη μεταφυσική του: ζωντανοί και νεκροί βρίσκονται σε διαρκή συνομιλία, ένα αγόρι άταφο ταράζει τον ύπνο της μάνας του, ένα κορίτσι στέκει στο όριο ζωής και θανάτου.
Στην Εκάβη τα πάντα συμβαίνουν σε έναν μεταιχμιακό χρόνο, μετά το τέλος του πολέμου. Η βία όμως δεν έχει τελειώσει. Και εκεί ακριβώς, στον χρόνο της μετάβασης, η Εκάβη του πένθους γίνεται η Εκάβη της εκδίκησης, ανοίγοντας μια τολμηρή διαλεκτική με το σήμερα κια το τώρα.
Μιλώντας στο τηλέφωνο με τον κ. Συσσοβίτη τις ημέρες εκείνες που καιγόταν η μισή Ελλάδα, από τον Έβρο μέχρι την Πάρνηθα, σπεύδω αμέσως να του επισημάνω τον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται, δραματουργικά, η «Εκάβη», που δεν είναι άλλος από την ανθρώπινη αλαζονεία.
Την αλαζονεία του Ανθρώπου απέναντι σε όλους και όλα. Εκείνος γελάει.
Μού ζητάει δυο φορές «να γράψεις ότι γέλασα με την ερώτησή σου» και συνεχίζει: «γιατί ξέρεις, ζούμε ήδη σε αυτό το σημείο της ανθρώπινης ιστορίας όπου βιώνουμε εντονότερα από ποτέ επίσης αυτήν ακριβώς την αλαζονεία όλου του ανθρώπινου είδους. Έχουμε, ιστορικά μιλώντας, τον μεγαλύτερο πληθυσμό που είχαμε ποτέ πάνω στον πλανήτη, ενώ και ο ίδιος ο άνθρωπος έχει μια φύση πολύ δισυπόστατη. Και αν δούμε τι γίνεται στο παγκόσμιο γίγνεσθαι αυτή τη στιγμή, επικρατεί παντού μια πρωτοφανής οικονομικοκοινωνική ανισότητα και μια αλαζονεία. Βιώνουμε μια δραματική κατάσταση, ένα πραγματικά ψυχοφθόρο καθημερινό βάσανο. Ο Δυτικός Κόσμος ζει στη «γη της επαγγελίας», ενώ ο Τρίτος Κόσμος – τον οποίο έχω επανειλλημμένα επισκεφτεί με ταξίδια μου – ζει μέσα σε μια αβάσταχτη δυστυχία».
Μού έρχεται μια ειδοποίηση στο κινητό μου τηλέφωνο για μια ακόμη εστία φωτιάς στον Έβρο και του ζητάω συγγνώμη για να τον ενημερώσω για τις πυρκαγιές.
«Τα βλέπεις; Όταν καίγεται όλη η Ελλάδα και συνεχίζουμε να είμαστε στον κόσμο μας την στιγμή που καίγεται ο δίπλα μας, η ίδια η πράξη αυτή δεν εμπεριέχει μέσα της μια αλαζονεία; Εγώ σκέφτομαι περίεργα; Κανονικά, θα έπρεπε να είμαστε όλοι μας στις πυρόπληκτες περιοχές με μια μάνικα στα χέρια και να σβήνουμε φωτιές. Και μετά, σχεδόν 10 εκατ. άνθρωποι να βγούμε στους δρόμους και να απαιτήσουμε μια αλλαγή του Ελληνικού Συντάγματος προκειμένου να αλλάξει η νομοθεσία και να καταδικάζονται σε ισόβια δεσμά οι εμπρηστές. Αλλά βλέπουμε να καίγεται η γη και εμείς καθόμαστε», μού επισημαίνει και συνεχίζει με απαράμιλλο παραβολικό τρόπο το επιχείρημά του: «Αν όμως υπήρχε ένα δικαστήριο που ο δικαστής θα ήταν ένα ελάφι, ο εισαγγελέας ένα δέντρο και οι ένορκοι ήταν τα διάφορα ζώα και τα φυτά του δάσους, θα δίκαζαν και θα καταδίκαζαν τον άνθρωπο στην εσχάτη των ποινών. Σε θάνατο. Γιατί ο άνθρωπος έχει την έπαρση ότι τού ανήκουν όλα τα υπόλοιπα εκεί έξω. Ξέρεις, έχει μιλήσει και ο Ευριπίδης για όλα αυτά. Πολλές φορές, από αρχαιοτάτων χρόνων, οι άρχοντες δημιουργούσαν τέτοια θέματα. Π.χ. στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μιας και μιλάμε για Ευριπίδη, οι Σπαρτιάτες καίνε τα πάντα έξω από την Αθήνα και αντίστοιχα οι Αθηναίοι κάνουν το ίδιο πορευόμενοι προς στη Σπάρτη. Και εδώ, σήμερα μιλώντας, έχουμε πόλεμο. Όχι κυριολεκτικό φυσικά, αλλά τον πόλεμο που μάς επιβάλλεται εδώ και χρόνια από το χρήμα και το κεφάλαιο, που είναι σε ένα διαρκή ψυχρό και εμφύλιο πόλεμο με όλους εμάς τους υπολοίπους».
