Ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, σε ηλικία 86 ετών στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε του Μιλάνο, κλείνει, ασφαλώς, ένα μεγάλο κεφάλαιο στο «βιβλίο» της ιταλικής πολιτικής σκηνής.

Ένα κεφάλαιο που άνοιξε ο ίδιος, πριν ακριβώς 30 χρόνια, αλλάζοντας άπαξ και δια παντός τόσο την πολιτική σκηνή της χώρας του, όσο και τους όρους και τους κανόνες βάσει των οποίων θα παιζόταν πλέον το «παιχνίδι» εντός αυτής.

Ο επιχειρηματίας, κύριος μέτοχος και ιδρυτής της εταιρείας ΜΜΕ Mediaset, αλλά και ιδιοκτήτης της Μίλαν από το 1986 έως το 2017, υπηρέτησε ως Πρωθυπουργός τις περιόδους 1994–1995, 2001–2006 και 2008–2011.

Σχεδόν μια δεκαετία μαζεμένη στο ύπατο αξίωμα της Ιταλίας, να «λύνει και να δένει» παντοιοτρόπως, με όπλο και εργαλείο του την αμύθητη περιουσία του, ύψους οκτώ δισεκατομμυρίων δολαρίων – ο 190ος πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη, σύμφωνα με το περιοδικό Forbes.

Ο επονομαζόμενος από τα ιταλικά ΜΜΕ και ως «Teflon Don» (Ο Δον από τεφλόν) φυσικά δεν ήταν άγιος. Κάθε άλλο.

Ο Μπερλουσκόνι συνεργαζόταν στενά με την μαφία της Σικελίας, την Κόζα Νόστρα, για περίπου δυο δεκαετίες, όπως είχε δείξει το προ ετών πόρισμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρώμης.

Ο «Καβαλιέρε» δούλευε με την Κόζα Νόστρα μέσω του πρώην συνεργάτη του και γερουσιαστή του κόμματός του, Μαρτσέλο Ντελ Ούτρι, ο οποίος επίσης καταδικάστηκε σε επταετή φυλάκιση για διασυνδέσεις τόσο με την Κόζα Νόστρα, όσο και με την μαφία της Καλαβρίας, την Ντρανγκέτα.

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση του εισαγγελέα, Αουρέλιο Γκαλάσο, ότι «για 18 χρόνια, από το 1974 έως το 1992, ο Μαρτσέλο Ντελ Ούτρι, ήταν ο εγγυητής της συμφωνίας μεταξύ του Μπερλουσκόνι και της Κόζα Νόστρα», αγνοώντας τις αιτιάσεις του Μπερλουσκόνι, ο οποίος αρνούνταν τις φήμες που ήθελαν σχέσεις με την μαφία πίσω από τις μεγάλες επενδύσεις για την δημιουργία των κατασκευαστικών και μιντιακών επιχειρήσεών του την δεκαετία του 1970 και του 1980.

«Μέσα σε αυτή την περίοδο, μιλάμε για διαρκές έγκλημα. Η συμφωνία μεταξύ της μαφίας και του Μπερλουσκόνι, για την οποία μεσολάβησε ο Ντελ Ούτρι έγινε το 1974 και εφαρμόστηκε εκούσια και εν γνώσει», πρόσθεσε ο εισαγγελέας.

Βέβαια, ο Μπερλουσκόνι, συνέχισε να αποτελεί κομβικό γρανάζι της πολιτικής σκηνής της χώρας του μέχρι πέρσι, καθώς στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2022 ήταν επικεφαλής του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και εξελέγη εκ νέου γερουσιαστής, κλείνοντας σχεδόν 30 χρόνια ως πολιτικά ενεργός, από εκείνες τις εκλογές του 1994, όπου ο ιταλικός λαός του έδωσε τη νίκη και ο Μπερλουσκόνι χρίστηκε για πρώτη φορά Πρωθυπουργός της Ιταλίας.

Η πρώτη του θητεία θα διαρκέσει μερικούς μήνες λόγω των εσωτερικών κλυδωνισμών της κυβερνώσας συμμαχίας που θα τον αναγκάσουν σε παραίτηση. Παρά την αναστροφή αυτή που ακολούθησαν πρωτόδικες καταδίκες περί οικονομικών σκανδάλων (το 1997 και το 1998), παρέμεινε πολιτικά ενεργός ως ηγέτης της αντιπολίτευσης.

