Η Πλάκα είναι ομορφότερη ποτέ την περίοδο των γιορτών και αυτό το γνωρίζει καλά η Κρητικιά Αγγέλα Καστρινάκη που βρίσκεται για λίγες μόνο μέρες στην Αθήνα και στην εδώ έδρα των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Η γνωστή για το συγγραφικό και ερευνητικό της έργο καθηγήτρια είναι η διευθύντρια της σειράς των ΠΕΚ «Παλαιά κείμενα – νέες αναγνώσεις», στο πλαίσιο της οποίας έχουν ήδη εκδοθεί 9 σημαντικά νεοελληνικά κείμενα μαζί με πλατιές, διαφωτιστικές μελέτες.
Εκτός της σειράς αυτής, η Αγγέλα Καστρινάκη εξέδωσε το 2023 το βιβλίο Μίλα, Πηνελόπη! Λογοτεχνικές μεταμορφώσεις της μυθικής ηρωίδας στην Ελλάδα και τον Δυτικό κόσμο, από τον 19ο αιώνα ώς τις μέρες μας. Πρόκειται για ένα επιστημονικό βιβλίο, που είναι γραμμένο όμως σαν μυθιστόρημα, και αφορά τις ποικίλες μορφές που πήρε η ηρωίδα του Ομήρου από τότε που την έπλασε ο δημιουργός της ως τις μέρες μας, με έμφαση στους δύο τελευταίους αιώνες, που είναι και οι πιο πλούσιοι στις απεικονίσεις της.
Λίγο πριν μου δωρίσει το βιβλίο αυτό, που τόσο ήθελα να έχω στην βιβλιοθήκη μου, με μια εξόχως πολύτιμη αφιέρωση, η Αγγέλα Καστρινάκη βρίσκει τον χρόνο και την διάθεση να απαντήσει στις ερωτήσεις του Olafaq, με διάθεση ειλικρινή, φιλοσοφική και πάντοτε ευαίσθητη, σε αρμονική σύνδεση με το συναίσθημα που κάθε επιστημονικός νους οφείλει, κατά την άποψή μας, να διαθέτει.
– Ποιοι ήταν οι ήρωές σας στα παιδικά σας χρόνια και ποιοι σήμερα;
Στα παιδικά μου χρόνια λάτρευα τον Τζιμ Άνταμς, το «θρυλικό ελληνόπουλο», που πάλευε στο Φαρ Ουέστ, ως δεκαοκτάχρονος σερίφης, για να κατισχύσει ο νόμος. Ίσως μου έμεινε εκείνη η παλιά ταύτιση γιατί παραμένω υπέρ της τήρησης των νόμων και εναντίον της «ανυπακοής» μέσα σε συνθήκες δημοκρατίας. Αστειεύομαι, βέβαια, γιατί αν ένα ανάγνωσμα είχε τέτοια δύναμη (και ο Τζιμ Άνταμς είχε θρέψει γενιές ελληνόπουλα), θα έπρεπε να είμαστε ο πιο νομοταγής λαός. Σήμερα ήρωές μου είναι όσοι και όσες έχουν την τόλμη να λένε δύσκολες αλήθειες, κόντρα στην ησυχία τους. Είναι όσοι δεν αφήνονται στη νανουριστική ευκολία του ρεύματος, δεν τοποθετούνται εδώ ή εκεί στη σκακιέρα ανάλογα με τα κενά που διακρίνουν, με άλλα λόγια εκείνοι που έχουν πεποιθήσεις και τις υπερασπίζονται.
