Το παρόν άρθρο αναλύει τις ρεβανσιστικές θέσεις της Τουρκίας στη διαμάχη για την έκταση των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου του Αιγαίου Πελάγους στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων με την Ελλάδα, που διαμορφώνονται από τις θέσεις αναφορικά με την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου.

Ωστόσο, ο κεντρικός χαρακτήρας της διαφοράς των χωρικών υδάτων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος επηρεάζει και άλλα ζητήματα στις διμερείς σχέσεις, ιδίως την υφαλοκρηπίδα. Ειδικότερα, τόσο με τις θέσεις του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, όσο και Τούρκων ακαδημαϊκών, όπως οι Yüksel İnan και Yücel Acer, οι οποίοι στο “The Aegean Disputes” (2003), τονίζουν «…αν και η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι υπάρχει μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας, ένα πρόβλημα που πρέπει να συζητηθεί για το Αιγαίο, υπάρχουν και άλλα σημαντικά ζητήματα. Τα προβλήματα μεταξύ των δύο κρατών Τουρκίας και Ελλάδος στο Αιγαίο Πέλαγος μπορούν να συνοψιστούν στους ακόλουθους τίτλους: χωρικά ύδατα, οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, οριοθέτηση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, οριοθέτηση εθνικού εναέριου χώρου, έλεγχος των στρατιωτικών πτητικών δραστηριοτήτων, ιδιοκτησία νησίδων και βραχονησίδων, αποστρατιωτικοποίηση νήσων του Ανατολικού Αιγαίου».

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΟΣ

Στη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, το πλάτος των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο άρχισε να εφαρμόζεται ως 3 μίλια, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση των νησιών κοντά στην Τουρκία. Μετά τη Σύμβαση του Μοντρέ για τα Στενά, στις 17 Σεπτεμβρίου 1936, το ελληνικό κοινοβούλιο αύξησε τα χωρικά ύδατα στα 6 μίλια με το νόμο αριθ. 230. Αν και υπήρχε σχετικά φιλική ατμόσφαιρα στις διμερείς σχέσεις κατά την περίοδο αυτή, η Τουρκία δεν είχε αντίρρηση στις πρωτοβουλίες της Ελλάδας λόγω της αυξανόμενης απειλής της Ιταλίας στη Μεσόγειο. Ενώ η Ελλάδα επέκτεινε σταδιακά μονομερώς τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο Πέλαγος, η Τουρκία δεν επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα για μια περίοδο περίπου τριάντα ετών, πιθανότατα επειδή δεν επηρέαζε τη σταθερότητα της περιοχής.

Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, η Τουρκία άλλαξε τη θέση της σχετικά με το εύρος των χωρικών της υδάτων στο Αιγαίο. Στο πλαίσιο αυτό, με το πρώτο άρθρο του νόμου αριθ. 476 περί χωρικών υδάτων που υιοθετήθηκε στις 15 Μαΐου 1964, καθορίστηκε ότι το πλάτος των χωρικών της υδάτων ήταν 6 μίλια και στο επόμενο άρθρο τονίστηκε ότι η αμοιβαιότητα θα λαμβανόταν ως βάση έναντι των κρατών με ευρύτερα χωρικά ύδατα. Έτσι, το όριο των 3 μιλίων που είχε καθοριστεί από τη Λωζάνη γέννησε ένα νέο status quo ως πλάτος χωρικών υδάτων 6 μιλίων στο Αιγαίο με αυτόν τον τουρκικό νόμο. Ενώ οι τουρκικές επιχειρήσεις εισβολής ΑΤΤΙΛΑΣ 1 & 2 στην Κύπρο διαμόρφωσαν τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα, τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο Πέλαγος και άλλα συναφή προβλήματα αποτέλεσαν ζήτημα στρατιωτικών κρίσεων και εντάσεων για τις δύο χώρες.

