Γεννήθηκε το 1994 στην Αθήνα – από τα 4 χρόνια της και μετά, θα την έβρισκες κρυμμένη πίσω από ένα βιβλίο, με μια πελώρια στοίβα αδιάβαστα από δίπλα. 24 χρόνια αργότερα, θα την βρεις ακριβώς στο ίδιο μέρος. Σπούδασε Νομική, εξειδικεύθηκε και ασχολείται επαγγελματικά με το Εργατικό Δίκαιο, όμως τα μεγάλα της πάθη είναι η λογοτεχνία κι ο κινηματογράφος. Αρθρογραφούσε επί χρόνια για σινεμά, σε πολλά κινηματογραφικά μέσα, και 2 χρονιές κάλυψε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου – το πραγματικό επίτευγμα εδώ είναι ότι έχει αγκαλιάσει τον Timothée Chalamet.
Τα τελευταία χρόνια γράφει κριτικές λογοτεχνίας στο smassingculture.gr και παρουσιάζει τα βιβλία που διαβάζει στο Instagram της. Στόχος ζωής, να καταφέρει να ανακόψει την προϊούσα ανάπτυξη της λίστας με τα αδιάβαστά της.
– Όταν ήσουν παιδί τι έλεγες ότι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Χρειάστηκε να ανατρέξω πολύ βαθιά στις παιδικές μου μνήμες για να θυμηθώ ότι, για κάποιο λόγο, έλεγα ότι θέλω να ανοίξω νηπιαγωγείο (!). Η μητέρα μου μού είχε μόλις εξηγήσει τα είδη των νομικών προσώπων και αυτό είναι χαρακτηριστικό της παιδικής μου ηλικίας, sad reactions only – και έλεγα πως θέλω η νομική μορφή να είναι ΕΠΕ, για να έχω… περιορισμένη ευθύνη. Τελικά, και για το καλό των νηπίων εκεί έξω, απομακρύνθηκα από αυτήν την ιδέα.
– Ποιος είναι ο ιδανικός ήχος για ένα ξυπνητήρι;
Το ιδανικό θα ήταν να μην υπάρχουν ξυπνητήρια, αν είμαι αναγκασμένη να επιλέξω όμως, θα πω το Chop Suey – wake up, grab a brush and put a little make-up. Τι καλύτερο για να ξυπνήσεις άμεσα και απότομα; Εναλλακτικά, οτιδήποτε από Death Grips, για τους ίδιους λόγους.
-Τι μουσική θα έπρεπε να παίζουν τα μεγάφωνα του μετρό;
Τα OSTs του Sufjan Stevens και του Jóhann Jóhannsson. Και το Another Green World του Brian Eno. Η ανθρωπότητα θα παρέμενε λίγο πιο ήρεμη και sane εάν αυτές οι μουσικές ήταν το soundtrack των πρωινών της.
– Ποιο κομμάτι της Αθήνας σε εμπνέει πιο πολύ;
Το κέντρο της, μάλλον. Σφύζει πάντοτε από ζωή και τουρισμό, έχει μερικά από τα ομορφότερα μαγαζιά που έχω δει στην Ευρώπη, την καλύτερη νυχτερινή ζωή και είναι σχεδόν πάντα ηλιόλουστο. Ως κλασικό παιδί της πόλης, δεν έχω την ανάγκη απόδρασης στη φύση, προτιμώ το γκρίζο των κτιρίων και τους θορύβους του αστικού κέντρου. Δεν είμαι σίγουρη αν με εμπνέει per se, όμως αναμφίβολα είναι το αγαπημένο μου κομμάτι της Αθήνας.
