Οι ένοπλες επιθέσεις στην Αμερική και τα ατυχήματα από τα όπλα που φυλάσσονται στο σπίτι αποτελούν μία καθημερινότητα. Χιλιάδες άρθρα έχουν γραφτεί, ατελείωτες ώρες πολιτικής αντιπαράθεσης έχουν αναταράξει την αμερικανική πολιτική σκηνή χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η πανταχού παρούσα ένοπλη βία στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει αφήσει λίγα μέρη αλώβητα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών. Σύμφωνα με το Gun Violence Archive, μέχρι τα τέλη Μάρτη η Αμερική έχει ήδη για το 2023, 10.325 θανάτους από πυροβόλα όπλα και 7.824 τραυματισμούς.
Ωστόσο, πολλοί Αμερικανοί διατηρούν το δικαίωμά τους να φέρουν όπλα, που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, ως ιερό. Η δεύτερη τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ δίνει στους Αμερικανούς το δικαίωμα να φέρουν όπλα και περίπου το ένα τρίτο των ενηλίκων των ΗΠΑ δηλώνουν ότι κατέχουν προσωπικά όπλο. Ο όρος «κουλτούρα των όπλων» επινοήθηκε το 1970 από τον Hofstadter που το περιέγραψε ως τη μοναδική πεποίθηση των Αμερικανών: «Η αντίληψη ότι το δικαίωμα του λαού να φέρει όπλα είναι η μεγαλύτερη προστασία των ατομικών του δικαιωμάτων και μια σταθερή διασφάλιση της δημοκρατίας»
Αλλά οι επικριτές της Δεύτερης Τροποποίησης λένε ότι το δικαίωμα αυτό απειλεί ένα άλλο: Το δικαίωμα στη ζωή.
Η σχέση της Αμερικής με την οπλοκατοχή είναι μοναδική. Τα όπλα είναι βαθιά ριζωμένα στην αμερικανική κοινωνία και στις πολιτικές συζητήσεις του έθνους. Εκτός από τις πολλές χρήσεις τους, τα όπλα έχουν συμβολική, πολιτιστική και οικονομική σημασία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τόσο η προσωπική ασφάλεια, το κυνήγι, όσο η αθλητική σκοποβολή και η συλλογή όπλων σαν χόμπι, αποτελούν βασικές παραδόσεις της αμερικανικής κουλτούρας με τα λόμπι της οπλοβιομηχανίας να ενισχύουν το αφήγημα της οπλοκατοχής σαν ένα αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του Αμερικανού πολίτη. Πολλές περιοχές βασίζονται στο κυνήγι ως σημαντική κινητήρια δύναμη της τουριστικής οικονομίας και η ευρύτερη βιομηχανία όπλων απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς, συμπεριλαμβανομένων εκπαιδευτών και χειριστών σκοπευτηρίου, προμηθευτές κυνηγετικού εξοπλισμού κατασκευαστές, διανομείς και λιανοπωλητές πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών.
Όταν είχα επισκεφτεί την Αμερική, είχα την τύχη να κάνω ένα roadtrip από το Σικάγο ως την ανατολική ακτή. Αυτό σήμαινε ατελείωτες ώρες οδήγησης μέσα από τις πολιτείες της κεντρικής Αμερικής. Στη Nebraska, υπήρχαν στιγμές που το μάτι δεν έβλεπε τίποτε άλλο πέρα από καλαμποκοφυτείες. Απέραντες εκτάσεις καλλιεργημένης γης, με ένα αγροτόσπιτο ή μία φάρμα κάπου στο βάθος να αχνοφαίνεται. Μπορεί να οδηγούσαμε και για τρεις ώρες συνεχόμενα χωρίς να δούμε μία πόλη, μία κωμόπολη, μία έστω μορφή οργανωμένης κοινότητας. Στο μυαλό μας, έχουμε συνδυάσει την Αμερική με μεγαλουπόλεις, σαν τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο, με ουρανοξύστες, malls και πολυεθνικές. Η Βόρεια Αμερική όμως, ειδικά στις νότιες και τις κεντρικές πολιτείες, είναι μία αχανής ήπειρος, με τεράστιες εκτάσεις και αμέτρητες χιλιομετρικές αποστάσεις για να πας από το ένα μέρος στο άλλο. Αυτή η εμπειρία μου έδωσε να καταλάβω, για ποιο λόγο είναι τόσο βαθιά περασμένη στην κουλτούρα των Αμερικάνων η ανάγκη να έχουν ένα όπλο στην κατοχή τους. Όταν υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε ράντζα και αγροκτήματα ώρες μακριά από τον πολιτισμό, έχει μία βάση το να νιώθουν ότι με τα όπλα έχουν έναν τρόπο να προστατευτούν, καθώς αν συμβεί κάτι ο σερίφης, η αστυνομία, κάποια βοήθεια από την πολιτεία εν πάση περιπτώσει μπορεί να κάνει και 2 ώρες να έρθει. Και τότε θα είναι αργά. Δεν είναι τυχαίο που σε έρευνα της Gallup που διεξήχθη τον Αύγουστο του 2019, οι ιδιοκτήτες όπλων ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν την προσωπική ασφάλεια και την προστασία τους ως τον λόγο που κατέχουν ένα πυροβόλο όπλο. Επιπλέον, το 41% των ενηλίκων που ζουν σε αγροτικές περιοχές αναφέρουν ότι κατέχουν πυροβόλο όπλο, σε σύγκριση με περίπου 29% όσων ζουν στα προάστια και δύο στους δέκα που ζουν σε πόλεις.
