Πριν από μισό αιώνα και βάλε, ο Χιώτης γιος ενός καφενετζή και δαιμόνιου εμπόρου ήρθε στην Αθήνα για να την κατακτήσει. Κι όσο ο αδερφός του, ο Δήμος Αβδελιώδης, έκανε ταινίες και θέατρο (βλ. Το Δέντρο που Πληγώναμε), ο Μακάριος γέμιζε ταψιά και κατσαρόλες και, ακολούθως, τραπέζια και καρδιές.
Μες στην ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα που το μεράκι του και το καλό του γούστο διαμόρφωσαν εντός του νεοκλασικού στη Νεάπολη Εξαρχείων, υφαίνονται ακόμα ιστορίες και ενώνονται παρέες.
Αυτό είναι ο Πειναλέων: ένα κράμα νοσταλγίας, αλλά και παρόντος που αντέχει κι επιμένει μέσα σε μια Αθήνα που συνεχώς υποδέχεται νέες ιδέες και αλλάζει πρόσωπα.
Ο Μακάριος Αβδελιώδης δηλώνει εδώ και πολλά χρόνια υπερήφανα «ταβερνιάρης» και, λίγο πριν την έκδοση του πρώτου του αυτοβιογραφικού βιβλίου, δέχεται να τον ανακρίνει το Olafaq.gr.
– Όταν ήσουν παιδί τι έλεγες ότι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Στο χωριό όπου μεγάλωσα στην Χίο, ξέραμε λίγα επαγγέλματα: παπάς, γιατρός, δάσκαλος, δικηγόρος ή αστυνόμος. Τι σημαίνει έρευνα, επιστήμη, τέχνη δεν το ξέραμε. Από όλα αυτά, έλεγα ότι θα γίνω γιατρός, μέχρι που είδα μια κρίση επιληψίας από ένα νεαρό παιδί, λιγοψύχησα κι είπα άστο. Ύστερα, ο στόχος έγινε απλώς να περάσω σε κάποια σχολή για να φύγω από το στενό περιβάλλον του χωριού.
– Ποιος είναι ο ιδανικός ήχος για ένα ξυπνητήρι;
Έχω ξυπνήσει εκατοντάδες πρωινά με σπουργίτια, κελάηδισμα πουλιών γενικώς, και αυτό είναι ένα ξυπνητήρι που μου αρέσει πολύ. Μεγαλώνοντας, θα το άλλαζα με τον παφλασμό των κυμάτων μόνο.
– Τι μουσική θα έπρεπε να παίζουν τα μεγάφωνα του μετρό;
Επειδή είναι μια παρανοϊκή και γρήγορη πόλη, νομίζω πρέπει να παίζει στο μετρό κλασική μουσική ή τα ορχηστρικά του Χατζιδάκι… Δεκαπέντε εσπερινούς ή Χαμόγελο Τζοκόντας.
– Ποιο κομμάτι της Αθήνας σε εμπνέει πιο πολύ;
Το ιστορικό κέντρο είναι που σε βάζει σε σκέψεις και δημιουργεί, πιθανά, την έμπνευση. Βλέποντας την Ακρόπολη κι όλο αυτό το λιτό μεγαλείο, το φαντάζεσαι στα χρόνια της δημιουργίας και της ακμής του.
– Αν είχες τη δύναμη τι θα άλλαζες στην Αθήνα;
Θα θεωρηθεί εμμονικό, αλλά θα άλλαζα τον οικοδομικό νόμο της δεκαετίας του ’60 και κατέστρεψαν το ιστορικό κέντρο, καταργώντας την χαμηλή δόμηση. Θα μου άρεσε ως δια μαγείας να επιστρέφαμε σε μια πόλη που από παντού υπήρχε οπτική επαφή με το κέντρο της.
– Τι θεωρείς μοντέρνο στην πόλη που ζεις;
Το ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου και τα Μουσεία μας: το Μπενάκη, το Εθνικό-Αρχαιολογικό, το Νομισματικό. Κατά τα άλλα, δεν μπορεί η Αθήνα να θεωρηθεί μια μοντέρνα πόλη.
– Συμπλήρωσε τη φράση «Αθήνα σε αγαπάω αλλά…»
…όσο πιο μακριά σου είμαι, τόσο περισσότερο σ’ αγαπώ!