«Ο Αγαμέμνονας είναι ένας άνθρωπος πληγωμένος από τις συνέπειες του πολέμου», συνεχίζει ο ίδιος αναφορικά με το ρόλο του, προσθέτοντας ότι «είναι ένας στρατιώτης και άρχοντας ταυτόχρονα που έχει κατανοήσει πλήρως τις αρνητικές συνέπειες του πολέμου και παλεύει για το στράτευμά του, θυσιάζοντας για το σκοπό αυτό μέχρι και τις ίδιες τις προσωπικές του επιθυμίες. Και όταν η Εκάβη αντιμετωπίζει ξαφνικά το θάνατο του μικρού παιδιού της, αυτό το γεγονός ξυπνά στη μνήμη του τη θυσία της δικής του κόρης, της Ιφιγένειας. Και εκεί είναι που ο θεατής παρατηρεί το πώς ένας, φαινομενικά, σκληρός στρατηγός μεταμορφώνεται σε έναν πολύ ευαίσθητο άνθρωπο, για τον οποίο έχουν ακόμη ύψιστη σημασία έννοιες όπως ο ηθικός νόμος και η τιμή στους νεκρούς συγγενείς και φίλους μας».
Πόσο όμως επηρεάζει τις ζωές μας, κατά τον ίδιο, ο παράγοντας της απόλυτης τυχαιότητας που επικαλείται στο κείμενό του ο Ευριπίδης; «Ο άνθρωπος είναι ένα ον που γνωρίζει μεν το ότι θα πεθάνει, αλλά δεν γνωρίζει το πότε και το πώς θα πεθάνει. Φυσικά και είναι δεδομένη αυτή η τυχαιότητα που επικαλείται ο Ευριπίδης. Ο οποίος ουσιαστικά αμφισβητεί την ύπαρξη των Θεών ή του Θεού αλλά μόνο με τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι προκειμένου να κάνουν την δική τους πολιτική. Ή το ότι αν προσευχηθούν, θα έχουν ευνοϊκότερο μέλλον. Ή, ακόμη χειρότερα, το ότι ο Θεός ή οι Θεοί θα τους αγαπήσουν περισσότερο αν σκοτώσουν τον εχθρό τους. Η παράγοντας της τύχης όντως ορίζει τα πράγματα γύρω μας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είμαστε ή ότι θα γίνουμε μοιρολάτρες», απαντάει εμφατικά ο κ. Συσσοβίτης.
Και φυσικά οι όποιες «πληγές» έχει ανοίξει, με το κείμενό του, ο τραγικός συγγραφέας, κατά το ίδιο, δεν έχουν κλείσει μέχρι και σήμερα. Παραμένουν ανοικτές και χάσκουσες. Και η ίδια η Τέχνη βοηθάει τον κοινωνό αυτής να βελτιωθεί ως άνθρωπος.
«Η Τέχνη σε κάνει γνώστη και ρεαλιστή. Και, ταυτόχρονα, αισιόδοξο και απαισιόδοξο. Η Τέχνη σου προσφέρει αυτογνωσία. Σού μαθαίνει ότι μέσα σου ζει, παράλληλα, και ο Θεός και ο Διάβολος και εσύ πρέπει να μάθεις να συμπορεύεσαι με αμφότερα τα στοιχεία αυτά. Και ότι κάποια στιγμή, η ζυγαριά θα γείρει προς τη μία μεριά και μετά προς την άλλη, αλλά τελικά στο τέλος θα έρθει πάντα η ισορροπία. Για ποιο λόγο, ας πούμε, ισχύει το ότι ακόμη και στην καλύτερη στιγμή της ζωής μας και στην μεγάλη μας χαρά, ηγεμονεί μέσα μας ένας φόβος ότι όλα θα διαλυθούνε; Έτσι πάει. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος να πορεύεται και με το Καλό και με το Κακό, και με την αισιοδοξία και με την απαισιοδοξία. Η φύση μας είναι, ως άνθρωποι, να είμαστε ταυτόχρονα αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι. Οπότε όλα θα τα βιώσουμε, όπως περνάνε οι εποχές με τη σειρά, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνας. Η ίδια η ζωή μας είναι δισυπόστατη: από τη μία παγωνιά και από την άλλη καύσωνας».
