«Γίνε αυτό που είσαι», διακηρύσσει ο Νίτσε, μια φράση-ηχώ που συνεχίζει να αντηχεί μέσα στους αιώνες, σαν να προσπαθεί να διαπεράσει το πέπλο της ανθρώπινης αβεβαιότητας. Σε αυτή την απλή, αλλά τόσο επιβλητική προτροπή, συνοψίζεται ολόκληρη η φιλοσοφική του πρόκληση: η αυτοπραγμάτωση ως πράξη επαναστατική, η συνειδητή ανάληψη της ευθύνης να ζήσεις όχι απλώς ως άνθρωπος, αλλά ως ο ίδιος ο δημιουργός του εαυτού σου.
Είναι αυτή η βάσανος της ίδιας της ζωής και όσων την ακολουθούν ως επώδυνα συμβάντα που αναδείχθηκε με επιτυχία στο βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ, “Όταν έκλαψε ο Νίτσε”. Στο βιβλίο, η διαλογική πάλη μεταξύ του Νίτσε και του Μπρόιερ, δύο ανδρών που ενσαρκώνουν αντίθετες όψεις του ίδιου ανθρώπινου δράματος, είναι σαν ένας καθρέφτης που αντανακλά τις πιο αθέατες πλευρές της ανθρώπινης ψυχής. Η φιλία, η ύπαρξη, η αποδοχή, η αγάπη – κάθε έννοια που συνδέει τον άνθρωπο με τον κόσμο γύρω του γίνεται πεδίο αναμέτρησης. Όμως, δεν είναι μια σύγκρουση καταστροφική· είναι δημιουργική, σαν τον πόνο που χρειάζεται το μάρμαρο για να γίνει άγαλμα.
Η μεταφορά αυτού του έργου στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας αποκτά μια ιδιαίτερη διάσταση. Δύο καλλιτέχνες, ο Ακύλλας Καραζήσης και ο Νίκος Χατζόπουλος, αναλαμβάνουν τον ρόλο του καθοδηγητή. Οι ίδιοι, όπως ο Νίτσε και ο Μπρόιερ, δεν είναι απλώς ερμηνευτές, αλλά και δημιουργοί – σκηνοθέτες που εξερευνούν τη θεατρική πράξη ως ένα μέσο φιλοσοφικής αναζήτησης. Μέσα από τη ματιά τους, το θέατρο γίνεται κάτι περισσότερο από τέχνη· μεταμορφώνεται σε ένα εργαστήριο ανθρώπινης αλήθειας, όπου το κείμενο του Γιάλομ ζωντανεύει σαν ένα φιλοσοφικό πείραμα.
13 χρόνια μετά την πρώτη απόδοση του επί σκηνής, το “Όταν έκλαψε ο Νίτσε” είναι μια ωδή στην ανθρώπινη πάλη για το νόημα. Στη σκηνή, όπου οι λέξεις αποκτούν σώμα και ψυχή, οι ηθοποιοί δεν ερμηνεύουν απλώς, αλλά καλούν το κοινό να συμμετάσχει σε μια υπαρξιακή συζήτηση. Οι έννοιες της φιλίας και της αποδοχής δεν είναι πια αφηρημένα ιδανικά· γίνονται αιτήματα, προκλήσεις που μας καλούν να «γίνουμε αυτό που είμαστε».
– Πως έγινε εφικτό να σκηνοθετήσετε από κοινού μια παράσταση, βασισμένη και ταυτισμένη με την σχέση δύο ηρώων;
Νίκος Χατζόπουλος: Χρειάζεται θέληση για να γίνει κάτι τέτοιο. Η συνεργασία μας ξεκίνησε πριν 13 χρόνια, πάλι με το ίδιο έργο, όταν ανεβάσαμε για πρώτη φορά το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», εκεί συνεργαστήκαμε πρώτη φορά με τον Ακύλλα. Το ότι συνεργάζεσαι με κάποιον δεν σημαίνει ότι δεν προκύπτουν διαφωνίες ως προς την αντίληψη ή τον τρόπο να διορθώνεις πράγματα αλλά ξέρεις ότι στο πλαίσιο μιας συνεργασίας ο σκοπός είναι η σύνθεση των διαφορών, να βρεθεί ένας κοινός τόπος, ένας συνδυασμός. Βοήθησε σε αυτή τη συνεργασία ότι βλέπουμε τα πράγματα από την ίδια σκοπιά, σε επίπεδο αισθητικής, θεατρικής αντιμετώπισης και ιδεολογίας. Όπως έχει πει και ο Ακύλλας «η διάγνωση είναι ίδια αλλά προτείνεται μερικές φορές από τον καθένα διαφορετική θεραπεία».
