Όταν ακούμε για πυκνοκατοικημένες περιοχές συνήθως στο μυαλό μας έρχεται η Κίνα και η Ινδία. Με πληθυσμό 11.007.835 κατοίκων στο Νέο Δελχί σίγουρα είναι δύσκολο να βρεις στιγμές ησυχίας και απομόνωσης.
Η πιο πυκνοκατοικημένη όμως περιοχή που έχει υπάρξει ποτέ στον πλανήτη Γη ήταν η πόλη Kowloon, ένας περιτειχισμένος θύλακας μέσα στην τεράστια πόλη του Χονγκ Κονγκ. Σε έναν χώρο 6,4 εκταρίων, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 διέμεναν τουλάχιστον 30.000 άνθρωποι! Ένα μέρος τόσο πυκνά κατοικημένο, που το φως του ήλιου δεν μπορούσε να διαπεράσει τα πανύψηλα κτίρια και να φτάσει στα στενά μικρά μονοπάτια . Δεν ονομάστηκε τυχαία λοιπόν και “Πόλη του Σκότους”. Στο αποκορύφωμά της, η Σκοτεινή Πόλη περιείχε περίπου 350 κτίρια, συνήθως ύψους μεταξύ 10 και 14 ορόφων, και περίπου 10.000 νοικοκυριά.
Τα πανύψηλα κτίρια, ήταν τόσο σφιχτά κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, που από μακριά το μέρος έμοιαζε σαν μία τεράστια ενιαία κατασκευή. Σαν ένας οργανισμός, μία εταιρεία να έχει φτιάξει ένα κολοσσιαίο κτιριακό συγκρότημα. Υπήρχε κάποιο είδος ομοιομορφίας στα δομικά υλικά, τοίχοι από σκυρόδερμα και τούβλα με μικρά σιδερένια μπαλκόνια. Οι καλωδιώσεις ξεκινούσαν από το έδαφος και κατέληγαν στην οροφή που σκεπαζόταν από ένα δάσος κεραιών.
Με το που έμπαινες στην πυκνοκατοικημένη αυτή περιοχή, σημαίνει ότι άφηνες πίσω σου το φως της μέρας. Εκατοντάδες μικρά σοκάκια, τα περισσότερα μόλις λίγα μέτρα πλάτος διαπερνούσαν ανάμεσα τα κτίρια. Ορισμένες διαδρομές κόβονταν κάτω από τα κτίρια, ενώ άλλα είχαν μετατραπεί σε τούνελ που σχηματίστηκαν από τη συσσώρευση απορριμμάτων που πετάχτηκαν από τα παράθυρα πάνω σε συρμάτινο δίχτυ. Ουσιαστικά ήταν ένας λαβύρινθος από μικρά σοκάκια που πνίγονταν στα σκουπίδια και χανονταν κάτω από τις γέφυρες και τα κλιμακοστάσια που ένωναν τα τεράστια κτίρια. Χιλιάδες μεταλλικοί και πλαστικοί σωλήνες νερού περνούσαν κατά μήκος των τοίχων και των οροφών, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν διαρροή και διάβρωση. Οι διαρροές ήταν τόσο έντονες που για να κυκλοφορήσει κανείς στα σκοτεινά αυτά μικρά σοκάκια χρειαζόταν ομπρέλα.
Οι παροχές νερού και ρεύματος της πόλης ήταν ανεπαρκείς και μη ασφαλείς, και στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η κοινότητα εξυπηρετούνταν μόνο από έναν ταχυδρόμο που συχνά χρειαζόταν να σκαρφαλώσει και δύο ανελκυστήρες. Οι ανελκυστήρες ήταν σημαντικοί δεδομένου ότι η πόλη είχε αναπτυχθεί κατακόρυφα, στοιβάζοντας με απίστευτη ευρηματικότητα χιλιάδες μικροσκοπικούς χώρους διαβίωσης τον έναν πάνω στον άλλον.
