Από την ανεξαρτησία του το 1956, το Σουδάν έχει μία μακρά περίοδο στρατιωτικής διακυβέρνησης και αποσταθεποιητικών δυνάμεων.
Η μακροβιότερη ήταν αυτή του ισλαμιστικού καθεστώτος του δικτάτορα Omar al-Bashir (από το 1989 ως το 2019), τα μέλη της οποίας εκδιώχθηκαν σε ένα πραξικόπημα που έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2018 (σαν αποτέλεσμα των δημοκρατικών εξεγέρσεων της εποχής), όταν η κυβέρνηση αποφάσισε την αύξηση της τιμής του ψωμιού, και κορυφώθηκε τον Απρίλιο του 2019 όταν ξεκίνησε μια μαζική συγκέντρωση έξω από το Γενικό Επιτελείο του Σουδανικού στρατού .
Η λαϊκή αυτή επανάσταση που ζητούσε από τις ένοπλες δυνάμεις την ανατροπή του προέδρου, έφερε στην επιφάνεια πληθώρα κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων (οργανώσεις και κινήματα) και διαμόρφωσε καθοριστικά έναν συνασπισμό αντιπολιτευτικών κομμάτων. Μόλις ανατραπεί ένας δικτάτορας, αυτού του είδους τα κοινωνικά κινήματα συχνά αγωνίζονται να οικοδομήσουν την ηγετική ιεραρχία που είναι απαραίτητη κατά τις πολιτικές διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα. Όπως πολλά άλλα κινήματα, οι διαδηλωτές του Σουδάν δεν μπόρεσαν να μεταφράσουν την κινητοποίηση σε πολιτική εξουσία.
Οποιαδήποτε δυναμική είχαν οι υπέρμαχοι της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, εξαλείφθηκε τον Ιούνιο του 2019, όταν στρατιώτες των Σουδανικών Ένοπλων Δυνάμων (SAF) (αρχηγός του οποίου είναι ο στρατηγός Abdelfatah al-Burhan) και των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF) (πολιτοφυλακή την οποία είχαν σχηματίσει νομαδικές φυλές της περιοχής γνωστή ως «Janjawids», αρχηγός των οποίων είναι ο Mohamed Hamdan Dogolo, ή “Hemetti”), διέλυσαν βίαια οποιαδήποτε κινητοποίηση απαιτούσε οι πολίτες να έχουν ρόλο σε μία δημοκρατική διακυβέρνηση. Πάνω από 100 άνθρωποι σκοτώθηκαν.
Ο σκοπός της σφαγής ήταν η καταστολή του επαναστατικού κινήματος, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο σουδανικός λαός κινητοποιήθηκε ξανά, και στις 30 Ιουνίου, εκατοντάδες χιλιάδες παρέλασαν στο Χαρτούμ και σε άλλες πόλεις, καλώντας για πολιτική διακυβέρνηση. Η πίεση στο στρατό διατηρήθηκε όλο το καλοκαίρι μέχρι που τελικά αποδέχτηκε μια συμφωνία κατανομής της εξουσίας με τις πολιτικές δυνάμεις.
Ως αποτέλεσμα, τον Αύγουστο σχηματίστηκε ένα Κυρίαρχο Συμβούλιο με πολιτικά μέλη που επιλέχθηκαν από τις Δυνάμεις Ελευθερίας και Αλλαγής (FFC), (ο συνασπισμός που ηγήθηκε του κινήματος διαμαρτυρίας) . Τον Αύγουστο του 2019 υπογράφηκε ένα μεταβατικό σύνταγμα που έδωσε στο SAF και στο RSF το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας στο Σουδάν. Ο Abdelfatah al-Burhan ήταν ο αρχηγός του κράτους και ο Mohamed Hamdan Dogolo, ή “Hemetti” τοποθετήθηκε πρωθυπουργός. Υποσχέθηκαν εκλογές το 2022 και υπήρχε σχέδιο να ενσωματωθεί η πολιτοφυλακή RSF στον στρατό, καθώς είχε ξεκινήσει η δημιουργία μιας νέας πολιτικής κυβέρνησης.
