Χωριό Nagara, 25 Σεπτεμβρίου 2022. Είναι βράδυ και η οικογένεια της Bu Wine έχει πάει για ύπνο. «Αφού άκουσα δυνατούς πυροβολισμούς τα μεσάνυχτα, ένιωσα ανήσυχη», είχε δηλώσει στο Al Jazeera, ανακαλώντας στη μνήμη της πώς σχεδίαζε να προστατέψει τα τέσσερα παιδιά της και να πάνε όλοι μαζί κάπου με ασφάλεια.
Όμως μία οβίδα πυροβολικού των στρατιωτικών δυνάμεων της χούντας στη Μιανμάρ, έπεσε στην ψάθινη στέγη του σπιτιού τους. «Θόλωσα», θυμάται η Bu Wine. Ο μικρότερος γιος της, ο Maung Ko Naing, ήταν στο πάτωμα και αιμορραγούσε ασταμάτητα. Εν μέσω βογγητών είπε στη μητέρα του ότι πονούσε η πλάτη και το στομάχι του.
Οι γονείς του Maung προσπάθησαν να μεταφέρουν το αγόρι στο νοσοκομείο, αλλά ήταν πολύ επικίνδυνο – έως και αδύνατον – να σταλεί ασθενοφόρο στο σημείο λόγω των βομβαρδισμών. «Τον μεταφέραμε με μοτοσικλέτα σε μία αγροτική κλινική, αλλά δεν υπήρχε κανένας γιατρός εκεί». Ο επτάχρονος Maung υπέπεσε στα τραύματά του και πέθανε χωρίς καμία ιατρική περίθαλψη.
Πέντε ημέρες αργότερα, ο στρατός της Μιανμάρ επιτέθηκε ξανά στο Nagara της πολιτείας Rakhine, τραυματίζοντας τουλάχιστον τέσσερα ακόμα άτομα. Οι εναπομείναντες φόρτωσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα, εγκατέλειψαν το χωριό και κατέφυγαν στην πόλη Kyauktaw.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 16 Σεπτεμβρίου, η εννιάχρονη Zin Nwe Phyo είχε ενθουσιαστεί από τα καινούργια σανδάλια που της είχε χαρίσει ο θείος της. Αφού του έφτιαξε ένα φλιτζάνι καφέ, φόρεσε τα νέα της υποδήματα ξεκίνησε για το σχολείο στο χωριό Let Yet Kone. Η απόσταση που έπρεπε να διανύσει απαιτούσε δέκα λεπτά περπάτημα, και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο θείος της εντόπισε δύο ελικόπτερα να πετούν πάνω από το χωριό. Τότε, ξαφνικά, έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί από αέρος και δεν πρόλαβε ποτέ να την ειδοποιήσει.
Η Zin και οι συμμαθητές της είχαν μόλις φτάσει στο σχολείο, όταν κάποιος φώναξε ότι αεροσκάφη – αυτά που επιτέθηκαν στο χωριό της – πλησίαζαν στο σημείο. Τα παιδιά υπό τις οδηγίες των δασκάλων και με υψηλή αίσθηση επιβίωσης, άρχισαν να τρέχουν για να καλυφθούν από τα πυρά, τρομοκρατημένα και φωνάζοντας για βοήθεια. Οι πρώτες ρουκέτες είχαν πλέον χτυπήσει το σχολείο.
«Στην αρχή δεν άκουσα τον ήχο του ελικοπτέρου, αλλά άκουσα τις σφαίρες και τις βόμβες που μας χτυπούσαν», είχε δηλώσει στο BBC ένας δάσκαλος του σχολείου.