Πριν κατεδαφιστεί πριν από είκοσι χρόνια, ο φωτογράφος Greg Girard πέρασε χρόνια με τον συνεργάτη του Ian Lambot καταγράφοντας αυτό το μοναδικό φαινόμενο του Χονγκ Κονγκ και θυμάται ότι έμεινε έκπληκτος όταν το είδε για πρώτη φορά.
«Συχνά τα σπίτια χτίζονταν ουσιαστικά πάνω στο διπλανό κτίριο, τρυπώντας τοίχους για να χρησιμοποιήσουν τις σκάλες τους», είπε ο Girard. «Πολλοί από αυτούς δεν είχαν πρόσβαση σε παράθυρο ή στον ανοιχτό χώρο, επειδή ήταν κλεισμένοι στο κέντρο της δομής».
«Ήταν ένα κολοσσιαίο τερατούργημα από κτίρια», θυμάται ο Girard. «Δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο».
Η χρήση της λέξης τερατούργημα ήταν ιδιαίτερα εύστοχος καθώς η περιτειχισμένη αυτή πόλη χιλιάδων κατοίκων ήταν ουσιαστικά αποτέλεσμα ενός ας πούμε “ιστορικού ατυχήματος”.
Η περιτειχισμένη πόλη Kowloon βρισκόταν στα βορειοανατολικά της χερσονήσου Kowloon, στην κύρια στεριά του Χονγκ Κονγκ. Η προέλευσή του εντοπίζεται στη δεκαετία του 1660, όταν η περιοχή μετατράπηκε σε ένα μικρό στρατιωτικό φρούριο. Όταν η Κίνα παραχώρησε ένα κοντινό νησί – το νησί του Χονγκ Κονγκ – στους Βρετανούς στο τέλος του Πρώτου Πολέμου του Οπίου το 1842, Κινέζοι αξιωματούχοι αποφάσισαν να επεκτείνουν το φρούριο για να αποθαρρύνουν τυχόν πρόσθετες βρετανικές εισβολές.
Μέσα σε πέντε χρόνια, οι Κινέζοι είχαν κατασκευάσει ένα γιγαντιαίο γρανιτένιο τείχος γύρω από τα στρατιωτικά γραφεία και τους στρατώνες του φρουρίου και είχαν οπλίσει το τείχος των 4 μέτρων με κανόνια, ονομάζοντας δίκαια το θύλακα “Walled City/ Περιτειχισμένη πόλη”. Όμως τα τείχη και τα κανόνια δεν ήταν αρκετά για να περιορίσουν τους Βρετανούς. Όταν τελείωσε ο Δεύτερος Πόλεμος του Οπίου το 1860, οι Κινέζοι έχασαν περισσότερο από τη γη τους στην Πρώτη Συνέλευση του Πεκίνου, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της χερσονήσου Kowloon.
Οι Κινέζοι και οι Βρετανοί συγκρούστηκαν για το έδαφος για τις επόμενες δεκαετίες. Το 1898, η Κίνα μίσθωσε στη Βρετανία τα εδάφη του νησιού Χονγκ Κονγκ – περιλαμβανομένου και του μεγαλύτερου μέρους της χερσονήσου Kowloon – για μια περίοδο 99 ετών. Το μόνο τμήμα της χερσονήσου που δεν μισθώθηκε ήταν η Περιτειχισμένη Πόλη. Σύμφωνα με τη Δεύτερη Σύμβαση του Πεκίνου, η Κίνα θα μπορούσε να συνεχίσει να ελέγχει το οχυρό, αρκεί να μην επηρεάσει τα βρετανικά στρατεύματα που βρίσκονταν κοντά.
