Ο Ακύλλας Καραζήσης έχει καθαρές απόψεις και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πολιτική σκέψη. Διατηρεί- λέει – εμμονές με ιστορικές περιόδους που ερεθίζουν τη φαντασία του, επιμένει πως ξέρει μόνο έναν χρόνο: το παρελθόν και εξηγεί το γιατί. Βρεθήκαμε ένα μεσημέρι σε ένα καφέ στα Εξάρχεια. Αφορμή ήταν το έργο «Ο Παγοπώλης Έρχεται» του Ευγένιου Ο’ Νιλ που ανεβαίνει στο θέατρο Προσκήνιο. Είναι ο πρώτος προσκεκλημένος σκηνοθέτης του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου, Δημήτρη Καρατζά. Η συνάντηση μας έγινε λίγο προτού ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήσει τους εκπροσώπους των καλλιτεχνών στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο Ακύλλας πιστεύει πως οι πολιτικοί δεν φοβούνται το θέατρο γιατί «για να φοβάσαι κάτι πρέπει να το γνωρίζεις» και υπερασπίζεται με πάθος τα παιδιά που « κάνουν μια σκληρή σπουδή που δεν το φαντάζουν οι συνομήλικοι τους στη Νομική».
Αν είχε δεύτερη και τρίτη ζωή, θα γινόταν ζωγράφος, ποιητής, συγγραφέας ή πολιτικός επιστήμονας. Έχει μια πολυεπίπεδη αντίληψη για το θέατρο, ίσως γιατί έχει στην φαρέτρα του σπουδές πολιτικών επιστημών και ιστορίας και εμπειρία εργασίας στη Γερμανία. «Έχουν μια παράδοση αστικοπολιτισμική εδώ και δυο εκατονταετίες που προστατεύει τις τέχνης», επισημαίνοντας την «άγνοια» των Ελλήνων πολιτικών για τον πολιτισμό.
Μιλήσαμε για τους ιστορικούς ήρωες και στιγμές που του γεννούν μυθοπλασίες στο μυαλό και για όλους τους χρόνους της ανθρώπινης ύπαρξης. «Το παρόν δεν πιάνεται και το μέλλον είναι μια πολύ αφηρημένη έννοια. Το μόνο χειροπιαστό είναι το παρελθόν, αυτό που έχει περάσει και το κουβαλάω συνεχώς μαζί μου. Κουβαλάμε διαρκώς ένα μεγάλο φορτίο. Και νομίζω πως αυτό το φορτίο είναι που θα με σκοτώσει» κατέληξε. Η συζήτηση μας με συντρόφευε για πολλές ώρες μετά το τέλος της.
– Όταν κλείσαμε τη συνέντευξη με αφορμή την παράσταση «Ο Παγοπώλης έρχεται» σκεφτόμουν πως είσαι μια από τις ιδανικότερες περιπτώσεις καλλιτεχνών λόγω της πολιτικής σου σκέψης και των σπουδών σου για να συζητήσουμε όλα αυτά που συμβαίνουν στο χώρο σας. Ποια είναι η δική σου εξήγηση για το προεδρικό διάταγμα;
Δεν μπορώ να εξηγήσω. Προσπαθώ να κατανοήσω τα πράγματα από όλες τις μεριές. Όχι από όλες τις πλευρές των εμπλεκομένων. Αλλά από όλες τις σκοπιές. Το ενδιαφέρον για μένα είναι πως υπάρχει ένα σύστημα και μια αντιπολίτευση σε αυτό το σύστημα. Βρίσκω πως τις τελευταίες δεκαετίες η αντιπολίτευση αναπαράγει τις ίδιες δομές που πολεμάει. Ποια είναι η πρόταση της αριστεράς για έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής απέναντι στον καπιταλισμό; Γιατί αυτό είναι το θέμα. Τι αντιπαραθέτουμε εμείς; Μέσα από αυτό το πρίσμα τα βλέπω όλα. Μου αρέσει αυτό που γίνεται σαν μια αυθόρμητη αντίδραση. Τα παιδιά, χωρίς να είμαι νεολάγνος γιατί τα παιδιά καμιά φορά μπορεί να είναι πιο συντηρητικά και από τους μεγάλους, έχουν οδηγηθεί σε αυτού του είδος την απόλυτη αντίδραση. Βρίσκω θετικό που λένε «εμάς δεν μας νοιάζει τι είδους κακοδαιμονίες υπήρχαν πριν, θέλουμε να λυθούν». Δεν μπορούν να υπάρχουν στη Βουλή πολιτικοί που λένε πως οι «ποιητές είναι λαπάδες». Όπως ο Κούβελας. Μπορεί να έχουν περάσει 25 χρόνια αλλά αυτό δείχνει μια αντίληψη των πολιτικών και των τεχνοκρατών απέναντι στην τέχνη σαν ένα είδος πολυτελείας. Ελπίζω πως σε αυτό αντιδρούν τα παιδιά. Σε αυτό αντιδρώ και γω. Δεν θέλω να με βλέπουν σαν Καραγκιόζη. Κάνω μια πολύ σκληρή δουλειά και τα παιδιά κάνουν μια πολύ σκληρή σπουδή που δεν το φαντάζουν οι συνομήλικοι τους στη Νομική που πατάνε στο πανεπιστήμιο μια φορά το μήνα. Τα παιδιά αυτά είναι από τις 10 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ για τρία χρόνια της ζωής τους. Δεν μπορείς να εξισώνεις τρία χρόνια σκληρής δουλειάς με το τίποτα. Δεν μπορείς να τους λες πως δεν έχουν τελειώσει τίποτα γιατί έχουν τελειώσει πολλά περισσότερα από τα υποκριτικά πτυχία των διαφόρων πανεπιστημίων. Δεν είμαι απλά υπέρ. Είμαι αναφανδόν υπέρ. Τι θα ζητούσα από αυτά τα παιδιά; Να πάνε ένα βήμα παραπέρα. Τι σημαίνει αυτό; Να κάτσουν να διαβάσουν. Να διαβάσουμε όλοι μαζί. Δεν μπορεί τα σημερινά παιδιά να μην ξέρουν την ιστορία των εξεγέρσεων.