Όμως οι εντάσεις σχετικά με το ποιος θα έχει τα ηνία της διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων μεταξύ των δύο στρατηγών, δημιούργησαν μία αντιπαράθεση που φαίνεται να μην έχει λυθεί έκτοτε και οι δυνάμεις της RSF συνέχιζαν να δρουν ανεξάρτητα.
Μάχη για την εξουσία
Η ανατροπή του απολυταρχικού καθεστώτος, δημιούργησε μία μεταβατική κυβέρνηση στην οποία η εξουσία θα μοιραζόταν μεταξύ εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών και του στρατού με στόχο τη διοργάνωση ελεύθερων εκλογών στα επόμενα χρόνια, αλλά μάταια καλλιέργησε την ελπίδα για εκδημοκρατισμό. Η πρόοδος ήταν αργή και απειλήθηκε από τη συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια και τη στρατιωτική παρέμβαση σε πολιτικά ζητήματα. Υπήρξαν επίσης προσπάθειες αποσταθεροποίησης της πολιτικής κυβέρνησης με αποκορύφωμα το πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 2021, που ανέτρεψε την κυβέρνηση αφήνοντας τη χώρα σε χάος. Το περασμένο Δεκέμβριο, υπήρξε μία προσπάθεια συμφωνίας για την επαναφορά της εξουσίας σε πολιτικά κόμματα, αλλά οι συνομιλίες για την οριστικοποίηση των λεπτομερειών απέτυχαν.
Το Σουδάν έχει βιώσει χρόνια κακοδιαχείρισης και ανισορροπίας. Με μία δικτατορία 30 χρόνων και επανειλημμένα πραξικοπήματα, η διαφθορά και οι διαιρέσεις διαπερνούν κάθε πτυχή της κοινωνικοπολιτικής ζωής της χώρας. Οι δύο αντιμαχόμενοι στρατηγοί, επιθυμούν την εξουσία και τον πλήρη έλεγχο τη χώρας χωρίς να τη μοιράζονται με συμμάχους και άλλες πολιτικές ή στρατιωτικές δυνάμεις. Ο έλεγχος που έχουν στις πλουτοπαραγωγικές πηγές τις χώρας θα χαθεί σε περίπτωση που μοιραστούν την εξουσία με πολιτικά κόμματά.
Η σύγκρουση λοιπόν που ξέσπασε πριν λίγες μέρες, μεταξύ των Σουδανικών Ένοπλων Δυνάμεων (SAF) και των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF) είναι μία σύγκρουση για την εξουσία, που μαρτυρά ότι τελικά κανένας από τους δύο στρατηγούς δεν επιθυμούσε ουσιαστικά τον εκδημοκρατισμό της χώρας, αλλά είχαν ως μακροπρόθεσμο στόχο την εκπλήρωση των προσωπικών τους βλέψεων και έχουν κατηγορηθεί για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τώρα η χώρα της Ανατολικής Αφρικής αντιμετωπίζει την πιθανότητα μιας πλήρους κατάρρευσης παρόμοιας με το χάος που βλέπουμε σήμερα στην Υεμένη ή τη Λιβύη.
Το Σάββατο, αντίπαλες στρατιωτικές φατρίες άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους στην πρωτεύουσα του Χαρτούμ. Οι δύο πλευρές πολέμησαν για τον έλεγχο των αεροδρομίων και των στρατιωτικών βάσεων και των στρατιωτικών της χώρας. Η βία γρήγορα ξεχύθηκε στους δρόμους και σε ολόκληρη τη χώρα και μέχρι χθες δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος είχε τον έλεγχο της χώρας.
Περίπου 45 εκατομμύρια Σουδανοί κρατούνται ουσιαστικά όμηροι και δεν μπορούν να βγουν από τα σπίτια τους από φόβο μήπως σκοτωθούν από διασταυρούμενα πυρά. Τουλάχιστον 180 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις μάχες, συμπεριλαμβανομένων τριών εργαζομένων τυο Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος.