– Αν είχες τη δύναμη τι θα άλλαζες στην Αθήνα;
Το κυκλοφοριακό, ξεκάθαρα. Μια πιθανή λύση που έχω σκεφτεί είναι τα ταξί να μην περιορίζονταν σε αυτοκίνητα, αλλά να επεκτείνονταν και σε μηχανάκια, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας – αν διαβάζεις αυτήν την παράγραφο και σκέφτεσαι να κλέψεις την επιχειρηματική μου ιδέα, να ξέρεις πως θα σε κυνηγήσω νομικά. Επίσης, θα την έκανα μια πόλη περισσότερο συμπεριληπτική, με προσβασιμότητα και καλύτερες υποδομές για τα άτομα με αναπηρία, με περισσότερη queer ορατότητα και ταυτοτικά δικαιώματα. Α, και θα ανέκοπτα την κατασκευή του μετρό των Εξαρχείων.
– Τι θεωρείς μοντέρνο στην πόλη που ζεις;
Δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι πραγματικά καινοτόμο σε σχέση με άλλες χώρες του εξωτερικού, αρχιτεκτονικά ή πολιτισμικά. Η Αθήνα βρίσκεται σε ένα μόνιμο limbo μεταξύ δυτικοποιημένης Ευρώπης και φολκλόρ Βαλκανίων. Έχουμε βέβαια την καλύτερη, πιο σφύζουσα και ζωντανή νυχτερινή ζωή, and that must count for something.
– Συμπλήρωσε τη φράση «Αθήνα σε αγαπάω αλλά…»
«Αθήνα σε αγαπάω, αλλά… επιλέγω να σε εγκαταλείπω, ιδανικά μία φορά τον μήνα, για να ταξιδεύω στο εξωτερικό». Η μεγάλη μου αγάπη σε αυτήν τη ζωή, μετά τα βιβλία φυσικά, είναι τα ταξίδια, η εξερεύνηση νέων τόπων και πολιτισμών, η πρόσμειξη και γνωριμία με διαφορετικά μέρη και λαούς. Οπότε, όσο και αν αγαπώ την Αθήνα και επιλέγω να επιστρέφω σε εκείνη ως βάση μου, σίγουρα δεν μπορώ να αρκεστώ γεωγραφικά σε αυτήν.
– Ποιο είναι το ιδανικό σημείο της πόλης για να διαβάσεις ένα βιβλίο;
Όπως ήδη είπα, δεν είμαι καθόλου παιδί της φύσης, οπότε η συνήθης απάντηση πάρκων, γρασιδιού, κήπων και θάλασσας δεν πρόκειται να ακουστεί από εμένα. Το αγαπημένο μου μέρος για να διαβάζω στην πόλη, μετά τον καναπέ μου, είναι τα πολλά και πανέμορφα βιβλιοκαφέ που υπάρχουν στην Αθήνα, χώροι ζεστοί και περιποιημένοι, με αγάπη για το βιβλίο και τον αναγνώστη, μακριά από τη λογική των εμπορικών κολοσσών πώλησης βιβλίου. Ενδεικτικά, θα αναφέρω το ονειρικό Little tree στο Θησείο, το ατμοσφαιρικό Zatopek στην Καλλιθέα, αλλά και τη σκιερή αυλίτσα των γειτονικών μου Πλειάδων, του αγαπημένου μου βιβλιοπωλείου σε όλη την Αθήνα.
– Ποιον διάσημο θα ήθελες να έχεις γείτονα;
Τον Bo Burnham, aka την τελευταία μου καλλιτεχνική πώρωση. Θα ήθελα να είχαμε βιώσει μαζί την, απότοκη της καραντίνας, έξαρση των ψυχικών μας ασθενειών. Από συγγραφείς, τη Βρετανίδα Dolly Alderton, με την οποία είμαι πεπεισμένη πως έχουμε ζήσει παρόμοιες ζωές και πως, σε ένα εναλλακτικό σύμπαν, θα ήμασταν κολλητές. Εάν είσαι γυναίκα, κοντά στα 30, και έχεις βιώσει τουλάχιστον έναν (1) μεγάλο χωρισμό και μία (1) απέλπιδα περίοδο αναζήτησης νέου συντρόφου μέσω των social media, διάβασε τα βιβλία της – θα με ευχαριστείς.