Παρόλο που η Τουρκία συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις στην Τρίτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας, δεν υπέγραψε τη σύμβαση, αφού εξέφρασε τις επιφυλάξεις της. Στις 20 Μαΐου 1982, η Τουρκία επιβεβαίωσε ότι το πλάτος των χωρικών της υδάτων στο Αιγαίο ήταν 6 ναυτικά μίλια με το νόμο αριθ. 2674 για τα χωρικά ύδατα. Στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 1 του νέου αυτού νόμου, ο οποίος κατήργησε τον προηγουμένως εκδοθέντα νόμο αριθ. 476, αναφερόταν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδοτείται να καθορίζει το πλάτος των χωρικών υδάτων σε ορισμένες θάλασσες πέραν των 6 ναυτικών μιλίων, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνει υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τις εν λόγω θάλασσες και τηρεί την αρχή της ισότητας. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από το Αιγαίο, η Τουρκία στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα έχει θεσπίσει τα 12 ναυτικά μίλια. Βέβαια, το άρθρο 3 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθνών, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994, ορίζει ότι «…κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίζει την έκταση των χωρικών του υδάτων, η οποία δεν υπερβαίνει τα 12 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσης που καθορίζονται σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση».

Μετά την επικύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Convention on the Law of the Sea/UNCLOS), η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριο του 1994 και από το ελληνικό κοινοβούλιο τον Μάιο του 1995, η Ελλάδα θέσπισε νόμο που ανέφερε ότι επιφυλάσσεται για το δικαίωμα των 12 ναυτικών μιλίων χωρικών υδάτων στο Αιγαίο. Σε απάντηση, στις 8 Ιουνίου 1995, η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση υιοθέτησε, ρεβανσιστικά, μόνιμο ψήφισμα για τη λήψη όλων των μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης “στρατιωτικής βίας” (Casus belli), σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το δικαίωμά της των 12 ναυτικών μιλίων και αυξήσει τα χωρικά της ύδατα.

Η κρίση των Ιμίων, η οποία ξέσπασε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 λόγω της αδυναμίας των δύο χωρών να συμφωνήσουν σχετικά με την κυριαρχία, έφερε και πάλι τα δυο μέρη αντιμέτωπα. Ωστόσο, οι εντάσεις μειώθηκαν αργότερα όταν, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη στις 8 Ιουλίου 1997, με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών, η Τουρκία και η Ελλάδα εξέδωσαν δήλωση καλής θέλησης, στην οποία ανέφεραν ότι «…δεν θα αναλάμβαναν μονομερείς ενέργειες και δεν θα απειλούσαν με χρήση βίας».

Στη συνέχεια, με τη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι το 1999, η Τουρκία απέκτησε το καθεστώς της πλήρως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με τα ψηφίσματα της Συνόδου Κορυφής, που συνιστούσαν την επίλυση των συνοριακών προβλημάτων στο πλαίσιο μιας διαδικασίας άμβλυνσης των σχέσεων, οι διπλωματικές επαφές αυξήθηκαν προκειμένου να επιλυθούν τα προβλήματα στο Αιγαίο Πέλαγος με τρόπο αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.

Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκε ένας «μηχανισμός διερευνητικών επαφών». Οι επίσημες συνομιλίες μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, οι οποίες ξεκίνησαν στις 12 Μαρτίου 2002 και συμπεριέλαβαν στις συζητήσεις το ζήτημα των χωρικών υδάτων, διεξήχθησαν στη βάση της «εμπιστευτικότητας», ωστόσο ανεστάλησαν το 2016 χωρίς να καταλήξουν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Παρά τις σχετικά καλές σχέσεις μεταξύ των δυο μερών στις δεκαετίες του 1990 και του 2016, το ζήτημα της Ανατολικής Μεσογείου έχει πλέον αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από το 2016 και μετά. Το ζήτημα αυτό αύξησε τη συζήτηση για τη θαλάσσια κυριαρχία μεταξύ των μερών σχετικά με τις επιλογές, που αφορούν τα πολεμικά ναυτικά. Παρόλο που η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο (2020) οδήγησε αργότερα στην επανάληψη των διερευνητικών συνομιλιών, προέκυψε ένα διαφορετικό περιβάλλον από ό,τι πριν. Αν και υπήρχαν αυτές οι κρίσεις και οι διπλωματικές επαφές, μέχρι σήμερα, το status quo της μη υπέρβασης της αιγιαλίτιδας ζώνης των 6 μιλίων στο Αιγαίο Πέλαγος μεταξύ των μερών αλλά και η de facto κατάσταση συνεχίζεται, μακριά από μια μόνιμη λύση που θα αποδέχονται και τα δύο κράτη.

