Τα ιστορικά γεγονότα που βοηθούν να εξηγηθεί η επίθεση του Έλον Μασκ στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Όταν μια ομάδα κορυφαίων στελεχών της Silicon Valley—ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο Τζεφ Μπέζος, ο Έλον Μασκ και ο Σούνταρ Πιτσάι της Google—τάχθηκαν στο πλευρό του Προέδρου Τραμπ κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του τον Ιανουάριο πολλοί παρατηρητές είδαν μια συμμαχία βασισμένη σε εταιρικά συμφέροντα. Οι υπερ-πλούσιοι διευθύνοντες σύμβουλοι υποστήριζαν έναν συναδέλφό τους μεγιστάνα, ελπίζοντας ίσως σε μια εποχή απορρύθμισης, φορολογικών ελαφρύνσεων και πολιτιστικών αλλαγών κατά της “woke” κουλτούρας.
Η ιστορικός Τζάνις Μιμούρα είδε κάτι πιο δυσοίωνο: μια νέα, προοδευτική ένωση βιομηχανίας και κρατικής εξουσίας, όπου το κράτος θα προωθούσε μια επιθετική βιομηχανική πολιτική σε βάρος των φιλελεύθερων κανόνων. Στη δεύτερη διακυβέρνηση Τραμπ η τάξη των ηγετών της Silicon Valley εισχωρεί στην πολιτική με τρόπο που θυμίζει ένα από τα κύρια αντικείμενα μελέτης της Μιμούρα: τους ελίτ γραφειοκράτες που κατέλαβαν την εξουσία στην Ιαπωνία και την οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Αυτοί είναι ειδικοί με μια τεχνοκρατική νοοτροπία και υπόβαθρο, συχνά μηχανικοί που τώρα αποκτούν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην κυβέρνηση» γράφει η Μιμούρα. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που στο βιβλίο της Planning for Empire (2011) ονόμασε «τεχνο-φασισμό»: έναν αυταρχισμό που καθοδηγείται από τεχνοκράτες. «Η τεχνολογία θεωρείται η κινητήρια δύναμη ενός τέτοιου καθεστώτος. Υπάρχει ένας εκτεταμένος “τεχνολογικός εξορθολογισμός” όλων των πτυχών της κυβέρνησης και της κοινωνίας».
Ο Ιαπωνικός Τεχνο-Φασισμός του 20ού Αιώνα
Τη δεκαετία του 1930 η Ιαπωνία αποίκισε τη Μαντζουρία στη βορειοανατολική Κίνα και η περιοχή έγινε πεδίο δοκιμών του τεχνο-φασισμού. Ο Νομπουσούκε Κίσι, γραφειοκράτης του ιαπωνικού Υπουργείου Εμπορίου διορίστηκε επικεφαλής του βιομηχανικού προγράμματος στη Μαντζουρία το 1936 και σε συνεργασία με έναν νέο κύκλο ιαπωνικών βιομηχανικών κολοσσών (γνωστών ως zaibatsu) εφάρμοσε μια πολιτική αναγκαστικής βιομηχανικής ανάπτυξης που στηριζόταν στην εκμετάλλευση του τοπικού πληθυσμού.
Όταν ο Κίσι επέστρεψε στην ιαπωνική πολιτική το 1939 μαζί με μια κλίκα άλλων Ιαπώνων τεχνοκρατών που είχαν εργαστεί στη Μαντζουρία εφάρμοσε παρόμοιες στρατηγικές κρατικά κατευθυνόμενης βιομηχανοποίησης σε βάρος των ιδιωτικών συμφερόντων και των εργασιακών δικαιωμάτων.
Αυτό το “φασιστικό” καθεστώς δεν είχε την ίδια δομή με εκείνο του Μουσολίνι ή του Χίτλερ, όπου η εξουσία συγκεντρωνόταν στα χέρια ενός χαρισματικού ηγέτη. Αν και ο Κίσι είχε ταξιδέψει στη Γερμανία τη δεκαετία του 1920, καθώς το ναζιστικό κίνημα αναπτυσσόταν και είχε αντλήσει έμπνευση από τη γερμανική βιομηχανοποίηση για το δικό του σχέδιο στη Μαντζουρία επέλεξε ένα άλλο μοντέλο πιο σύνθετο. Η Ιαπωνία «ολίσθησε προς τον φασισμό» καθώς οι γραφειοκράτες ασκούσαν την εξουσία τους στο παρασκήνιο, υπό την αιγίδα του Ιάπωνα αυτοκράτορα.