– Τι αξιολογείς ως απαραίτητα στη δική σου “γεμάτη” ημέρα;
Τον πρωινό μου καφέ, διπλό καπουτσίνο με έξτρα γάλα, τη μουσική στα ακουστικά μου προς και από τη δουλειά, και σίγουρα, σί-γου-ρα, το διάβασμα. Πολλοί με ρωτάτε (κανείς, ποτέ) πώς, και κυρίως πότε, προλαβαίνω να διαβάζω τόσο πολλά βιβλία μέσα στη χρονιά, κατά προσέγγιση από 5 έως 10 τον μήνα, και η απάντηση είναι το καθημερινό, συστηματικό διάβασμα. Το διάβασμα με γεμίζει, απομακρύνει τις πεζές σκέψεις της καθημερινότητας από τις νευρωνικές μου συνάψεις, με κάνει να αισθάνομαι πως αξιοποίησα στο έπακρον την ημέρα μου, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οποιαδήποτε δουλειά το κατάφερε ποτέ – μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά είναι αλήθεια, τα βιβλία πράγματι σε ταξιδεύουν. Εάν δεν διαβάσω τουλάχιστον 100 σελίδες την ημέρα, και αυτό στη χειρότερη των περιπτώσεων, η μέρα μου είναι ελλιπής, γι’ αυτό προσπαθώ να διαβάζω κυριολεκτικά όπου βρω, στα μέσα μεταφοράς, στην αναμονή σε ουρές στα δικαστήρια, και πάντοτε διαθέτω στον εαυτό μου τουλάχιστον ένα 2ωρο απογευματινού διαβάσματος μετά τη δουλειά. Self-
care.
– Ποια απόλαυση κρύβει για εσένα τις περισσότερες ενοχές;
Θέλει κι ερώτημα; Το φαγητό. Σε μια κοινωνία που συστηματικά προωθεί δυσπρόσιτα πρότυπα ομορφιάς, όπου οι γυναίκες αφομοιώνουν διαρκώς πολιτισμικά μηνύματα ενοχής και μίσους για τις εαυτές τους και διαμορφώνονται με το ιδεολογικό πρότυπο της μόνιμης αυτοκριτικής για το σώμα τους, όπου η αξία τους μετράται βάσει των αναλογιών και του βάρους τους, όσο και αν θεωρητικά συμφωνείς με το body positivity, εν τοις πράγμασι η συμφιλίωση με το σώμα και την αυτοεικόνα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, και μετά από κάμποσες διατροφικές διαταραχές, έχω καταφέρει να απολαμβάνω σχετικά αναίμακτα τις κοτομπουκιές, τις τηγανητές πατάτες και τις πραλίνες μου. Η πατριαρχία χάνει, η κυτταρίτιδα νικά!
– Ποιο κομμάτι της καθημερινότητάς σου σε ενοχλεί περισσότερο;
Το πρωινό ξύπνημα, ξεκάθαρα. Όταν γίνω Υπουργός Εργασίας, θα νομοθετήσω την καθιέρωση του 6ωρου ωραρίου εργασίας, με ώρα έναρξης την 11.00πμ. Λέγεται ποιότητα ζωής, παιδιά, look it up.
