«Οι δουλειές και τα εργοστάσια θα επιστρέψουν στη χώρα μας» υποσχέθηκε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ την «Ημέρα της Απελευθέρωσης», καθώς ανακοίνωνε δασμούς που σόκαραν τις παγκόσμιες αγορές και έθεσαν τη χώρα σε πορεία προς ύφεση. «Θα υπερτροφοδοτήσουμε τη βιομηχανική μας βάση. Θα ανοίξουμε ξένες αγορές και θα κατεδαφίσουμε ξένα εμπορικά εμπόδια, και τελικά αυτό θα φέρει περισσότερη παραγωγή στο εσωτερικό και θα σημαίνει ισχυρότερος ανταγωνισμός και χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές».
Αυτό είναι εδώ και καιρό το βασικό επιχείρημα πίσω από τις προστατευτικές πολιτικές όπως αυτές του Τραμπ: ότι θα φέρουν πίσω τις θέσεις εργασίας στη βιομηχανία. Είναι ένας ισχυρισμός που δεν είναι δημοφιλής μόνο στη δεξιά, αλλά και μεταξύ φιλο-δασμικών Δημοκρατικών και εργατικών συνδικάτων. Ο Κρις Ντελούζιο, Δημοκρατικός βουλευτής από τη δυτική Πενσυλβάνια (μια παραδοσιακή περιοχή υπέρ του προστατευτισμού) έχει παροτρύνει το κόμμα του να «αγκαλιάσει τους δασμούς ως μέρος μιας ευρύτερης βιομηχανικής στρατηγικής για την αναζωογόνηση της αμερικανικής βιομηχανίας και την αποκατάσταση ολόκληρων κοινοτήτων που έχουν αδειάσει από δεκαετίες κακής εμπορικής πολιτικής».
Στην πραγματικότητα όμως οι δασμοί δεν μπορούν να «αποκαταστήσουν» καμία κοινότητα που έχει χάσει τις βιομηχανικές της θέσεις εργασίας. Αυτό εν μέρει επειδή οι δασμοί είναι τρομερά αναποτελεσματικοί γι’ αυτόν τον σκοπό, όπως είδαμε και στην πρώτη θητεία του Τραμπ, όταν οι δασμοί του δεν οδήγησαν σε καμία αύξηση της απασχόλησης στη βιομηχανία, ενώ κόστισαν θέσεις αλλού.
Ο πιο βασικός λόγος όμως είναι ότι η πτώση της βιομηχανικής απασχόλησης στις ΗΠΑ δεν προκλήθηκε κυρίως από αλλαγές πολιτικής — και δεν μπορεί να αντιστραφεί από αυτές. Αυτό που συμβαίνει είναι μια μετάβαση από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες που παρατηρείται σε όλες τις χώρες καθώς αυτές γίνονται πλουσιότερες.
Αυτή η μετάβαση συνέβη και σε χώρες με έντονη πολιτική στήριξη της βιομηχανίας, όπως η Γερμανία, όπως ακριβώς συνέβη και στις ΗΠΑ.
Η βασική αιτία δεν είναι διαπραγματευτές που «πούλησαν» την εργατική τάξη, αλλά τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της αυξανόμενης παραγωγικότητας στη βιομηχανία μαζί με τη μείωση της ζήτησης για πολλά βιομηχανικά προϊόντα. Στην πραγματικότητα, η απασχόληση στη βιομηχανία δεν μειώνεται μόνο στις ΗΠΑ: μειώνεται παγκοσμίως. Αυτή είναι η ουσιαστική πραγματικότητα που ο Τραμπ, ο Ντελούζιο και άλλοι υπέρμαχοι των δασμών αρνούνται να κατανοήσουν.