– Τι συμβαίνει μέσα σας λίγο πριν ξεκινήσετε να γράφετε μια ιστορία, ένα βιβλίο;
Έχω γράψει πολλά και διαφορετικά βιβλία, οπότε κάθε φορά το ξεκίνημα είναι αλλιώτικο. Μελέτησα την ιστορία της δεκαετίας 1940-1950, από τη σκοπιά της λογοτεχνίας, γιατί είχα μια οξεία περιέργεια για το πώς λειτουργεί ο άνθρωπος στις ακραίες συνθήκες. Μελέτησα τη μορφή της μυθικής Πηνελόπης ανά τους αιώνες, επειδή με ενδιέφερε πάρα πολύ η εικόνα που έχουν οι άντρες για τις γυναίκες τους και οι γυναίκες για τους άνδρες τους, σε συνδυασμό με τις άπειρες μορφές που μπορεί να πάρει ένα μυθικό πρότυπο. Έκανα μια λογοτεχνική ανάπλαση των εφηβικών και νεανικών μου χρόνων στη Μεταπολίτευση, από διάθεση να δω τι στράβωσε στην Ελλάδα και φτάσαμε στο βάραθρο της κρίσης. Έγραψα και ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα – αχ, αυτό, επειδή ήθελα να αφηγηθώ την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ζωής, επειδή έβλεπα εικόνες, καλαμιές, θάλασσες, κολασμένες καταβυθίσεις και πέταγμα στους αιθέρες…
– Πώς έχετε προσεγγίσει την ιδέα της ευτυχίας στη ζωή σας μέχρι στιγμής; Δηλώνετε ευτυχισμένη;
Η ευτυχία είναι μια πολύτιμη ιδέα, μια εξαιρετικά σημαντική σύλληψη, μια έννοια του Διαφωτισμού, που αποτίει φόρο τιμής στην ανθρώπινη, γήινη ευημερία. Όχι στον άλλο κόσμο, αλλά εδώ στην πεπερασμένη ζωή μας. Κάποιοι θεωρητικοί και συγγραφείς περιφρονούν την ευτυχία, γιατί τάχα είναι μια κατάσταση ζωώδης, μια νάρκωση των υψηλών ιδανικών. Εγώ νιώθω βαθιά συγκίνηση κάθε φορά που γίνεται μνεία της διάσημης φράσης από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών: Life, Liberty and the pursuit of Happiness. Είναι ένας στόχος πληρότητας, μια γήινη ευλογία. Προσωπικά, συχνά νιώθω χαρά, κάποτε και ευφορία. Υπό ορισμένες περιστάσεις, και ευτυχία.
– «Χωρίς δάσκαλο και δασκάλα-πρότυπο δεν προχωράμε», έχετε δηλώσει. Εσείς τι δασκάλα επιθυμείτε να είστε;
Ε, ναι, η εκπαίδευση χρειάζεται εμπνευσμένους δασκάλους. Το καλύτερο σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ταγμένους ανθρώπους. Όσοι και όσες κάτι έκαναν στη ζωή τους πάντα έχουν να μνημονεύσουν σπουδαίους δασκάλους, ανθρώπους που νοιάστηκαν να μεταδώσουν τις γνώσεις, την πείρα, το μεράκι τους, ανθρώπους που το μάτι τους άστραφτε από το πάθος να προσφέρουν στους νεότερους. Ακούω την παλλόμενη φωνή του δασκάλου μου στα αφτιά μου, πενήντα χρόνια μετά τη μαθητεία μου σε εκείνον. Κάτι τέτοιο θα ’θελα να πει και για μένα κάποιος/κάποια στο μέλλον.
– Πώς μπορούμε να επαναφέρουμε, ως κοινωνία και ως πολιτεία, την αξία των θεωρητικών σπουδών, που εδώ και χρόνια αρχίζουν να εκπίπτουν; Σε έναν κόσμο που γρήγορα βαδίζει στο μέλλον, κάθε παροντική στιγμή είναι κιόλας παρελθόν, σε έναν κόσμο που στήνεται, λες, από την αρχή, μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας, τι αξία μπορεί ή και πρέπει, για εσάς, να έχει η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, οι γλώσσες;
Όλα αλλάζουν, όμως σταθερή μένει η επιθυμία της δημιουργίας. Οι θεωρητικές σπουδές τώρα δεν οδηγούν απρόσκοπτα σε επάγγελμα, όπως άλλοτε. Γι’ αυτό έχουν μαραζώσει. Πολύ δύσκολο να πούμε με ποιον τρόπο μπορούν να ανακάμψουν. Ένας τρόπος, πάντως, να πάρουν πάνω τους είναι η σύνδεσή τους με τη δημιουργικότητα. Αλλά θα πρέπει η εκπαίδευσή μας να μην την τσαλακώνει, αυτή την αυθόρμητη ροπή του ανθρώπου, εν τη γενέσει της…
– Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η σημασία και ο ρόλος της τέχνης σε μια εποχή σαν και τη δική μας;
Η σημασία και ο ρόλος της τέχνης είναι να δίνει αισθητική συγκίνηση. Εδώ θα μπορούσαμε να βάλουμε τελεία και παύλα. Όμως επειδή και εγώ έχω υποπέσει στο αμάρτημα της στράτευσης, την εποχή που πίστευα ότι η πατρίδα κινδύνευε, θα πρόσθετα ότι η τέχνη μπορεί επίσης να μας προβληματίζει για τον κόσμο γύρω μας, ασχολούμενη και με τα εφήμερα, αρκεί να το κάνει σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης, δηλαδή δίνοντας μεγάλη έμφαση στη μορφή.