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΑΤΟΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Κατά την ιστορική διαδικασία, διαπιστώνεται ότι η Τουρκία και η Ελλάδα προσπάθησαν να αναπτύξουν μια πολιτικά, νομικά και στρατιωτικά αποτελεσματική στρατηγική για το πρόβλημα των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο Πέλαγος. Στο πλαίσιο αυτό, τα δυο κράτη, τα επιχειρήματα που προβάλλουν για το θέμα τόσο στη δική τους νομοθεσία όσο και στις διεθνείς πλατφόρμες έχουν αναπτυχθεί με αντιφατικό τρόπο.

Στην πραγματικότητα, η Τουρκία υποστηρίζει ότι το πρόβλημα στο Αιγαίο δεν είναι η ίδια η UNCLOS, αλλά η εφαρμογή της και ότι η αναζήτηση λύσης θα πρέπει να επικεντρωθεί στα συμφέροντα των μερών και όχι στις νομικές τους θέσεις. Μια λύση που θα λαμβάνει υπόψη τη μοναδική κατάσταση του Αιγαίου που θα ικανοποιούσε τα συμφέροντα ασφάλειας, οικονομίας και περιβάλλοντος τόσο των δυο κρατών όσο και των τρίτων μερών. Κατά συνέπεια, το άρθρο 36 της UNCLOS, το οποίο ρυθμίζει τις “ανοικτές θαλάσσιες διαδρομές στα στενά που είναι ανοικτά στη διεθνή ναυσιπλοΐα και τις διαδρομές από μια αποκλειστική οικονομική ζώνη”, θα μπορούσε να αποτελέσει μια προσαρμόσιμη επιλογή για το πλάτος των χωρικών υδάτων.

Αντιδιαμετρικά από τη θέση της Τουρκίας, η Ελλάδα τονίζει ότι τα 12 μίλια είναι ένας γενικός κανόνας του διεθνούς δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 3 της UNCLOS για την έκταση των χωρικών υδάτων τόσο της ηπειρωτικής χώρας όσο και των νησιών του Αιγαίου. Επισημαίνει δε, ότι πρόκειται για απόλυτο και αναφαίρετο έθιμο στις διακρατικές σχέσεις.

Η Τουρκία θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν δέχεται το τουρκικό επιχείρημα ότι μια ζώνη των 12 μιλίων στα ελληνικά χωρικά ύδατα θα την περιόριζε στο Αιγαίο. Επιπλέον τονίζει ότι η Ελλάδα λανθασμένα υποστηρίζει ότι τα τουρκικά πλοία μπορούν να απολαμβάνουν ακίνδυνη διέλευση. Παράλληλα επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού ζει στις ακτές και τα νησιά του Αιγαίου ή κοντά σε αυτά, επιχειρηματολογεί αρνητικά ότι η ίδια η Ελλάδα είναι αυτή που θα πρέπει να διεκδικήσει “δικαιωματικά” τους πόρους του Αιγαίου.

Επιπρόσθετα, η νομική βάση των επιχειρημάτων της Τουρκίας είναι ότι το όριο των 12 μιλίων δεν εφαρμόζεται στο Αιγαίο Πέλαγος, επειδή είναι μια «ημίκλειστη θάλασσα». Επισημαίνοντας ότι τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά των θαλασσών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των συνόρων, η Τουρκία αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της οριοθέτησης στο Αιγαίο Πέλαγος, καθώς οι ακτές βρίσκονται δίπλα-δίπλα και αντιμέτωπες. Σύμφωνα με την Τουρκία, ένα κράτος θα πρέπει να ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην εμποδίζει την πρόσβαση ενός άλλου κράτους στην ανοικτή θάλασσα κατά τον καθορισμό του ορίου των χωρικών του υδάτων. Ωστόσο, τονίζει ότι το όριο των 12 μιλίων περιορίζει την πρόσβασή της στην ανοικτή θάλασσα στο Αιγαίο και, επιπλέον, δυσχεραίνει σημαντικά την πρόσβαση στη Μεσόγειο Θάλασσα από τον Μαρμαρά και την πρόσβαση στην Κύπρο. Επί του παρόντος, λόγω των πολλών νησιών της Ελλάδος, τα ελληνικά χωρικά ύδατα αποτελούν περίπου το 40% του Αιγαίου.