Όπως εξήγησε η Μιμούρα οι τεχνο-φασιστές αξιωματούχοι «αποκτούν εξουσία δημιουργώντας υπερ-υπουργικά όργανα και υπηρεσίες, υποομάδες εντός της γραφειοκρατίας που δεν λογοδοτούν πουθενά». Σήμερα το DOGE του Έλον Μασκ είναι το αντίστοιχο τραμπικό φαινόμενο.
Ο Αμερικανικός Τεχνο-Φασισμός
Οι αμερικανικές εταιρείες του 20ού αιώνα φλέρταραν με τη συγχώνευση κρατικής και βιομηχανικής εξουσίας. Ο Χένρι Φορντ προώθησε ένα σύστημα βιομηχανικής οργάνωσης γνωστό ως «Φορντισμός», όπου το κράτος επενέβαινε στην οικονομία για να εγγυηθεί τη μαζική παραγωγή και κατανάλωση. Τη δεκαετία του 1930 η ΙΒΜ συνεργάστηκε με τη ναζιστική κυβέρνηση μέσω μιας γερμανικής θυγατρικής της παρέχοντας τεχνολογία για έργα όπως η απογραφή του 1933, η οποία βοήθησε στον εντοπισμό των Εβραίων της χώρας.
Όπως ανέδειξε πρόσφατο άρθρο της Guardian από τη Μπέκα Λούις η Silicon Valley έχει επιδείξει δεξιές τάσεις εδώ και δεκαετίες, αγκαλιάζοντας μισογυνικές και ιεραρχικές αντιλήψεις περί επιτυχίας. Ο δημοσιογράφος Μάικλ Σ. Μαλόουν προειδοποιούσε για την ανάδυση του «τεχνοφασισμού» ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μιλώντας για «διανοητικό ρατσισμό» στη βιομηχανία της τεχνολογίας και για τη διάθεση των ανθρώπων να προωθήσουν την ψηφιακή επανάσταση «πετώντας στην άκρη τους αδύναμους και τους τραυματισμένους».
Αλλά η σημερινή συγκυρία σηματοδοτεί μια νέα σύμπραξη μεταξύ των διαδικτυακών επιχειρηματιών και των κυβερνητικών επιχειρήσεων. Ο αμερικανικός τεχνο-φασισμός δεν είναι πλέον μια φιλοσοφική προσέγγιση για τη Silicon Valley, κάτι που να πειραματίζονται μαζί του, όπως η διαλείπουσα νηστεία ή οι θεραπευτικές δόσεις κεταμίνης.
Είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα του οποίου τα συνταγματικά όρια δοκιμάζονται αυτή τη στιγμή, καθώς το DOGE στελεχωμένο με άπειρους μηχανικούς συνδεδεμένους με τις ίδιες τις εταιρείες του Μασκ, εξαπολύει επίθεση κατά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο Μασκ έχει μειώσει δραστικά τον αριθμό των ομοσπονδιακών υπαλλήλων, έχει κλείσει υπηρεσίες των οποίων η εξουσία αμφισβητεί τη δική του και έχει αξιοποιήσει την τεχνητή νοημοσύνη για να αποφασίζει που θα γίνουν περικοπές, υποσχόμενος μια κυβέρνηση που θα εκτελείται από chatbot, όπως το Grok που προέρχεται από τη δική του εταιρεία Α.Ι.
Το DOGE έχει αποκτήσει πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των Αμερικανών και έχει αναπτύξει εργαλεία για την αποστολή email σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ταυτόχρονα—ένα ψηφιακό μεγαφωνικό σύστημα που ο Μασκ χρησιμοποίησε πρόσφατα για να απαιτήσει από τους υπαλλήλους να στείλουν μια λίστα με τα εβδομαδιαία τους επιτεύγματα. Όπως το έθεσε η Μιμούρα: «Όταν προσπαθείς να εφαρμόσεις τεχνικές έννοιες και ορθολογισμό στους ανθρώπους και στην κοινωνία, τότε πλησιάζεις κάτι σχεδόν ολοκληρωτικό».
