Ο Γρηγόρης Λιακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1986, κάτω από έναν ουρανό που έσταζε αριθμούς και όνειρα. Τα μαθηματικά ήταν η πρώτη του γλώσσα—οι αριθμοί, τα σχήματα, οι συμμετρίες που αποκαλύπτονταν σαν μυστικές διαδρομές σε έναν κόσμο πέρα από τη λογική. Αλλά το θέατρο τον καλούσε. Η σκηνή έγινε η δεύτερη μαθηματική εξίσωση που έπρεπε να λύσει: σώματα και λέξεις, ένταση και σιωπή, ρυθμός και χάος.
Η Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών έγινε το πρώτο του καταφύγιο. Έπειτα, το Αμβούργο. Εκεί, στην Ακαδημία Θεάτρου του Αμβούργου έμαθε πώς να σκαλίζει το αόρατο, να αφουγκράζεται τις ανάσες των κειμένων, να βάζει τον εαυτό του στο περιθώριο για να γεννηθεί κάτι μεγαλύτερο.
Συνεργάστηκε με ονόματα που κουβαλούν τα δικά τους σύμπαντα: Κατερίνα Γιαννοπούλου, Frank Castorf, Kay Voges, Θοδωρής Αμπαζής, Dor Aloni. Κάθε συνεργασία ένα νέο κεφάλαιο στο βιβλίο του απρόβλεπτου. Θέατρα και θεσμοί άνοιξαν τις πόρτες τους: το Φεστιβάλ Αθηνών, η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το Εθνικό Θέατρο, το Schauspielhaus Hamburg, το Nationaltheater Mannheim. Και μετά, οι λέξεις—άλλες γλώσσες, άλλες εποχές. Ο Thomas Köck και η Sibylle Berg του ψιθύρισαν τις φράσεις τους. Ο Frank Wedekind και ο Fassbinder του άφησαν τις σκέψεις τους σαν παραπεταμένα ρούχα σε δωμάτια ξενοδοχείων. Ο Wolfram Lotz και ο René Pollesch έφτιαξαν μαζί του γέφυρες που ενώναν το γερμανικό παράλογο με τη μεσογειακή φωτιά.
Το “Generation Lost” ανέβηκε το 2024, και ήταν σαν μια ανάσα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας και το Nationaltheater Mannheim έγιναν οι καθρέφτες όπου καθρεφτίστηκε μια γενιά που έψαχνε το χαμένο της στίγμα.
Σήμερα ο Γρηγόρης παραμένει ένας περιπατητής στις ρωγμές του χρόνου, ένας αφηγητής ιστοριών που δεν λέγονται με λέξεις, αλλά με το αδιόρατο τρεμόπαιγμα των φώτων στη σκηνή. Το OLAFAQ τον συνάντησε ένα μεσημέρι στο Παγκράτι και η καθιερωμένη ανάκριση των Common People πήγε κάπως έτσι.
– Όταν ήσουν παιδί τι έλεγες ότι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Ρόκσταρ.
– Ποιος είναι ο ιδανικός ήχος για ένα ξυπνητήρι;
Κορναρίσματα και οδηγοί που βρίζονται.
– Τι μουσική θα έπρεπε να παίζουν τα μεγάφωνα του μετρό;
Cannibal Corpse.
– Ποιο κομμάτι της Αθήνας σε εμπνέει πιο πολύ;
Οι στοές στο ιστορικό κέντρο.
– Αν είχες τη δύναμη τι θα άλλαζες στην Αθήνα;
Θα έφερνα τα ποτάμια της και πάλι στην επιφάνεια, θα έβαζα πλαφόν στα ενοίκια και θα έκανα το Χίλτον φοιτητική εστία.
– Τι θεωρείς μοντέρνο στην πόλη που ζεις;
Τη μοναξιά των κατοίκων της.
– Με τι ασχολείσαι αυτόν τον καιρό; Τι ετοιμάζεις και ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;
Αυτήν την εποχή ανεβαίνει σε δική μου μετάφραση και δραματουργία η παράσταση “ΥΠΕΡΒΑΡΟ, ασήμαντο: ΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟ”, που παίζεται για λίγες εβδομάδες ακόμα στο θέατρο Θησείον. Είναι ένα φοβερό έργο, με βαθύ χιούμορ και με μια μοναδική ματιά πάνω στις ζωές των ανθρώπων. Ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Γιαννοπούλου, που το έχει μετατρέψει σε θεατρικό b-movie τρόμου με Lynch-ικές αναφορές. Ταυτόχρονα δουλεύω πάνω στη συγγραφή δύο καινούριων έργων, με κοινό τους άξονα τα όρια μεταξύ εμπειρίας, αλήθειας και μυθοπλασίας.