Η πόλη αυτή ουσιαστικά δεν περιήλθε ποτέ πλήρως στον κανονισμό της βρετανικής αποικιακής κυβέρνησης στο Χονγκ Κονγκ αλλά από μία περίοδο και μετά, η περιοχή είχε εγκαταληφθεί πλήρως και από οποιαδήποτε κινεζική διοίκηση. Μετά τις αναταραχές του 1948, η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ είχε καταλήξει σε μια παρόμοια πολιτική μη επέμβασης. Ως αποτέλεσμα, οι κάτοικοί του ήταν ελεύθεροι να χτίσουν τις κατοικίες τους όπως ήθελαν, άναρχα, αγνοώντας τους κώδικες ασφαλείας.
Σκοτεινή Πόλη και μεταφορικά και κυριολεκτικά
Με την απρογραμμάτιστη και άναρχη ανάπτυξή του (τόσο σε φυσικό χώρο όσο και σε πληθυσμό), το φρούριο μετατράπηκε σε ένα θύλακα ανομίας. Οι συγκρούσεις και οι εντάσεις ήταν διαρκείς εντός της κοινότητας, καθώς υπήρχε πλήρης απουσία ελέγχου και υποδομών που διέπουν τις καθημερινές δραστηριότητες μιας πόλης. Στο χάος του Kowloon, δεν υπήρχαν φόροι και πρότυπα επιχειρήσεων και υγιεινής, για να μην αναφέρουμε την έλλειψη αδειοδοτημένων παρόχων υγειονομικής περίθαλψης και αστυνομίας. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να έρθουν στο Kowloon και απλά να εξαφανιστούν. Η εγκληματική δραστηριότητα βρήκε λοιπόν πρόσφορο έδαφος.
Σύντομα, βαρόνοι και βαποράκια βρήκαν ερείσματα στην Πόλη του Σκότους, η οποία έγινε το επίκεντρο του εμπορίου ναρκωτικών του Χονγκ Κονγκ. Η πορνεία άνθισε, στριπτιτζάδικα, πορνογραφικοί κινηματογράφοι και αίθουσες με τυχερά παιχνίδια κατέκλυσαν τα σοκάκια. Πόρνες —συμπεριλαμβανομένων παιδιών— παρακαλούσαν στο σκοτάδι, οδηγώντας τους πελάτες μακριά σε οίκους ανοχής. Και παντού υπήρχαν κορμιά που κείτονταν στο σκοτάδι. Στην οδό Kwong Ming – γνωστή ως «Ηλεκτρικός Σταθμός» – ξύλινοι πάγκοι πουλούσαν φτηνά ναρκωτικά. Ενώ γιατροί και οδοντίατροι χωρίς άδεια προσέφεραν χωρίς έλεγχο και βασικούς κανόνες υγιεινής τις υπηρεσίες τους.
Το οργανωμένο έγκλημα μπορεί να κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος του Kowloon, αλλά δεν καθόρισε την πόλη. Οι επιχειρηματίες, που προσελκύονται από τα χαμηλά ενοίκια που προσφέρουν οι ιδιώτες ιδιοκτήτες, είδαν μια μοναδική ευκαιρία. Ιδρύθηκαν εκατοντάδες εργοστάσια, με ολόκληρες οικογένειες να επανδρώνουν τις γραμμές παραγωγής. Οι συνθήκες ήταν συχνά φρικτές, αλλά η παραγωγικότητα – και το κέρδος – ήταν αξιοσημείωτα. Εκατοντάδες εργοστάσια παρήγαγαν τα πάντα, από μπάλες ψαριού μέχρι μπάλες του γκολφ.
Βαθιά μέσα στο σκοτάδι του κτιρίου, πολλές διαφορετικές μικρές επιχειρήσεις άκμασαν. «Τα μέρη που ξεχώρισαν ήταν τα εργοστάσια κρέατος», λέει ο Girard. «Υπήρχαν πτώματα χοίρων απλωμένα στο πάτωμα. έκαιγαν τις τρίχες με ένα φλόγιστρο, ήταν όλα αρκετά χύμα και φυσικά δεν υπήρχαν νόμοι για την υγεία».
