Το πιο περίπλοκο ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι διαπραγματεύσεις για το κλίμα στην COP29, η οποία ξεκίνησε στο Μπακού στις 11 Νοεμβρίου έχει το ασαφές όνομα «νέος συλλογικός ποσοτικοποιημένος στόχος» (NCQG). Ο NCQG προορίζεται να αντικαταστήσει τον μακροχρόνιο στόχο για χρηματοδότηση ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως από πλουσιότερες χώρες προς φτωχότερες. Αυτός ο στόχος πρέπει να τεθεί σε ισχύ μέχρι το επόμενο έτος, όταν όλες οι χώρες αναμένεται να δηλώσουν τι σχεδιάζουν να κάνουν για να μειώσουν τις εκπομπές τους την επόμενη δεκαετία.

Οι πλούσιες χώρες καθυστέρησαν να εκπληρώσουν τον προηγούμενο στόχο, επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ στην πρώτη του θητεία ως εκλεγμένος πρόεδρος της Αμερικής είχε τις δικές τους επιφυλάξεις σχετικά με την πολιτική για το κλίμα. Ωστόσο, εάν οι διαπραγματευτές οργανωθούν σωστά υπάρχει ένα σημαντικό όφελος μπροστά μας. Η χρηματοδότηση για να γίνουν οι φτωχές χώρες πιο «πράσινες» μπορεί να κοστίσει λιγότερο από όσο νομίζουμε.

Για να εκτιμήσουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες του αναπτυσσόμενου κόσμου για το κλίμα, οι οικονομολόγοι συνυπολογίζουν τρεις κατηγορίες αναγκών. Η πρώτη είναι το ποσό δημόσιου χρήματος που απαιτείται για να ενισχυθούν αρκετά οι ιδιωτικές επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η δεύτερη περιλαμβάνει αποζημιώσεις προς τις φτωχές χώρες για το “κλείσιμο” των εργοστασίων άνθρακα (που ρυπαίνουν ιδιαίτερα) και τη διατήρηση των τροπικών δασών (τα οποία “αποθηκεύουν” άνθρακα) και οι δύο αυτές κατηγορίες είναι ζωτικής σημασίας για να διατηρηθούν οι καθαρές εκπομπές υπό έλεγχο. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει χρηματοδότηση για την «προσαρμοστικότητα» στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, ώστε να αντιμετωπιστεί ένας θερμότερος πλανήτης. Αυτή η κατηγορία είναι αναγκαία, αποτελεί όμως σημείο τριβής μεταξύ αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων χωρών.

Αρχικά, ας δούμε τα κονδύλια για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ένα από τα προβλήματα του αναπτυσσόμενου κόσμου είναι ότι η κατασκευή πολλών ηλιακών πάρκων και ανεμογεννητριών απαιτεί μεγάλο αρχικό κεφάλαιο. Οι ιδιώτες επενδυτές φαίνονται διστακτικοί να επενδύσουν σε αβέβαιες αγορές. Από την πλευρά τους οι δανειστές συχνά επιβάλλουν υπερβολικά επιτόκια.

Τα καλά νέα είναι ότι σε πολλές από αυτές τις χώρες, ο υποστηρικτικός ρόλος του δημοσίου μπορεί να προσελκύσει επενδυτές και να μειώσει σημαντικά το κόστος δανεισμού. Η Επιτροπή Ενεργειακών Μεταβάσεων (ETC) εκτιμά ότι οι ετήσιες επενδύσεις για το κλίμα στον αναπτυσσόμενο κόσμο (εκτός από την Κίνα) πρέπει να τριπλασιαστούν στα 900 δισεκατομμύρια δολάρια, ώστε να διατηρηθεί η παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τους 2°C σε σχέση με τα “προβιομηχανικά” επίπεδα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού θα προέλθει από κυβερνήσεις και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά οι πράσινες επιδοτήσεις των αναπτυξιακών τραπεζών αναμένεται επίσης να αυξηθούν από τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια που είναι σήμερα στα 144 δισεκατομμύρια δολάρια.