Για πάνω από έναν αιώνα, οι οικονομολόγοι έχουν παρατηρήσει ότι καθώς οι εθνικές οικονομίες αναπτύσσονται, η σύνθεση του εργατικού δυναμικού αλλάζει. Συνήθως, η οικονομία χωρίζεται σε τρεις βασικούς τομείς:
• Πρωτογενής: γεωργία, αλιεία, δασοκομία
• Δευτερογενής: βιομηχανία, κατασκευές
• Τριτογενής: τομέας υπηρεσιών
Δεν υπάρχει καθολική συμφωνία για τα ακριβή όρια ανάμεσα σε αυτούς τους τομείς. Για παράδειγμα η εξόρυξη μπορεί να τοποθετείται είτε στον πρωτογενή (γιατί εξάγει αξία απευθείας από τη γη), είτε στον δευτερογενή (λόγω των μηχανημάτων και τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται, όπως στη βιομηχανία). Αλλά η γενική διάκριση είναι ανάμεσα σε γεωργία, βιομηχανία και υπηρεσίες.
Σε μια πρόσφατη μελέτη, οι οικονομολόγοι Xilu Chen, Guangyu Pei, Zheng Song και Fabrizio Zilibotti χαρτογράφησαν πως αλλάζει η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα (γεωργία) όσο οι χώρες πλουτίζουν.
Η τάση είναι ξεκάθαρη: Όσο πιο πλούσια είναι μια χώρα, τόσο λιγότεροι εργαζόμενοι απασχολούνται στη γεωργία και σε άλλες δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα. Η εκτεταμένη “μηχανοποίηση” των αγροτικών εκμεταλλεύσεων σημαίνει ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε πολύ περισσότερα τρόφιμα απ’ ό,τι οι πρόγονοί μας πριν από έναν αιώνα με πολύ λιγότερους εργαζόμενους να τα παράγουν.
‘Οταν οι χώρες εξέρχονται από τη βαθιά περίοδο φτώχειας, το ποσοστό απασχόλησης στη βιομηχανία αυξάνεται. Αυτή είναι η διαδικασία που συνέβη στη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν και την Κίνα από τη δεκαετία του 1980: μια ώθηση προς τη βιομηχανική παραγωγή με σκοπό τις εξαγωγές σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι μετακινούνται σε αυτόν τον τομέα.
Στη συνέχεια όμως, καθώς οι χώρες μεταβαίνουν από μεσαίου εισοδήματος σε υψηλού εισοδήματος και μπορούν να αντέξουν οικονομικά περισσότερες τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας στα εργοστάσια, η απασχόληση στον τομέα αυτό μειώνεται ξανά. Αυτή είναι η διαδικασία αποβιομηχάνισης που έχουν βιώσει οι ΗΠΑ και η Δυτική Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες. Τέλος, υπάρχει ο τριτογενής τομέας, δηλαδή οι υπηρεσίες, όπου η τάση είναι απλώς ανοδική. Οι πλούσιες χώρες βλέπουν όλο και περισσότερους εργαζόμενους να μετακινούνται στον τομέα των υπηρεσιών:
Μια πιθανή ερμηνεία των παραπάνω τάσεων είναι ότι οι πλούσιες χώρες απλώς μετέφεραν στο εξωτερικό τομείς όπως η γεωργία και η μεταποίηση προς φτωχότερες χώρες. Αυτή είναι η διαπίστωση που υποστηρίζουν οικονομικοί λαϊκιστές όπως ο Ντόναλντ Τραμπ: ότι ο ανταγωνισμός από την Κίνα, το Μεξικό και παρόμοιες χώρες οδήγησε τις καλοπληρωμένες συνδικαλιστικές θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ να μεταφερθούν σε χαμηλόμισθες θέσεις σε αυτές τις χώρες.
Λίγοι κάνουν αυτή την ανάλυση για τη γεωργία. Τις τελευταίες δεκαετίες οι ΗΠΑ εξάγουν σχεδόν όσο εισάγουν σε τρόφιμα, ενώ το 84% των τροφίμων που καταναλώνονται παράγεται εγχώρια. Την ίδια ώρα η παραγωγή τροφίμων στις ΗΠΑ αυξήθηκε από 3.060 θερμίδες ανά άτομο την ημέρα το 1970 σε 3.875 το 2022 — δηλαδή την ίδια περίοδο που το εμπόριο απελευθερώθηκε. Δεν πρόκειται για έναν κλάδο που απλώς “μεταφέρθηκε στο εξωτερικό”.