Κάποια παιδιά είχαν τραυματιστεί αφού τα πυροβόλα των ελικοπτέρων χτυπούσαν τους τοίχους του κτιρίου, ενώ κάποιοι συμμαθητές της Zin κατάφεραν να κρυφτούν πίσω από μεγάλα δέντρα. Εντός σχολείου, τρία παιδιά κείτονταν νεκρά. Ανάμεσά τους η Zin και η Su Yati Hlaing (7 ετών). Ο Phone Tay Za, επίσης 7 ετών, έκλαιγε από τον πόνο όπως και άλλα παιδιά που είχαν χάσει τα άκρα τους – οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν σακούλες σκουπιδιών για να συλλέξουν τα μέλη του σώματός τους.
«Αφού σταμάτησαν τα πυρά κατευθύνθηκα προς το σχολείο», είχε πει η μητέρα της Phone Tay Za. «Παιδιά και ενήλικες καθόντουσαν οκλαδόν στο έδαφος με χαμηλωμένα τα κεφάλια τους. Οι στρατιώτες κλωτσούσαν όσους έστρεφαν το κεφάλι τους προς τα πάνω». Παρακάλεσε τους στρατιώτες να την αφήσουν να ψάξει για τον γιο της αλλά εκείνοι αρνήθηκαν αντιτάσσοντας το επιχείρημα πως αυτοί – οι πολίτες – δεν δείχνουν το ίδιο ενδιαφέρον στις μονάδες στρατού όταν οι ομάδες που αγωνίζονται να ρίξουν τη χούντα αντιστέκονται πυροβολώντας.
Εκείνη την στιγμή, οι φωνές του Phone έφτασαν ως το προαύλιο και την άφησαν να πάει κοντά του, μέσα στην άλλοτε αίθουσα διδασκαλίας που πλέον είχε καταστραφεί. Ο επτάχρονος Phone είπε στη μητέρα του «Μαμά, απλά σκότωσέ με σε παρακαλώ», αλλά αυτή αδυνατούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Έκλαψε δίπλα του και οι κραυγές της αντήχησαν στο κτήριο. Ένας στρατιώτης της είπε να μην φωνάζει και να κάτσει εκεί που είναι. Ανάμεσα στα αίματα του γιού της και άλλων παιδιών που αδυνατούσε να αναγνωρίσει από τα τραύματα, τον πήρε μία τελευταία αγκαλιά που διήρκεσε 45 λεπτά.
Τουλάχιστον 12 τραυματισμένα παιδιά και δάσκαλοι φορτώθηκαν σε φορτηγά που επιτάχθηκαν από τον στρατό και οδηγήθηκαν στο πλησιέστερο νοσοκομείο της πόλης Ye-U. Αργότερα, 2 από αυτά τα παιδιά πέθαναν, και μαζί με την Zin, την Su και τον Phone, αποτεφρώθηκαν κρυφά από την χούντα της Μιανμάρ.
Τα πυροβόλα ελικόπτερα που έλαβαν μέρος σε αυτή την επίθεση, ήταν ρωσικής κατασκευής τύπου Mi-35, με το παρατσούκλι «ιπτάμενα τανκς» ή «κροκόδειλοι», λόγω της εμφάνισής τους και της προστατευτικής θωράκισης που έχουν. Η αεροπορική ικανότατη πολεμική μηχανή της Μιανμάρ έχει την συνεχή υποστήριξη της Ρωσίας και της Κίνας. Ειδικότερα η Ρωσία, είναι ο βασικός προμηθευτής της χούντας εκεί – τα Mi-35 και τα αεροσκάφη Yak-130 αποτελούν βασικό στοιχείο των επιθέσεων κατά των ανταρτών – ενώ η Κίνα τους προμήθευσε πρόσφατα με τα σύγχρονα FTC-2000, αεροσκάφη που είναι επίσης κατάλληλα για επιθέσεις τέτοιου τύπου.