Η κουλτούρα των όπλων είναι συνυφασμένη με την αμερικανική ιστορία.
Για τα πρώτα 250 χρόνια της ιστορίας τους, οι Αμερικανοί ήταν ένας αγροτικός λαός με μια συνεχή ιστορία συνοριακής επέκτασης. Στην αρχή, η άγρια ήπειρος ήταν άφθονη με βρώσιμα θηράματα, και ένας λαός αποικιών -που αγωνιζόταν ακόμα να ελέγξει την έρημο και τις αχανείς εκτάσεις- βρήκε στο άγριο θήραμα ένα σημαντικό συμπλήρωμα στη διατροφή του. Επιπλέον, η έλλειψη περιορισμών καλλιέργησε έναν άνθρωπο ελεύθερο να περιφέρεται παντού και να πυροβολεί ό,τι μπορούσε καθώς έτρωγε καλύτερα όποιος πυροβολούσε καλύτερα. Επιπλέον, όλοι οι αγρότες χρειάζονταν όπλα για τον έλεγχο των παρείσακτων αλλά και των αρπακτικών. «Ο λύκος», όπως λένε ακόμα, «πρέπει να κρατηθεί μακριά από την πόρτα μας». Τέλος η αμερικανική θεώρηση των Ινδιάνων ως μία φυλή άγριων ζώων, ενίσχυσε αυτή τη λογική της ανάγκης της οπλοκατοχής. Η Επανάσταση του 1776-1783 που δημιούργησε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έθεσε τη λαϊκή κατοχή του όπλου ως κεντρικό σημείο σε ένα πολιτικό δόγμα που βασιζόταν στην πίστη στην αστική αρετή και τη στρατιωτική ανδρεία του λαού. Τέλος με τον Αμερικανικό εμφύλιο εγκαθιδρύθηκε οριστικά η νοοτροπία ότι η ελευθερία ήταν άμεσα συνυφασμένη με τα όπλα. «Ο μόνος τρόπος για να σταματήσεις έναν κακό άνθρωπο με όπλο είναι ένας καλός άνθρωπος με όπλο» είναι το σύνηθες επιχείρημα Ρεπουμπλικανών πολιτικών αλλά και του πανίσχυρου λόμπι υπέρ της οπλοκατοχής, του National Rifle Association (Eθνική Οργάνωση Οπλων)
Είναι πολύ εύκολο όμως να αποδώσει κανείς μόνο στην αμερικανική ιστορία την ολοκληρωτική ευθύνη για την κουλτούρα της οπλοκατοχής. Στη σημερινή Αμερική, τα προβλήματα του παρελθόντος δεν υφίστανται. Όσο κι αν οι άνθρωποι -στις αγροτικές περιοχές ειδικά- αισθάνονται απομονωμένοι, η οπλοκατοχή και η κουλτούρα των όπλων έχει φανεί καταστροφική. Τι έχει ωθήσει αυτήν την υπερδύναμη να έχει καταστήσει για έναν ενήλικα, το να αγοράσει ένα όπλο το ίδιο εύκολο όσο το να αγοράσει μία τηλεόραση; Η ανεξέλεγκτη πώλησή τους και η έλλειψη εκπαίδευσης και ασφάλειας έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο πρόβλημα στην καθημερινότητα των Αμερικανών πολιτών. Οι επιθέσεις σε σχολεία και οι τραυματισμοί στα σπίτια (ιδιαίτερα παιδιών) αποτελούν μια αέναη νοσηρή πραγματικότητα. Μελετητές από διάφορους κλάδους έχουν εξηγήσει πόσο πολύπλοκοι κοινωνικοί (π.χ. ο ατομικισμός ως καθοριστικό χαρακτηριστικό της χώρας), νομικοί (η δεύτερη τροποποίηση, η ομοσπονδιακή δομή και οι νόμοι για τα λόμπι) και ιστορικοί (π.χ. σκλαβιά και ρατσισμός) παράγοντες έχουν αλληλεπιδράσει για να δημιουργήσουν μια κουλτούρα των όπλων που ευνοεί τα ατομικά δικαιώματα έναντι του ελέγχου των όπλων. Για παράδειγμα, μια μελέτη διαπίστωσε ότι οι πολιτισμικές απόψεις, αντί για επιστημονικά επιχειρήματα ή γεγονότα, διαμορφώνουν πολιτικές θέσεις σχετικά με τον έλεγχο των όπλων μεταξύ των ανθρώπων που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