Η μεταποίηση είναι πιο περίπλοκη περίπτωση, αλλά ακόμα και εκεί, το αφήγημα που εστιάζει αποκλειστικά στο εμπόριο είναι παραπλανητικό. Στα χαρτιά η παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια — αλλά σχεδόν όλη αυτή η αύξηση αφορά προϊόντα πληροφορικής, και τα στοιχεία είναι πολύ ευαίσθητα στον τρόπο με τον οποίο μετράμε τη βελτίωση της ποιότητας αυτών των προϊόντων (που έχει ρίξει τις τιμές τους). Εκτός των υπολογιστών, η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν μέτρια.
Ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Λόρενς (Harvard) αναλύει στο τελευταίο του βιβλίο πώς κατανέμονται οι αιτίες για την πτώση των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση: εμπόριο, αυτοματισμός (αύξηση παραγωγικότητας) και χαμηλή γενική οικονομική ανάπτυξη (ιδίως μετά τις υφέσεις του 2001 και 2008).
• Συνολικά βρίσκει ότι η παραγωγικότητα εξηγεί το σύνολο της απώλειας θέσεων εργασίας στον τομέα.
• Στη μη-υπολογιστική μεταποίηση, περίπου το 50% της μείωσης οφείλεται στην παραγωγικότητα, και το υπόλοιπο κυρίως στη χαμηλή ανάπτυξη.
• Το εμπόριο ευθύνεται το πολύ για το 25% της απώλειας — και σε κάποιες εκτιμήσεις του, για καθόλου.
Επιπλέον παρατηρεί ότι οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση αυξήθηκαν μετά την ύφεση, αλλά μόνο επειδή η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν αναιμική.
Αυτό μας οδηγεί σε ένα κρίσιμο, αν και κάπως δύσκολο να το αποδεχτεί κανείς, συμπέρασμα:
Όσο οι χώρες γίνονται πλουσιότερες, τόσο μικρότερο μέρος του εισοδήματος πηγαίνει σε τρόφιμα και βιομηχανικά προϊόντα — φαινόμενο γνωστό ως Νόμος του Ένγκελ. Δεν μπορεί κανείς να αγοράζει επ’ άπειρον ψυγεία, τηλεοράσεις και αυτοκίνητα. Όταν η ζήτηση πέφτει και η παραγωγικότητα αυξάνεται, οι ώρες εργασίας αναγκαστικά μειώνονται.
Η μόνη πιθανή “διέξοδος” ίσως είναι τα προϊόντα πληροφορικής που οι άνθρωποι συνεχίζουν να αγοράζουν ακόμα και όταν γίνονται πιο πλούσιοι. Αλλά ακριβώς αυτά τα προϊόντα είχαν και τη μεγαλύτερη αύξηση παραγωγικότητας, οπότε η απασχόληση εκεί δεν αυξάνεται — παραμένει περίπου σταθερή στο 1 εκατομμύριο άτομα από το 2009 και μετά.
Το πιο εντυπωσιακό στατιστικό είναι αυτό:
Η απασχόληση στη μεταποίηση έχει φτάσει στο παγκόσμιο της ανώτατο σημείο.
Οικονομολόγος του ΟΟΣΑ δείχνει ότι οι παγκόσμιες θέσεις εργασίας στη μεταποίηση κορυφώθηκαν το 2013 (~322 εκατομμύρια), και από τότε έχουν μειωθεί (στα ~299 εκατομμύρια το 2018).
Άρα δεν “έφυγαν” από τις ΗΠΑ. Απλώς… εξαφανίστηκαν.
Το να είναι ζητούμενο μία ισχυρή βιομηχανική βάση είναι λογικό (π.χ. για λόγους ασφάλειας και ανεξαρτησίας). Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα δημιουργηθούν μαζικές νέες θέσεις εργασίας στη μεταποίηση.
Αντίθετα, το επιθυμητό μέλλον περιλαμβάνει παραγωγικότητα, αυτοματισμό, υψηλότερους μισθούς και φθηνότερα προϊόντα — αλλά όχι επαναφορά της μαζικής απασχόλησης σε γραμμές συναρμολόγησης.
*Με στοιχεία από το Vox.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.