– Θα ήταν λύση τελικά να υπήρχε ένα πανεπιστήμιο- μια σχολή παραστατικών τεχνών που θα θωράκιζε τους καλλιτέχνες;
Η ταπεινότητα μου διαφωνεί με το να ανοίξει σχολή παραστατικών τεχνών. Είναι πάλι ακαδημαϊσμός. Υπάρχουν καλές σχολές, υπάρχει καλό δυναμικό καθηγητών που δεν υπήρχε πριν από 20-25 χρόνια. Έχει βελτιωθεί και το επίπεδο των παιδιών που μπαίνουν. Υπάρχει το τμήμα θεάτρου στη Θεσσαλονίκη που λειτουργεί με τμήμα θεάτρου και είναι πολύ καλό. Αν λειτουργούσε έτσι και το ΕΚΠΑ θα ήταν επίσης πολύ καλό.
– Συμφωνείς με την αξιολόγηση των σχολών;
Πρέπει να γίνει διαβάθμιση. Αλλά αυτό απαιτεί δουλειά. Θα πρέπει να βάλουν κριτήρια, να πάρουμε μέρος στη συζήτηση για αυτά τα κριτήρια. Αν οι σχολές είναι διαβαθμισμένες, θα ήταν πολύ καλό. Αλλά αυτό θέλει δουλειά για τους γραφειοκράτες. Και αυτοί έχουν μάθει να λειτουργούν τυφλοσούρτι. Δεν είναι δική μου δουλειά να εκπονώ τεχνοκρατικά σχέδια. Η δική μου δουλειά είναι να μιλάω για όλα αυτά μέσα από την τέχνη μου. Οι πολιτικοί και κυρίως οι γραφειοκράτες έχουν πλήρη άγνοια για την τέχνη, για το θέατρο.
– Το φοβούνται;
Μακάρι να το φοβόντουσαν. Θα σήμαινε πως θα ήταν άνθρωποι με βαθιά σκέψη. Για να φοβάσαι κάτι θα πρέπει να το γνωρίζεις καλά, να γνωρίζεις τις σκοτεινές πλευρές του. Αυτοί δεν ξέρουν ούτε το σκοτάδι του θεάτρου. Μπορεί να νομίζουν πως παίζουμε θέατρο με φώτα παντού. Ακόμα και οι δημοσιογράφοι παπαγαλίζουν η εκπαίδευση είναι πολύ κακή. Ξέρουν τις σχολές; Σε κάποιες σχολές γίνεται πολύ σοβαρή δουλειά. Με ενοχλεί πολύ η δομική σκέψη.
– Με τις επιχορηγήσεις τελικά τι συμβαίνει συγκριτικά και με το παρελθόν; Από τη μια φαίνεται πως υπάρχουν για περισσότερους αλλά μοιάζουν να μην αρκούν για κανένα.
Δεν είναι η δική μου δουλειά να σου πω τι πρέπει να γίνει με τις επιχορηγήσεις. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι πως θα πρέπει να βάλουν το χέρι στην καυτή σούπα, να βάλουν κριτήρια, να κάνουν επιλογές. Δεν μπορείς να δίνεις σε όλους για να κλείσεις τα στόματα. Δώσε σε λιγότερους και βάλε κριτήρια. Γιατί δούλευε το σύστημα των επιχορηγήσεων τη δεκαετία του 90 και δεν δουλεύει τώρα;Δίνουν μικρές επιχορηγήσεις σε πάρα πολλούς. Και κανένας δεν μπορεί να κάνει σοβαρή δουλειά. Με 15.000 ευρώ δεν κάνεις θέατρο. Τι θα δώσεις για σκηνικά, τι θα δώσεις για μισθούς
– Ας μιλήσουμε για το λόγο που συναντηθήκαμε. «Ο Παγοπώλης Έρχεται»…
Αυτός που έρχεται δεν είναι ο παγοπώλης. Είναι κάποιος που λέει ιστορίες για έναν παγοπώλη. Μπορεί και να μην υπάρχει. Είναι ένας πλασιέ, ο Χιγκ.