Ο τεχνο-φασιστικός οπορτουνισμός δεν σταματά στον Μασκ· μπορεί κανείς να διακρίνει κι άλλους τεχνολογικούς επιχειρηματίες και επενδυτές να ανυπομονούν να εκμεταλλευτούν τη συμμαχία μεταξύ του Τραμπισμού και του καπιταλισμού της Silicon Valley δημιουργώντας υποδομές σε εθνική κλίμακα. Ο Σαμ Άλτμαν, διευθύνων σύμβουλος της OpenAI έχει εξασφαλίσει τις δικές του συμφωνίες με την κυβέρνηση Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του Stargate, ενός πολυδιαφημισμένου έργου κέντρων δεδομένων αξίας έως και 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η Apple ανακοίνωσε πρόσφατα τη δική της επενδυτική καμπάνια ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, συμπεριλαμβανομένου ενός σχεδίου για την κατασκευή διακομιστών Α.Ι. στο Τέξας. Όσο αόριστα κι αν ακούγονται, αυτά τα υπερβολικά σχέδια σηματοδοτούν ένα πνεύμα συνεργασίας. Στο Truth Social ο Τραμπ σχολίασε με έγκριση ότι τα σχέδια της Apple αποδεικνύουν «ΠΙΣΤΗ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΜΕ».
Ο ψυχρός και χωρίς συναισθηματισμούς στόχος της τεχνο-φασιστικής επίτευξης της αποδοτικότητας γρήγορα οδηγεί σε μια κατάσταση αποξένωσης, η οποία μπορεί να μην είναι ελκυστική για καμία πλευρά του πολιτικού φάσματος. Μένει να φανεί ποια αντανακλαστικά θα προκύψουν στην κοινωνική και κυρίως στην αμερικανική κοινωνία το προσεχές διάστημα.
*Με στοιχεία από το New Yorker.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Τα ιστορικά γεγονότα που βοηθούν να εξηγηθεί η επίθεση του Έλον Μασκ στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Όταν μια ομάδα κορυφαίων στελεχών της Silicon Valley—ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο Τζεφ Μπέζος, ο Έλον Μασκ και ο Σούνταρ Πιτσάι της Google—τάχθηκαν στο πλευρό του Προέδρου Τραμπ κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του τον Ιανουάριο πολλοί παρατηρητές είδαν μια συμμαχία βασισμένη σε εταιρικά συμφέροντα. Οι υπερ-πλούσιοι διευθύνοντες σύμβουλοι υποστήριζαν έναν συναδέλφό τους μεγιστάνα, ελπίζοντας ίσως σε μια εποχή απορρύθμισης, φορολογικών ελαφρύνσεων και πολιτιστικών αλλαγών κατά της “woke” κουλτούρας.
Η ιστορικός Τζάνις Μιμούρα είδε κάτι πιο δυσοίωνο: μια νέα, προοδευτική ένωση βιομηχανίας και κρατικής εξουσίας, όπου το κράτος θα προωθούσε μια επιθετική βιομηχανική πολιτική σε βάρος των φιλελεύθερων κανόνων. Στη δεύτερη διακυβέρνηση Τραμπ η τάξη των ηγετών της Silicon Valley εισχωρεί στην πολιτική με τρόπο που θυμίζει ένα από τα κύρια αντικείμενα μελέτης της Μιμούρα: τους ελίτ γραφειοκράτες που κατέλαβαν την εξουσία στην Ιαπωνία και την οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Αυτοί είναι ειδικοί με μια τεχνοκρατική νοοτροπία και υπόβαθρο, συχνά μηχανικοί που τώρα αποκτούν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην κυβέρνηση» γράφει η Μιμούρα. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που στο βιβλίο της Planning for Empire (2011) ονόμασε «τεχνο-φασισμό»: έναν αυταρχισμό που καθοδηγείται από τεχνοκράτες. «Η τεχνολογία θεωρείται η κινητήρια δύναμη ενός τέτοιου καθεστώτος. Υπάρχει ένας εκτεταμένος “τεχνολογικός εξορθολογισμός” όλων των πτυχών της κυβέρνησης και της κοινωνίας».