Συνέπειες μίας κατάρρευσης του Σουδάν
Υπάρχουν φόβοι ότι οι μάχες θα μπορούσαν να κατακερματίσουν περαιτέρω τη χώρα, να επιδεινώσουν την πολιτική αναταραχή και να παρασύρουν γειτονικά κράτη. Μία πιθανή κατάρρευση του Σουδάν θα οδηγόυσε σε αποσταθεροποίηση στην περιοχή (που έτσι και αλλιώς μαστίζεται από οικονομική ανέχεια και εμφύλιους πολέμους) και θα δημιουργούσε χώρο για την ανάπτυξη ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων όπως το Ισλαμικό κράτος.
Διπλωμάτες, οι οποίοι έχουν διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην προσπάθεια να ζητήσουν την επιστροφή στην πολιτική διακυβέρνηση, προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν έναν τρόπο να κάνουν τους δύο στρατηγούς να μιλήσουν. Ένα περιφερειακό μπλοκ συμφώνησε να στείλει τρεις προέδρους – από την Κένυα, το Νότιο Σουδάν και το Τζιμπουτί – στο Χαρτούμ, αλλά δεν είναι σαφές εάν μπορούν να πραγματοποιήσουν το ταξίδι καθώς κανένα αεροπλάνο δεν πετά μέσα ή έξω από τη χώρα. Το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η ΕΕ ζήτησαν όλοι για κατάπαυση του πυρός και συνομιλίες για την επίλυση της κρίσης.
Ποιες είναι οι Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης;
Οι Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) ή Janjaweed έχουν κατηγορηθεί για εκτεταμένες καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βίαιων καταστολών στο Σουδάν, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής της 3ης Ιουνίου 2019 κατά την οποία φέρεται να σκοτώθηκαν περισσότεροι από 120 άνθρωποι, ενώ πολλοί από τους νεκρούς πετάχτηκαν στον ποταμό Νείλο.
Οι RSF είναι ένα νέο είδος καθεστώτος: ένα υβρίδιο εθνοτικών πολιτοφυλακών και επιχειρηματικών δράσεων, μια διεθνική μισθοφορική δύναμη που έχει καταλάβει ένα κράτος. Ιδρύθηκε επίσημα με διάταγμα του τότε προέδρου Omar al-Bashir το 2013.
Όμως, ο πυρήνας τους, που αποτελείτο από 5.000 πολιτοφύλακες, ήταν οπλισμένος και ενεργός πολύ πριν από τότε. Η ιστορία τους ξεκινά το 2003, όταν η κυβέρνηση του Bashir κινητοποίησε Άραβες βοσκούς για να πολεμήσουν ενάντια στους μαύρους Αφρικανούς αντάρτες στο Νταρφούρ όπου και πλούτησε από το λαθρεμπόριο χρυσού. Αν και οι διοικητές του Hemeti είναι όλοι από τη δική του φυλή Μαχαρίγια, ήταν έτοιμος να στρατολογήσει άνδρες όλων των εθνοτικών ομάδων. Σε μια πρόσφατη περίπτωση, οι RSF απορρόφησαν μια αποσχισθείσα φατρία του αντάρτικου Απελευθερωτικού Στρατού του Σουδάν (SLA) – με επικεφαλής τον Mohamedein Ismail “Orgajor” – μια άλλη κοινότητα του Νταρφούρ που είχε συνδεθεί με τους αντάρτες.
Οι δυνάμεις αυτές όμως έχουν ενισχυθεί και από διεθνείς δρώντες καθώς έχουν χρησιμοποιηθεί αλόγιστα από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στον πόλεμο εναντίων των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη. Υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές ανθρωπιστικών οργανώσεων για την χρήση των RSF από την ΕΕ για τον βίαιο περιορισμό μεταναστευτικών ρευμάτων αλλά και ανησυχίες αμερικανικών αξιωματούχων πως ο διοικητής τους Hemeti συνεργάζεται με την ρωσική παραστρατιωτική οργάνωση Wagner. «Η Ουάσιγκτον ανησυχεί ότι η Wagner χρησιμοποιεί το Σουδάν για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία», δήλωσε ο Cameron Hudson, στην Wall Street Journal, συνεργάτης του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, στην Ουάσινγκτον.
Με πληροφορίες από: The Wall Street Journal, The New York Times, Al Jazeera, BBC, CNN