H «κουλτούρα των όπλων» αναφέρεται στο κοινωνικό, ανθεκτικό και πολυεπίπεδο μοτίβο των γνωστικών και κανονιστικών συστημάτων που ενσωματώνονται στα πυροβόλα όπλα τόσο ως τεχνουργήματα όσο και ως οχήματα αυτής της κουλτούρας. Η κουλτούρα των όπλων περιλαμβάνει το πώς τόσο τα άτομα όσο και οι θεσμοί αλληλεπιδρούν συνειδητά και ασυνείδητα με τα πυροβόλα όπλα, μέσω πεποιθήσεων, σκέψεων, συμπεριφορών, κοινωνικών και νομικών κανόνων, καθώς και των κοινωνικών δομών που προβάλλουν σε αυτά.
Σύμφωνα με μια μελέτη του 2016, όσοι ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επτά φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από ανθρωποκτονία από ό,τι αν ζούσαν σε άλλη πλούσια χώρα και έχουν 25 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από ανθρωποκτονία με όπλο. Πράγματι, ο κίνδυνος να υποστεί κανείς βία με όπλα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι τόσο υψηλός και τόσο διάχυτος που ακόμη και οι μαζικοί πυροβολισμοί που συμβαίνουν τόσο τακτικά και που τραβούν τόση προσοχή, αντιπροσωπεύουν μόλις το μισό του 1% όλων των θανάτων από όπλα στις ΗΠΑ ετησίως .
Γιατί όμως ενώ το πρόβλημα είναι τόσο έντονο, η κοινωνία και η πολιτική σκηνή της χώρας συνεχίζει να είναι διχασμένη;
Η απάντηση για μία ακόμη φορά πηγάζει από τις παθογένειες της αμερικανικής κοινωνίας. Η έλλειψη ενός κοινωνικού κράτους και η μόνιμη ανασφάλεια ενισχύουν τον φαύλο κύκλο οπλοκατοχής και οπλοχρησίας, ενώ η βιομηχανία όπλων επηρεάζει φανερά τις πολιτικές αποφάσεις. Οι πολιτικές των αμερικανικών κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες, στοχεύουν περισσότερο στην «θεραπεία» των συμπτωμάτων, παρά στη ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος. Σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστημίου Alfred της Νέας Υόρκης, 74% των εφήβων αισθάνονται ανασφάλεια στα σχολεία ενώ το 50% ήξερε κάποιον που θα μπορούσε να φέρει όπλο στο σχολείο. Μαθητές χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου, που ζούσαν σε γειτονιές με υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας, ή σε επαρχιακές πόλεις, εξέφρασαν πιο έντονη ανασφάλεια, ενώ ήξεραν περισσότερα άτομα που είχαν όπλο. Αυτή η καθημερινή ανασφάλεια, εκτρέφει ένα φαύλο κύκλο βίας και ριζώνει βαθιά στην αντίληψη της κοινωνίας, ότι αν δεν έχω όπλο, αν εγώ ο ίδιος δεν προστατέψω τον εαυτό μου, κανένας δε θα μπορέσει να το κάνει.