– Μήπως καμιά φορά είμαστε άδικοι με την εποχή μας; Συχνά, σκεφτόμαστε και συζητάμε σαν να ζούμε σε πάρα πολύ δύσκολα χρόνια, ενώ ξέρουμε πολύ καλά ότι προηγήθηκαν φοβερά δύσκολες περίοδοι, πείνας, αρρώστιας, ανέχειας, αλλά και πνευματικών σκοταδιών. Τι λέτε;
Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο! Μόλις μερικές δεκαετίες πριν, σε αγροτικές περιοχές, το ψωμί δεν έφτανε για όλο τον χρόνο και οι άνθρωποι πεινούσαν κυριολεκτικά. Ευτυχώς το έχουμε ξεχάσει, γιατί η ανάπτυξη υπήρξε ραγδαία. Έχουμε ξεχάσει επίσης ότι οι άνθρωποι πέθαιναν επειδή δεν υπήρχαν μέχρι πρόσφατα τα φάρμακα, τα αντιβιοτικά, π.χ., ή τα εμβόλια. Έχουμε φυσικά λησμονήσει ότι στη χούντα των συνταγματαρχών (1967-1974) σε χώναν στη φυλακή και σε βασάνιζαν αν μιλούσες κατά του καθεστώτος. Από μια άποψη ευτυχώς που έχουμε ξεχάσει, που έχουμε τόσο απομακρυνθεί από τις συγκεκριμένες καταστάσεις – από την άλλη, με αυτή τη λησμονιά, χάνουμε το μέτρο και την πραγματική έννοια ορισμένων πραγμάτων: τι σημαίνει πείνα, τι σημαίνει χούντα…
– Με αφορμή μια συνέντευξή σας με τον Αλέξη Τσίπρα, είχε γραφτεί ένα άρθρο με πολύ οξεία κριτική στο πρόσωπό σας. Τι πιστεύετε σήμερα για τον τέως πρωθυπουργό και πόσο σας αφορά η πολιτική; Τι απαντάτε στον κειμενογράφο του κομματιού που σας απευθύνει ειρωνεία και κατηγορία σχετικά με την υποστήριξή σας στο πρόσωπο του Τσίπρα;
Να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι ακριβώς μου καταμαρτυρά ο αρθρογράφος. Δεν διάβασα τον λίβελο, κάποιοι φίλοι μονάχα με πληροφόρησαν στο περίπου. Η αλήθεια έχει ως εξής. Όταν από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ μου πρότειναν να πάρω αυτή τη συνέντευξη, την παραμονή των δεύτερων εκλογών, τον Ιούνιο του 2023, σκέφτηκα ότι απευθύνθηκαν σε μένα υπό την ιδιότητά μου της μυθιστοριογράφου. Και μπαίνοντας στον ρόλο αποφάσισα να δω τον Αλέξη Τσίπρα ως «τραγικό πρόσωπο», δηλαδή ως πρόσωπο που γνώρισε την αποθέωση και την πτώση. Οπότε άρχισα να γοητεύομαι από την ιδέα ότι θα μπορούσα να μπω μες στην ψυχή του, να γνωρίσω έναν άνθρωπο με τα καλά του και τα κακά του, τις αντιφάσεις του, τους εχθρούς και τους φίλους του, την αυτοπεποίθηση ή το αίσθημα μειονεξίας του. Τον πλησίασα με δύσκολες ερωτήσεις, αλλά με πολλή ευγένεια. Φυσικά και χαμογελάσαμε μαζί στον φακό. Αυτό μάλλον θεωρήθηκε εσχάτη προδοσία εκ μέρους μου. Ή ότι τάχα γοητεύτηκα τόσο που ξέχασα τον εαυτό μου. Γιατί υπήρξα κι εγώ ανάμεσα σε εκείνους που αντιταχθήκαμε με όλες μας τις