Ακύλλας Καραζήσης: Είναι ευτυχής η σύμπτωση της συνάντησης. Όταν είχαμε για πρώτη φορά το κείμενο στα χέρια μας ήταν χαρά μας να δουλεύουμε μαζί τότε με τον Χάρη Φραγκούλη πάνω στη διασκευή της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου αλλά και το ίδιο το βιβλίο. Με τον Νίκο έχουμε μια κοινή καταβολή και λόγω γενιάς και λόγω όμοιων συνθηκών και περιβάλλοντος, μια παρόμοια πορεία 30 ετών αλλά κυρίως μια κοινή αναφορά στα κείμενα, εκεί εντοπίζεται ο ισχυρός συνδετικός μας κρίκος. Έχουμε μια όμοια οργανική σχέση, ο τρόπος που δουλέψαμε στο έργο του Γιάλομ ήταν εξαιρετικά αρμονικός παρά τις τεχνικές ή σκηνοθετικές παρεκβάσεις.
– Ο τρόπος λειτουργίας όταν έχεις ήδη ένα βιβλίο ως πρώτη ύλη είναι κατ’ ανάγκη διαφορετικός. Σε σχέση με 13 χρόνια πριν ποιες αλλγές εντοπίζεται από τη δική σας πλευρά;
Ν.Χ.: Σε μεγάλο βαθμό όταν έχεις ένα βιβλίο ως βάση χρειάζεται να προσαρμόσεις πράγματα, το ίδιο το μέσο αλλάζει. Ο αναγνώστης λειτουργεί αλλιώς, έχει την πολυτέλεια να διαβάσει όποτε θέλει σε όποιο σημείο του αναγνώσματος θέλει, ο θεατής δεν έχει την ίδια πολυτέλεια, βλέπει μια φορά τα πράγματα να περνάνε από μπροστά του και μια και έξω. Αυτό απαιτεί αμέσως μια προσαρμογή ακόμη και της διασκευής στα σκηνικά ζητούμενα, όπως έγινε στην περίπτωσή μας. Αφετηρία της όλης κίνησής μας πάντως ήταν ότι βρήκαμε ένα νήμα που μας ενδιέφερε και το ξετυλίξαμε με αναφορά τη σχέση των δύο ανθρώπων, δεν θελήσαμε να μείνουμε στο κλίμα της τότε Βιέννης ή στο αυστηρά ψυχαναλυτικό κομμάτι. Τότε το πράγμα γεννιόταν δίχως επί της ουσίας διακριτούς ρόλους, δοκιμαζόταν το κείμενο εν τη γεννέσει του, ήταν υπό διερεύνηση αρκετά. Σήμερα υπάρχει μια παράσταση δοκιμασμένη και αλλάζει ο τρόπος των ηθοποιών, ο τρόπος που λειτουργήσαμε σκηνοθετικά ήταν πιο κλασικός.
Α.Κ.: Τότε τα πράγματα ήταν πολύ ευκολότερα ως προς εμάς, οι πρόβες αφορούσαν κυρίως το πως θα ειπωθεί επί σκηνής το έργο, όλα κυλούσαν έτσι ώστε έφτασα σε σημείο μάλιστα να αμφιβάλω για την χρησιμότητα των ίδιων των προβών. Μου φαίνονταν όλα υπέροχα, λέγαμε τα λόγια μας αβίαστα, ξεψαχνίζαμε το κείμενο –με τη συμμετοχή και του Χάρη Φραγκούλη-όχι με φιλολογική διάθεση αλλά για να καταφέρουμε να κάνουμε μια ουσιαστική δραματουργική επεξεργασία. Τώρα οι συνθήκες είναι διαφορετικές γιατί δεν παίζουμε εμείς, οι σημερινοί ηθοποιοί λειτουργούν διαφορετικά, με τη δική τους ελευθερία, άλλες αναπνοές ανθρώπων, άλλοι σωματικοί κώδικες.