– Ήταν δική σου επιλογή η Έλενα Τοπαλίδου στον αντρικό – να πούμε κόντρα ρόλο;
Το ενδιαφέρον στο θέατρο είναι να γίνονται μεταμορφώσεις, οι γυναίκες να παίζουν τους άντρες και οι άντρες τις γυναίκες. Στο θέατρο με ενδιαφέρει η απόσταση από την πραγματικότητα, μια βίαιη απόσπαση από αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε πραγματικό.
– Πως επέλεξες αλήθεια το έργο;
Κάποτε μου το είχε αναφέρει ο Σταμάτης Φασουλής και τότε ξύπνησαν μέσα μου κάτι παιδικές μνήμες, πως είχα δει φωτογραφίες από κάτι παλιά βιβλία του πατέρα μου. Νομίζω πως είχα δει φωτογραφίες από την παράσταση του Κουν στις αρχές της δεκαετίας του 60. Μπορεί να τα μπερδεύω στο μυαλό μου. Ήμουν έξι επτά ετών. Το επέλεξα λοιπόν από τα βάθη της μνήμης και γιατί μου άρεσε η κατάσταση του έργου, δηλαδή το ότι είναι σε ένα μπαρ τελειωμένο και φτιάχνουν όνειρα και πάει κάποιος- ένα είδος Διόνυσου- που τον περιμένουν κάθε χρόνο και πυροδοτεί το γλέντι. Για μένα έχει γοητεία ο εθισμός με την παπαγεωργική έννοια. Με ποίηση, με αλκοόλ, με κάτι πάντως πρέπει να μεθύσεις .
– Με την μπωντλερική έννοια λοιπόν..
Ακριβώς..
– Πόσο εύκολο είναι να παίζεις και να σκηνοθετείς;
Δύσκολο. Κάθε φορά που το κάνω, λίγο το μετανιώνω γιατί είναι λίγο άχαρο. Θα προτιμούσα να κάθομαι από κάτω. Επειδή όμως είμαι και ηθοποιός, θέλω να είμαι κι εγώ στην παράσταση. Μου φαίνεται περίεργο να σηκωθώ να φύγω στην πρεμιέρα. Το έχω κάνει κι αυτό βέβαια.
– Η επιθυμία για την ενασχόληση με το θέατρο ήταν τόσο τυχαία όσο έχεις πει;
Ναι. Όταν , όμως, ήμουν παιδί βέβαια κάτι υπήρχε και πάλι, έπαιζα με μια φίλη θέατρο. Μετά ήθελα όμως να γίνω ποιητής.
– Σπούδασες ωστόσο πολιτικές επιστήμες και ιστορία..
Από αμηχανία της εποχής διάλεξα τις σπουδές. Με ενδιέφερε η πολιτική και με ενδιαφέρει ακόμα. Την ιστορία την αγαπούσα πάντα έτσι κι αλλιώς. Έπειτα δεν είχα λόγο να τελειώσω τις σπουδές. Δεν έγινα ούτε φιλόλογος, ούτε πολιτικός επιστήμονας, ούτε ιστορικός. Θα μπορούσα όμως να γίνω αν είχα δεύτερη και τρίτη ζωή. Όπως θα ήθελα να γίνω ζωγράφος, ποιητής και συγγραφέας
– Γράφεις;
Τώρα δεν γράφω. Γενικά ναι, έχω γράψει. Θέατρο, ποιήματα, short stories. Η δραματουργία στις παραστάσεις είναι ένα είδος έμμεσου γραψίματος.
– Από τη στιγμή που υπήρξες σκηνοθέτης, άλλαξε κάτι στον τρόπο που παίζεις ή που αντιλαμβάνεσαι το θέατρο;
Αυτό που ήταν για μένα μεγάλη μαθητεία ήταν η διδασκαλία στις δραματικές σχολές. Η προσπάθεια να μεταδώσω στα παιδιά μου, μου έδωσε μια άλλη κατανόηση.
– Τι διδάσκεις;
Μόνο υποκριτική. Ηθοποιός είμαι. Ο ρόλος του δασκάλου μου αρέσει μόνο με την έννοια της μετάδοσης, όχι με την ιεραρχική έννοια.
– Ποιο ξεχωρίζεις από τα έργα που έχεις σκηνοθετήσει;
Η πρώτη μου σκηνοθεσία σε ένα έργο που είχα γράψει εγώ « Η περιπέτεια στην πόλη και στην εξοχή. Και το έργο «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» που κάναμε με το Νίκο Χατζόπουλο, συνσκηνοθεσία.