– Τι είναι ευτυχία;
Στην πραγματικότητα, ευτυχία είναι μια βιοχημική διεργασία, η παροδική έκκριση σεροτονίνης, ντοπαμίνης, οξυτοκίνης και ενδορφινών, επομένως, όσο κλισέ και αν ακούγεται, η ευτυχία είναι όντως στιγμές. Η στιγμή που ξεφυλλίζω ένα νέο βιβλίο και μυρίζω την εθιστική μυρωδιά των σελίδων του, οι λίστες που κάνω με τα tbr μου και, φυσικά, το ίδιο το διάβασμα είναι μερικά από τα πράγματα που κάνουν τη δική μου σεροτονίνη να εκκρίνεται. Επίσης, η στιγμή που κλείνω ένα νέο αεροπορικό εισιτήριο, η έρευνα, η οργάνωση και ο προγραμματισμός των ταξιδιών μου (καθ’ ότι ακραίο control-freak), αλλά και η πρώτη στιγμή που πατάω το πόδι μου σε ένα καινούριο μέρος, το πρώτο αξιοθέατο που θα δω, το πρώτο πιάτο τοπικής κουζίνας που θα δοκιμάσω – το συναίσθημα αυτό είναι τόσο εθιστικό που έχω καταλήξει να το αποζητώ μία φορά τον μήνα, προς λύπη του τραπεζικού μου λογαριασμού. Αλλά και οι ήρεμες βραδιές στο σπίτι με τον σύντροφό μου, να βλέπουμε ταινίες αγκαλιά στον καναπέ, να παίζουμε χαρτιά (μόνο, όμως, αν κερδίζω), να τρώμε ένα νόστιμο φαγητό (που έχει μαγειρέψει εκείνος, φυσικά, εγώ δεν φημίζομαι για τις μαγειρικές μου ικανότητες). Γενικά, αν μπορώ να καταλήξω κάπου ως προς τον δικό μου, προσωπικό ορισμό της ευτυχίας, αυτός είναι οι νέες εμπειρίες, η πνευματική διέγερση και η πολιτιστική εξερεύνηση, πάντα όμως με ένα υπόβαθρο συναισθηματικής σταθερότητας, γαλήνης, μοιράσματος των στιγμών και από κοινού βιωμάτων.
– Ο αγαπημένος σου αστικός μύθος για την Αθήνα;
Μάλλον ότι η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο. Sike, η νυχτερινή ζωή της Αθήνας είναι μακράν ανώτερη!
– Ένα σημείο της Αθήνας που σας χτύπησε ο έρωτας κεραυνοβόλα;
Φθινοπωρινή Ριζάρη, να ανεβαίνουμε εν μέσω καταρρακτώδους βροχής, κάτω από μία κοινή ομπρέλα, προς ένα μικρό ιταλικό bistro στο Κολωνάκι. Δεν ήξερα τότε, τη βραδιά του πρώτου μας ραντεβού, ότι ο άντρας αυτός θα κατέληγε να γίνει ο αρραβωνιαστικός μου – ή, ίσως, ενδόμυχα, το ήξερα – όμως, μέσα στην απλότητά της, ήταν μια από τις πιο ρομαντικές στιγμές της ζωής μου.
– Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που κάνει απλό έναν άνθρωπο;
Νομίζω πως δεν πρόκειται για κάτι περισσότερο πολύπλοκο ή σύνθετο από την ανάγκη εργασίας προς βιοπορισμό. Όπως σημειώνει στο τελευταίο της μυθιστόρημα και η Sally Rooney, η κατεξοχήν λογοτεχνική εκπρόσωπος της millennial γενιάς, αν χρειάζεται να εργαστείς για να ζήσεις, ανήκεις στην εργατική τάξη, ανεξαρτήτως μορφωτικού/ακαδημαϊκού/πολιτισμικού υποβάθρου. Σίγουρα ο Jarvis Cocker θα συμφωνούσε.
– Ποιον στίχο τραγουδιού θα έκανες γκράφιτι σε έναν τοίχο;
“We can be heroes, just for one day”. Και “All we love we leave behind” από Converge.
– Ποια γνωστή ταινία θα ήθελες να έχει γυριστεί στην Αθήνα;
Το Fear and Loathing in Las Vegas, but in Athens. Πιστεύω ο Terry Gilliam θα έκανε παπάδες εδώ. Επίσης, θα πέθαινα να δω το αγαπημένο μου Possession του Zulawski, γυρισμένο στα Πατήσια, Βικτώρια, γενικά προς τα εκεί. Ή το Suspiria γυρισμένο στο Μπάγκειον.
