Αυτή την εβδομάδα η Κίνα απαγόρευσε τις εξαγωγές αρκετών κρίσιμων ορυκτών προς τις ΗΠΑ σηματοδοτώντας κίνηση κομβικής σημασίας σε μια κλιμακούμενη σειρά αμοιβαίων εμπορικών περιορισμών μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Με το να διακόψει αντί να περιορίσει υλικά στρατηγικής σημασίας για τους τομείς των ημιαγωγών, της άμυνας και των ηλεκτρικών οχημάτων, η Κίνα ξεπέρασε ξεκάθαρα μία «κόκκινη» γραμμή στη διαρκή εμπορική διαμάχη. Ταυτόχρονα, επέλεξε ορυκτά που δεν θα παραλύσουν καμία βιομηχανία αφήνοντας μεγάλα περιθώρια για περαιτέρω οικονομικό πλήγμα ως απάντηση σε νέους εμπορικούς περιορισμούς που ενδέχεται να επιβάλει η εισερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ.

Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει δεσμευτεί πρόσφατα να επιβάλει έναν επιπλέον δασμό 10% σε όλα τα κινεζικά προϊόντα, ενώ κατά την προεκλογική του εκστρατεία πρότεινε δασμούς που κυμαίνονται από 60% έως 100%. Είναι γεγονός πως η Κίνα κυριαρχεί στις αλυσίδες εφοδιασμού για πολυάριθμα κρίσιμα ορυκτά απαραίτητα για τους τομείς υψηλής τεχνολογίας και φαίνεται πως είναι έτοιμη να απαντήσει δυναμικά.

Η ανακοίνωση της Κίνας ήρθε αμέσως μετά την απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να περιορίσει περαιτέρω τις εξαγωγές των μικροτσίπ και άλλων τεχνολογιών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Κίνα να αναπτύξει προηγμένους ημιαγωγούς για χρήση σε σύγχρονα οπλικά συστήματα, τεχνητή νοημοσύνη και άλλες εφαρμογές. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο απερχόμενος Πρόεδρος εφάρμοσε μια σειρά ολοένα και πιο επιθετικών ελέγχων εξαγωγών με στόχο να περιορίσει τη στρατιωτική ισχύ, την τεχνολογική ανάπτυξη και την αυξανόμενη οικονομική δύναμη της Κίνας. Ο τελευταίος γύρος περιορισμών όμως ξεπέρασε μια «ξεκάθαρη γραμμή για την Κίνα», απειλώντας την ικανότητά της να προστατεύσει την εθνική ασφάλεια ή να προχωρήσει στην παραγωγή πιο προηγμένων τεχνολογιών.

Σε απάντηση στους νέους περιορισμούς εξαγωγής μικροτσίπ από τις ΗΠΑ, η Κίνα απαγόρευσε άμεσα τις εξαγωγές γαλλίου, γερμανίου, αντιμονίου και των λεγόμενων «υπερσκληρών υλικών» που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία, υποστηρίζοντας ότι έχουν τόσο στρατιωτικές όσο και πολιτικές εφαρμογές. Η Κίνα είχε ήδη θέσει περιορισμούς στην πώληση των περισσότερων από αυτά τα προϊόντα στις ΗΠΑ.

Οι ειδικοί εκτιμούν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι απαγορεύσεις δεν θα έχουν μεγάλες οικονομικές επιπτώσεις. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι η Κίνα είχε ήδη περιορίσει τις εξαγωγές αυτών των υλικών, αλλά και στο γεγονός ότι χρησιμοποιούνται κυρίως σε εξειδικευμένους τομείς της βιομηχανίας ημιαγωγών. Οι εισαγωγές αυτών των υλικών από τις ΗΠΑ έχουν ήδη μειωθεί, καθώς οι αμερικανικές εταιρείες βρήκαν νέες πηγές για αυτά τα υλικά. Μία πρόσφατη μελέτη της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας όμως έδειξε ότι η πλήρης απαγόρευση του γαλλίου και του γερμανίου από την Κίνα θα μπορούσε να μειώσει το ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον υπάρχει πολιτικός αντίκτυπος, καθώς τα υλικά αυτά «αγγίζουν πολλές μορφές ασφάλειας: οικονομική, ενεργειακή και αμυντική».