– Σε τι είδους διαβάσματα ανατρέχεις, απ’ όπου μπορείς να αντλήσεις ενδεχομένως υλικό για παραστάσεις;
Κατά καιρούς έχω εμμονές με ιστορικές περιόδους. Όπως την περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και τη δεκαετία μετά. Με ενδιαφέρουν πολύ οι τρομακτικές εποχές που δίνουν ερεθίσματα στη φαντασία μου όπως η εποχή του σταλινισμού μέχρι το θάνατο του Στάλιν ή η εποχή της τρομοκρατίας στη Γαλλική Επανάσταση και οι ήρωες Ροβεσπιέρος και Μαρά. Μου έρχονται κατευθείαν μυθοπλασίες μέσα στο μυαλό μου.
– Έχεις ανοίξει μια ενδιαφέρουσα συνομιλία μεταξύ θεάτρου και ιστορίας;
Το κάνω συχνά. Η τελευταία δουλειά που κάναμε με την ομάδα Ματαρόα στο Θέατρο Τέχνης «Το μικρό αναρχικό καλοκαίρι» ήταν για τη Βαρκελώνη του 1936 και την αναρχική ουτοπία, επίσης μια μαγική εποχή. Οι αναρχικοί παίρνουν μέρος στην δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας και συντρίβονται μετά από έναν εμφύλιο με τους κομμουνιστές. Μέσα από την ιστορία, ζει η πολιτική. Το θέατρο μου αρέσει σαν κομμάτια ιστορίας, που είναι παλιά. Τι σημαίνει το παλιό; Δεν υπάρχει παλιό. Ζει μέσα μας συνέχεια. Εγώ έναν χρόνο ξέρω: το παρελθόν. Το παρόν δεν πιάνεται και το μέλλον είναι μια πολύ αφηρημένη έννοια. Το μόνο χειροπιαστό είναι το παρελθόν, αυτό που έχει περάσει και το κουβαλάω συνεχώς μαζί μου.
– Τι μπορεί να κάνει κανείς με το παρελθόν; Γιατί ο καθένας μας μπορεί να κάνει μια εντελώς διαφορετική χρήση.
Το παρελθόν κάνει χρήσεις σε εμάς και όχι εμείς σε αυτό. Το τεράστιο παλίμψηστο που είμαστε είναι εδώ.. Το παρελθόν δεν είναι νεκρό, δεν έχει καν παρέλθει. Το παρελθόν είναι όλοι οι χρόνοι. Το παρελθόν είναι και το παρόν και το μέλλον. Όλα είναι ένα τεράστιο άμορφο παρελθόν. Αυτό που ζούμε τώρα γίνεται αμέσως παρελθόν γιατί δεν έχουμε απώλεια προσφάτου μνήμης. Κουβαλάμε διαρκώς ένα μεγάλο φορτίο. Και νομίζω πως αυτό το φορτίο είναι που θα με σκοτώσει.
– Πολύ ψυχαναλυτικό ακούγεται αυτό..
Μπορεί. Δεν το λέω, όμως, από την ψυχαναλυτική μεριά, την οποία σέβομαι απόλυτα και μου αρέσει.
– Από τους ρόλους που έχεις ενσαρκώσει, ποιους ξεχωρίζεις;
Ξεχωρίζω τα χρόνια που έπαιζα στο Αμόρε σε ένα πλαίσιο ασφάλειας. Τους ρόλους που έπαιξα με το Χουβαρδά. Η μοίρα μου έχει συνδεθεί με τη Μιχαήλ Μαρμαρινό, το Νίκο Χατζόπουλο και το Χουβαρδά, με έναν τρόπο ευτυχή.
– Στη Γερμανία έζησες και εργάστηκες για χρόνια. Πόσο διαφορετική είναι εκεί η αντίληψη της τέχνης;
Είναι πολύ διαφορετική γιατί έχουν μια παράδοση αστικοπολιτισμική εδώ και δυο εκατονταετίες. Όταν συζητούσαν για ρεπερτόριο με τον Σίλερ στις αρχές του 19ου αιώνα και σε μια πόλη μικρή όπως η Βαϊμάρη, τι σύγκριση να κάνουμε; Έχουν μια παράδοση που προστατεύει της τέχνης. Η Γερμανία είναι ένα πλούσιο κράτος που χρηματοδοτεί τις τέχνες. Από την άλλη τα πράγματα έχουν ομογενοποιηθεί λόγω της ψηφιακής επανάστασης που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Είναι δυο εντελώς διαφορετικές χώρες και τελικά πολύ όμοιες. Είτε περπατάς στην Ερμού, είτε σε έναν πεζόδρομο στην Κολωνία, είναι σχεδόν το ίδιο.