Ο Ιαπωνικός Τεχνο-Φασισμός του 20ού Αιώνα
Τη δεκαετία του 1930 η Ιαπωνία αποίκισε τη Μαντζουρία στη βορειοανατολική Κίνα και η περιοχή έγινε πεδίο δοκιμών του τεχνο-φασισμού. Ο Νομπουσούκε Κίσι, γραφειοκράτης του ιαπωνικού Υπουργείου Εμπορίου διορίστηκε επικεφαλής του βιομηχανικού προγράμματος στη Μαντζουρία το 1936 και σε συνεργασία με έναν νέο κύκλο ιαπωνικών βιομηχανικών κολοσσών (γνωστών ως zaibatsu) εφάρμοσε μια πολιτική αναγκαστικής βιομηχανικής ανάπτυξης που στηριζόταν στην εκμετάλλευση του τοπικού πληθυσμού.
Όταν ο Κίσι επέστρεψε στην ιαπωνική πολιτική το 1939 μαζί με μια κλίκα άλλων Ιαπώνων τεχνοκρατών που είχαν εργαστεί στη Μαντζουρία εφάρμοσε παρόμοιες στρατηγικές κρατικά κατευθυνόμενης βιομηχανοποίησης σε βάρος των ιδιωτικών συμφερόντων και των εργασιακών δικαιωμάτων.
Αυτό το “φασιστικό” καθεστώς δεν είχε την ίδια δομή με εκείνο του Μουσολίνι ή του Χίτλερ, όπου η εξουσία συγκεντρωνόταν στα χέρια ενός χαρισματικού ηγέτη. Αν και ο Κίσι είχε ταξιδέψει στη Γερμανία τη δεκαετία του 1920, καθώς το ναζιστικό κίνημα αναπτυσσόταν και είχε αντλήσει έμπνευση από τη γερμανική βιομηχανοποίηση για το δικό του σχέδιο στη Μαντζουρία επέλεξε ένα άλλο μοντέλο πιο σύνθετο. Η Ιαπωνία «ολίσθησε προς τον φασισμό» καθώς οι γραφειοκράτες ασκούσαν την εξουσία τους στο παρασκήνιο, υπό την αιγίδα του Ιάπωνα αυτοκράτορα.
Όπως εξήγησε η Μιμούρα οι τεχνο-φασιστές αξιωματούχοι «αποκτούν εξουσία δημιουργώντας υπερ-υπουργικά όργανα και υπηρεσίες, υποομάδες εντός της γραφειοκρατίας που δεν λογοδοτούν πουθενά». Σήμερα το DOGE του Έλον Μασκ είναι το αντίστοιχο τραμπικό φαινόμενο.
Ο Αμερικανικός Τεχνο-Φασισμός
Οι αμερικανικές εταιρείες του 20ού αιώνα φλέρταραν με τη συγχώνευση κρατικής και βιομηχανικής εξουσίας. Ο Χένρι Φορντ προώθησε ένα σύστημα βιομηχανικής οργάνωσης γνωστό ως «Φορντισμός», όπου το κράτος επενέβαινε στην οικονομία για να εγγυηθεί τη μαζική παραγωγή και κατανάλωση. Τη δεκαετία του 1930 η ΙΒΜ συνεργάστηκε με τη ναζιστική κυβέρνηση μέσω μιας γερμανικής θυγατρικής της παρέχοντας τεχνολογία για έργα όπως η απογραφή του 1933, η οποία βοήθησε στον εντοπισμό των Εβραίων της χώρας.
Όπως ανέδειξε πρόσφατο άρθρο της Guardian από τη Μπέκα Λούις η Silicon Valley έχει επιδείξει δεξιές τάσεις εδώ και δεκαετίες, αγκαλιάζοντας μισογυνικές και ιεραρχικές αντιλήψεις περί επιτυχίας. Ο δημοσιογράφος Μάικλ Σ. Μαλόουν προειδοποιούσε για την ανάδυση του «τεχνοφασισμού» ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μιλώντας για «διανοητικό ρατσισμό» στη βιομηχανία της τεχνολογίας και για τη διάθεση των ανθρώπων να προωθήσουν την ψηφιακή επανάσταση «πετώντας στην άκρη τους αδύναμους και τους τραυματισμένους».
