Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει επανειλημμένα δεσμευτεί να επιτύχει την «επανένωση» με την Ταϊβάν, ενώ σχεδόν δεν περνά μέρα χωρίς κινεζικά αεροσκάφη και πλοία να παραβιάζουν τον χώρο της Ταϊβάν. Πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί και ειδικοί πιστεύουν ότι η Κίνα στοχεύει να είναι έτοιμη να καταλάβει το νησί έως το 2027 και αυτός ο φόβος έχει καθοδηγήσει ένα μεγάλο μέρος του αμερικανικού στρατηγικού σχεδιασμού και δισεκατομμύρια δολάρια σε αμυντικές δαπάνες τα τελευταία χρόνια.

Στην εξίσωση καλό είναι να προσθέσουμε τον νεο – εκλεγμένο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Από τη μία πλευρά, η προτεινόμενη ομάδα εθνικής ασφάλειας του Τραμπ φαίνεται να έχει επιθετική και καχύποπτη στάση απέναντι στην Κίνα. Από την άλλη πλευρά ο Τραμπ αλλάζει συνεχώς στάση ως προς το αν πρέπει ότι η Αμερική να υπερασπιστεί την Ταϊβάν, γεγονός που καθιστά δύσκολο να προβλεφθεί αν θα παρέμβει για να την “προστατέψει” σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης.

Ο τρόπος που σκέφτονται οι περισσότεροι για το πως η Κίνα θα καταλάβει την Ταϊβάν μπορεί να είναι λανθασμένος. Αντί για μια ολομέτωπη εισβολή θα μπορούσε να επιχειρήσει να καταλάβει το νησί χωρίς να ρίξει ούτε μία σφαίρα χρησιμοποιώντας «ύπουλες» μεθόδους. Τέτοιες τακτικές μπορεί να συνδυάζουν θαλάσσιους αποκλεισμούς και προηγμένο κυβερνοπόλεμο, ικανούς να αποκόψουν την Ταϊβάν από τις θαλάσσιες γραμμές εμπορίου και την ψηφιακή πρόσβαση που χρειάζεται για να επιβιώσει. Και το Πεκίνο θα μπορούσε να το κάνει με έναν τρόπο που θα βρίσκεται ακριβώς κάτω από το όριο της σύγκρουσης, το οποίο θα ανάγκαζε την Ουάσινγκτον και τους συμμάχους της να παρέμβουν για να τη βοηθήσουν.

Οι ΗΠΑ είναι «δεσμευμένες» σχετικά με την άμυνα της Ταϊβάν εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια η στρατηγική σημασία του νησιού έχει ενισχυθεί περαιτέρω λόγω του κεντρικού του ρόλου στην παγκόσμια τεχνολογική οικονομία, καθώς παράγει πάνω από το 60 τοις εκατό των παγκόσμιων ημιαγωγών παρά το αμφιλεγόμενο πολιτικό καθεστώς του. Αν και αυτό το εμπόριο έχει καταστήσει την Ταϊβάν πλούσια (με κατά κεφαλήν ΑΕΠ σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από της Κίνας) και ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια οικονομία, έχει επίσης δημιουργήσει κρίσιμα αδύνατα σημεία που το Πεκίνο μπορεί να εκμεταλλευτεί. Το νησί εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ξένες προμήθειες τροφίμων και ενέργειας, ενώ η πληροφοριακή του υποδομή είναι ευάλωτη σε διακοπές μέσω κυβερνοεπιθέσεων και φυσικών παρεμβάσεων στα καλώδια του Διαδικτύου.