Ολόκληροι διάδρομοι ήταν καλυμμένοι με τη λεπτή σκόνη από αλεύρι που χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή noodles. Διαπεραστικές, χημικές μυρωδιές γέμιζαν τους δρόμους που ήταν δίπλα σε κατασκευαστές μετάλλων και πλαστικών. Τα προϊόντα που κατασκευάζονταν στο Kowloon εξήχθησαν σε όλο το Χονγκ Κονγκ, την Κίνα, ακόμη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον κόσμο. Η κατασκευή πλαστικών και κλωστοϋφαντουργίας ήταν ειδικότητα, όπως και η παραγωγή τροφίμων.
Καταστήματα και πάγκοι με τρόφιμα ήταν στριμωγμένα παντού όπως και τα εστιατόρια και για τους τολμηρούς, το κρέας σκύλου και φιδιού ήταν σπεσιαλιτέ της πόλης
Η αρχή του τέλους για την Kowloon City
Το 1963,για πρώτη φορά σε πάνω από μια δεκαετία, οι αρχές του Χονγκ Κονγκ προσπάθησαν να επέμβουν στο Kowloon, εκδίδοντας εντολή κατεδάφισης για μια γωνιά της πόλης και προτείνοντας τη μετεγκατάσταση των εκτοπισμένων κατοίκων σε μια νέα οικοδομή κοντά. Όταν τα σχέδια δημοσιοποιήθηκαν, η κοινότητα σχημάτισε αμέσως μια «επιτροπή κατά της κατεδάφισης της πόλης Kowloon».
Το 1963, ένα νέο σχέδιο για την κατεδάφιση της πόλης απωθήθηκε ξανά αλλά το 1987, ένα πιο οργανωμένο,μυστικό σχέδιο κέρδισε έδαφος. Οι κάτοικοι και οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων αποζημιώθηκαν αθόρυβα με 2,76 δισεκατομμυρίων δολάρια από τις αρχές του Χονγκ Κονγκ, για να εγκαταλείψουν την Περιτειχισμένη Πόλη.
Αυτή τη φορά, οι κινεζικές αρχές ανταποκρίθηκαν μάλλον στα σχέδια για την κατασκευή ενός δημόσιου πάρκου στη θέση της περιτειχισμένης πόλης Kowloon. Με την Κίνα να έχει στόχο να ανακτήσει τον διοικητικό έλεγχο του υπόλοιπου Χονγκ Κονγκ μέχρι το 1997, δεν υπήρξε καμία κυβερνητική ώθηση κατά της καταστροφής του.
Μόνο μερικές εκατοντάδες κάτοικοι παρέμειναν μέχρι τα τέλη του 1991. Το επόμενο καλοκαίρι, η αστυνομία έδιωξε βίαια όποιον αρνιόταν να φύγει. Μια μπάλα κατεδάφισης ξεκίνησε τη διάλυση της Πόλης του Σκότους στις 23 Μαρτίου 1993, με την κατεδάφιση να διαρκεί περίπου ένα χρόνο. Στις 22 Δεκεμβρίου 1995, στη θέση της άνοιξε το πάρκο Kowloon Walled City Park.
Στο γεμάτο ζωή αυτό πάρκο έχει βρει καταφύγιο έργο καλλιτεχνών, συγγραφέων και φωτογράφων που εμπνεύστηκαν από το πολυπληθές χάος της περιτειχισμένης πόλης και αφιερώθηκαν στην τεκμηρίωση της πόλης και της κοινότητάς της. Ο σκηνοθέτης μάλιστα Christopher Nolan στο «Batman Begins» εμπνεύστηκε από την κλειστοφοβική διάταξη της πόλης για να δημιουργήσει ορισμένες γειτονιές του Gotham City, μία σκοτεινή πόλη ανομίας που χρειάζεται έναν σκοτεινό ήρωα να την προστατέψει.