Οι εταιρείες βασίζονται στο γάλλιο για την παραγωγή διαφόρων στρατιωτικών και ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, όπως συστήματα δορυφόρων, μετατροπείς ισχύος, LEDs και ισχυρά τσιπ που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικά οχήματα. Το γερμάνιο χρησιμοποιείται σε οπτικές ίνες, υπέρυθρες οπτικές συσκευές και ηλιακά κύτταρα. Πριν περιορίσει τη ροή αυτών των υλικών, η Κίνα αντιπροσώπευε πάνω από το ήμισυ των εισαγωγών γαλλίου και γερμανίου των ΗΠΑ, σύμφωνα με την Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία. Μαζί, η Κίνα και η Ρωσία ελέγχουν το 50% των παγκόσμιων αποθεμάτων αντιμονίου.

Οποιαδήποτε αυστηροποίηση των περιορισμών στον γραφίτη θα μπορούσε να έχει σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο στους κατασκευαστές μπαταριών και ηλεκτρικών οχημάτων στις ΗΠΑ, εν μέρει επειδή υπάρχουν ελάχιστες άλλες πηγές για αυτόν. Η Κίνα ελέγχει περίπου το 80% της παραγωγής γραφίτη από ορυχεία και επεξεργάζεται περίπου το 70% του υλικού, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας.

Οτιδήποτε αυξάνει το κόστος των ηλεκτρικών οχημάτων απειλεί να επιβραδύνει τη μετάβαση από τα οχήματα με καύσιμα στις ΗΠΑ, καθώς οι υψηλές τιμές τους παραμένουν ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για πολλούς καταναλωτές.

Υπάρχουν σημαντικοί οικονομικοί κίνδυνοι στην απόφαση της Κίνας να διακόψει την πώληση υλικών που κυριαρχεί, καθώς δημιουργεί κίνητρα για τις αμερικανικές εταιρείες να βρουν νέες πηγές σε όλο τον κόσμο, να στραφούν σε υποκατάστατα υλικά και να αναπτύξουν πιο εγχώριες προμήθειες όπου επιτρέπεται από τη γεωλογία.

Οι τελευταίες εξελίξεις θα μπορούσαν να ωθήσουν τις αμερικανικές εταιρείες να αναπτύξουν τις δικές τους πηγές γαλλίου και γερμανίου, τα οποία μπορούν να εξαχθούν ως υποπροϊόντα της εξόρυξης ψευδαργύρου και αλουμινίου. Υπάρχουν αρκετά ορυχεία ψευδαργύρου στην Αλάσκα και στο Τενεσί, καθώς και περιορισμένη εξόρυξη βωξίτη, που παράγει αλουμίνιο, στο Αρκάνσας, την Αλαμπάμα και τη Τζόρτζια.

Οι ΗΠΑ έχουν ήδη λάβει μέτρα για να αντιμετωπίσουν την κυριαρχία της Κίνας στα πρώτες ύλες κρίσιμων βιομηχανιών, περιλαμβάνοντας τη χορήγηση δανείου ύψους 150 εκατομμυρίων δολαρίων στην αυστραλιανή εταιρεία Syrah Resources, για να επιταχύνει την ανάπτυξη εξόρυξης γραφίτη στη Μοζαμβίκη.

Παρ΄όλα αυτά οι ΗΠΑ είναι επίσης πιθανό να πληρώσουν πολύ υψηλό οικονομικό κόστος σε έναν κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.

Η Κίνα μπορεί επίσης να αποφασίσει να λάβει περαιτέρω μέτρα για να εμποδίσει τις αμερικανικές εταιρείες να πουλήσουν τα προϊόντα τους στην τεράστια αγορά των Κινέζων καταναλωτών και βιομηχανιών. Ή μπορεί να ανταποκριθεί στους αυστηρότερους περιορισμούς εξαγωγών στρέφοντας την αγορά προηγμένων τεχνολογιών στους οικονομικούς ανταγωνιστές των ΗΠΑ.

Μέσα από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι κάποια από τις δύο χώρες θα κερδίσει σε έναν παρατεταμένο και ολοένα πιο επιθετικό εμπορικό πόλεμο. Στην πραγματικότητα, η Κίνα ενδέχεται να αισθάνεται την ανάγκη να επιβάλει αυστηρότερα μέτρα τους επόμενους μήνες ή χρόνια, καθώς δεν υπάρχουν πολλά σημάδια ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος Τραμπ σκοπεύει να μετριάσει τη σκληρή στάση του απέναντι στην Κίνα. Ο χρόνος θα δείξει…

*Με στοιχεία από το Technology Review.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.