– Υπάρχει το κείμενο και η παράσταση. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η συγκυρία, ή το γεγονός ότι διανύουμε μια άλλη εποχή;
Ν.Χ.: Περάσαμε φάσεις ως κοινωνία που δεν ήταν εύκολες. Περάσαμε κρίση και τον εγκλεισμό λόγω του covid. Στην τωρινή συγκυρία επίσης υπάρχει κάτι υπαρξιακό, σε συλλογικό επίπεδο μάλιστα.
Α.Κ.: Το έργο την πρώτη φορά ανέβηκε, στην φάση της κορύφωσης της κρίσης. Τότε θεωρούσαμε πως η προσέλευση του κόσμου είχε σχέση με τις «σφαλιάρες» που τρώγαμε κοινωνικά, ότι ακουμπάμε σε μια κρίση ταυτότητας. Είναι υπέρ του έργου ότι σήμερα υφίσταται ένας συλλογικός προβληματισμός. Ας πούμε η σχέση με την ψυχοθεραπεία και την ψυχανάλυση είναι πολύ πιο συνειδητή σήμερα, είναι μια πιο απενεχοποιημένη σκέψη.
– Πολλοί εστιάζουν στο γεγονός της διαμάχης των δύο ηρώων. Παράλληλα, υφίσταται ένας προβληματισμός γύρω από τις θεματικές της εμμονής και της αγάπης. Υπάρχει κάποια δική σας προσδοκία σχετικά με την ανάγνωση του έργου;
Ν.Χ.: Το πιο ενδιαφέρον είναι να αφήνεις τις πόρτες ανοικτές για να καταλάβει ο θεατής ότι μπορεί να αντλήσει ότι τον αφορά περισσότερο, να αφήνεις χώρο σε πολλές αναγνώσεις. Προσωπικά, με ενδιαφέρει ο θεατής να σταθεί απέναντι στην παράσταση με δύο τρόπους. Πρώτον, σε αυτό που απομονώσαμε ως δραματουργικό άξονα τη σχέση δύο ανθρώπων όπως εξετάζεται από θέματα ταυτότητας, ανάγκης του ενός από τον άλλον μέσα από την εξέλιξη μιας σχέσης από ανταγωνισμό σε φιλία. Δεύτερον, σαν ατόφια θεατρική απόλαυση, φέρνοντας τον θεατή μαζί σου, όχι απομονώνοντάς τον, όχι με μια λογική ότι ο θεατρίνος έχει ταυτιστεί με τον ρόλο και δεν βλέπει τίποτα άλλο γύρω του, αλλά με τη λογική της απόλαυσης μιας αμφίπλευρα συνειδητής εξαπάτησης. Το «ταυτίζομαι με το έργο» κρύβει για μένα μια παγίδα για τον καλλιτέχνη στο θέατρο, μπορεί να εκλάβει την ταύτιση αυτή καθαυτή ως καλλιτεχνικό έργο. Το σημαντικό όμως για μένα, σε σχέση με το καλλιτεχνικό έργο στο θέατρο, έχει να κάνει με το τι θα δείξει ο ηθοποιός στον θεατή.
Α.Κ.: Δεν θέλαμε να επιβάλουμε μια δική μας ανάγνωση, είτε με τη δραματουργία είτε με το παίξιμο, πράγμα που γινόταν κατά κόρον. Έχω δηλαδή μια αντίληψη ηθική για το ίδιο το έργο, και παίζω σαν ηθοποιός, σύμφωνα με αυτή, για να το μεταδώσω στον κόσμο με μια υπεραναλητικότητα και έναν διδακτισμό. Εμείς αντίθετα, παραθέτουμε την αφήγηση, ζεστή, ζωντανή, ανάγλυφη αλλά χωρίς διάθεση να τη «σερβίρουμε» με συγκεκριμένο τρόπο. Και με τη λογική πάντα ότι κάνουμε θέατρο, όχι διάλεξη ή συζήτηση. Λόγια λέμε, είτε του Φρόιντ, είτε του Νίτσε, είτε του Μπρόιερ, είναι δραματουργημένα και γραμμένα με έναν τρόπο απολαυστικό, είναι ένα ψυχοφιλοσοφικό αφήγημα με δομή αστυνομικού δράματος από πλευρά σασπένς.
– Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στο να κάνεις θέατρο στη Ελλάδα;
Ν.Χ.: Ο τρόπος που μας αντιμετωπίζει η Πολιτεία και πως αυτή εκτιμά τι σημαίνει σύγχρονος πολιτισμός και πως τον υποστηρίζει και τον ενισχύει. Πρέπει να πιστεύεις ότι ο πολιτισμός αξίζει τον κόπο ως συνεκτικό στοιχείο της κοινωνίας και μια πλουτοπαραγωγική πηγή, το πόσοι άνθρωποι εργάζονται γύρω από το θέμα είναι εντυπωσιακό. Με την έννοια αυτή είναι κρίμα τον κλάδο αυτό, που θα μπορούσες να τον «εκμεταλλευτείς», με κάθε χροιά της λέξης μέσα από τη συνεργασία υπουργείων, συνδικάτων και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, να μην τον λαμβάνεις ουσιαστικά υπόψην. Στην Ελλάδα δε πάσχουμε και από την έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας ακόμη και μεταξύ καλλιτεχνικών οργανισμών και υπουργείων.
Α.Κ.: Έχουμε την ελληνική κακοδαιμονία στο φουλ. Μια άλλη δυσκολία που αντιμετωπίζει κανείς ως καλλιτέχνης είναι η θέση του ίδιου μέσα στην κοινωνία. Αλλάζει, ευτυχώς, αυτό, γιατί αλλάζει η αντίληψη του κόσμου, γίνεται πιο ανοικτόμυαλος και ανεκτικός, και το καλό με τις πολλές παραστάσεις που παίζονται είναι ότι μπορείς να μαζέψεις ως θεατής πολλές εμπειρίες. Η Ελλάδα γίνεται μια πιο ορθολογική κοινωνία ως προς αυτή τη διάσταση και αυτό συμπαρασύρει σε μια θετική πορεία και τον ρόλο του ίδιου του καλλιτέχνη.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη, Τηλ.: +30 210 8838727
Συντελεστές
Θεατρική διασκευή: Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Σκηνοθεσία: Ακύλλας Καραζήσης, Νίκος Χατζόπουλος
Σκηνικό – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Φαίη Κοτσιλίτη
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κότσιφας Θάνος Λέκκας
Εισιτήρια: Ticket Services
«Γίνε αυτό που είσαι», διακηρύσσει ο Νίτσε, μια φράση-ηχώ που συνεχίζει να αντηχεί μέσα στους αιώνες, σαν να προσπαθεί να διαπεράσει το πέπλο της ανθρώπινης αβεβαιότητας. Σε αυτή την απλή, αλλά τόσο επιβλητική προτροπή, συνοψίζεται ολόκληρη η φιλοσοφική του πρόκληση: η αυτοπραγμάτωση ως πράξη επαναστατική, η συνειδητή ανάληψη της ευθύνης να ζήσεις όχι απλώς ως άνθρωπος, αλλά ως ο ίδιος ο δημιουργός του εαυτού σου.
Είναι αυτή η βάσανος της ίδιας της ζωής και όσων την ακολουθούν ως επώδυνα συμβάντα που αναδείχθηκε με επιτυχία στο βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ, “Όταν έκλαψε ο Νίτσε”. Στο βιβλίο, η διαλογική πάλη μεταξύ του Νίτσε και του Μπρόιερ, δύο ανδρών που ενσαρκώνουν αντίθετες όψεις του ίδιου ανθρώπινου δράματος, είναι σαν ένας καθρέφτης που αντανακλά τις πιο αθέατες πλευρές της ανθρώπινης ψυχής. Η φιλία, η ύπαρξη, η αποδοχή, η αγάπη – κάθε έννοια που συνδέει τον άνθρωπο με τον κόσμο γύρω του γίνεται πεδίο αναμέτρησης. Όμως, δεν είναι μια σύγκρουση καταστροφική· είναι δημιουργική, σαν τον πόνο που χρειάζεται το μάρμαρο για να γίνει άγαλμα.