Στα δύο χρόνια από τότε που η χώρα έχει βυθιστεί στο χάος μετά το πραξικόπημα του Φεβρουαρίου του 2021, το οποίο ανέτρεψε την κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Τσι, οι αεροπορικές επιδρομές όπως οι παραπάνω έχουν γίνει η νέα και θανατηφόρα τακτική σε έναν εμφύλιο πόλεμο που οδηγείτε σε ένα αιματηρό αδιέξοδο σε μεγάλο μέρος της χώρας
Η αρχική καταστολή των φιλοδημοκρατικών διαδηλώσεων όταν ανέλαβε την εξουσία η χούντα της Μιανμάρ, δημιούργησε αναζωπύρωση συγκρούσεων σε πολλές περιοχές της χώρας. Η χούντα στα πλαίσια αναζήτησης νέων τρόπων εξάλειψης της αντίστασης από αντάρτες που μάχονται κατά του πραξικοπήματος, έχει επιλέξει τις αεροπορικές επιδρομές καθώς οι μάχες σώμα με σώμα στους δρόμους οδηγούσε τον στρατό σε απώλειες.
Σύμφωνα με την εξόριστη αντιπολιτευόμενη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (NUG) της χώρας, η χούντα έχει οδηγήσει σε θάνατο περισσότερα από 165 παιδιά – συγκριτικά με το 2021, πέρυσι, πέθαναν 78% περισσότερα παιδιά στα χέρια του στρατού κατοχής.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην Μιανμάρ, αφορούν την επέκταση του στρατιωτικού νόμου σε 37 περιφέρειες οκτώ κρατιδίων και επαρχιών όπου ο στρατός έρχεται αντιμέτωπος με την σθεναρή αντίσταση ανταρτών. Η επέκταση του στρατιωτικού νόμου έχει στόχο «να καταστήσει πιο αποτελεσματικές τις δραστηριότητες για την εγγύηση της ασφάλειας, του κράτους δικαίου, της ειρήνης και της τοπικής ηρεμίας», αναφέρει η κρατική εφημερίδα Global New Light of Myanmar.
Βάσει του στρατιωτικού νόμου, τα στρατοδικεία θα εξετάζουν τις ποινικές υποθέσεις, από την εσχάτη προδοσία ως την απαγόρευση «διασποράς ψευδών ειδήσεων», μια κατηγορία την οποία ο στρατός χρησιμοποιεί για να φυλακίζει δεκάδες δημοσιογράφους.
To 2011, ο Thein Sein, πρώην πρόεδρος της Μιανμάρ, είχε καταργήσει του νόμους περί λογοκρισίας στο πλαίσιο ενός προγράμματος για το «άνοιγμα της χώρας και την προώθησή της προς τη δημοκρατία». Η δημοσιογραφική έκφραση άνθισε και δεκάδες εφημερίδες άνοιξαν. Φυσικά, δεν ήταν όλα ρόδινα.
Παρόλο το «άνοιγμα» στην ελευθερία του λόγου, εξακολουθούσαν οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση αναγκάζονταν να λειτουργούν “υπογείως”, αλλά οι μαρτυρίες για βασανιστήρια ήταν σπάνιες. Κάτι που άλλαξε μετά το πραξικόπημα του 2021.
Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, ο Nathan Maung, αρχισυντάκτης της Kamayut Media, μιας διαδικτυακής έκδοσης, και ο Han Thar Nyein, συνιδρυτής της, ήταν μεταξύ των δεκάδων δημοσιογράφων που συνέλαβε η χούντα. Σε συνέντευξή του στους New York Times, ο Maung είπε ότι του είχαν δέσει τα μάτια και του είχαν περάσει χειροπέδες για 14 ημέρες, ενώ κατήγγειλε πως τον είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο και στην κοιλιά. Αργότερα, όταν βρίσκονταν στο ίδιο κελί, ο Maung είπε πως οι στρατιώτες είχαν απειλήσει τον Nyein με βιασμό αφού νωρίτερα είχε αρνηθεί να παραδώσει τον κωδικό πρόσβασης του τηλεφώνου του και ότι έπρεπε να γονατίσει πάνω σε ένα κομμάτι πάγου για δύο με τρεις ώρες πριν αυτό λιώσει.