Όταν ακούμε για πυκνοκατοικημένες περιοχές συνήθως στο μυαλό μας έρχεται η Κίνα και η Ινδία. Με πληθυσμό 11.007.835 κατοίκων στο Νέο Δελχί σίγουρα είναι δύσκολο να βρεις στιγμές ησυχίας και απομόνωσης.
Η πιο πυκνοκατοικημένη όμως περιοχή που έχει υπάρξει ποτέ στον πλανήτη Γη ήταν η πόλη Kowloon, ένας περιτειχισμένος θύλακας μέσα στην τεράστια πόλη του Χονγκ Κονγκ. Σε έναν χώρο 6,4 εκταρίων, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 διέμεναν τουλάχιστον 30.000 άνθρωποι! Ένα μέρος τόσο πυκνά κατοικημένο, που το φως του ήλιου δεν μπορούσε να διαπεράσει τα πανύψηλα κτίρια και να φτάσει στα στενά μικρά μονοπάτια . Δεν ονομάστηκε τυχαία λοιπόν και “Πόλη του Σκότους”. Στο αποκορύφωμά της, η Σκοτεινή Πόλη περιείχε περίπου 350 κτίρια, συνήθως ύψους μεταξύ 10 και 14 ορόφων, και περίπου 10.000 νοικοκυριά.
Τα πανύψηλα κτίρια, ήταν τόσο σφιχτά κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, που από μακριά το μέρος έμοιαζε σαν μία τεράστια ενιαία κατασκευή. Σαν ένας οργανισμός, μία εταιρεία να έχει φτιάξει ένα κολοσσιαίο κτιριακό συγκρότημα. Υπήρχε κάποιο είδος ομοιομορφίας στα δομικά υλικά, τοίχοι από σκυρόδερμα και τούβλα με μικρά σιδερένια μπαλκόνια. Οι καλωδιώσεις ξεκινούσαν από το έδαφος και κατέληγαν στην οροφή που σκεπαζόταν από ένα δάσος κεραιών.
Με το που έμπαινες στην πυκνοκατοικημένη αυτή περιοχή, σημαίνει ότι άφηνες πίσω σου το φως της μέρας. Εκατοντάδες μικρά σοκάκια, τα περισσότερα μόλις λίγα μέτρα πλάτος διαπερνούσαν ανάμεσα τα κτίρια. Ορισμένες διαδρομές κόβονταν κάτω από τα κτίρια, ενώ άλλα είχαν μετατραπεί σε τούνελ που σχηματίστηκαν από τη συσσώρευση απορριμμάτων που πετάχτηκαν από τα παράθυρα πάνω σε συρμάτινο δίχτυ. Ουσιαστικά ήταν ένας λαβύρινθος από μικρά σοκάκια που πνίγονταν στα σκουπίδια και χανονταν κάτω από τις γέφυρες και τα κλιμακοστάσια που ένωναν τα τεράστια κτίρια. Χιλιάδες μεταλλικοί και πλαστικοί σωλήνες νερού περνούσαν κατά μήκος των τοίχων και των οροφών, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν διαρροή και διάβρωση. Οι διαρροές ήταν τόσο έντονες που για να κυκλοφορήσει κανείς στα σκοτεινά αυτά μικρά σοκάκια χρειαζόταν ομπρέλα.
Οι παροχές νερού και ρεύματος της πόλης ήταν ανεπαρκείς και μη ασφαλείς, και στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η κοινότητα εξυπηρετούνταν μόνο από έναν ταχυδρόμο που συχνά χρειαζόταν να σκαρφαλώσει και δύο ανελκυστήρες. Οι ανελκυστήρες ήταν σημαντικοί δεδομένου ότι η πόλη είχε αναπτυχθεί κατακόρυφα, στοιβάζοντας με απίστευτη ευρηματικότητα χιλιάδες μικροσκοπικούς χώρους διαβίωσης τον έναν πάνω στον άλλον.