Παράλληλα, η Τουρκία επισημαίνει ότι μια μονομερής επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 μίλια υπέρ της Ελλάδας θα αύξανε τα ελληνικά χωρικά ύδατα στο 70%. Σε μια τέτοια περίπτωση, το μέγεθος της ανοικτής θάλασσας θα μειωνόταν από 51% σε 19%, ενώ τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας θα μειώνονταν σε λιγότερο από το 10% του Αιγαίου. Η Τουρκία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις αρχές της “ισότητας”, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 300 της UNCLOS, κατά τον καθορισμό των ορίων των χωρικών υδάτων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, και λόγω των μικρών αποστάσεων 2-3 μιλίων μεταξύ των ελληνικών νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου της Ανατολίας, το πέρασμα από το ένα τουρκικό λιμάνι στο άλλο δεν είναι δυνατό μέσω της ανοικτής θάλασσας, αλλά μέσω των ελληνικών χωρικών υδάτων. Τέλος, τονίζει, αν πάλι τα ελληνικά χωρικά ύδατα επεκταθούν, θα επεκταθεί αντίστοιχα και η υφαλοκρηπίδα και ο εθνικός εναέριος χώρος της Ελλάδας. Η κατάσταση αυτή θα επηρεάσει τις δραστηριότητες εξερεύνησης πετρελαίου και φυσικού αερίου και το θαλάσσιο εμπόριο, καθώς και τις στρατιωτικές πτήσεις και ασκήσεις της Τουρκίας πάνω από το Αιγαίο Πέλαγος.

Στην περίπτωση αύξησης των χωρικών υδάτων 12 μιλίων για την Ελλάδα, η υφαλοκρηπίδα που διεκδικεί η Τουρκία μειώνεται αυτομάτως από 16,3% σε 9,27% της συνολικής έκτασης του βυθού του Αιγαίου. Σύμφωνα με την Τουρκία, τούτο αποτελεί νομική αντίφαση, ώστε να εξαφανίζονται τα δικαιώματα της υφαλοκρηπίδας με βάση νέες εξελίξεις σχετικά με μια άλλη νομική έννοια, όπως τα χωρικά ύδατα. Κατά συνέπεια, η διάκριση που γίνεται με βάση τα 12 ναυτικά μίλια οδηγεί σε αποτελέσματα που μετατοπίζουν την ισορροπία των συμφερόντων υπέρ της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, το αίτημα της Ελλάδας για πλάτος 12 ναυτικών μιλίων σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει μια ανώτερη θέση τουλάχιστον στα δύο τρίτα του Αιγαίου.

ΔΙΜΕΡΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΝΑΕΡΙΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΕΛΑΓΟΥΣ

Ο εθνικός εναέριος χώρος αναφέρεται στον εναέριο χώρο πάνω από την επικράτεια ενός κράτους. Σύμφωνα με το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο, ο εναέριος χώρος των κρατών είναι ο εναέριος χώρος πάνω από το χερσαίο έδαφος υπό την κυριαρχία των κρατών αυτών και τα παρακείμενα εσωτερικά ύδατα και χωρικά ύδατα.

Γενικά, το όριο των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο ήταν 3 μίλια μέχρι το 1936, όταν η Ελλάδα το αύξησε στα 6 ναυτικά μίλια και με διάταγμα που εκδόθηκε το 1931 αύξησε το όριο του εναέριου χώρου στα 10 μίλια από την ακτή για τους σκοπούς της αεροναυτιλίας και της εναέριας αστυνόμευσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το πλάτος των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι 6 μίλια και το πλάτος του εναέριου χώρου είναι 10 μίλια από το 1936. Η Τουρκία αποδέχθηκε σιωπηρά αυτή την πρακτική, μη διαμαρτυρόμενη γι’ αυτήν μέχρι το 1975. Στη συνέχεια, η Τουρκία υπέβαλε ένσταση ενώπιον της Διεθνής Υπηρεσίας Εναέριας Κυκλοφορίας (International Civil Aviation Organization, ΙCAO) το 1975 με αφορμή μια τουρκική στρατιωτική άσκηση στο Αιγαίο Πέλαγος και έκτοτε στην πράξη, τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη πραγματοποιούν πτήσεις πλοήγησης επάνω από σημεία που απέχουν μεταξύ 6 και 10 μιλίων από τις ελληνικές ακτές, αλλά και ενίοτε υπερπτήσεις υπεράνω των χωρικών υδάτων, των μικρών νήσων και βραχονησίδων της Ελλάδας.