Το 2001 εξαγγέλλοντας πλήθος φοροαπαλλαγών, μέτρων κατά του εγκλήματος, αύξησης συντάξεων και μείωσης της ανεργίας κέρδισε και πάλι τις εκλογές και ακολούθησε ο σκανδαλώδης νόμος του 2003 που παραχωρούσε άσυλο σε δημόσιους αξιωματούχους, η άρνησή του να εγκαταλείψει τον έλεγχο της media αυτοκρατορίας του, η υποστήριξή του στην εισβολή στο Ιράκ και μια σειρά άλλων μέτρων και θέσεων λιγότερο όμως σημαντικών.

Ο «παλιάτσος» που «μπερλουσκονοποίησε» την διεθνή πολιτική σκηνή

Το ερώτημα παραμένει φυσικά: τι είναι αυτό που οδηγεί έναν ολόκληρο λαό τόσων πολλών εκατομμυρίων πολιτών να υπερψηφίσει τρεις φορές ως πρωθυπουργό έναν πάμπλουτο επιχειρηματία τον οποίον μερικά από τα πιο έγκυρα μέσα ενημέρωσης, από την εφημερίδα «Repubblica» ως το «Εconomist», θεωρούν ως «παλιάτσο» της διεθνούς πολιτικής σκηνής;

Έναν σκιώδη και ξεδιάντροπο τύπο που έκανε πάρτι με κολ γκερλ, προσέβαλλε τους πολιτικούς του αντιπάλους, την κοινή λογική και την Ιταλική Δικαιοσύνη, διωκόταν για σωρεία οικονομικών σκανδάλων, ενώ έκανε χοντροκομμένα, σεξιστικά και ρατσιστικά αστεία και γελοίες πλαστικές επεμβάσεις;

«Ο Μπερλουσκόνι βγάζει εύκολο γέλιο. Είναι από μόνος του ένας κλόουν. Ταιριάζει απόλυτα με την εποχή και τα χαρακτηριστικά της κρίσης. Είναι τόσο τραγικός και συνάμα τόσο αστείος», έχει επισημάνει παλιότερα ο ιταλός ηθοποιός Ρομπέρτο Μπενίνι.

Οι πολιτικοί αναλυτές της γείτονος χώρας σε κάποιο σημείο απλά «σήκωσαν τα χέρια ψηλά». Θεώρησαν πως το «Φαινόμενο Μπερλουσκόνι» οφείλεται σε έναν συνδυασμό από παράγοντες, όπως ο άκρατος λαϊκισμός της πολιτικής του γλώσσας και ο σχεδόν καθολικός έλεγχος των κρατικών και μερίδας των ιδιωτικών ΜΜΕ, που του εξασφάλιζε την απαιτούμενη ασυλία της δημόσιας εικόνας του ενώπιον των συμπατριωτών του – στοιχεία πάνω στα οποία στηρίχτηκαν κατόπιν και πολλοί ακόμη πολιτικοί, από τον Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τον Βίκτορ Όρμπαν.

«Ο λαϊκισμός του βασίζεται στα κανάλια. Και άλλοι ηγέτες στηρίχτηκαν στην τηλεόραση. Η διαφορά είναι ότι ο Μπερλουσκόνι κατέχει ο ίδιος τα μέσα επικοινωνίας», έχει τονίσει παλαιότερα σε συνέντευξή του ο διάσημος γάλλος πολιτειολόγος Γκι Ερμέ.

Είναι διαδεδομένη η άποψη πως ο Καβαλιέρε γέμιζε με την πληθωρική του παρουσία το πολιτικό κενό που άφησαν η κάποτε πανίσχυρη ιταλική Αριστερά και το κόμματα του Κέντρου.