Κλείνουμε την συνέντευξη ρωτώντας τον για την επίγευση που τού αφήνει η εποχή μας, το σωτήριο έτος 2023.
«Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η ανθρωπότητα και ο πλανήτης μας έχουν πάει κάπου αλλού. Δεν ξέρω που, αλλά όχι για καλό. Πάντως πριν από είκοσι χρόνια δουλεύαμε λιγότερο και κουραζόμασταν λιγότερο και διασκεδάζαμε πολύ περισσότερο σε σχέση με τώρα. Εγώ πάντως συνεχίζω και τη χρονιά αυτή στον «Έρωτα Φυγά» στη δεύτερη σεζόν της τηλεοπτικής σειράς. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με το ρόλο μου, είναι ένας ρόλος που θα έχει πολλές ανατροπές και με ευχαριστεί αυτό. Και επίσης θα είμαι και στον «Βασιλιά Ληρ» με τον Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο μέχρι τον Μάρτιο του 2024».
*Mετά την Επίδαυρο, η «Εκάβη» παρουσιάστηκε σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ της Αττικής. Οι τελευταίες δυο παραστάσεις θα ανέβουν στην Τρίτη 12 και την Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Ρεματιάς στο Χαλάνδρι.
Το καλοκαίρι του 1994 ήταν σημαντικό και για τον υπογράφοντα το παρόν άρθρο, αλλά και για τον Αλέκο Συσσοβίτη: ο πρώτος πήρε το απολυτήριο του λυκείου του και ο δεύτερος πήρε το δικό του «απολυτήριο» και, ταυτόχρονα, το υποκριτικό του «βάπτισμα του πυρός» σε μια μεγάλου μήκους ταινία, στην «Ελεύθερη Κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου.
Η ταινία γυρίστηκε εκείνο το καλοκαίρι στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην περιοχή των Χανίων όπου μαζί με τον Πανουσόπουλο και την συμπρωταγωνίστριά του, την Βαλέρια Χριστοδουλίδου, ο Συσσοβίτης είχε πάει έναν περίπου μήνα πριν από την έναρξη των γυρισμάτων – εκεί όπου, εντελώς συμπτωματικά, έκανε τις διακοπές του και ο υπογράφων.
Στην ταινία, η Χριστοδουλίδου υποδύεται τη «Βίκυ», ένα κορίτσι που εργάζεται ως μπαργούμαν, ενώ ο Συσσοβίτης τον «Λευτέρη», ένα δύτη που αναζητεί το ναυάγιο ενός αεροπλάνου, με το τρίτο πρόσωπο στην ιστορία να είναι η φαρμακοποιός «Ολγα» της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και διάφορα τοπία της περιοχής, όπως ο Ορμος της Σούδας, ο Κάβος Σπάθας αλλά και η Γραμβούσα να αποτυπώνονται ιδανικά στην ταινία του Πανουσόπουλου.
Τότε ήταν που μάθαμε όλοι μας τον Αλέκο Συσσοβίτη, έναν γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικιό με καταγωγή από την Κοζάνη και την Άρτα με πλούσια… προϋπηρεσία τόσο στη νύχτα (εργαζόμενος ως μπάρμαν), όσο και στο μόντελινγκ.
Η συνέχεια ήταν απογειωτική για τον ίδιο: σε τηλεοπτικές σειρές όπως “Είσαι το ταίρι μου”, “Η αίθουσα του θρόνου”, “Πες μου ναι”, “Το κόκκινο δωμάτιο”, “Έξαψη” και “Είσαι πολύ αλήτης τελικά”. Ωστόσο, ο Συσσοβίτης, έχει και ένα εξίσου πλούσιο θεατρικό βιογραφικό με συμμετοχές σε γνωστές θεατρικές παραστάσεις όπως “Oρέστης”, “Χείλη κλειστά”, “Το τέλος μιας σχέσης”, “Στο πέμπτο σκαλοπάτι” και “Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα”, ενώ οι πιο γνωστές κινηματογραφικές ταινίες που έχει λάβει μέρος είναι “Θηλυκή εταιρεία”, “Η αγάπη είναι ελέφαντας”, “Οξυγόνο” και “Straight Story”.