– Ποιο είναι το ιδανικό σημείο της πόλης για να διαβάσεις ένα βιβλίο;
Θα μπορούσε να είναι ένα παγκάκι στον Λυκαβηττό ή στο Πεδίο του Άρεως.
– Ποιον διάσημο θα ήθελες να έχεις γείτονα;
Θα ήθελα να ανοίγω το παράθυρο και να βλέπω τον Θανάση Βέγγο, να μου λέει «Καλημέρα καλέ μου άνθρωπε!», όπως έλεγε όταν τον πετύχαινα στην Αθήνα με το αμαξάκι του κάποτε.
– Τι αξιολογείς ως απαραίτητα στη δική σου “γεμάτη” ημέρα;
Μεγάλωσα με μια λογική του πατέρα μου που θεωρούσε ότι δεν πρέπει να υπάρχει χαμένη μέρα, ακόμα κι αν είναι Κυριακή, γιορτή, μνημόσυνο, γάμος. Να κάνεις δηλαδή έστω κάτι που να βοηθήσει στην οικιακή οικονομία. Γενικώς, λοιπόν, θα έλεγα ότι η δουλειά είναι αυτή που δεν έχει λείψει σχεδόν ποτέ από μια τυπική μου γεμάτη μέρα. Όσο μεγαλώνω, όμως, θεωρώ ότι χρήσιμο είναι κάθε μέρα να έχει κοινωνική επαφή: ένα ποτό με κάποοιον φίλο, ένα μοίρασμα, μια κουβέντα. Αν καταφέρεις να πεις και κανένα τραγουδάκι, ακόμα καλύτερα!
– Ποια απόλαυση κρύβει για εσένα τις περισσότερες ενοχές;
Το να τρώω και να πίνω άνετα χωρίς να φοβάμαι για το αν αύριο θα είμαι περισσότερο χοντρός ή λιγότερο υγιής.
– Ποιο κομμάτι της καθημερινότητάς σου σε ενοχλεί περισσότερο;
Οι χειρότερες στιγμές μου είναι όταν πέφτω σε εσωστρέφεια και αφήνω την μελαγχολία να νικά την χαρά. Επίσης, όταν χάνω φίλους μου, ανθρώπους μου είτε από παρεξηγήσεις είτε από φυσικούς χαμούς…
– Τι είναι ευτυχία;
Είναι συλλογή μικρών στιγμών Θα μπορούσε να υπάρχει Απόλυτη Ευτυχία, απλώς είναι δύσκολο και μακρινό όνειρο. Άνθρωποι που βάζουν νερό στο κρασί, που είναι ήρεμοι, συγκαταβατικοί…ίσως τα καταφέρνουν καλύτερα. Πιστεύω ότι η ευτυχία χρειάζεται ένα δυαδικό σχήμα για να υπάρξει. Μόνος μου δεν πιστεύω ότι δεν είμαι ευτυχής, αλλά κάτω από κάποια άλλη συνθήκη πιστεύω ότι θα μπορούσα να είμαι ακόμα περισσότερο.
– Ο αγαπημένος σου αστικός μύθος για την Αθήνα;
Πέρα από τον αστικό μύθο του Πειναλέοντα, που είναι μια πραγματικότητα (εννοώ κάτι που μου είπε η Ελένη Ψυχούλη πριν μερικά χρόνια: νόμιζε, όπως κι άλλοι, ότι ο Πειναλέοντας δεν είχε επιβιώσει, ότι ήταν αστικός μύθος!), διάβασα κι έναν άλλο πρόσφατα. Για την γειτονιά του Λυκαβηττού-θεωρούσαν ότι είχε νεραϊδοφωλιές! Ο Τσίλερ ήθελε να το ονομάσει αέρινο θεραπευτήριο. Μεταξύ Λυκαβηττού και Λόφου Στρέφη δε χτίσαν σπίτια, νομίζοντας ότι κατοικούνται από νεράιδες.
– Ένα σημείο της Αθήνας που σε χτύπησε ο έρωτας κεραυνοβόλα;
Το πρώτο από αριστερά παράθυρο του Πειναλέοντα, βλέποντάς το από μέσα προς τα έξω. Εκεί διασταυρώθηκε για πρώτη φορά το βλέμμα μου με μια γυναίκα με την οποία ερωτευτήκαμε πραγματικά κεραυνοβόλα και άκρως κινηματογραφικά.
– Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που κάνει απλό έναν άνθρωπο (common people);
Το να είναι αληθινός. Να μην προσπαθεί να παρουσιάσει κάποιο άλλο πρόσωπο. Να έχει βλέμμα καθαρό. Αυτό, ως ποιότητα, δεν φαίνεται πάντα με την πρώτη. Ο απλός άνθρωπος δεν είναι κατ’ ανάγκη καλός, απλώς είναι εκείνος που η σκέψη και η πράξη συμβαδίζουν.
– Ποιον στίχο τραγουδιού θα έκανες γκράφιτι σε έναν τοίχο;
Οξειδώδηκα μες στην νοτιά των ανθρώπων / Μακρινή μητέρα, ρόδο μου, ρόδο αμάραντο. Από το «Της αγάπης αίματα».
– Ποια γνωστή ταινία θα ήθελες να έχει γυριστεί στην Αθήνα;
Το Θωρηκτό Ποτέμκιν! Θα μπορούσε να αράζει στον Πειραιά…
– Τι προτιμάς να φωτογραφίζεις στην πόλη;
Οτιδήποτε μπορεί να με κεντρίσει: από ένα αγαπημένο στέκι, μέχρι τοπία, αλλά και φιγούρες ανθρώπινες-θα είχα περισσότερο από αυτές αν δε ντρεπόμουν να ζητήσω κάποιες φορές την άδεια. Μου αρέσουν και κάτι παλιές γωνιές της πόλης με παλιές δημιουργίες, σιδερένιες, πέτρινες, που έχουν μέσα μόχθο και ψυχή, όπως μια παλιά πόρτα, ένα παράθυρο.
– Μια λέξη που σου έχει κολλήσει στο μυαλό σαν τσίχλα;
Πιο εύκολα μου κολλάνε εικόνες και μυρουδιές που αναπαράγουν συναισθήματα, παρά λέξεις. Έχω ξεχάσει πριν από πόσα χρόνια ήταν η τελευταία φορά που μια λέξη μου κόλλησε στο μυαλό.
– Είναι η Αθήνα μια πόλη που ξέρει να τα σπάει τη νύχτα;
Kαι πλανεύτρα είναι, και ξενύχτισσα και αλήτισσα αυτή η πόλη. Ήξερε και ξέρει να τα σπάει. Χθες βράδυ, βγήκα και άκουσα το Νίκο Τατασόπουλο, σπουδαίο μπουζούκι. Για να είμαι ειλικρινής, τα τελευταία χρόνια δεν κυκλοφορώ όσο κάποτε. Λογικό είναι αυτό…
– Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που κάνεις πριν κοιμηθείς;
Εύχομαι, δεν προσεύχομαι, να είναι καλύτερη η επόμενη μέρα για εμένα και για όλον τον κόσμο.
– Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον; Τι ετοιμάζεις για τον επόμενο καιρό;
Ξεκινάμε για ακόμα μια σεζόν, την 45η μας πια, με τα ανίψια μου, το μαγαζί, τον Πειναλέοντα. Πρώτο άνοιγμα 22/9/1978! Με προοπτική να εκχωρώ πια λίγες περισσότερες ευθύνες και αρμοδιότητες στα παιδιά, ως διάδοχη κατάσταση, ασχολούμαι με την συγγραφή ενός βιβλίου για την ζωή μου και τον Πειναλέοντα, που είναι παράλληλα και η ιστορία της σύγχρονης μεταπολιτευτικής Ελλάδας, από άποψης γαστρονομίας, μουσικής, πολιτικής, αισθητικής. Κερδίζοντας χρόνο από την κουζίνα, τον αφιερώνω στο τραγούδι με τα φιλαράκια και τις παρέες, κάνα ταξιδάκι σε νησιά ή εξωτερικό. Για τον επόμενο καιρό δεν ετοιμάζω άλλο από το να συνεχίσω να ζω όπως αγαπάω.
︎❈ Info: Τον Μακάριο τον βρίσκετε στο σπίτι του που είναι το μαγαζί του και στο μαγαζί του που είναι το σπίτι του, στην οδό Μαυρομιχάλη 152 καθημερινά, πλην Δευτέρας. Έναρξη φετινών τηγανιών και οργάνων: 15 Οκτώβρη.