Για να ενθαρρυνθούν οι αναπτυσσόμενες χώρες να εγκαταλείψουν την ενέργεια από άνθρακα, οι πλούσιες χώρες έχουν λίγες επιλογές πέρα από την παροχή χρημάτων. Η Επιτροπή Ενεργειακών Μεταβάσεων (ETC) εκτιμά ότι για να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στους 2°C, αυτές οι επιχορηγήσεις πρέπει να φτάσουν τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2030. Μαζί με τις επιδοτήσεις που χρειάζονται για την εκκίνηση των έργων ανανεώσιμης ενέργειας, αυτό σημαίνει ότι οι πλούσιες χώρες πρέπει να κινητοποιήσουν περίπου μισό τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Οι περισσότερες εκτιμήσεις θεωρούν ότι οι ανάγκες για προσαρμογή μπορεί να διπλασιάσουν τα απαιτούμενα ποσά.

Ένα πακέτο διμερών συμφωνιών μεταξύ πλούσιων και αναπτυσσόμενων χωρών θα δώσει προεκτάσεις σε γεωπολιτική κλίμακα. Οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών θα ζητήσουν “απόδοση” της επένδυσής τους απαιτώντας τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για την αγορά δικού τους εξοπλισμού. Από την άλλη πλευρά, η δημιουργία νέων πολυμερών θεσμών θα μπορούσε να καταλήξει σε αποτυχία, καθώς οι πλούσιες χώρες διστάζουν να τους εμπιστευτούν και οι δυνητικοί μέτοχοι έχουν σημαντικές διαφορές σχετικά με τους και τις προϋποθέσεις. Οι εξειδικευμένοι θεσμοί που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δυσκολεύονται να αποδώσουν: χαρακτηριστικό είναι πως το Πράσινο Ταμείο για το Κλίμα έχει διανείμει μόνο 16 δισεκατομμύρια δολάρια από το 2010 που ιδρύθηκε.

Αυτό θα απαιτούσε την ανάπτυξη του οργανισμού: η πρόταση για τη χρηματοδότηση του κλίματος από την ETC είναι περίπου έξι φορές μεγαλύτερο από αυτό που διανέμει η τράπεζα σε έναν χρόνο. Το ταμείο θα μπορούσε να δανειστεί περισσότερο έναντι των ιδίων κεφαλαίων του χωρίς να επηρεάσει την πιστοληπτική του ικανότητα. Στις 15 Οκτωβρίου, ο πρόεδρός της, Ατζάι Μπάνγκα, ανακοίνωσε ότι η τράπεζα θα μειώσει τον δείκτη ιδίων κεφαλαίων της στο 18% των δανείων της, από 19% γεγονός που μαζί με άλλες μεταρρυθμίσεις, θα απελευθερώσει 15 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η τράπεζα θα χρειαστεί επίσης τεράστια ενίσχυση κεφαλαίων. Οι γεωπολιτικές εντάσεις όμως περιπλέκουν το έργο. Η Κίνα είναι απίθανο να γίνει πιο γενναιόδωρη χωρίς μεγαλύτερη συμμετοχή στις αποφάσεις, ενώ η Αμερική αρνείται να παραδώσει το δικαίωμα αρνησικυρίας στις αποφάσεις του οργανισμού.

Η διατήρηση του status quo θα ήταν μια τεράστια χαμένη ευκαιρία. Οι πλούσιες χώρες θα είχαν πολύ μεγαλύτερο όφελος με όρους μείωσης των παγκόσμιων εκπομπών εάν επένδυαν χρήματα στον παγκόσμιο νότο. Υπάρχουν ήδη οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί και τα εργαλεία. Σε συνέντευξή του στο The Economist, ο κ. Μπάνγκα δήλωσε ότι θέλει το 45% των δανείων της τράπεζας να κατευθύνονται στη μείωση εκπομπών στις φτωχές χώρες αντί για την ανακούφιση της φτώχειας. Στις 12 Νοεμβρίου αναπτυξιακές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Παγκόσμιας Τράπεζας δεσμεύτηκαν να αυξήσουν τη χρηματοδότηση για το κλίμα στα 120 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030. Μένει να φανεί στη νέα εποχή διακυβέρνησης Τραμπ αν τηρηθούν όλα τα παραπάνω ή ο πλανήτης αφεθεί στο έλεος των ισχυρών με το δεύτερο σενάριο να είναι δυστυχώς το επικρατέστερο.

*Με στοιχεία από το The Economist.

 

➪ Διαβάστε επίσης: Πώς η Ισλανδία θα γίνει η πρώτη χώρα με συνεχή πρόσβαση σε ηλιακή ενέργεια 24/7