Αντί όμως σε ομοσπονδιακό επίπεδο να ενισχύσουν τις νομοθεσίες περιορισμού της οπλοκατοχής, να θέσουν το κεφάλαιο ψυχικής υγείας στα σχολεία και σε κάθε κοινότητα ως προτεραιότητα, η κουλτούρα των όπλων που έχει τις ρίζες της στην ίδρυση του αμερικανικού έθνους, αποτυπώνεται όχι μόνο στο ρεκόρ οπλοφορίας και οπλοχρησίας στη χώρα, αλλά και στη λύση που προτάθηκε από τους συντηρητικούς με στόχο την προστασία των μαθητών: να οπλοφορούν οι εκπαιδευτικοί και το προσωπικό των σχολείων. Το Τέξας ήδη έχει ξεκινήσει αυτή την «πολιτική οπλοφορίας» εντός των σχολικών ιδρυμάτων με ένα πρόγραμμα με την ονομασία School Marshal Program, το οποίο επιτρέπει σε δασκάλους και διοικητικό προσωπικό να φέρουν όπλα αφότου προηγουμένως λάβουν εκπαίδευση 80 ωρών σε ακαδημίες που επιβλέπει η Επιτροπή Επιβολής Νόμου του Τέξας.
Η βιομηχανία όπλων και τα λόμπι
Με μία βιομηχανία όπλων δισεκατομμυρίων δολαρίων, τόσο το Κογκρέσο όσο και η Γερουσία φαίνεται να είναι πολιτικοί όμηροι των πανίσχυρων λόμπι της. Σύμφωνα με έκθεση της IBIS World, το 2018 μόνο τα καταστήματα όπλων είχαν έσοδα περίπου 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ οι κατασκευαστές όπλων και πυρομαχικών είχαν έσοδα 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η National Rifle Association (NRA), η μεγαλύτερη οργάνωση ιδιοκτητών όπλων στις ΗΠΑ, ασκεί πίεση ενάντια στους νόμους για τον έλεγχο των όπλων. Ιδρύθηκε το 1871 από δύο βετεράνους του Εμφυλίου Πολέμου των ΗΠΑ ως ομάδα ψυχαγωγίας που σχεδιάστηκε για να «προωθεί και να ενθαρρύνει τη σκοποβολή με τουφέκια σε επιστημονική βάση». Το 1975, σχημάτισε ένα λόμπι, το Ινστιτούτο Νομοθετικής Δράσης, για να επηρεάσει την κυβερνητική πολιτική. Και το 1977 σχημάτισε τη δική της Επιτροπή Πολιτικής Δράσης (PAC), για να διοχετεύσει κεφάλαια στους νομοθέτες. Η NRA συγκαταλέγεται πλέον στις πιο ισχυρές ομάδες λόμπι ειδικών συμφερόντων στις ΗΠΑ, με σημαντικό προϋπολογισμό για να επηρεάζει τα μέλη του Κογκρέσου στην πολιτική των όπλων και διοικείται από τον εκτελεστικό αντιπρόεδρο Wayne LaPierre.
Το 2020, η NRA ξόδεψε περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια – πολύ περισσότερα από ό,τι όλες οι ομάδες υπεράσπισης του ελέγχου των όπλων της χώρας μαζί. Αλλά η NRA αριθμεί πολύ περισσότερα μέλη από οποιαδήποτε από αυτές τις ομάδες και χρησιμοποιεί τα κεφάλαιά της για την έρευνα σε οπλικά συστήματα και εκπαιδευτικά προγράμματα ξοδεύοντας επίσημα περίπου 3 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για να επηρεάσει την πολιτική των όπλων. Ωστόσο, αυτές είναι μόνο οι καταγεγραμμένες εισφορές και σημαντικά ποσά δαπανώνται μέσω των επιτροπών πολιτικής δράσης και ανεξάρτητων εισφορών – κεφάλαια που είναι δύσκολο να εντοπιστούν.
