Ο πρόεδρος του Ιράν, Ebrahim Raisi, έφτασε χθες στο Πεκίνο για μία τριήμερη επίσκεψη στον ομόλογό του Xi Jinping, την πρώτη μετά τον Αύγουστο του 2021. Η συνάντηση αυτή σηματοδοτεί ουσιαστικά τη συνέχιση της συμφωνίας που είχαν υπογράψει οι δύο χώρες το Μάρτη του 2021, ενισχύοντας την οικονομική και πολιτική τους συμμαχία. Σε μία περίοδο που οι σχέσεις Ιράν και Δύσης είναι ιδιαίτερα τεταμένες τόσο στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλά και λόγω της ανάμειξής της Τεχεράνης στο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, Ιράν και Κίνα, που και οι δύο πλήττονται από αμερικανικές κυρώσεις συναντώνται για να σφυρηλατήσουν μια πιο ισχυρή συνεργασία.
Μια μικρή αναδρομή στην αέναη σύγκρουση ΗΠΑ και Ιράν
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες το Ιράν αποτελεί ένα πάγιο πρόβλημα στη ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή καθώς αποτελεί μια χώρα που αμφισβητεί την αμερικανική πολιτική, που παραμένει σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ και διαθέτει πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου και άρα δυνητικά την ανάπτυξη της ικανότητας παραγωγής πυρηνικού οπλοστασίου κάτι που θα αλλάξει καθοριστικά τους συσχετισμούς στην περιοχή. Με στόχο τον περιορισμό μιας τέτοιας εξέλιξης, οι ΗΠΑ από την Ισλαμική επανάσταση του 1979, ασκούν πιέσεις στην ιρανική κυβέρνηση μέσω κυρώσεων που έχουν σαν στόχο να πλήξουν την οικονομία του. Επιπλέον, ξεκίνησαν γύρους διαπραγματεύσεων προκειμένου να καταλήξουν σε μια συμφωνία που θα ήθελε το Ιράν να δεχόταν έναν μηχανισμό επιτήρησης του πυρηνικού του προγράμματος εξασφαλίζοντας ότι ο εμπλουτισμός ουρανίου δε θα έφτανε σε σημείο ικανό για την παραγωγή πυρηνικού όπλου και σε αντάλλαγμα θα έπαιρνε την άρση σημαντικού μέρους των κυρώσεων και άρα θα μπορούσε να έχει μεγάλα οικονομικά οφέλη.
Όμως, ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου των ΗΠΑ δεν επιθυμούσε μια τέτοια συμφωνία. Θεωρούσε ότι το βασικό ήταν να ασκηθεί η «μέγιστη πίεση» στο Ιράν μέσω κυρώσεων και γενικά να αντιμετωπιστεί ως εχθρική δύναμη. Ανάλογη πίεση ασκούνταν διαρκώς και από το Ισραήλ προς τις ΗΠΑ. Έτσι το 2018 ο Donald J. Trump απέσυρε μονομερώς τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα, επέβαλε κυρώσεις και λίγο μετά προσέθεσε τους Φρουρούς της Επανάστασης – που αποτελούν τμήμα των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων- στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων. Αυτό έγινε σε μία περίοδο ισχυρών αναταράξεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με τον εμφύλιο πόλεμο να μαίνεται στην Υεμένη και το Ιράν να υποστηρίζει τους αντάρτες Χούτι που συγκρούονται με δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας (ισχυρό σύμμαχο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή), ενισχύοντας έτσι έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων ταράζοντας ακόμα περισσότερο τις ήδη τεταμένες ισορροπίες.
Παρότι μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα επιθυμούν την επαναφορά της συμφωνίας, οι διαπραγματεύσεις έχουν ουσιαστικά παγώσει από τον Σεπτέμβριο, καθώς υπάρχουν σημαντικά σημεία εμπλοκής, αφενός γιατί η Δύση αυτή της στιγμή αντιμετωπίζει το Ιράν ως σύμμαχο της Ρωσίας αλλά και γιατί το ζήτημα του αποχαρακτηρισμού των Φρουρών της Επανάστασης ως τρομοκρατικής οργάνωσης, έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με το εσωτερικό αντι-ιρανικό αμερικανικό μπλοκ που είναι υπέρ μιας ακόμη πιο σκληρής γραμμής απέναντι στο Ιράν.
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να συμπληρώνει ένα χρόνο σε λίγες μέρες, το Ιράν έχοντας νέες κυρώσεις από την αμερικανική κυβέρνηση, υποστηρίζει εμπράκτως τη Ρωσία και φαίνεται να ενισχύει τις πυρηνικές της βλέψεις σε πείσμα των αντιδράσεων και πιέσεων της διεθνούς κοινότητας. Φαίνεται λοιπόν να αναδύεται πλέον μια νέα εποχή άμεσης αμερικανικής αντιπαράθεσης με το Ιράν σύμφωνα με τον αρθρογράφο David E. Sanger των New York Times, που έρχεται να ενισχυθεί από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας αλλά και τις ατελέσφορες διαπραγματεύσεις ΗΠΑ και Ιράν.
