Δίχως αμφιβολία γράφεται ιστορία. Ο εμπορικός πόλεμος του 2025 αποτελεί πλέον τη μεγαλύτερη πολιτική παρέμβαση στην ιστορία του παγκόσμιου εμπορίου. Αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, ας δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά στον χρόνο. Πρόεδροι των ΗΠΑ διαχρονικά έχουν επιβάλει δασμούς για να προστατέψουν προνομιούχους τομείς. Το 1977 ο Τζίμι Κάρτερ έβαλε δασμούς στη ζάχαρη. Ο Τζο Μπάιντεν αύξησε τους δασμούς στα ηλεκτρικά οχήματα από την Κίνα. Ακόμη και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, αγαπημένος των ελεύθερων αγορών έκανε το ίδιο: το 1983, μετά από πίεση της Harley-Davidson, επέβαλε 45% δασμό στις μεγάλες ιαπωνικές μοτοσυκλέτες. Όμως οι οικονομικές συνέπειες αυτών των πολιτικών δεν είχαν μεγάλο αντίκτυπο λόγω του περιορισμένου τους εύρους.
Πολλές άλλες χώρες έχουν επίσης υιοθετήσει εμπορικές πολιτικές που προκάλεσαν μικρότερα σοκ. Η Βόρεια Κορέα έχει ακολουθήσει κατά καιρούς απομονωτική προσέγγιση. Η Αργεντινή γύρισε την πλάτη στο ελεύθερο εμπόριο στα μέσα του 20ού αιώνα. Το Brexit το 2016 αύξησε τα εμπορικά εμπόδια μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ. Όμως καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν επηρέασε σημαντικά την παγκόσμια οικονομία – ακόμη και η Βρετανία αντιπροσωπεύει μόλις το 3% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Η Αμερική (25% του παγκόσμιου ΑΕΠ) έχει υιοθετήσει στο παρελθόν ριζικές αλλαγές στην εμπορική της πολιτική, αλλά συχνά υπερεκτιμάται η ζημιά. Ο Ρίτσαρντ Νίξον επέβαλε γενικούς δασμούς 10% το 1971, αλλά για λίγους μήνες και με πολλές εξαιρέσεις. Το ίδιο ισχύει και για τον Ουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ, αγαπημένο πρόσωπο της σημερινής κυβέρνησης. Αν και ψήφισε τον Νόμο ΜακΚίνλεϊ το 1890, αύξησε δασμούς σε κάποια αγαθά αλλά μείωσε σε άλλα. Ο Νόμος Ντίνγκλεϊ του 1897 του έδινε το δικαίωμα να μειώνει δασμούς, εφόσον οι εμπορικοί εταίροι συνεργάζονταν. Η πολιτική του σε σύγκριση με τη σημερινή ήταν μάλλον ήπια. Από το 1897 ως το 1901, ο πραγματικός δασμός ανέβηκε από το 21% στο 29%. Σήμερα η αύξηση είναι πάνω από το διπλάσιο: από 2,5% το 2024 σε πάνω από 25%, με πρόσθετους δασμούς 50% στην Κίνα ανακοινωμένους στις 7 Απριλίου.
Μήπως όμως το ρεκόρ κρατά ο νόμος Smoot-Hawley του 1930, ο πιο γνωστός προστατευτικός νόμος; Όχι ακριβώς. Πολλές εισαγωγές απαλλάσσονταν από δασμούς. Ο πραγματικός φόρος αυξήθηκε μόνο κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες και οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά μόλις 5%. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι δεν ευθύνεται για τη Μεγάλη Ύφεση. Ίσως ο Ριντ Σμουτ να είχε δίκιο όταν έλεγε πως «μόνο ο τυφλός εγωιστής μπορεί να υποστηρίξει ότι ο κόσμος στράφηκε στον προστατευτισμό για να εκδικηθεί τον αμερικανικό δασμό».
Αν θέλουμε πραγματική σύγκριση πρέπει να πάμε στον Εμφύλιο Πόλεμο. Από το 1854, οι Ρεπουμπλικάνοι (κυρίως από τον Βορρά) υποστήριζαν υψηλούς δασμούς για να ενισχύσουν τη βιομηχανία. Οι Νότιοι Δημοκρατικοί ήθελαν ελεύθερο εμπόριο για να εξάγουν βαμβάκι. Με την κλιμάκωση της σύγκρουσης οι Ρεπουμπλικάνοι επέβαλαν δασμούς: από το 1861 ως το 1868, οι πραγματικοί δασμοί αυξήθηκε κατά 32 μονάδες.
Ριζοσπαστικό, ναι. Αδικαιολόγητο; Είναι δύσκολο να το υποστηρίξουμε. Η Αμερική έπρεπε να χρηματοδοτήσει γρήγορα τον πόλεμο και οι Νότιοι μισούσαν τους δασμούς, άρα ήταν και πολιτική πράξη. Όμως εφαρμόστηκαν πιο αργά απ’ ό,τι σήμερα και τότε η οικονομία ήταν λιγότερο εξαρτημένη από τις εισαγωγές. Η ίδια αύξηση είχε μικρότερη επίπτωση απ’ ό,τι σήμερα.
Παρόλα αυτά οι δασμοί των 1860s δεν απέδωσαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Ντέιβιντ Γουέλς, επικεφαλής των δασμών το 1866, αν και αρχικά υπέρ του προστατευτισμού, άλλαξε γνώμη και υποστήριξε το ελεύθερο εμπόριο. Κατήγγειλε τη διαφθορά που γέννησαν οι δασμοί και τόνισε ότι οι φθηνές πρώτες ύλες ήταν κρίσιμες για τη βιομηχανική ανάπτυξη—κάτι που παραβλέφθηκε.
Ο εμπορικός πόλεμος του 2025 ίσως είναι μόνο η αρχή. Η κυβέρνηση απειλεί με επιπλέον δασμούς όσους απαντούν στα μέτρα της, με την Κίνα ήδη στο στόχαστρο. Πιστεύουν ότι τα οφέλη των δασμών θα φανούν σε μήνες ή και χρόνια—κι έτσι ίσως τους διατηρήσουν για καιρό. Δεν υπάρχει προηγούμενο για αυτό που πρόκειται να ζήσει ο κόσμος. Μία μεγάλη αλλάγη είναι πλέον εδώ στο παρόν.
*Με στοιχεία από τον Economist.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.