Ο Ακύλλας Καραζήσης έχει καθαρές απόψεις και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πολιτική σκέψη. Διατηρεί- λέει – εμμονές με ιστορικές περιόδους που ερεθίζουν τη φαντασία του, επιμένει πως ξέρει μόνο έναν χρόνο: το παρελθόν και εξηγεί το γιατί. Βρεθήκαμε ένα μεσημέρι σε ένα καφέ στα Εξάρχεια. Αφορμή ήταν το έργο «Ο Παγοπώλης Έρχεται» του Ευγένιου Ο’ Νιλ που ανεβαίνει στο θέατρο Προσκήνιο. Είναι ο πρώτος προσκεκλημένος σκηνοθέτης του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου, Δημήτρη Καρατζά. Η συνάντηση μας έγινε λίγο προτού ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήσει τους εκπροσώπους των καλλιτεχνών στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο Ακύλλας πιστεύει πως οι πολιτικοί δεν φοβούνται το θέατρο γιατί «για να φοβάσαι κάτι πρέπει να το γνωρίζεις» και υπερασπίζεται με πάθος τα παιδιά που « κάνουν μια σκληρή σπουδή που δεν το φαντάζουν οι συνομήλικοι τους στη Νομική».
Αν είχε δεύτερη και τρίτη ζωή, θα γινόταν ζωγράφος, ποιητής, συγγραφέας ή πολιτικός επιστήμονας. Έχει μια πολυεπίπεδη αντίληψη για το θέατρο, ίσως γιατί έχει στην φαρέτρα του σπουδές πολιτικών επιστημών και ιστορίας και εμπειρία εργασίας στη Γερμανία. «Έχουν μια παράδοση αστικοπολιτισμική εδώ και δυο εκατονταετίες που προστατεύει τις τέχνης», επισημαίνοντας την «άγνοια» των Ελλήνων πολιτικών για τον πολιτισμό.
Μιλήσαμε για τους ιστορικούς ήρωες και στιγμές που του γεννούν μυθοπλασίες στο μυαλό και για όλους τους χρόνους της ανθρώπινης ύπαρξης. «Το παρόν δεν πιάνεται και το μέλλον είναι μια πολύ αφηρημένη έννοια. Το μόνο χειροπιαστό είναι το παρελθόν, αυτό που έχει περάσει και το κουβαλάω συνεχώς μαζί μου. Κουβαλάμε διαρκώς ένα μεγάλο φορτίο. Και νομίζω πως αυτό το φορτίο είναι που θα με σκοτώσει» κατέληξε. Η συζήτηση μας με συντρόφευε για πολλές ώρες μετά το τέλος της.
– Όταν κλείσαμε τη συνέντευξη με αφορμή την παράσταση «Ο Παγοπώλης έρχεται» σκεφτόμουν πως είσαι μια από τις ιδανικότερες περιπτώσεις καλλιτεχνών λόγω της πολιτικής σου σκέψης και των σπουδών σου για να συζητήσουμε όλα αυτά που συμβαίνουν στο χώρο σας. Ποια είναι η δική σου εξήγηση για το προεδρικό διάταγμα;
Δεν μπορώ να εξηγήσω. Προσπαθώ να κατανοήσω τα πράγματα από όλες τις μεριές. Όχι από όλες τις πλευρές των εμπλεκομένων. Αλλά από όλες τις σκοπιές. Το ενδιαφέρον για μένα είναι πως υπάρχει ένα σύστημα και μια αντιπολίτευση σε αυτό το σύστημα. Βρίσκω πως τις τελευταίες δεκαετίες η αντιπολίτευση αναπαράγει τις ίδιες δομές που πολεμάει. Ποια είναι η πρόταση της αριστεράς για έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής απέναντι στον καπιταλισμό; Γιατί αυτό είναι το θέμα. Τι αντιπαραθέτουμε εμείς; Μέσα από αυτό το πρίσμα τα βλέπω όλα. Μου αρέσει αυτό που γίνεται σαν μια αυθόρμητη αντίδραση. Τα παιδιά, χωρίς να είμαι νεολάγνος γιατί τα παιδιά καμιά φορά μπορεί να είναι πιο συντηρητικά και από τους μεγάλους, έχουν οδηγηθεί σε αυτού του είδος την απόλυτη αντίδραση. Βρίσκω θετικό που λένε «εμάς δεν μας νοιάζει τι είδους κακοδαιμονίες υπήρχαν πριν, θέλουμε να λυθούν». Δεν μπορούν να υπάρχουν στη Βουλή πολιτικοί που λένε πως οι «ποιητές είναι λαπάδες». Όπως ο Κούβελας. Μπορεί να έχουν περάσει 25 χρόνια αλλά αυτό δείχνει μια αντίληψη των πολιτικών και των τεχνοκρατών απέναντι στην τέχνη σαν ένα είδος πολυτελείας. Ελπίζω πως σε αυτό αντιδρούν τα παιδιά. Σε αυτό αντιδρώ και γω. Δεν θέλω να με βλέπουν σαν Καραγκιόζη. Κάνω μια πολύ σκληρή δουλειά και τα παιδιά κάνουν μια πολύ σκληρή σπουδή που δεν το φαντάζουν οι συνομήλικοι τους στη Νομική που πατάνε στο πανεπιστήμιο μια φορά το μήνα. Τα παιδιά αυτά είναι από τις 10 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ για τρία χρόνια της ζωής τους. Δεν μπορείς να εξισώνεις τρία χρόνια σκληρής δουλειάς με το τίποτα. Δεν μπορείς να τους λες πως δεν έχουν τελειώσει τίποτα γιατί έχουν τελειώσει πολλά περισσότερα από τα υποκριτικά πτυχία των διαφόρων πανεπιστημίων. Δεν είμαι απλά υπέρ. Είμαι αναφανδόν υπέρ. Τι θα ζητούσα από αυτά τα παιδιά; Να πάνε ένα βήμα παραπέρα. Τι σημαίνει αυτό; Να κάτσουν να διαβάσουν. Να διαβάσουμε όλοι μαζί. Δεν μπορεί τα σημερινά παιδιά να μην ξέρουν την ιστορία των εξεγέρσεων.