Ο Συσσοβίτης φέτος το καλοκαίρι έπαιξε – αρχικά στην Επίδαυρο και κατόπιν σε φεστιβάλ σε όλη την Ελλάδα – στην εμβληματική «Εκάβη» του Ευριπίδη σε μια μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου και σε σκηνοθεσία της Ιούς Βουλγαράκη.
Σύμφωνα με το έργο του σπουδαίου τραγικού συγγραφέα, στην πρώτη – και ιδιαίτερα σκληρή για τους Αθηναίους – περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431- 420 π. Χ.) ο Ευριπίδης επιχειρεί να καταγράψει και να δείξει στους συμπολίτες του – και σε όλους τους Έλληνες – την αποκτήνωση του ανθρώπου που μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος.
Εικοσιτέσσερις αιώνες μετά, το διαχρονικό έργο του Ευριπίδη γίνεται επίκαιρο όσο ποτέ. Καθημερινά φτάνουν στις οθόνες μας εικόνες από πολέμους, εικόνες αφόρητης βίας και σπαραγμού από κάθε σημείο του κόσμου. Το παράλογο του πολέμου μοιάζει να αφορά μόνο αυτούς που το ζουν, για όλους τους άλλους περιορίζεται σε μια στεγνή, εικονική και ακίνδυνη πληροφορία. Θάβεται ανάμεσα σε πλήθος ειδήσεων, αποκόβεται από το βίωμα του πένθους. Εξοικειωνόμαστε έτσι με την εικόνα και την πληροφορία της βίας, εκπαιδευόμαστε στον θάνατο, αλλά ξεμάθαμε να πενθούμε.
Η Εκάβη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη ξεκινά ως πρόσωπο από αυτό το σημείο, από αυτό που έχουμε ξεχάσει, τον δρόμο του θρήνου. Μαζί της οι γυναίκες, οι αόρατες του πολέμου, μπροστά στο Ακατανόητο που τις σαρώνει και μέσα από το κοινό βίωμα της απώλειας συγκροτούνται ως κοινότητα. Στο πρώτο μέρος του έργου το πένθος, προσωπικό αλλά και συλλογικό, μοιάζει να γεννά τη μεταφυσική του: ζωντανοί και νεκροί βρίσκονται σε διαρκή συνομιλία, ένα αγόρι άταφο ταράζει τον ύπνο της μάνας του, ένα κορίτσι στέκει στο όριο ζωής και θανάτου.
Στην Εκάβη τα πάντα συμβαίνουν σε έναν μεταιχμιακό χρόνο, μετά το τέλος του πολέμου. Η βία όμως δεν έχει τελειώσει. Και εκεί ακριβώς, στον χρόνο της μετάβασης, η Εκάβη του πένθους γίνεται η Εκάβη της εκδίκησης, ανοίγοντας μια τολμηρή διαλεκτική με το σήμερα κια το τώρα.
Μιλώντας στο τηλέφωνο με τον κ. Συσσοβίτη τις ημέρες εκείνες που καιγόταν η μισή Ελλάδα, από τον Έβρο μέχρι την Πάρνηθα, σπεύδω αμέσως να του επισημάνω τον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται, δραματουργικά, η «Εκάβη», που δεν είναι άλλος από την ανθρώπινη αλαζονεία.
Την αλαζονεία του Ανθρώπου απέναντι σε όλους και όλα. Εκείνος γελάει.