Πριν κατεδαφιστεί πριν από είκοσι χρόνια, ο φωτογράφος Greg Girard πέρασε χρόνια με τον συνεργάτη του Ian Lambot καταγράφοντας αυτό το μοναδικό φαινόμενο του Χονγκ Κονγκ και θυμάται ότι έμεινε έκπληκτος όταν το είδε για πρώτη φορά.
«Συχνά τα σπίτια χτίζονταν ουσιαστικά πάνω στο διπλανό κτίριο, τρυπώντας τοίχους για να χρησιμοποιήσουν τις σκάλες τους», είπε ο Girard. «Πολλοί από αυτούς δεν είχαν πρόσβαση σε παράθυρο ή στον ανοιχτό χώρο, επειδή ήταν κλεισμένοι στο κέντρο της δομής».
«Ήταν ένα κολοσσιαίο τερατούργημα από κτίρια», θυμάται ο Girard. «Δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο».
Η χρήση της λέξης τερατούργημα ήταν ιδιαίτερα εύστοχος καθώς η περιτειχισμένη αυτή πόλη χιλιάδων κατοίκων ήταν ουσιαστικά αποτέλεσμα ενός ας πούμε “ιστορικού ατυχήματος”.
Η περιτειχισμένη πόλη Kowloon βρισκόταν στα βορειοανατολικά της χερσονήσου Kowloon, στην κύρια στεριά του Χονγκ Κονγκ. Η προέλευσή του εντοπίζεται στη δεκαετία του 1660, όταν η περιοχή μετατράπηκε σε ένα μικρό στρατιωτικό φρούριο. Όταν η Κίνα παραχώρησε ένα κοντινό νησί – το νησί του Χονγκ Κονγκ – στους Βρετανούς στο τέλος του Πρώτου Πολέμου του Οπίου το 1842, Κινέζοι αξιωματούχοι αποφάσισαν να επεκτείνουν το φρούριο για να αποθαρρύνουν τυχόν πρόσθετες βρετανικές εισβολές.
Μέσα σε πέντε χρόνια, οι Κινέζοι είχαν κατασκευάσει ένα γιγαντιαίο γρανιτένιο τείχος γύρω από τα στρατιωτικά γραφεία και τους στρατώνες του φρουρίου και είχαν οπλίσει το τείχος των 4 μέτρων με κανόνια, ονομάζοντας δίκαια το θύλακα “Walled City/ Περιτειχισμένη πόλη”. Όμως τα τείχη και τα κανόνια δεν ήταν αρκετά για να περιορίσουν τους Βρετανούς. Όταν τελείωσε ο Δεύτερος Πόλεμος του Οπίου το 1860, οι Κινέζοι έχασαν περισσότερο από τη γη τους στην Πρώτη Συνέλευση του Πεκίνου, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της χερσονήσου Kowloon.
Οι Κινέζοι και οι Βρετανοί συγκρούστηκαν για το έδαφος για τις επόμενες δεκαετίες. Το 1898, η Κίνα μίσθωσε στη Βρετανία τα εδάφη του νησιού Χονγκ Κονγκ – περιλαμβανομένου και του μεγαλύτερου μέρους της χερσονήσου Kowloon – για μια περίοδο 99 ετών. Το μόνο τμήμα της χερσονήσου που δεν μισθώθηκε ήταν η Περιτειχισμένη Πόλη. Σύμφωνα με τη Δεύτερη Σύμβαση του Πεκίνου, η Κίνα θα μπορούσε να συνεχίσει να ελέγχει το οχυρό, αρκεί να μην επηρεάσει τα βρετανικά στρατεύματα που βρίσκονταν κοντά.