δυνάμεις στην καταστροφική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ όταν έγινε κυβέρνηση, στο νταηλίκι απέναντι στους συμμάχους μας και στις ανεδαφικές υποσχέσεις. Ήμουν και φυσικά παραμένω «Μενουμευρωπαία» (όπως μας ονόμαζαν τότε οι αντίπαλοι χλευαστικά), αταλάντευτα υπέρ των δυτικών αξιών και του κοινοβουλευτισμού. Τον Αλέξη Τσίπρα τον συμπάθησα μονάχα στη φαντασία μου της μυθιστοριογράφου και κατά το δεκάλεπτο που περάσαμε μαζί. Ήταν όντως πολύ προσηνής και φωτεινός. Του είπα με ειλικρίνεια τι πίστευα για τη διακυβέρνησή του και αυτός αντέδρασε με ένα πολύ γλυκό «μα γιατί τα λέτε αυτά;» Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι θύμωσε, ότι ενοχλήθηκε πολύ, όμως τότε αντέδρασε με απαράμιλλη ευγένεια. Τώρα, αυτό που έκανε στον ΣΥΡΙΖΑ με έχει συγκλονίσει: κατέστρεψε το δημιούργημά του! Τελικά έκρυβε μια άβυσσο, κάτι που καθόλου δεν βγήκε στην επιφάνεια στην άκρως προσεγμένη του συνέντευξη. Η πολιτική με αφορά πολύ. Πώς αλλιώς μιλούν οι πολίτες;
– Πώς αποδράτε από την πνευματική σας καθημερινότητα και τριβή με κείμενα, διαβάσματα, διδασκαλία, έρευνα, συγγραφή;
Έχω το μεγάλο πλεονέκτημα να ταυτίζεται η δουλειά μου με το χόμπι μου: διάβασμα, γράψιμο και διδασκαλία είναι για μένα και εργασία και διασκέδαση. Παρά ταύτα, ναι, κάποτε θολώνει το μυαλό, ειδικά την εποχή που ασκούσα και διοίκηση. Στο Ρέθυμνο, όπου ζω, είναι πολύ εύκολη η έξοδος στη φύση. Περπάτημα στο γειτονικό μου λοφάκι με το πευκοδάσος ή βουτιά στη θάλασσα, που είναι κι αυτή σε απόσταση αναπνοής. Μάλιστα κολυμπάω σε κάτι βραχάκια, κάτω από το κάστρο του Ρεθύμνου, δουλεμένα από ανθρώπινο χέρι. Ήταν το αρχαίο καρνάγιο, και διακρίνεται ακόμα καλά το αυλάκι όπου χωρούσε η καρίνα του πλοίου… Κι ακόμα υπάρχουν εκεί κάτι συν-κολυμβητές που απολαμβάνουν τόσο πολύ τον ήλιο και τη θάλασσα ώστε με καθαρίζουν από τις όποιες «τριβές».
– Σπάστε ένα κλισέ για εσάς. Τι δεν θα περίμεναν, ας πούμε, οι φοιτητές σας ή οι αναγνώστες σας; Κάποια «ένοχη απόλαυσή» σας, ενδεχομένως;
Χαχα! Έχω όντως μια «ένοχη απόλαυση». Όταν βγαίνουν οι βρούβες στο όμορφο κάμπους του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο, όταν ξεπετάγονται αυτά τα τρυφερά σταχάκια κατά τα τέλη Μαρτίου (και τι νόστιμα που είναι!), δεν μπορώ στα διαλείμματα των μαθημάτων να μην βγω να μαζέψω. Όμως το κάνω με τρόπο που να μην πολυφαίνεται, σαν να σκύβω να θαυμάσω λουλουδάκια. Ναι, ντρέπομαι να με βλέπουν οι φοιτητές όταν ικανοποιώ αυτό το πάθος της χορτοσυλλογής!