Ομως ο γνωστός ιταλός δημοσιογράφος της «Corriere della Sera» και «μπερλουσκονολόγος» Μπέπε Σεβερνίνι υποστηρίζει στο βιβλίο του «Εξηγώντας τον Μπερλουσκόνι στις επόμενες γενιές» [Mamma Mia! Berlusconi’s Italy Explained for Posterity and Friends Abroad] μια άλλη θεωρία: «Οι Ιταλοί πιστεύουν πως κανείς δεν είναι αλάθητος και πως όλοι έχουν δικαίωμα στα σφάλματα, πόσω μάλλον ο ίδιος τους ο Πρωθυπουργός. Εκτιμούν τον Σίλβιο με όλα του τα γήινα ελαττώματα, γιατί τους θυμίζει πως κατά βάθος είναι “ένας από αυτούς”».

Ισως τελικά αυτή η καθολική υπεροχή του Καβαλιέρε στο πολιτικό σύστημα να οφειλόταν κατά βάση, στις πατροπαράδοτες αξίες του ιταλικού πολιτισμού. Η ιταλική κουλτούρα είναι βαθιά ριζωμένη πάνω στην αναγεννησιακή «Κομέντια Ντελ Αρτε» και τη διακωμώδηση των καταστάσεων της καθημερινότητας. Ισως, εντέλει, οι Ιταλοί να έβλεπαν (και να επικροτούσαν) κάθε βράδυ στην τηλεόραση στον Σίλβιο κάτι από τον δικό τους χαρακτήρα.

Έναν άνθρωπο που εξέφραζε την ανοχή ενός μεγάλου τμήματος Ιταλών στο φασιστικό φαινόμενο δηλώνοντας «Ο Μουσολίνι ποτέ δεν σκότωσε κανέναν, έστελνε τους ανθρώπους διακοπές».

Εξέφραζε το στερεότυπο του «λατίνου εραστή» όταν έκανε ευθεία επίθεση στους γκέι λέγοντας «είναι καλύτερο να σου αρέσουν όμορφες κοπέλες παρά να είσαι ομοφυλόφιλος».

Και κάνει πολιτική κουβέντα καφενείου όταν χαρακτήριζε άγαρμπα «ηλιοκαμένο» τον αφροαμερικανό πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα.

Οι Ιταλοί έβαλαν τρεις φορές στην εξουσία τον «δικό τους» άνθρωπο: καταφερτζή, «αυτοδημιούργητο», χωρατατζή, επιχειρηματία στην γκρίζα ζώνη της νομιμότητας και, πάνω απ΄ όλα, μπερμπάντη, έστω και με πιτσιρίκες οι οποίες μετά λένε ότι τις πλήρωσε.

Προ ετών, είχα μια κουβέντα με τον συνάδελφο δημοσιογράφο Δημήτρη Δεληολάνη, επί δεκαετίες ανταποκριτή της ΕΡΤ στη Ρώμη και συγγραφέα μιας βιογραφίας με τον τίτλο «Σίλβιο Μπερλουσκόνι: Βίος και Πολιτεία», προσπαθώντας να μου εξηγήσει την διαχρονικότητα του φαινομένου Μπερλουσκόνι.

«Ο Μπερλουσκόνι αναδείχτηκε από την αγωνιώδη αναζήτηση των Ιταλών να βρουν έναν ισχυρό και χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος θα ενώσει τη διαιρεμένη τους χώρα και θα διαμορφώσει ξανά την εθνική ιταλική ταυτότητα», μου έλεγε τότε ο Δεληολάνης.

«Ωστόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε άλλα δυο σημαντικά στοιχεία. Πρώτον, το γεγονός ότι τα κάποτε κραταιά κόμματα της ιταλικής Αριστεράς και του Κέντρου μοιάζουν αποπροσανατολισμένα, αποτυγχάνοντας να σταθούν στο ύψος των πολιτικών προσδοκιών, απογοητεύοντας ως και τους ίδιους τους τούς ψηφοφόρους. Δεύτερον, μέσα σε 30 χρόνια, τα κανάλια του Μπερλουσκόνι κατάφεραν και εδραίωσαν την, κατά Αντόνιο Γκράμσι, πολιτιστική ηγεμονία του λαϊκισμού», σημείωνε τότε ο Δεληολάνης, καταλήγοντας εμφατικά ότι «ο Καβαλιέρε κατάφερε, με την τηλεοπτική κουλτούρα που επέβαλε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, στα τηλεοπτικά του δίκτυα, να διαμορφώσει τους ιταλούς πολίτες κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσή του, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά ότι γνωρίζει άριστα τους συμπατριώτες του».