– Θα ήταν λύση τελικά να υπήρχε ένα πανεπιστήμιο- μια σχολή παραστατικών τεχνών που θα θωράκιζε τους καλλιτέχνες;
Η ταπεινότητα μου διαφωνεί με το να ανοίξει σχολή παραστατικών τεχνών. Είναι πάλι ακαδημαϊσμός. Υπάρχουν καλές σχολές, υπάρχει καλό δυναμικό καθηγητών που δεν υπήρχε πριν από 20-25 χρόνια. Έχει βελτιωθεί και το επίπεδο των παιδιών που μπαίνουν. Υπάρχει το τμήμα θεάτρου στη Θεσσαλονίκη που λειτουργεί με τμήμα θεάτρου και είναι πολύ καλό. Αν λειτουργούσε έτσι και το ΕΚΠΑ θα ήταν επίσης πολύ καλό.
– Συμφωνείς με την αξιολόγηση των σχολών;
Πρέπει να γίνει διαβάθμιση. Αλλά αυτό απαιτεί δουλειά. Θα πρέπει να βάλουν κριτήρια, να πάρουμε μέρος στη συζήτηση για αυτά τα κριτήρια. Αν οι σχολές είναι διαβαθμισμένες, θα ήταν πολύ καλό. Αλλά αυτό θέλει δουλειά για τους γραφειοκράτες. Και αυτοί έχουν μάθει να λειτουργούν τυφλοσούρτι. Δεν είναι δική μου δουλειά να εκπονώ τεχνοκρατικά σχέδια. Η δική μου δουλειά είναι να μιλάω για όλα αυτά μέσα από την τέχνη μου. Οι πολιτικοί και κυρίως οι γραφειοκράτες έχουν πλήρη άγνοια για την τέχνη, για το θέατρο.
– Το φοβούνται;
Μακάρι να το φοβόντουσαν. Θα σήμαινε πως θα ήταν άνθρωποι με βαθιά σκέψη. Για να φοβάσαι κάτι θα πρέπει να το γνωρίζεις καλά, να γνωρίζεις τις σκοτεινές πλευρές του. Αυτοί δεν ξέρουν ούτε το σκοτάδι του θεάτρου. Μπορεί να νομίζουν πως παίζουμε θέατρο με φώτα παντού. Ακόμα και οι δημοσιογράφοι παπαγαλίζουν η εκπαίδευση είναι πολύ κακή. Ξέρουν τις σχολές; Σε κάποιες σχολές γίνεται πολύ σοβαρή δουλειά. Με ενοχλεί πολύ η δομική σκέψη.
– Με τις επιχορηγήσεις τελικά τι συμβαίνει συγκριτικά και με το παρελθόν; Από τη μια φαίνεται πως υπάρχουν για περισσότερους αλλά μοιάζουν να μην αρκούν για κανένα.
Δεν είναι η δική μου δουλειά να σου πω τι πρέπει να γίνει με τις επιχορηγήσεις. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι πως θα πρέπει να βάλουν το χέρι στην καυτή σούπα, να βάλουν κριτήρια, να κάνουν επιλογές. Δεν μπορείς να δίνεις σε όλους για να κλείσεις τα στόματα. Δώσε σε λιγότερους και βάλε κριτήρια. Γιατί δούλευε το σύστημα των επιχορηγήσεων τη δεκαετία του 90 και δεν δουλεύει τώρα;Δίνουν μικρές επιχορηγήσεις σε πάρα πολλούς. Και κανένας δεν μπορεί να κάνει σοβαρή δουλειά. Με 15.000 ευρώ δεν κάνεις θέατρο. Τι θα δώσεις για σκηνικά, τι θα δώσεις για μισθούς
– Ας μιλήσουμε για το λόγο που συναντηθήκαμε. «Ο Παγοπώλης Έρχεται»…
Αυτός που έρχεται δεν είναι ο παγοπώλης. Είναι κάποιος που λέει ιστορίες για έναν παγοπώλη. Μπορεί και να μην υπάρχει. Είναι ένας πλασιέ, ο Χιγκ.