Επιπρόσθετα, κατά την IVη Ευρωπαϊκή Περιφερειακή Διάσκεψη Αεροναυτιλίας που πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη το 1958, δηλώθηκε ότι το όριο του FIR Κωνσταντινούπολης-Αθηνών ακολουθεί τα δυτικά σύνορα της Τουρκίας από 3605 N 3000 E έως 4200 N 2810 E νότια της Φοινίκης. Ωστόσο. το υπόψη όριο του FIR αφήνει τον έλεγχο της πολιτικής εναέριας κυκλοφορίας που χρησιμοποιεί τον διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου Πελάγους στην Ελλάδα.

Στα πλαίσια αυτά, η  Τουρκία ταξινομεί τα προβλήματα του εναέριου χώρου του Αιγαίου Πελάγους σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, όπως είναι: το πλάτος του ελληνικού εναέριου χώρου, οι διαφορές που σχετίζονται με την Διεθνή Υπηρεσία Εναέριας Κυκλοφορίας (International Civil Aviation Organization, ΙCAO), την Περιοχή Πληροφοριών Πτήσης (Flight Information Region, FIR) και τους ελληνικούς αεροδιαδρόμους G-18 και B-7 και τέλος ο διαμοιρασμός των περιοχών ευθύνης της αεράμυνας του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, θεωρεί τη φύση αυτών των διαφορών για τον εναέριο χώρο του Αιγαίου είναι γενικά στατική, ενώ περιορισμένη πρόοδος θα συμβεί μόνο μέσω της ανάδυσης νέων απαιτήσεών της.

Η στρατηγική της Τουρκίας αφορά τον επαναπροσδιορισμό του ορίου του FIR, τονίζοντας ότι η Ελλάδα θέλει να μετατρέψει τις τεχνικές της αρμοδιότητες εντός του FIR σε κυριαρχικές εξουσίες, καταχρώμενη τις αρμοδιότητές της για την εξυπηρέτηση της εναέριας κυκλοφορίας. Επίσης, η Τουρκία καταβάλει προσπάθειες ώστε να ληφθούν τα υπόψη προβλήματα κατά τη διαδικασία της δημιουργίας της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Περιοχής Πληροφοριών Πτήσεων (SEFIR), η οποία βρίσκεται στο πλαίσιο του σχεδίου για τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Εναέριο Χώρο. Έτσι λοιπόν, μια άλλη εξέλιξη, που θεωρείται ότι μπορεί να αλλάξει τον στατικό χαρακτήρα των διμερών διαφορών για τον εναέριο χώρο υπέρ της Τουρκίας είναι και το Σχέδιο για τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Ουρανό (Single European Sky Project, SESP). Δηλαδή, η Τουρκία θεωρεί ότι οι τρεις πυλώνες του υπόψη έργου, τα Λειτουργικά Τμήματα Εναέριου Χώρου (Functional Airspace Blocks, FABs), η Ενιαία Ευρωπαϊκή Περιοχή Πληροφοριών Πτήσεων (Single European Flight Information Region, SEFIR) και η Ευέλικτη Χρήση του Εναέριου Χώρου (Flexible Use of Airspace, FUA) θα επηρεάσουν θετικά τις τουρκικές θέσεις αναφορικά με τις τρέχουσες διαφορές στον εναέριο χώρο του Αιγαίου.

Συμπερασματικά, οι δύο γειτονικές χώρες, η Τουρκία και η Ελλάδα, δεν έχουν μέχρι στιγμής καταφέρει να επιλύσουν τις νομικές και πολιτικές διαφορές τους σχετικά με την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων, που αποτελεί τον πυρήνα των αντίστοιχων προβλημάτων τους στο στενό και νησιωτικό Αιγαίο, παρά τις διαπραγματεύσεις.