Η μεταφορά αυτού του έργου στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας αποκτά μια ιδιαίτερη διάσταση. Δύο καλλιτέχνες, ο Ακύλλας Καραζήσης και ο Νίκος Χατζόπουλος, αναλαμβάνουν τον ρόλο του καθοδηγητή. Οι ίδιοι, όπως ο Νίτσε και ο Μπρόιερ, δεν είναι απλώς ερμηνευτές, αλλά και δημιουργοί – σκηνοθέτες που εξερευνούν τη θεατρική πράξη ως ένα μέσο φιλοσοφικής αναζήτησης. Μέσα από τη ματιά τους, το θέατρο γίνεται κάτι περισσότερο από τέχνη· μεταμορφώνεται σε ένα εργαστήριο ανθρώπινης αλήθειας, όπου το κείμενο του Γιάλομ ζωντανεύει σαν ένα φιλοσοφικό πείραμα.
13 χρόνια μετά την πρώτη απόδοση του επί σκηνής, το “Όταν έκλαψε ο Νίτσε” είναι μια ωδή στην ανθρώπινη πάλη για το νόημα. Στη σκηνή, όπου οι λέξεις αποκτούν σώμα και ψυχή, οι ηθοποιοί δεν ερμηνεύουν απλώς, αλλά καλούν το κοινό να συμμετάσχει σε μια υπαρξιακή συζήτηση. Οι έννοιες της φιλίας και της αποδοχής δεν είναι πια αφηρημένα ιδανικά· γίνονται αιτήματα, προκλήσεις που μας καλούν να «γίνουμε αυτό που είμαστε».
– Πως έγινε εφικτό να σκηνοθετήσετε από κοινού μια παράσταση, βασισμένη και ταυτισμένη με την σχέση δύο ηρώων;
Νίκος Χατζόπουλος: Χρειάζεται θέληση για να γίνει κάτι τέτοιο. Η συνεργασία μας ξεκίνησε πριν 13 χρόνια, πάλι με το ίδιο έργο, όταν ανεβάσαμε για πρώτη φορά το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», εκεί συνεργαστήκαμε πρώτη φορά με τον Ακύλλα. Το ότι συνεργάζεσαι με κάποιον δεν σημαίνει ότι δεν προκύπτουν διαφωνίες ως προς την αντίληψη ή τον τρόπο να διορθώνεις πράγματα αλλά ξέρεις ότι στο πλαίσιο μιας συνεργασίας ο σκοπός είναι η σύνθεση των διαφορών, να βρεθεί ένας κοινός τόπος, ένας συνδυασμός. Βοήθησε σε αυτή τη συνεργασία ότι βλέπουμε τα πράγματα από την ίδια σκοπιά, σε επίπεδο αισθητικής, θεατρικής αντιμετώπισης και ιδεολογίας. Όπως έχει πει και ο Ακύλλας «η διάγνωση είναι ίδια αλλά προτείνεται μερικές φορές από τον καθένα διαφορετική θεραπεία».
Ακύλλας Καραζήσης: Είναι ευτυχής η σύμπτωση της συνάντησης. Όταν είχαμε για πρώτη φορά το κείμενο στα χέρια μας ήταν χαρά μας να δουλεύουμε μαζί τότε με τον Χάρη Φραγκούλη πάνω στη διασκευή της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου αλλά και το ίδιο το βιβλίο. Με τον Νίκο έχουμε μια κοινή καταβολή και λόγω γενιάς και λόγω όμοιων συνθηκών και περιβάλλοντος, μια παρόμοια πορεία 30 ετών αλλά κυρίως μια κοινή αναφορά στα κείμενα, εκεί εντοπίζεται ο ισχυρός συνδετικός μας κρίκος. Έχουμε μια όμοια οργανική σχέση, ο τρόπος που δουλέψαμε στο έργο του Γιάλομ ήταν εξαιρετικά αρμονικός παρά τις τεχνικές ή σκηνοθετικές παρεκβάσεις.