– Ήταν δική σου επιλογή η Έλενα Τοπαλίδου στον αντρικό – να πούμε κόντρα ρόλο;
Το ενδιαφέρον στο θέατρο είναι να γίνονται μεταμορφώσεις, οι γυναίκες να παίζουν τους άντρες και οι άντρες τις γυναίκες. Στο θέατρο με ενδιαφέρει η απόσταση από την πραγματικότητα, μια βίαιη απόσπαση από αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε πραγματικό.
– Πως επέλεξες αλήθεια το έργο;
Κάποτε μου το είχε αναφέρει ο Σταμάτης Φασουλής και τότε ξύπνησαν μέσα μου κάτι παιδικές μνήμες, πως είχα δει φωτογραφίες από κάτι παλιά βιβλία του πατέρα μου. Νομίζω πως είχα δει φωτογραφίες από την παράσταση του Κουν στις αρχές της δεκαετίας του 60. Μπορεί να τα μπερδεύω στο μυαλό μου. Ήμουν έξι επτά ετών. Το επέλεξα λοιπόν από τα βάθη της μνήμης και γιατί μου άρεσε η κατάσταση του έργου, δηλαδή το ότι είναι σε ένα μπαρ τελειωμένο και φτιάχνουν όνειρα και πάει κάποιος- ένα είδος Διόνυσου- που τον περιμένουν κάθε χρόνο και πυροδοτεί το γλέντι. Για μένα έχει γοητεία ο εθισμός με την παπαγεωργική έννοια. Με ποίηση, με αλκοόλ, με κάτι πάντως πρέπει να μεθύσεις .
– Με την μπωντλερική έννοια λοιπόν..
Ακριβώς..
– Πόσο εύκολο είναι να παίζεις και να σκηνοθετείς;
Δύσκολο. Κάθε φορά που το κάνω, λίγο το μετανιώνω γιατί είναι λίγο άχαρο. Θα προτιμούσα να κάθομαι από κάτω. Επειδή όμως είμαι και ηθοποιός, θέλω να είμαι κι εγώ στην παράσταση. Μου φαίνεται περίεργο να σηκωθώ να φύγω στην πρεμιέρα. Το έχω κάνει κι αυτό βέβαια.
– Η επιθυμία για την ενασχόληση με το θέατρο ήταν τόσο τυχαία όσο έχεις πει;
Ναι. Όταν , όμως, ήμουν παιδί βέβαια κάτι υπήρχε και πάλι, έπαιζα με μια φίλη θέατρο. Μετά ήθελα όμως να γίνω ποιητής.
– Σπούδασες ωστόσο πολιτικές επιστήμες και ιστορία..
Από αμηχανία της εποχής διάλεξα τις σπουδές. Με ενδιέφερε η πολιτική και με ενδιαφέρει ακόμα. Την ιστορία την αγαπούσα πάντα έτσι κι αλλιώς. Έπειτα δεν είχα λόγο να τελειώσω τις σπουδές. Δεν έγινα ούτε φιλόλογος, ούτε πολιτικός επιστήμονας, ούτε ιστορικός. Θα μπορούσα όμως να γίνω αν είχα δεύτερη και τρίτη ζωή. Όπως θα ήθελα να γίνω ζωγράφος, ποιητής και συγγραφέας
– Γράφεις;
Τώρα δεν γράφω. Γενικά ναι, έχω γράψει. Θέατρο, ποιήματα, short stories. Η δραματουργία στις παραστάσεις είναι ένα είδος έμμεσου γραψίματος.
– Από τη στιγμή που υπήρξες σκηνοθέτης, άλλαξε κάτι στον τρόπο που παίζεις ή που αντιλαμβάνεσαι το θέατρο;
Αυτό που ήταν για μένα μεγάλη μαθητεία ήταν η διδασκαλία στις δραματικές σχολές. Η προσπάθεια να μεταδώσω στα παιδιά μου, μου έδωσε μια άλλη κατανόηση.
– Τι διδάσκεις;
Μόνο υποκριτική. Ηθοποιός είμαι. Ο ρόλος του δασκάλου μου αρέσει μόνο με την έννοια της μετάδοσης, όχι με την ιεραρχική έννοια.
– Ποιο ξεχωρίζεις από τα έργα που έχεις σκηνοθετήσει;
Η πρώτη μου σκηνοθεσία σε ένα έργο που είχα γράψει εγώ « Η περιπέτεια στην πόλη και στην εξοχή. Και το έργο «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» που κάναμε με το Νίκο Χατζόπουλο, συνσκηνοθεσία.