Μού ζητάει δυο φορές «να γράψεις ότι γέλασα με την ερώτησή σου» και συνεχίζει: «γιατί ξέρεις, ζούμε ήδη σε αυτό το σημείο της ανθρώπινης ιστορίας όπου βιώνουμε εντονότερα από ποτέ επίσης αυτήν ακριβώς την αλαζονεία όλου του ανθρώπινου είδους. Έχουμε, ιστορικά μιλώντας, τον μεγαλύτερο πληθυσμό που είχαμε ποτέ πάνω στον πλανήτη, ενώ και ο ίδιος ο άνθρωπος έχει μια φύση πολύ δισυπόστατη. Και αν δούμε τι γίνεται στο παγκόσμιο γίγνεσθαι αυτή τη στιγμή, επικρατεί παντού μια πρωτοφανής οικονομικοκοινωνική ανισότητα και μια αλαζονεία. Βιώνουμε μια δραματική κατάσταση, ένα πραγματικά ψυχοφθόρο καθημερινό βάσανο. Ο Δυτικός Κόσμος ζει στη «γη της επαγγελίας», ενώ ο Τρίτος Κόσμος – τον οποίο έχω επανειλλημμένα επισκεφτεί με ταξίδια μου – ζει μέσα σε μια αβάσταχτη δυστυχία».
Μού έρχεται μια ειδοποίηση στο κινητό μου τηλέφωνο για μια ακόμη εστία φωτιάς στον Έβρο και του ζητάω συγγνώμη για να τον ενημερώσω για τις πυρκαγιές.
«Τα βλέπεις; Όταν καίγεται όλη η Ελλάδα και συνεχίζουμε να είμαστε στον κόσμο μας την στιγμή που καίγεται ο δίπλα μας, η ίδια η πράξη αυτή δεν εμπεριέχει μέσα της μια αλαζονεία; Εγώ σκέφτομαι περίεργα; Κανονικά, θα έπρεπε να είμαστε όλοι μας στις πυρόπληκτες περιοχές με μια μάνικα στα χέρια και να σβήνουμε φωτιές. Και μετά, σχεδόν 10 εκατ. άνθρωποι να βγούμε στους δρόμους και να απαιτήσουμε μια αλλαγή του Ελληνικού Συντάγματος προκειμένου να αλλάξει η νομοθεσία και να καταδικάζονται σε ισόβια δεσμά οι εμπρηστές. Αλλά βλέπουμε να καίγεται η γη και εμείς καθόμαστε», μού επισημαίνει και συνεχίζει με απαράμιλλο παραβολικό τρόπο το επιχείρημά του: «Αν όμως υπήρχε ένα δικαστήριο που ο δικαστής θα ήταν ένα ελάφι, ο εισαγγελέας ένα δέντρο και οι ένορκοι ήταν τα διάφορα ζώα και τα φυτά του δάσους, θα δίκαζαν και θα καταδίκαζαν τον άνθρωπο στην εσχάτη των ποινών. Σε θάνατο. Γιατί ο άνθρωπος έχει την έπαρση ότι τού ανήκουν όλα τα υπόλοιπα εκεί έξω. Ξέρεις, έχει μιλήσει και ο Ευριπίδης για όλα αυτά. Πολλές φορές, από αρχαιοτάτων χρόνων, οι άρχοντες δημιουργούσαν τέτοια θέματα. Π.χ. στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μιας και μιλάμε για Ευριπίδη, οι Σπαρτιάτες καίνε τα πάντα έξω από την Αθήνα και αντίστοιχα οι Αθηναίοι κάνουν το ίδιο πορευόμενοι προς στη Σπάρτη. Και εδώ, σήμερα μιλώντας, έχουμε πόλεμο. Όχι κυριολεκτικό φυσικά, αλλά τον πόλεμο που μάς επιβάλλεται εδώ και χρόνια από το χρήμα και το κεφάλαιο, που είναι σε ένα διαρκή ψυχρό και εμφύλιο πόλεμο με όλους εμάς τους υπολοίπους».
«Ο Αγαμέμνονας είναι ένας άνθρωπος πληγωμένος από τις συνέπειες του πολέμου», συνεχίζει ο ίδιος αναφορικά με το ρόλο του, προσθέτοντας ότι «είναι ένας στρατιώτης και άρχοντας ταυτόχρονα που έχει κατανοήσει πλήρως τις αρνητικές συνέπειες του πολέμου και παλεύει για το στράτευμά του, θυσιάζοντας για το σκοπό αυτό μέχρι και τις ίδιες τις προσωπικές του επιθυμίες. Και όταν η Εκάβη αντιμετωπίζει ξαφνικά το θάνατο του μικρού παιδιού της, αυτό το γεγονός ξυπνά στη μνήμη του τη θυσία της δικής του κόρης, της Ιφιγένειας. Και εκεί είναι που ο θεατής παρατηρεί το πώς ένας, φαινομενικά, σκληρός στρατηγός μεταμορφώνεται σε έναν πολύ ευαίσθητο άνθρωπο, για τον οποίο έχουν ακόμη ύψιστη σημασία έννοιες όπως ο ηθικός νόμος και η τιμή στους νεκρούς συγγενείς και φίλους μας».