– Τι προτιμάς να φωτογραφίζεις στην πόλη;
Τα βιβλία μου με φόντο το αστικό τοπίο, κατά προτίμηση σε μέρη με κάποια θεματολογική συνοχή με το περιεχόμενο του βιβλίου. Και, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, η αληθινή, ματαιόδοξη, απάντηση είναι και εμένα με φόντο το αστικό τοπίο.
– Μια λέξη που σου έχει κολλήσει στο μυαλό σαν τσίχλα;
Είναι μια λέξη λογοτεχνικής επινοήσεως της Αμάντας Μιχαλοπούλου, από την τελευταία της νουβέλα, Η μεταμόρφωσή της. Το βιβλίο τοποθετείται σε μια μετα- αποκαλυπτική πραγματικότητα, όπου μετά από διαδοχικούς κατακλυσμούς και πλημμύρες, η κοινωνία έχει επιστρέψει σε μεθόδους συναλλαγών και επικοινωνίας πιο πρωτόγονες, μετα-καπιταλιστικές – γι’ αυτό και οι ήρωες αναφέρονται, συζητούν και κάνουν σχέδια για το μελθόν, το μέλλον που ρέει και μετατοπίζεται προς το παρελθόν. Η λεξιπλασία αυτή ήταν τόσο έξυπνη, τόσο ευφάνταστη και εύηχη ταυτόχρονα, που μου έχει κολλήσει στο μυαλό έκτοτε.
– Είναι η Αθήνα μια πόλη που ξέρει να τα σπάει τη νύχτα;
Ναι, ναι και πάλι ναι! Έχοντας ταξιδέψει σε περισσότερες από 20 χώρες και σε μερικές από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις του κόσμου, μπορώ μετά βεβαιότητας να πω πως η Αθήνα έχει την καλύτερη νυχτερινή ζωή από όλες. Ποια Νέα Υόρκη μπροστά στα cocktail bars στην Καρύτση, ποιο Λονδίνο μπροστά στα bar-restaurants στο Κολωνάκι, ποιο Βερολίνο μπροστά στα techno parties και στα αφτεράδικα στου Ψυρρή. Καμία πόλη, κανένα nightlife δεν έχει τον παλμό και τη ζωή της Αθήνας.
– Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που κάνεις πριν κοιμηθείς;
Βλέπω πάντα σειρά ξαπλωμένη στο κρεβάτι πριν κοιμηθώ – δεν νομίζω πως μπορώ καν να κοιμηθώ αλλιώς. Τον τελευταίο καιρό έχω κολλήσει με το White Lotus, μια αιχμηρή, σατιρική καταγραφή των trials and tribulations των ζάπλουτων ενοίκων ενός πολυτελούς 5αστερου ξενοδοχείου και της συναναστροφής τους με το προσωπικό. Απολαυστικό, δείτε το.
– Ποια είναι τα σχεδιά σου για το μέλλον; Τι ετοιμάζεις για τον επόμενο καιρό;
Να συνεχίζω να διαβάζω πολλά, πολλά βιβλία και να γράφω για αυτά – αυτός ήταν, πάντα, ο απώτερος στόχος, αυτό που με γεμίζει και με ολοκληρώνει ψυχικά. Σε προσωπικό επίπεδο, να κάνω όσο περισσότερα ταξίδια γίνεται και, ίσως, να ασχοληθώ και με την καταγραφή τους, εν είδει travel blogging. Γενικά, το όνειρο ήταν πάντα να γράφω για αυτά που αγαπάω – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Όσο περισσότερο καταφέρω να το αναπτύξω αυτό επαγγελματικά/επιχειρηματικά τόσο το καλύτερο, όμως η απόλαυση που αντλείται από τη μέθεξη, την επικοινωνία της πρόσληψης και της εμπειρίας, είναι υπεραρκετή.