– Ο τρόπος λειτουργίας όταν έχεις ήδη ένα βιβλίο ως πρώτη ύλη είναι κατ’ ανάγκη διαφορετικός. Σε σχέση με 13 χρόνια πριν ποιες αλλγές εντοπίζεται από τη δική σας πλευρά;
Ν.Χ.: Σε μεγάλο βαθμό όταν έχεις ένα βιβλίο ως βάση χρειάζεται να προσαρμόσεις πράγματα, το ίδιο το μέσο αλλάζει. Ο αναγνώστης λειτουργεί αλλιώς, έχει την πολυτέλεια να διαβάσει όποτε θέλει σε όποιο σημείο του αναγνώσματος θέλει, ο θεατής δεν έχει την ίδια πολυτέλεια, βλέπει μια φορά τα πράγματα να περνάνε από μπροστά του και μια και έξω. Αυτό απαιτεί αμέσως μια προσαρμογή ακόμη και της διασκευής στα σκηνικά ζητούμενα, όπως έγινε στην περίπτωσή μας. Αφετηρία της όλης κίνησής μας πάντως ήταν ότι βρήκαμε ένα νήμα που μας ενδιέφερε και το ξετυλίξαμε με αναφορά τη σχέση των δύο ανθρώπων, δεν θελήσαμε να μείνουμε στο κλίμα της τότε Βιέννης ή στο αυστηρά ψυχαναλυτικό κομμάτι. Τότε το πράγμα γεννιόταν δίχως επί της ουσίας διακριτούς ρόλους, δοκιμαζόταν το κείμενο εν τη γεννέσει του, ήταν υπό διερεύνηση αρκετά. Σήμερα υπάρχει μια παράσταση δοκιμασμένη και αλλάζει ο τρόπος των ηθοποιών, ο τρόπος που λειτουργήσαμε σκηνοθετικά ήταν πιο κλασικός.
Α.Κ.: Τότε τα πράγματα ήταν πολύ ευκολότερα ως προς εμάς, οι πρόβες αφορούσαν κυρίως το πως θα ειπωθεί επί σκηνής το έργο, όλα κυλούσαν έτσι ώστε έφτασα σε σημείο μάλιστα να αμφιβάλω για την χρησιμότητα των ίδιων των προβών. Μου φαίνονταν όλα υπέροχα, λέγαμε τα λόγια μας αβίαστα, ξεψαχνίζαμε το κείμενο –με τη συμμετοχή και του Χάρη Φραγκούλη-όχι με φιλολογική διάθεση αλλά για να καταφέρουμε να κάνουμε μια ουσιαστική δραματουργική επεξεργασία. Τώρα οι συνθήκες είναι διαφορετικές γιατί δεν παίζουμε εμείς, οι σημερινοί ηθοποιοί λειτουργούν διαφορετικά, με τη δική τους ελευθερία, άλλες αναπνοές ανθρώπων, άλλοι σωματικοί κώδικες.
– Υπάρχει το κείμενο και η παράσταση. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η συγκυρία, ή το γεγονός ότι διανύουμε μια άλλη εποχή;
Ν.Χ.: Περάσαμε φάσεις ως κοινωνία που δεν ήταν εύκολες. Περάσαμε κρίση και τον εγκλεισμό λόγω του covid. Στην τωρινή συγκυρία επίσης υπάρχει κάτι υπαρξιακό, σε συλλογικό επίπεδο μάλιστα.
Α.Κ.: Το έργο την πρώτη φορά ανέβηκε, στην φάση της κορύφωσης της κρίσης. Τότε θεωρούσαμε πως η προσέλευση του κόσμου είχε σχέση με τις «σφαλιάρες» που τρώγαμε κοινωνικά, ότι ακουμπάμε σε μια κρίση ταυτότητας. Είναι υπέρ του έργου ότι σήμερα υφίσταται ένας συλλογικός προβληματισμός. Ας πούμε η σχέση με την ψυχοθεραπεία και την ψυχανάλυση είναι πολύ πιο συνειδητή σήμερα, είναι μια πιο απενεχοποιημένη σκέψη.
– Πολλοί εστιάζουν στο γεγονός της διαμάχης των δύο ηρώων. Παράλληλα, υφίσταται ένας προβληματισμός γύρω από τις θεματικές της εμμονής και της αγάπης. Υπάρχει κάποια δική σας προσδοκία σχετικά με την ανάγνωση του έργου;
Ν.Χ.: Το πιο ενδιαφέρον είναι να αφήνεις τις πόρτες ανοικτές για να καταλάβει ο θεατής ότι μπορεί να αντλήσει ότι τον αφορά περισσότερο, να αφήνεις χώρο σε πολλές αναγνώσεις. Προσωπικά, με ενδιαφέρει ο θεατής να σταθεί απέναντι στην παράσταση με δύο τρόπους. Πρώτον, σε αυτό που απομονώσαμε ως δραματουργικό άξονα τη σχέση δύο ανθρώπων όπως εξετάζεται από θέματα ταυτότητας, ανάγκης του ενός από τον άλλον μέσα από την εξέλιξη μιας σχέσης από ανταγωνισμό σε φιλία. Δεύτερον, σαν ατόφια θεατρική απόλαυση, φέρνοντας τον θεατή μαζί σου, όχι απομονώνοντάς τον, όχι με μια λογική ότι ο θεατρίνος έχει ταυτιστεί με τον ρόλο και δεν βλέπει τίποτα άλλο γύρω του, αλλά με τη λογική της απόλαυσης μιας αμφίπλευρα συνειδητής εξαπάτησης. Το «ταυτίζομαι με το έργο» κρύβει για μένα μια παγίδα για τον καλλιτέχνη στο θέατρο, μπορεί να εκλάβει την ταύτιση αυτή καθαυτή ως καλλιτεχνικό έργο. Το σημαντικό όμως για μένα, σε σχέση με το καλλιτεχνικό έργο στο θέατρο, έχει να κάνει με το τι θα δείξει ο ηθοποιός στον θεατή.