Πόσο όμως επηρεάζει τις ζωές μας, κατά τον ίδιο, ο παράγοντας της απόλυτης τυχαιότητας που επικαλείται στο κείμενό του ο Ευριπίδης; «Ο άνθρωπος είναι ένα ον που γνωρίζει μεν το ότι θα πεθάνει, αλλά δεν γνωρίζει το πότε και το πώς θα πεθάνει. Φυσικά και είναι δεδομένη αυτή η τυχαιότητα που επικαλείται ο Ευριπίδης. Ο οποίος ουσιαστικά αμφισβητεί την ύπαρξη των Θεών ή του Θεού αλλά μόνο με τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι προκειμένου να κάνουν την δική τους πολιτική. Ή το ότι αν προσευχηθούν, θα έχουν ευνοϊκότερο μέλλον. Ή, ακόμη χειρότερα, το ότι ο Θεός ή οι Θεοί θα τους αγαπήσουν περισσότερο αν σκοτώσουν τον εχθρό τους. Η παράγοντας της τύχης όντως ορίζει τα πράγματα γύρω μας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είμαστε ή ότι θα γίνουμε μοιρολάτρες», απαντάει εμφατικά ο κ. Συσσοβίτης.
Και φυσικά οι όποιες «πληγές» έχει ανοίξει, με το κείμενό του, ο τραγικός συγγραφέας, κατά το ίδιο, δεν έχουν κλείσει μέχρι και σήμερα. Παραμένουν ανοικτές και χάσκουσες. Και η ίδια η Τέχνη βοηθάει τον κοινωνό αυτής να βελτιωθεί ως άνθρωπος.
«Η Τέχνη σε κάνει γνώστη και ρεαλιστή. Και, ταυτόχρονα, αισιόδοξο και απαισιόδοξο. Η Τέχνη σου προσφέρει αυτογνωσία. Σού μαθαίνει ότι μέσα σου ζει, παράλληλα, και ο Θεός και ο Διάβολος και εσύ πρέπει να μάθεις να συμπορεύεσαι με αμφότερα τα στοιχεία αυτά. Και ότι κάποια στιγμή, η ζυγαριά θα γείρει προς τη μία μεριά και μετά προς την άλλη, αλλά τελικά στο τέλος θα έρθει πάντα η ισορροπία. Για ποιο λόγο, ας πούμε, ισχύει το ότι ακόμη και στην καλύτερη στιγμή της ζωής μας και στην μεγάλη μας χαρά, ηγεμονεί μέσα μας ένας φόβος ότι όλα θα διαλυθούνε; Έτσι πάει. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος να πορεύεται και με το Καλό και με το Κακό, και με την αισιοδοξία και με την απαισιοδοξία. Η φύση μας είναι, ως άνθρωποι, να είμαστε ταυτόχρονα αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι. Οπότε όλα θα τα βιώσουμε, όπως περνάνε οι εποχές με τη σειρά, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνας. Η ίδια η ζωή μας είναι δισυπόστατη: από τη μία παγωνιά και από την άλλη καύσωνας».
Κλείνουμε την συνέντευξη ρωτώντας τον για την επίγευση που τού αφήνει η εποχή μας, το σωτήριο έτος 2023.
«Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η ανθρωπότητα και ο πλανήτης μας έχουν πάει κάπου αλλού. Δεν ξέρω που, αλλά όχι για καλό. Πάντως πριν από είκοσι χρόνια δουλεύαμε λιγότερο και κουραζόμασταν λιγότερο και διασκεδάζαμε πολύ περισσότερο σε σχέση με τώρα. Εγώ πάντως συνεχίζω και τη χρονιά αυτή στον «Έρωτα Φυγά» στη δεύτερη σεζόν της τηλεοπτικής σειράς. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με το ρόλο μου, είναι ένας ρόλος που θα έχει πολλές ανατροπές και με ευχαριστεί αυτό. Και επίσης θα είμαι και στον «Βασιλιά Ληρ» με τον Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο μέχρι τον Μάρτιο του 2024».
*Mετά την Επίδαυρο, η «Εκάβη» παρουσιάστηκε σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ της Αττικής. Οι τελευταίες δυο παραστάσεις θα ανέβουν στην Τρίτη 12 και την Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Ρεματιάς στο Χαλάνδρι.