Στις 23 Νοεμβρίου του 2022, πραγματοποιήθηκε μια σειρά από βίαιες εμπρηστικές επιθέσεις σε ολόκληρη τη Μιανμάρ καταστρέφοντας 4.807 σπίτια, οδηγώντας σε θάνατο 23 ανθρώπους, σύμφωνα με τη κυβέρνηση εθνικής ενότητας (NUG). Το Υπουργείο Εσωτερικών και Μετανάστευσης και το Τμήμα Πυροσβεστικών Υπηρεσιών της, δήλωσαν την Τετάρτη, ότι τον Ιανουάριο υπήρξαν 138 εμπρηστικές επιθέσεις από τα στρατεύματα της χούντας σε όλη τη χώρα.
Η περιοχή Sagaing επλήγη περισσότερο με 4.271 καμένα σπίτια, έχοντας ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 17 κάτοικοι. Οι εμπρηστικές επιθέσεις κατέστρεψαν επίσης 10 θρησκευτικά κτίρια και ένα σχολείο, ανέφερε η ίδια ανακοίνωση.
Μια γυναίκα από την κοινότητα Khin-U της περιοχής Sagaing δήλωσε ότι τα στρατεύματα έκαψαν σπίτια παρόλο που δεν υπήρχε αντίσταση από τους χωρικούς και δεν υπήρχαν πολιτοφυλακές και αντάρτες υπέρ της δημοκρατίας στην περιοχή. «Η βαρβαρότητα του στρατού της χούντας είναι απερίγραπτη», δήλωσε η γυναίκα που προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία της για λόγους ασφαλείας.
«Μπήκαν στο χωριό χωρίς να χρειαστεί να πολεμήσουν. Έκαψαν τα σπίτια μέχρι να ικανοποιηθούν και έφυγαν».
Ο μεγάλος αριθμός των νεκρών από τις επιθέσεις της χούντας έχει τραβήξει την προσοχή της παγκόσμιας κοινότητας και αυτών που εξετάζουν τα εγκλήματα πολέμου. Οι ένοπλες δυνάμεις της Μιανμάρ έχουν κατηγορηθεί για τέτοια εγκλήματα και στο παρελθόν – συχνά για καταχρήσεις από χερσαία στρατεύματα, ιδίως κατά των Ροχίνγκια το 2017.
Η γενοκτονία των Ροχίνγκια είναι μια σειρά από συνεχείς διώξεις και δολοφονίες των μουσουλμάνων Ροχίνγκια από τον στρατό της Βιρμανίας – η επίσημη ονομασία των ενόπλων δυνάμεων της Μιανμάρ. Η γενοκτονία αποτελείται από δύο φάσεις μέχρι σήμερα: η πρώτη ήταν μια στρατιωτική καταστολή που έλαβε χώρα από τον Οκτώβριο του 2016 έως τον Ιανουάριο του 2017, και η δεύτερη λαμβάνει χώρα από τον Αύγουστο του 2017 έως και σήμερα. Αυτό έχει αναγκάσει πάνω από ένα εκατομμύριο Ροχίνγκια να καταφύγουν σε άλλες χώρες. Οι περισσότεροι κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκεί ο μεγαλύτερος καταυλισμός προσφύγων στον κόσμο, ενώ άλλοι διέφυγαν στην Ινδία, την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία και άλλα μέρη της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας, όπου εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν διώξεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες αναφέρονται σε αυτά τα γεγονότα ως “εθνοκάθαρση”.
Ωστόσο, η χρήση της αεροπορικής δύναμης της χούντας της Μιανμάρ και τα νέα εγκλήματα πολέμου που πραγματοποιούνται στην χώρα, δημιουργεί ένα νέο τοπίο φρικαλεότητας.
Με πληροφορίες από: New York Times, BBC, Reuters, Al Jazeera, ΑΠΕ, Radio Free Asia, The Independent Ghana, Myanmar Now, Wikipedia