Η πόλη αυτή ουσιαστικά δεν περιήλθε ποτέ πλήρως στον κανονισμό της βρετανικής αποικιακής κυβέρνησης στο Χονγκ Κονγκ αλλά από μία περίοδο και μετά, η περιοχή είχε εγκαταληφθεί πλήρως και από οποιαδήποτε κινεζική διοίκηση. Μετά τις αναταραχές του 1948, η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ είχε καταλήξει σε μια παρόμοια πολιτική μη επέμβασης. Ως αποτέλεσμα, οι κάτοικοί του ήταν ελεύθεροι να χτίσουν τις κατοικίες τους όπως ήθελαν, άναρχα, αγνοώντας τους κώδικες ασφαλείας.
Σκοτεινή Πόλη και μεταφορικά και κυριολεκτικά
Με την απρογραμμάτιστη και άναρχη ανάπτυξή του (τόσο σε φυσικό χώρο όσο και σε πληθυσμό), το φρούριο μετατράπηκε σε ένα θύλακα ανομίας. Οι συγκρούσεις και οι εντάσεις ήταν διαρκείς εντός της κοινότητας, καθώς υπήρχε πλήρης απουσία ελέγχου και υποδομών που διέπουν τις καθημερινές δραστηριότητες μιας πόλης. Στο χάος του Kowloon, δεν υπήρχαν φόροι και πρότυπα επιχειρήσεων και υγιεινής, για να μην αναφέρουμε την έλλειψη αδειοδοτημένων παρόχων υγειονομικής περίθαλψης και αστυνομίας. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να έρθουν στο Kowloon και απλά να εξαφανιστούν. Η εγκληματική δραστηριότητα βρήκε λοιπόν πρόσφορο έδαφος.
Σύντομα, βαρόνοι και βαποράκια βρήκαν ερείσματα στην Πόλη του Σκότους, η οποία έγινε το επίκεντρο του εμπορίου ναρκωτικών του Χονγκ Κονγκ. Η πορνεία άνθισε, στριπτιτζάδικα, πορνογραφικοί κινηματογράφοι και αίθουσες με τυχερά παιχνίδια κατέκλυσαν τα σοκάκια. Πόρνες —συμπεριλαμβανομένων παιδιών— παρακαλούσαν στο σκοτάδι, οδηγώντας τους πελάτες μακριά σε οίκους ανοχής. Και παντού υπήρχαν κορμιά που κείτονταν στο σκοτάδι. Στην οδό Kwong Ming – γνωστή ως «Ηλεκτρικός Σταθμός» – ξύλινοι πάγκοι πουλούσαν φτηνά ναρκωτικά. Ενώ γιατροί και οδοντίατροι χωρίς άδεια προσέφεραν χωρίς έλεγχο και βασικούς κανόνες υγιεινής τις υπηρεσίες τους.
Το οργανωμένο έγκλημα μπορεί να κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος του Kowloon, αλλά δεν καθόρισε την πόλη. Οι επιχειρηματίες, που προσελκύονται από τα χαμηλά ενοίκια που προσφέρουν οι ιδιώτες ιδιοκτήτες, είδαν μια μοναδική ευκαιρία. Ιδρύθηκαν εκατοντάδες εργοστάσια, με ολόκληρες οικογένειες να επανδρώνουν τις γραμμές παραγωγής. Οι συνθήκες ήταν συχνά φρικτές, αλλά η παραγωγικότητα – και το κέρδος – ήταν αξιοσημείωτα. Εκατοντάδες εργοστάσια παρήγαγαν τα πάντα, από μπάλες ψαριού μέχρι μπάλες του γκολφ.
Βαθιά μέσα στο σκοτάδι του κτιρίου, πολλές διαφορετικές μικρές επιχειρήσεις άκμασαν. «Τα μέρη που ξεχώρισαν ήταν τα εργοστάσια κρέατος», λέει ο Girard. «Υπήρχαν πτώματα χοίρων απλωμένα στο πάτωμα. έκαιγαν τις τρίχες με ένα φλόγιστρο, ήταν όλα αρκετά χύμα και φυσικά δεν υπήρχαν νόμοι για την υγεία».