– Σε τι είδους διαβάσματα ανατρέχεις, απ’ όπου μπορείς να αντλήσεις ενδεχομένως υλικό για παραστάσεις;
Κατά καιρούς έχω εμμονές με ιστορικές περιόδους. Όπως την περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και τη δεκαετία μετά. Με ενδιαφέρουν πολύ οι τρομακτικές εποχές που δίνουν ερεθίσματα στη φαντασία μου όπως η εποχή του σταλινισμού μέχρι το θάνατο του Στάλιν ή η εποχή της τρομοκρατίας στη Γαλλική Επανάσταση και οι ήρωες Ροβεσπιέρος και Μαρά. Μου έρχονται κατευθείαν μυθοπλασίες μέσα στο μυαλό μου.
– Έχεις ανοίξει μια ενδιαφέρουσα συνομιλία μεταξύ θεάτρου και ιστορίας;
Το κάνω συχνά. Η τελευταία δουλειά που κάναμε με την ομάδα Ματαρόα στο Θέατρο Τέχνης «Το μικρό αναρχικό καλοκαίρι» ήταν για τη Βαρκελώνη του 1936 και την αναρχική ουτοπία, επίσης μια μαγική εποχή. Οι αναρχικοί παίρνουν μέρος στην δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας και συντρίβονται μετά από έναν εμφύλιο με τους κομμουνιστές. Μέσα από την ιστορία, ζει η πολιτική. Το θέατρο μου αρέσει σαν κομμάτια ιστορίας, που είναι παλιά. Τι σημαίνει το παλιό; Δεν υπάρχει παλιό. Ζει μέσα μας συνέχεια. Εγώ έναν χρόνο ξέρω: το παρελθόν. Το παρόν δεν πιάνεται και το μέλλον είναι μια πολύ αφηρημένη έννοια. Το μόνο χειροπιαστό είναι το παρελθόν, αυτό που έχει περάσει και το κουβαλάω συνεχώς μαζί μου.
– Τι μπορεί να κάνει κανείς με το παρελθόν; Γιατί ο καθένας μας μπορεί να κάνει μια εντελώς διαφορετική χρήση.
Το παρελθόν κάνει χρήσεις σε εμάς και όχι εμείς σε αυτό. Το τεράστιο παλίμψηστο που είμαστε είναι εδώ.. Το παρελθόν δεν είναι νεκρό, δεν έχει καν παρέλθει. Το παρελθόν είναι όλοι οι χρόνοι. Το παρελθόν είναι και το παρόν και το μέλλον. Όλα είναι ένα τεράστιο άμορφο παρελθόν. Αυτό που ζούμε τώρα γίνεται αμέσως παρελθόν γιατί δεν έχουμε απώλεια προσφάτου μνήμης. Κουβαλάμε διαρκώς ένα μεγάλο φορτίο. Και νομίζω πως αυτό το φορτίο είναι που θα με σκοτώσει.
– Πολύ ψυχαναλυτικό ακούγεται αυτό..
Μπορεί. Δεν το λέω, όμως, από την ψυχαναλυτική μεριά, την οποία σέβομαι απόλυτα και μου αρέσει.
– Από τους ρόλους που έχεις ενσαρκώσει, ποιους ξεχωρίζεις;
Ξεχωρίζω τα χρόνια που έπαιζα στο Αμόρε σε ένα πλαίσιο ασφάλειας. Τους ρόλους που έπαιξα με το Χουβαρδά. Η μοίρα μου έχει συνδεθεί με τη Μιχαήλ Μαρμαρινό, το Νίκο Χατζόπουλο και το Χουβαρδά, με έναν τρόπο ευτυχή.
– Στη Γερμανία έζησες και εργάστηκες για χρόνια. Πόσο διαφορετική είναι εκεί η αντίληψη της τέχνης;
Είναι πολύ διαφορετική γιατί έχουν μια παράδοση αστικοπολιτισμική εδώ και δυο εκατονταετίες. Όταν συζητούσαν για ρεπερτόριο με τον Σίλερ στις αρχές του 19ου αιώνα και σε μια πόλη μικρή όπως η Βαϊμάρη, τι σύγκριση να κάνουμε; Έχουν μια παράδοση που προστατεύει της τέχνης. Η Γερμανία είναι ένα πλούσιο κράτος που χρηματοδοτεί τις τέχνες. Από την άλλη τα πράγματα έχουν ομογενοποιηθεί λόγω της ψηφιακής επανάστασης που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Είναι δυο εντελώς διαφορετικές χώρες και τελικά πολύ όμοιες. Είτε περπατάς στην Ερμού, είτε σε έναν πεζόδρομο στην Κολωνία, είναι σχεδόν το ίδιο.