Αλλά η σημερινή συγκυρία σηματοδοτεί μια νέα σύμπραξη μεταξύ των διαδικτυακών επιχειρηματιών και των κυβερνητικών επιχειρήσεων. Ο αμερικανικός τεχνο-φασισμός δεν είναι πλέον μια φιλοσοφική προσέγγιση για τη Silicon Valley, κάτι που να πειραματίζονται μαζί του, όπως η διαλείπουσα νηστεία ή οι θεραπευτικές δόσεις κεταμίνης.
Είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα του οποίου τα συνταγματικά όρια δοκιμάζονται αυτή τη στιγμή, καθώς το DOGE στελεχωμένο με άπειρους μηχανικούς συνδεδεμένους με τις ίδιες τις εταιρείες του Μασκ, εξαπολύει επίθεση κατά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο Μασκ έχει μειώσει δραστικά τον αριθμό των ομοσπονδιακών υπαλλήλων, έχει κλείσει υπηρεσίες των οποίων η εξουσία αμφισβητεί τη δική του και έχει αξιοποιήσει την τεχνητή νοημοσύνη για να αποφασίζει που θα γίνουν περικοπές, υποσχόμενος μια κυβέρνηση που θα εκτελείται από chatbot, όπως το Grok που προέρχεται από τη δική του εταιρεία Α.Ι.
Το DOGE έχει αποκτήσει πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των Αμερικανών και έχει αναπτύξει εργαλεία για την αποστολή email σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ταυτόχρονα—ένα ψηφιακό μεγαφωνικό σύστημα που ο Μασκ χρησιμοποίησε πρόσφατα για να απαιτήσει από τους υπαλλήλους να στείλουν μια λίστα με τα εβδομαδιαία τους επιτεύγματα. Όπως το έθεσε η Μιμούρα: «Όταν προσπαθείς να εφαρμόσεις τεχνικές έννοιες και ορθολογισμό στους ανθρώπους και στην κοινωνία, τότε πλησιάζεις κάτι σχεδόν ολοκληρωτικό».
Ο τεχνο-φασιστικός οπορτουνισμός δεν σταματά στον Μασκ· μπορεί κανείς να διακρίνει κι άλλους τεχνολογικούς επιχειρηματίες και επενδυτές να ανυπομονούν να εκμεταλλευτούν τη συμμαχία μεταξύ του Τραμπισμού και του καπιταλισμού της Silicon Valley δημιουργώντας υποδομές σε εθνική κλίμακα. Ο Σαμ Άλτμαν, διευθύνων σύμβουλος της OpenAI έχει εξασφαλίσει τις δικές του συμφωνίες με την κυβέρνηση Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του Stargate, ενός πολυδιαφημισμένου έργου κέντρων δεδομένων αξίας έως και 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η Apple ανακοίνωσε πρόσφατα τη δική της επενδυτική καμπάνια ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, συμπεριλαμβανομένου ενός σχεδίου για την κατασκευή διακομιστών Α.Ι. στο Τέξας. Όσο αόριστα κι αν ακούγονται, αυτά τα υπερβολικά σχέδια σηματοδοτούν ένα πνεύμα συνεργασίας. Στο Truth Social ο Τραμπ σχολίασε με έγκριση ότι τα σχέδια της Apple αποδεικνύουν «ΠΙΣΤΗ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΜΕ».
Ο ψυχρός και χωρίς συναισθηματισμούς στόχος της τεχνο-φασιστικής επίτευξης της αποδοτικότητας γρήγορα οδηγεί σε μια κατάσταση αποξένωσης, η οποία μπορεί να μην είναι ελκυστική για καμία πλευρά του πολιτικού φάσματος. Μένει να φανεί ποια αντανακλαστικά θα προκύψουν στην κοινωνική και κυρίως στην αμερικανική κοινωνία το προσεχές διάστημα.
*Με στοιχεία από το New Yorker.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.