Ολόκληροι διάδρομοι ήταν καλυμμένοι με τη λεπτή σκόνη από αλεύρι που χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή noodles. Διαπεραστικές, χημικές μυρωδιές γέμιζαν τους δρόμους που ήταν δίπλα σε κατασκευαστές μετάλλων και πλαστικών. Τα προϊόντα που κατασκευάζονταν στο Kowloon εξήχθησαν σε όλο το Χονγκ Κονγκ, την Κίνα, ακόμη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον κόσμο. Η κατασκευή πλαστικών και κλωστοϋφαντουργίας ήταν ειδικότητα, όπως και η παραγωγή τροφίμων.
Καταστήματα και πάγκοι με τρόφιμα ήταν στριμωγμένα παντού όπως και τα εστιατόρια και για τους τολμηρούς, το κρέας σκύλου και φιδιού ήταν σπεσιαλιτέ της πόλης
Η αρχή του τέλους για την Kowloon City
Το 1963,για πρώτη φορά σε πάνω από μια δεκαετία, οι αρχές του Χονγκ Κονγκ προσπάθησαν να επέμβουν στο Kowloon, εκδίδοντας εντολή κατεδάφισης για μια γωνιά της πόλης και προτείνοντας τη μετεγκατάσταση των εκτοπισμένων κατοίκων σε μια νέα οικοδομή κοντά. Όταν τα σχέδια δημοσιοποιήθηκαν, η κοινότητα σχημάτισε αμέσως μια «επιτροπή κατά της κατεδάφισης της πόλης Kowloon».
Το 1963, ένα νέο σχέδιο για την κατεδάφιση της πόλης απωθήθηκε ξανά αλλά το 1987, ένα πιο οργανωμένο,μυστικό σχέδιο κέρδισε έδαφος. Οι κάτοικοι και οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων αποζημιώθηκαν αθόρυβα με 2,76 δισεκατομμυρίων δολάρια από τις αρχές του Χονγκ Κονγκ, για να εγκαταλείψουν την Περιτειχισμένη Πόλη.
Αυτή τη φορά, οι κινεζικές αρχές ανταποκρίθηκαν μάλλον στα σχέδια για την κατασκευή ενός δημόσιου πάρκου στη θέση της περιτειχισμένης πόλης Kowloon. Με την Κίνα να έχει στόχο να ανακτήσει τον διοικητικό έλεγχο του υπόλοιπου Χονγκ Κονγκ μέχρι το 1997, δεν υπήρξε καμία κυβερνητική ώθηση κατά της καταστροφής του.
Μόνο μερικές εκατοντάδες κάτοικοι παρέμειναν μέχρι τα τέλη του 1991. Το επόμενο καλοκαίρι, η αστυνομία έδιωξε βίαια όποιον αρνιόταν να φύγει. Μια μπάλα κατεδάφισης ξεκίνησε τη διάλυση της Πόλης του Σκότους στις 23 Μαρτίου 1993, με την κατεδάφιση να διαρκεί περίπου ένα χρόνο. Στις 22 Δεκεμβρίου 1995, στη θέση της άνοιξε το πάρκο Kowloon Walled City Park.
Στο γεμάτο ζωή αυτό πάρκο έχει βρει καταφύγιο έργο καλλιτεχνών, συγγραφέων και φωτογράφων που εμπνεύστηκαν από το πολυπληθές χάος της περιτειχισμένης πόλης και αφιερώθηκαν στην τεκμηρίωση της πόλης και της κοινότητάς της. Ο σκηνοθέτης μάλιστα Christopher Nolan στο «Batman Begins» εμπνεύστηκε από την κλειστοφοβική διάταξη της πόλης για να δημιουργήσει ορισμένες γειτονιές του Gotham City, μία σκοτεινή πόλη ανομίας που χρειάζεται έναν σκοτεινό ήρωα να την προστατέψει.