Επιστήμονες που ασχολούνται με το κλίμα υποστηρίζουν ότι η επιστήμη τους έχει προοδεύσει αρκετά ώστε να μπορεί πλέον να συνδέσει άμεσα τις εκπομπές συγκεκριμένων εταιρειών με τις ζημιές από συγκεκριμένα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Είναι οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων άμεσα υπεύθυνες για την κλιματική αλλαγή που προκαλείται από την καύση των προϊόντων τους – και αν ναι, μπορούν να υπάρξουν μηνύσεις ώστε να αποδοθούν ευθύνες και να υπάρξουν αποζημιώσεις; Ναι, λένε ερευνητές που έχουν αναπτύξει μια νέα μέθοδο σύνδεσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από μεμονωμένες εταιρείες με συγκεκριμένες οικονομικές ζημιές που σχετίζονται με το κλίμα.
«Πιστεύω ότι η απάντηση είναι αναμφίβολα ναι» υποστηρίζει ο Τζάστιν Μάνκιν από το Κολέγιο Ντάρτμουθ στο Νιου Χάμσαϊρ. Η τεχνική του που αναπτύχθηκε μαζί με τον συνάδελφό του Κρίστοφερ Κάλαχαν στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στην Καλιφόρνια, συνδέει καθεμία από τις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο με απώλεια παγκόσμιου εισοδήματος άνω του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων σε διάστημα τριών δεκαετιών. Οι δύο επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να ενισχύσει τις αγωγές που στοχεύουν στο να θεωρηθούν υπεύθυνοι οι ρυπαντές για τις ζημιές που προκαλεί η κλιματική αλλαγή.
Παραμένουν όμως νομικά και πολιτικά ερωτήματα σχετικά με το ποιος ακριβώς θα πρέπει να θεωρείται υπεύθυνος για τις επιπτώσεις της καύσης ορυκτών καυσίμων.
Εκατοντάδες αγωγές έχουν κατατεθεί σε όλο τον κόσμο, επιδιώκοντας να μηνύσουν εταιρείες ορυκτών καυσίμων και άλλους μεγάλους ρυπαντές για ζημιές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, είτε πρόκειται για ακραίους καύσωνες, πυρκαγιές ή πλημμύρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εκπομπές που παράγονται από την εξόρυξη και την καύση ορυκτών καυσίμων έχουν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην πρόκληση της κλιματικής αλλαγής συνολικά. Είναι επίσης τεκμηριωμένο ότι πολλά ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν επιδεινωθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Τα νομικά πρότυπα όμως απαιτούν πιο στενά αποδεικτικά στοιχεία αιτίας και αποτελέσματος: είναι δυνατόν να συνδεθούν οι εκπομπές από μια συγκεκριμένη εταιρεία ορυκτών καυσίμων με συγκεκριμένες ζημιές, όπως θανάτους κατά τη διάρκεια καύσωνα στην Ινδία; Χωρίς αυτή την πλήρη αλυσίδα αιτιότητας, «υπήρχε πάντα αυτό το πέπλο της πιθανής άρνησης ευθύνης που είχαν οι μεγάλοι ρυπαντές», είναι δύσκολο οι ένοχοι να οδηγηθούν μπροστά στις συνέπειες των πράξεών τους, τονίζει ο Μάνκιν.
Οι δύο ερευνητές βασίστηκαν σε αρκετές πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της επιστήμης της απόδοσης (attribution science). Αρχικά, προσομοίωσαν τις παγκόσμιες μέσες θερμοκρασίες μεταξύ 1991 και 2020, τόσο με όσο και χωρίς τις εκπομπές που παράγονται από την εξόρυξη και την καύση των καυσίμων που παράγει μια συγκεκριμένη μεγάλη εταιρεία ορυκτών καυσίμων. Στην ανάλυσή τους έλαβαν υπόψη τόσο τις εκπομπές από την εξόρυξη των καυσίμων όσο και τον πολύ μεγαλύτερο όγκο εκπομπών που δημιουργούνται από τους τελικούς καταναλωτές που καίνε τα καύσιμα.
Επειδή διαφορετικά μέρη του πλανήτη θερμαίνονται με διαφορετικούς ρυθμούς, χρησιμοποίησαν αρχεία με χωρικά πρότυπα θέρμανσης για να μεταφράσουν την αλλαγή στη παγκόσμια μέση θερμοκρασία σε αλλαγές σε τοπική κλίμακα. Επικεντρώθηκαν στις αλλαγές της θερμοκρασίας τις πέντε πιο ζεστές ημέρες του έτους σε κάθε τοποθεσία, οι οποίες – όπως διαπίστωσαν σε προηγούμενη έρευνα – συνδέονται άμεσα με πτώση της οικονομικής ανάπτυξης, για παράδειγμα λόγω αύξησης της θνησιμότητας, μείωσης των γεωργικών αποδόσεων και πτώσης της παραγωγικότητας της εργασίας. Επανέλαβαν αυτή την ανάλυση για περισσότερες από εκατό από τις μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων, γνωστές ως «μεγάλοι ρυπαντές άνθρακα» (“carbon majors”).
Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με και χωρίς τις εκπομπές μιας συγκεκριμένης εταιρείας, οι ερευνητές κατάφεραν να ποσοτικοποιήσουν μέρος της οικονομικής ζημιάς που προκλήθηκε από τις εκπομπές αυτής της εταιρείας. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εταιρείες μαζί διαπίστωσαν ότι η αύξηση των ακραίων θερμοκρασιών λόγω αυτών των εκπομπών κατά τη διάρκεια της τριακονταετίας οδήγησε σε μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ μεταξύ 12 τρισεκατομμυρίων και 49 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι πέντε μεγαλύτεροι ρυπαντές – Saudi Aramco, Gazprom, Chevron, ExxonMobil και BP – συνδέθηκαν ο καθένας με απώλειες περίπου 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων κατά την ίδια περίοδο.
Η προσέγγιση των ερευνητών τους επέτρεψε επίσης να εξετάσουν τον ρόλο μεμονωμένων εταιρειών στην επιδείνωση συγκεκριμένων καυσώνων. Για παράδειγμα, διαπίστωσαν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας λόγω των παγκόσμιων εκπομπών της Chevron μείωσε το ΑΕΠ των ηπειρωτικών ΗΠΑ κατά 4 έως 61 δισεκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια του καύσωνα του 2012.
«Αυτή είναι μια σημαντική πρόοδος στον τομέα» λέει ο Kevin Reed από το Πανεπιστήμιο Stony Brook στη Νέα Υόρκη, προσθέτοντας ότι είναι το πρώτο δημοσιευμένο παράδειγμα πλήρους απόδοσης ευθύνης (end-to-end attribution) που γνωρίζει. Πέρα από τη δυνητική χρησιμότητά του ως αποδεικτικό στοιχείο σε δίκες για το κλίμα, λέει ότι η σύνδεση συγκεκριμένων ρυπαντών με ζημιές μπορεί να επηρεάσει διεθνείς συζητήσεις για το ποιος πρέπει να πληρώσει.
«Πιστεύω ότι αυτό είναι το μέλλον της κλιματικής δικαιοσύνης» επισημαίνει ο Bill Hare από τον οργανισμό Climate Analytics, με έδρα τη Γερμανία. Παρόλο που η μελέτη επικεντρώνεται μόνο στη μείωση του ΑΕΠ λόγω ακραίας ζέστης, λέει ότι μια παρόμοια προσέγγιση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε άλλες ζημιές που σχετίζονται με το κλίμα, όπως θάνατοι από θερμική καταπόνηση ή πλημμύρες λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας.
Στην πραγματικότητα τα ευρήματα έχουν ήδη διαμορφώσει την περιβαλλοντική νομοθεσία: ένα πρώιμο σχέδιο της μελέτης κατατέθηκε στο Βερμόντ πριν από την ψήφιση ενός πρωτοποριακού νόμου που επιβάλλει πρόστιμα σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων με βάση τις εκπομπές τους. Η Νέα Υόρκη ακολούθησε σύντομα με δικό της νόμο. Και οι δύο νόμοι προσβάλλονται τώρα δικαστικά από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Τα ευρήματα θα μπορούσαν επίσης να σχετίζονται με αγωγές που δημιουργούν νομικά προηγούμενα, όπως αυτή ενός Περουβιανού αγρότη εναντίον γερμανικής ενεργειακής εταιρείας για κλιματικές ζημιές, επισημαίνει η Maria Antonia Tigre από τη Νομική Σχολή του Κολούμπια στη Νέα Υόρκη. «Αν η υπόθεση απορριφθεί λόγω αποτυχίας τεκμηρίωσης της αιτιότητας, αυτό το είδος μελέτης θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες αγωγές».
Ακόμα και οι ίδιοι οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ότι η έρευνα απόδοσης ευθύνης δεν είναι από μόνη της αρκετή για να κερδηθούν οι αγωγές. «Πολλά από τα εμπόδια σε αυτές τις υποθέσεις δεν είναι επιστημονικά αλλά πολιτικά ή νομικά» λέει ο Callahan. Για παράδειγμα τα δικαστήρια θα μπορούσαν να αποφασίσουν ότι η ευθύνη για την κλιματική αλλαγή είναι θέμα που πρέπει να επιλύσουν οι νομοθέτες και όχι οι δικαστές ή οι ένορκοι. Ένα άλλο ερώτημα είναι ποιος πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις εκπομπές από την καύση ορυκτών καυσίμων: οι εταιρείες που τα παράγουν ή οι άνθρωποι που τα καταναλώνουν;
«Αυτό δεν είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντήσει η επιστήμη. Το που τοποθετείται η ευθύνη είναι ένα νομικό, κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα».
Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα δικαστήρια θα αποδεχθούν τις λεπτομέρειες αυτής της μεθοδολογίας, λέει ο Myles Allen από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο οποίος είχε προτείνει πριν από περισσότερα από 20 χρόνια ότι η επιστήμη του κλίματος μπορεί τελικά να καταστήσει δυνατή τη δίωξη ρυπαντών για ζημιές. «Θα αποδεχθούν τα δικαστήρια την απόδειξη μιας στατιστικής σύνδεσης μεταξύ της ετήσιας μέσης θερμοκρασίας και των επιπτώσεων της ακραίας ζέστης, όπως παρουσιάζεται στη μελέτη αυτή, όταν πρόκειται για την απόδοση ευθύνης για τις ζημιές από έναν συγκεκριμένο καύσωνα; Κάποια ίσως το κάνουν».
*Με στοιχεία από το Νew Scientist.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.