Τι λύσεις υπάρχουν;
Σύμφωνα με μία έρευνα του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, η αλλαγή της κουλτούρας των όπλων φαίνεται να είναι απαραίτητο στοιχείο για την αντιμετώπιση της επιδημίας της ένοπλης βίας. Η αλλαγή αυτή απαιτεί τη δημιουργία μιας νέας αφήγησης που θα πλαισιώνει την ένοπλη βία ως ζήτημα δημόσιας υγείας και θα τονίζει τις συνέπειες της τόσο στον πληθυσμό άμεσα αλλά και στο σύστημα υγείας της χώρας – που του κοστίζει κάθε χρόνο 2,8 δις δολάρια. Η υιοθέτηση μιας διεπιστημονικής προσέγγισης είναι αναγκαία, καθώς θα αντιμετωπίσει τα βαθύτερα αίτια της κουλτούρας των όπλων, όπως ο ρατσισμός, ο οποίος επηρεάζει σχεδόν όλες τις πτυχές της ζωής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δημόσια υγεία πρέπει να πιέσει τα ΜΜΕ ώτε να ορίσουν τη συζήτηση για την ένοπλη βία ως έκτακτη ανάγκη για τη δημόσια υγεία παρά ως πολιτική συζήτηση. Αυτό το πλαίσιο μπορεί, εν μέρει, να επιτευχθεί με τη συνεργασία με τα μέσα ενημέρωσης για την παρουσίαση της έρευνας για την ένοπλη βία σε ένα ευρύ κοινό. Ο εκδημοκρατισμός των μέσων ενημέρωσης μέσω ψηφιακών μέσων παρέχει μια πιθανή οδό για πολιτιστική αλλαγή που δεν ήταν διαθέσιμη τις προηγούμενες δεκαετίες.
Αν οι αλλαγές στην κουλτούρα μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγή πολιτικής, μια αναθεώρηση πολιτικής μπορεί μερικές φορές να προηγείται μιας πολιτιστικής αλλαγής. Αρκετές χώρες υψηλού εισοδήματος έχουν μειώσει τη βία που σχετίζεται με τα πυροβόλα όπλα μέσω παρεμβάσεων που μείωσαν τα διαθεσιμότητα όπλων. Για παράδειγμα, μετά από μια τραγωδία μαζικών πυροβολισμών το 1996, η κυβέρνηση της Αυστραλίας πραγματοποίησε μια εθνική μεταρρύθμιση που περιόριζε την κατοχή νόμιμων πυροβόλων όπλων, δημιούργησε ένα μητρώο πυροβόλων όπλων και εφάρμοσε την έγκριση άδειας για νέες αγορές. Το 2014 , συνολικά 32 δολοφονίες που σχετίζονται με πυροβόλα όπλα σημειώθηκαν στην Αυστραλία, σημειώνοντας μείωση 63% από το 1990. Παρόμοιες πολιτικές εφαρμόζονται στον Καναδά, τη Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τη Νέα Ζηλανδία.
Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν μια ισχυρή ομοσπονδιακή προσέγγιση για τον περιορισμό της διαθεσιμότητας πυροβόλων όπλων. Σε κάθε πολιτεία διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό οι νόμοι που θεσπίζονται για τη ρύθμιση της πώλησης πυροβόλων όπλων, των ελέγχων ιστορικού και την αποτροπή της πρόσβασης των παιδιών στα πυροβόλα όπλα. Ο ομοσπονδιακός νόμος που απαιτεί ελέγχους ιστορικού έχει πολλά κενά και μόνο 6 πολιτείες απαιτούν εκπαίδευση ασφάλειας για άτομα που ενδιαφέρονται να αγοράσουν ένα πυροβόλο όπλο. Οι πολίτες στην Αμερική κατέχουν περίπου τα μισά από τα πυροβόλα όπλα που προορίζονται για πολιτική χρήση στον κόσμο, γεγονός που είναι, εν μέρει, ενδεικτικό της ευρείας διαθεσιμότητας και της ελεύθερης πρόσβασης σε όπλα.
Όσες ακαδημαϊκές αναλύσεις και αν υπάρξουν, όσες μαζικές επιθέσεις και ατυχήματα κι αν προστεθούν στον τραγικό απολογισμό, η οπλοκατοχή και η κουλτούρα των όπλων υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει στις ΗΠΑ όσο τα οικονομικά οφέλη αυτής της βιομηχανίας και τα λόμπι της συνεχίζουν να κινούν τα νήματα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής.