Ο τυφώνας Μίλτον κατευθυνόταν με βροντές προς τη δυτική ακτή της Φλόριντα την Τρίτη. Οι άνεμοι έφταναν τα 180 μίλια/ώρα, εξασθένισαν σταδιακά στα 145 μίλια/ώρα, ανέβηκαν ξανά και στη συνέχεια έπεσαν. Ο Μίλτον, που ήταν μία από τις ταχύτερες καταιγίδες που έφτασαν ποτέ στην κατηγορία 5 —όπου οι ταχύτητες ανέμου ξεπερνούν τα 156 μίλια/ώρα— κυμαινόταν μεταξύ των κατηγοριών 4 και 5. Τελικά, έφτασε στην ακτή την Τετάρτη ως καταιγίδα κατηγορίας 3, με ανέμους 125 μίλια/ώρα.

Αν και η ταχύτητα του ανέμου του Μίλτον μειώθηκε, οι συνέπειες του περάσματός του ήταν αδιαμφισβήτητα καταστροφικές. Η Τάμπα, μια πόλη 3 εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν είχε δεχθεί τέτοιο πλήγμα για έναν αιώνα, αντιμετώπισε κύμα καταιγίδας υψηλότερης από την αναμενόμενη, όπως και οι κοντινές πόλεις Σεντ Πιτερσμπουργκ και Σαρασότα, σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Τυφώνων. Αυτό συνέβη λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά τον τυφώνα “Ελένη”, που προκάλεσε λίγο μικρότερο κύμα καταιγίδας.

Το γεγονός ότι ο Μίλτον μπορεί να μειώθηκε στην κατηγορία που σχετίζεται με την ταχύτητα του ανέμου, αλλά εξακολουθεί να απειλεί με ένα τόσο μεγάλο όγκο νερού, δείχνει το “τρωτό σημείο” της κλίμακας ον, με την οποία κατηγοριοποιούνται οι τυφώνες από την κατηγορία 1 έως 5: Βασίζεται επομένως αποκλειστικά στην ταχύτητα του ανέμου, παρόλο που στην εποχή της κλιματικής αλλαγής, οι τυφώνες απελευθερώνουν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό βροχής (νερού) στις πόλεις. Αυτό έχει αφήσει τους μετεωρολόγους που ειδικεύονται στο συγκεκριμένο αντικείμενο να προσπαθούν να δουν πίσω από τα νούμερα της κλίμακας, ώστε οι άνθρωποι να εκκενώνουν και να σωθούν ακόμα και αν οι ταχύτητες ανέμου μειώνονται.

«Το κοινό δεν πρέπει να εστιάζει αυστηρά στην κλίμακα με την οποία είχε μάθει να συμμορφώνεται μέχρι σήμερα», λέει ο Erik Salna, μετεωρολόγος στο Διεθνές Ερευνητικό Κέντρο Τυφώνων του Πανεπιστημίου της Φλόριντα. «Ο μεγαλύτερος δολοφόνος είναι το νερό, όχι ο άνεμος». Η κλίμακα Σαφίρ–Σίμπσον είναι «ένας πολύ καλός τρόπος για να δείξουμε πραγματικά την ένταση ενός συστήματος τυφώνα σε ανοιχτή θάλασσα», λέει ο Brian Hurley από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία των ΗΠΑ. «Αλλά δεν πρέπει να είναι η απόλυτη μέθοδος για τη διάγνωση των απειλών».