Επομένως, τόσο τα ζητήματα των χωρικών υδάτων όσο και του εναέριου χώρου του Αιγαίου Πελάγους είναι ένα σύμπλεγμα προβλημάτων που απασχολούν την ατζέντα της Ελλάδας και της Τουρκίας εδώ και χρόνια και έχουν φέρουν τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου και τα προβλήματα αυτά έχουν ακολουθήσει μια στατική πορεία όσον αφορά την επίλυσή τους εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να τονίζει ότι η Τουρκία έχει ενεργήσει κατά παράβαση των διατάξεων της UNCLOS σχετικά με το “casus belli” της για τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο Πέλαγος και θεωρεί την επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια ως ένα από τα διατηρούμενα δικαιώματά της. Όμως, η Ελλάδα δύναται να αυξήσει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο Πέλαγος στα 10 ναυτικά μίλια και συνεπώς το πλάτος του ελληνικού εναέριου χώρου θα συμπίπτει πλέον με τα ελληνικά χωρικά ύδατα, εξασφαλίζοντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία, η οποία επισημαίνει ρεβανσιστικά, ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας πέραν των 6 μιλίων στο Αιγαίο θα αποτελούσε άδικη κατανομή και “αιτία πολέμου”, τάσσεται υπέρ μιας ρύθμισης για τα χωρικά ύδατα, στην οποία θα αποτρέπεται η κατάχρηση ενός δικαιώματος σύμφωνα με τις “αρχές της ισότητας”. Σε κάθε περίπτωση, οι διαφορές απόψεων μεταξύ των δύο κρατών έχουν παράξει αποτελέσματα που αντανακλώνται σε άλλες διαφορές δικαιοδοσίας στην περιοχή στο σύνολό της, καθιστώντας πολύ δύσκολη την επίλυσή τους.

Η Τουρκία θεωρεί ότι τα ζητήματα δικαιοδοσίας στο Αιγαίο Πέλαγος είναι συνέπεια του γεγονότος ότι και τα δύο κράτη έχουν αποτύχει μέχρι στιγμής να καθορίσουν τα θαλάσσια και εναέρια σύνορά τους με οποιαδήποτε συμφωνία και προσέρχεται σήμερα στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα με μια ολιστική υποβολή θεμάτων για διαπραγματεύσεις αλλά και για προσφυγή όλων των διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για επίλυση.

Η εθνική στρατηγική και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στο πλαίσιο της προσέγγισης του προβλήματος έχει ως στόχο να δείξει ότι το ζήτημα των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο Πέλαγος δεν αποτελεί μόνο την αρχή/θεμέλιο του περιορισμού της εξουσίας της Ελλάδας στις θαλάσσιες περιοχές όπου η Τουρκία είναι παράκτιο κράτος, αλλά είναι και η κύρια πηγή μιας ελληνικής στρατηγικής για τον περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης της Τουρκίας στους θαλάσσιους πόρους και υποθαλάσσιους ενεργειακούς πόρους τόσο στο Αιγαίο Πέλαγος όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Ελλάδα, ενώ προσέρχεται σε διπλωματικές συζητήσεις με την Τουρκία, πρέπει να εστιάσει την υψηλή της στρατηγική στην εξασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων στο Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο και να κατοχυρώσει τα εθνικά της συμφέροντα στο περιφερειακό της περιβάλλον ασφαλείας.

Στα πλαίσια αυτά, ένα νέο ελληνικό δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας πρέπει να σχεδιαστεί και να βασίζεται σε μία απεικόνιση τριών ομόκεντρων κύκλων, όπου ο πρώτος εσωτερικός κύκλος είναι η Ελλάδα, οι συμμαχίες της και οι ασύμμετρες – υβριδικές απειλές, ο δεύτερος κύκλος είναι τα όμορα εχθρικά κράτη καθώς και η απειλή που προέρχεται από μη επανδρωμένα οχήματα ξηράς, θαλάσσης και μη επανδρωμένα αεροχήματα, βαλλιστικούς πυραύλους, απειλές από το διάστημα και από όπλα μαζικής καταστροφής (πυρηνικά-βιολογικά-χημικά), και ο τρίτος εξωτερικός κύκλος είναι τα εχθρικά κράτη που δεν έχουν κοινά σύνορα με την Ελλάδα.

Δρ Πολυχρόνης Ναλμπάντης, Υποστράτηγος ε.α., είναι Αντιπρόεδρος στο Institute for Security and Defence Analysis (www.i-sda.eu) και Επιστημονικός Συνεργάτης στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου (www.idis.gr)

**Πηγή: GeoEurope

***Τo Geoeurope είναι ένας ιστότοπος που δημιουργήθηκε από επιστήμονες και ειδικούς που έχουν ασχοληθεί με τη γεωπολιτική της Ευρώπης και έχουν διαπιστώσει συγκεκριμένα κενά στη ροή των πληροφοριών που διαμορφώνουν τις γεωπολιτικές συζητήσεις στην ήπειρό μας.