Α.Κ.: Δεν θέλαμε να επιβάλουμε μια δική μας ανάγνωση, είτε με τη δραματουργία είτε με το παίξιμο, πράγμα που γινόταν κατά κόρον. Έχω δηλαδή μια αντίληψη ηθική για το ίδιο το έργο, και παίζω σαν ηθοποιός, σύμφωνα με αυτή, για να το μεταδώσω στον κόσμο με μια υπεραναλητικότητα και έναν διδακτισμό. Εμείς αντίθετα, παραθέτουμε την αφήγηση, ζεστή, ζωντανή, ανάγλυφη αλλά χωρίς διάθεση να τη «σερβίρουμε» με συγκεκριμένο τρόπο. Και με τη λογική πάντα ότι κάνουμε θέατρο, όχι διάλεξη ή συζήτηση. Λόγια λέμε, είτε του Φρόιντ, είτε του Νίτσε, είτε του Μπρόιερ, είναι δραματουργημένα και γραμμένα με έναν τρόπο απολαυστικό, είναι ένα ψυχοφιλοσοφικό αφήγημα με δομή αστυνομικού δράματος από πλευρά σασπένς.
– Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στο να κάνεις θέατρο στη Ελλάδα;
Ν.Χ.: Ο τρόπος που μας αντιμετωπίζει η Πολιτεία και πως αυτή εκτιμά τι σημαίνει σύγχρονος πολιτισμός και πως τον υποστηρίζει και τον ενισχύει. Πρέπει να πιστεύεις ότι ο πολιτισμός αξίζει τον κόπο ως συνεκτικό στοιχείο της κοινωνίας και μια πλουτοπαραγωγική πηγή, το πόσοι άνθρωποι εργάζονται γύρω από το θέμα είναι εντυπωσιακό. Με την έννοια αυτή είναι κρίμα τον κλάδο αυτό, που θα μπορούσες να τον «εκμεταλλευτείς», με κάθε χροιά της λέξης μέσα από τη συνεργασία υπουργείων, συνδικάτων και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, να μην τον λαμβάνεις ουσιαστικά υπόψην. Στην Ελλάδα δε πάσχουμε και από την έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας ακόμη και μεταξύ καλλιτεχνικών οργανισμών και υπουργείων.
Α.Κ.: Έχουμε την ελληνική κακοδαιμονία στο φουλ. Μια άλλη δυσκολία που αντιμετωπίζει κανείς ως καλλιτέχνης είναι η θέση του ίδιου μέσα στην κοινωνία. Αλλάζει, ευτυχώς, αυτό, γιατί αλλάζει η αντίληψη του κόσμου, γίνεται πιο ανοικτόμυαλος και ανεκτικός, και το καλό με τις πολλές παραστάσεις που παίζονται είναι ότι μπορείς να μαζέψεις ως θεατής πολλές εμπειρίες. Η Ελλάδα γίνεται μια πιο ορθολογική κοινωνία ως προς αυτή τη διάσταση και αυτό συμπαρασύρει σε μια θετική πορεία και τον ρόλο του ίδιου του καλλιτέχνη.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη, Τηλ.: +30 210 8838727
Συντελεστές
Θεατρική διασκευή: Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Σκηνοθεσία: Ακύλλας Καραζήσης, Νίκος Χατζόπουλος
Σκηνικό – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Φαίη Κοτσιλίτη
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κότσιφας Θάνος Λέκκας
Εισιτήρια: Ticket Services