Η εκσυγχρονισμένη πρόγνωση των τυφώνων γεννήθηκε το 1943, όταν ένας πιλότος του Αεροπορικού Σώματος του Στρατού των ΗΠΑ πέταξε με ένα διθέσιο αεροσκάφος με προπέλα μέσα στο μάτι ενός τυφώνα λόγω ενός στοιχήματος που έγινε σε μπαρ, και στη συνέχεια επανέλαβε το εγχείρημα με έναν μετεωρολόγο στο πλοίο. Αυτό οδήγησε σε μετέπειτα καινοτομίες, όπως εναέριες έρευνες, και οι έρευνες αυτές παρείχαν στους μετεωρολόγους πολύ περισσότερα δεδομένα. Για παράδειγμα, το 1969, πολλοί κάτοικοι του Μισσισσιπή δεν εκκένωσαν την περιοχή πριν ο τυφώνας Καμίλ χτυπήσει την ακτή με εκτιμώμενους ανέμους που έφταναν έως και τα 200 μίλια/ώρα, παρά τις λεπτομερείς μετεωρολογικές αναφορές, και 256 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Τυφώνων, Robert Simpson, αποφάσισε στη συνέχεια να υιοθετήσει μια κατηγοριοποίηση της ταχύτητας ανέμων του τυφώνα που ανέπτυξε ο φίλος του, πολιτικός μηχανικός από το Μαϊάμι, Herbert Saffir οδηγώντας στη δημιουργία της “Κλίμακας Σαφίρ–Σίμπσον”. Έδινε ακόμα και στους πιο αδαείς ανθρώπους την αίσθηση ότι οι κατηγορίες 3, 4 και 5 είναι μεγάλοι τυφώνες με μεγάλο καταστροφικό δυναμικό.

Χαρακτηριστικό είναι όμως πως η κλίμακα επίσης δεν καλύπτει τις πλημμύρες, ούτε την άνοδο της θάλασσας που προκαλείται από τον τυφώνα, ούτε τη δυνατή βροχή που φέρνει καθώς περνά πάνω από την ξηρά. Τυφώνες όπως η Κατρίνα έδειξαν το ενδεχόμενο σύγχυσης: Το τεράστιο κύμα καταιγίδας, που έφτασε τα 28 πόδια, ξεπέρασε κατά πολύ τα 12 πόδια που είχαν προβλεφθεί βάσει της κατηγορίας 3 του ανέμου, κάτι που αντιστοιχούσε περισσότερο σε αυτό που θα αναμενόταν από μια κατηγορία 5. Μετά από αυτό το Εθνικό Κέντρο Τυφώνων άρχισε να εκδίδει προειδοποιήσεις για κύματα καταιγίδας εκτός από την κατηγοριοποίηση των τυφώνων βάσει της ταχύτητας του ανέμου. Τα δελτία του τώρα περιλαμβάνουν επίσης κινδύνους από βροχοπτώσεις, ανεμοστρόβιλους και μεγάλα κύματα. Ωστόσο, η κλίμακα Saffir–Simpson παραμένει η κύρια κλίμακα μέτρησης.

Μία ομάδα μετεωρολόγων υποστηρίζει ότι χρειαζόμαστε μια εντελώς διαφορετική κλίμακα. Ο Carl Schreck, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας έχει προτείνει μια κλίμακα 1–5 βασισμένη στην ατμοσφαιρική πίεση της στάθμης της θάλασσας, ώστε να ενσωματώνεται καλύτερα το νερό. Η χαμηλή πίεση αυξάνει τόσο την ταχύτητα του ανέμου όσο και το μέγεθος της καταιγίδας αφού οι μεγαλύτερες καταιγίδες τείνουν να προκαλούν μεγαλύτερες πλημμύρες και περισσότερες βροχές. «Η πίεση είναι ευκολότερη στη μέτρηση, ευκολότερη στην πρόγνωση, και έχει μεγαλύτερη σημασία για τις ζημιές. Όμως, το Εθνικό Κέντρο Τυφώνων (NHC) είναι δεμένο με το τρέχον σύστημα και πιστεύει ότι η αλλαγή του θα προκαλούσε σύγχυση στον κόσμο, εκτός αν βρεθεί μια “μαγική λύση”», λέει ο Schreck. «Και μαγική λύση, δεν υπάρχει».

*Με στοιχεία από το Wired.

 

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.