Σχέσεις Τεχεράνης – Πεκίνου
Οι μακροχρόνιες κυρώσεις και η προσπάθεια οικονομικής του απομόνωσης, έχουν μεγάλο κοινωνικο-οικονομικό κόστος για το Ιράν που εδώ και χρόνια αναζητά εναλλακτικές συμμαχίες ώστε να αντισταθμίσει τις αμερικανικές πιέσεις. Έχοντας την Ουκρανία σαν αφορμή για την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας με τη Ρωσία (κυρίως προσφέροντας τεχνογνωσία στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη), η Τεχεράνη φαίνεται να κάνει περεταίρω άνοιγμα προς την Ασία με σκοπό την αναζήτηση συνεργασιών (χαρακτηριστικό παράδειγμα η συμμετοχή της στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης) και την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας της με την Κίνα (ξεπερνώντας οποιαδήποτε καχυποψία και εμπόδια μπορεί να υπάρχουν).
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο γίγαντας της Ανατολής εδώ και χρόνια έχει αναπτύξει το πρόγραμμα «Μία Ζώνη, ένας Δρόμος», που θεωρείται η μοντέρνα εκδοχή του Δρόμου του Μεταξιού. Πρόκειται για ένα σύνολο διασύνδεσης εμπορικών συναλλαγών και έργων υποδομής στην Ασία, την Ευρώπη και τον Ειρηνικό με στόχο την ενίσχυσής της θέσης της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία.
Που αποσκοπεί η διμερής αυτή συνάντηση;
Η παρούσα συνάντηση φαίνεται να έρχεται σαν αντιστάθμισμα της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στις δύο χώρες και να στοχεύει στην αναβάθμιση της συνεργασίας Τεχεράνης – Πεκίνου με μία σειρά συμφωνιών που θα τους επιτρέψουν να προωθήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα και να ενισχύσουν τις ήδη υπάρχουσες εμπορικές τους σχέσεις. Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Bloomberg, η Κίνα είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός εμπορικός εταίρος του Ιράν καθώς το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πετρελαίου του, εξάγεται εκεί. Χαρακτηριστικά, τον Δεκέμβριο του 2022, οι εισαγωγές αργού πετρελαίου της Κίνας από το Ιράν άγγιξαν το1,2 εκ βαρέλια ημερησίως.
Ωστόσο, ο Wang Wenbin εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας αρνήθηκε ότι η συνάντηση αυτή ήρθε σαν αντιστάθμισμα του αμερικανικού ρόλου στη Μέση Ανατολή. «Η Κίνα και το Ιράν έχουν φιλικές σχέσεις. Η ανάπτυξη φιλικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών αποτελεί καταλυτικό παράγοντα στην ευημερία των δύο λαών καθώς και στην ειρήνη και σταθερότητα στη Μέση Ανατολή». Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, προχώρησαν την υπογραφή 20 συμφωνιών συνεργασίας με σκοπό την εξάπλωση τους σε τομείς όπως «το εμπόριο, η γεωργία, η αυτοκινητοβιομηχανία, η μετάλλευση, ο τουρισμός αλλά και στην ενίσχυση των ήδη ενεργών οικονομικών συμπράξεων», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Xi Jinping. «Η Κίνα είναι διατεθειμένη να συνεχίσει τη συνεργασία με το Ιράν για την κοινή δημιουργία του προγράμματος Μια Ζώνη ένας Δρόμος» προσέθεσε ο Κινέζος πρόεδρος, ενισχύοντας την κινεζική ρητορική ότι η συνάντηση δεν έρχεται σαν κόντρα στις αμερικανικές πρακτικές.
Παρόλα αυτά μέσα από κοινές δηλώσεις των προέδρων, οι δύο χώρες φαίνεται να ασκούν πιέσεις προς τη Δύση προκειμένου να αρθούν οι κυρώσεις εναντίον της Τεχεράνης, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο αποτελεί βασικό βήμα για τη συνέχισή των διαπραγματεύσεων για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. «Όλες οι σχετικές κυρώσεις θα πρέπει να αρθούν πλήρως, με τρόπο που μπορεί να επιβεβαιωθεί, προκειμένου να προωθηθεί η πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή της συμφωνίας» δήλωσε ο Κινέζος πρόεδρος. Υπογράμμισε επίσης ότι η Κίνα θα «συμμετάσχει εποικοδομητικά» στις συνομιλίες για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με στόχο την εφαρμογή της συμφωνίας, ενώ παράλληλα εξέφρασε τη στήριξή του προς τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του Ιράν.
«Η Κίνα υποστηρίζει το Ιράν και την κυριαρχία του και αντιτίθεται σθεναρά στις παρεμβάσεις από ξένες δυνάμεις και στην υπονόμευση της ασφάλειας και της σταθερότητάς του».
Το Ιράν έχει ως απώτερο σκοπό την άρση των κυρώσεων ώστε να πάρει μια ανάσα από τις χρόνιες πιέσεις και να μειώσει την έντονη δυσαρέσκεια που επικρατεί στο εσωτερικό για την οικονομική κρίση. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει να αυξήσει την αναπτυξιακή του δυναμική, προσελκύοντας επενδύσεις και αυξάνοντας τις εισαγωγές αξιοποιώντας στο μέγιστο τον ενεργειακό του πλούτο. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα. Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να μπορεί άμεσα να πραγματοποιηθεί μιας και η προοπτική μιας συμφωνίας απομακρύνεται όλο και πιο πολύ για τη Δύση που βλέπει την εγγύτητα του Ιράν με τη Ρωσία ως μια άμεση απειλή για τον ζωτικό της χώρο. Επομένως, η σφυρηλάτηση και αναβάθμιση μιας εποικοδομητικής συνεργασίας με μια οικονομική υπερδύναμη αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια την Τεχεράνη μια ισχυρή εναλλακτική στο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων .
Με πληροφορίες από: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Bloomberg, The New York Times, Reuters