Ποια είναι όμως η σημερινή κατάσταση στη χώρα;

Στην Tαϊπέι τα μοντέρνα καφέ της πόλης είναι γεμάτα και οι διάσημες νυχτερινές αγορές της σφύζουν από ζωή κάτω από μια συστάδα ουρανοξυστών. Μισή ώρα νότια της πρωτεύουσας, στο Χσιντσού το κέντρο κατασκευής ημιαγωγών που αποκαλείται μερικές φορές «Σίλικον Βάλεϊ της Ταϊβάν» ο σταθμός του τρένου υψηλής ταχύτητας είναι γεμάτος από “Δυτικούς επαγγελματίες” ταξιδιώτες επιβεβαιώνοντας τον κομβικό ρόλο του νησιού στην παγκόσμια αλυσίδα τεχνολογικής προμήθειας. Αντιμέτωποι με μία υπαρξιακή απειλή από αυτές που λίγα έθνη αναγκάζονται να διαχειριστούν και η οποία διαρκεί σχεδόν 75 χρόνια οι Ταϊβανέζοι συνεχίζουν κυρίως να κάνουν αυτό που έκαναν: να χτίζουν τη ζωντανότερη δημοκρατία της Ασίας. Το μέλλον της Ταϊβάν θα εξαρτηθεί εν μέρει από το πόσο ρίσκο είναι διατεθειμένος να πάρει ο Σι για να την καταλάβει και πόσο ρίσκο είναι διατεθειμένος να πάρει ο Τραμπ για να την προστατεύσει. Αυτή είναι η ρευστή ισορροπία των καιρών μας.

Η Ταϊβάν υπάρχει πάντα σε μια κατάσταση αμφισημίας. Το σύγχρονο έθνος χρονολογείται από το 1949, όταν το Κινεζικό Εθνικιστικό Κόμμα, γνωστό ως Κουομιντάνγκ (KMT) με επικεφαλής τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ κατέφυγε στην ηπειρωτική χώρα αφού ηττήθηκε από τους κομμουνιστές του Μάο Τσε Τουνγκ. Ο Τσιανγκ ίδρυσε μια κυβέρνηση στο νησί, ονομάζοντάς το Δημοκρατία της Κίνας — ένα όνομα που από μόνο του δήλωνε την πρόθεση να επιστρέψει κάποτε για να ανακτήσει την εξουσία στην ηπειρωτική Κίνα.

Σήμερα το καθεστώς του νησιού είναι ασαφές. Δεν είναι μέλος του ΟΗΕ και διατηρεί επίσημες διπλωματικές σχέσεις μόνο με μια μικρή χούφτα χωρών, στις οποίες, μάλιστα, δεν περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ. Παρά την έλλειψη επίσημων δεσμών, η Ουάσιγκτον παρέχει εδώ και δεκαετίες σημαντική στρατιωτική βοήθεια στην Ταϊβάν, μια βοήθεια που ήταν καθοριστική για να διατηρήσει το νησί την ελευθερία του από τον έλεγχο της Κίνας.

Οι Αμερικανοί ηγέτες ανησυχούν όλο και περισσότερο ότι η Κίνα προετοιμάζεται για μια εισβολή τα επόμενα χρόνια. Παρόλο που ο στρατός της Ταϊβάν είναι σχεδόν επτά φορές μικρότερος από αυτόν της Κίνας σε ανθρώπινο δυναμικό, η γεωγραφία του νησιού σημαίνει ότι μια εισβολή θα ήταν ένα τεράστιο εγχείρημα που θα οδηγούσε σε μεγάλες απώλειες για τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (PLA). Η εμπειρία της Ρωσίας στην Ουκρανία υπενθυμίζει ότι οι δυνάμεις που εισβάλλουν δεν πρέπει να υποθέτουν απλώς ότι μπορούν να κυριαρχήσουν εύκολα σε «μικρότερους» αριθμητικά γείτονες.

Σε ένα σενάριο εμπορικού αποκλεισμού, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) θα χρησιμοποιούσε τον στρατό της για να διακόψει το εμπόριο προς το νησί και να το εξαναγκάσει να υποχωρήσει ή να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις σχετικά με την κυριαρχία του. Μια «καραντίνα» θα ήταν μια πιο διακριτική προσέγγιση με την Κίνα να χρησιμοποιεί πολιτικά όργανα επιβολής του νόμου αντί για ναυτικές δυνάμεις για να παρεμποδίσει τη ναυσιπλοΐα. Η Κίνα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι διεκδικεί τόσο την Ταϊβάν όσο και τη γύρω θάλασσα ως δική του επικράτεια, επομένως θα μπορούσε να πει ότι απλώς διεξάγει επιχειρήσεις επιβολής του νόμου στα δικά της ύδατα.

Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η Κίνα θα μπορούσε να δοκιμάσει έναν συνδυασμό οικονομικής πίεσης και κυβερνο-εκβιασμού για να εξαναγκάσει την Ταϊβάν να παραδοθεί ως προς την κυριαρχία της — έναν ψηφιακό αποκλεισμό για ένα έθνος που εξαρτάται απόλυτα από την τεχνολογία. Αλλά αυτό εξαρτάται από το αν η Ταϊβάν θα υποκύψει στην πίεση και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ταϊβανών αντιτίθεται στην επανένωση κι είναι απίθανο να εμπιστευτούν τις διαβεβαιώσεις της Κίνας ότι η Ταϊβάν θα μπορούσε να διατηρήσει κάποιο βαθμό πολιτικής αυτονομίας υπό το μοντέλο «μία χώρα, δύο συστήματα».

Τι θα έκανε ο Τραμπ σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Πέρα από το ανθρώπινο κόστος, οι οικονομικές συνέπειες ενός πολέμου στην Ταϊβάν θα ήταν τεράστιες. Περίπου το ένα πέμπτο του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου διέρχεται από το Στενό της Ταϊβάν, οπότε μια τέτοια διαταραχή από μόνη της θα είχε πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στο παγκόσμιο εμπόριο από τις συνεχιζόμενες επιθέσεις των ανταρτών Χούτι στη ναυτιλία στην Ερυθρά Θάλασσα.

Η Ταϊβάν παράγει περίπου τα δύο τρίτα των παγκόσμιων ημιαγωγών και περισσότερο από το 90% των μικροτσίπ που χρησιμοποιούνται για τις πιο προηγμένες λειτουργίες, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη με τα περισσότερα από αυτά να κατασκευάζονται από την Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC), την κορυφαία εταιρεία του είδους παγκοσμίως. Το Bloomberg έχει εκτιμήσει ότι ένας πόλεμος θα μπορούσε να κοστίσει περίπου το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ, περισσότερο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ή την πανδημία Covid-19.

Θα ρίσκαρε ένας πρόεδρος πραγματικά πόλεμο με την Κίνα — ο οποίος, σε αυτή την περίπτωση, περιλαμβάνει εγγενώς τον άγνωστα υψηλό κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου — για να υπερασπιστεί την Ταϊβάν; Μέχρι σήμερα υιοθετείται η «στρατηγική ασάφεια». Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει δηλώσει τουλάχιστον τρεις φορές ότι οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιούσαν στρατιωτική ισχύ για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν, κάτι που ίσως να μην ακούγεται τόσο ασαφές, η ομάδα εθνικής του ασφάλειας όωμς το ανασκεύασε κάθε φορά.

Τουλάχιστον κάποιοι από τον κύκλο του Τραμπ συμφωνούν ότι οι ΗΠΑ πρέπει να προετοιμαστούν για σύγκρουση. Η στάση του ίδιου του Τραμπ απέναντι στην Ταϊβάν είναι τραμπική, δηλαδή αντιφατική. Σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal τον Σεπτέμβριο, ο Τραμπ είπε ότι θα απέτρεπε την κινεζική επιθετικότητα λέγοντας στον Σι: «Αν μπεις στην Ταϊβάν, λυπάμαι, αλλά θα σε φορολογήσω».

Άρα, μένει να φανεί ποια θα είναι τα επόμενα επεισόδια στην αυγή, στην ανατολή του 2025…

 

➪ Διαβάστε επίσης: Στις ΗΠΑ, τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια είναι τρόπος ζωής (και ενεργειακής σπατάλης)