Σαν σήμερα, πριν 20 χρόνια, στις 20 Μαρτίου του 2003, οι ΗΠΑ, υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεότερου και οι σύμμαχοί τους εισβάλουν στο Ιράκ προσθέτοντας μια ακομα ματωμένη σελίδα σε ένα κεφάλαιο γνωστό και ως πόλεμοι των ΗΠΑ «κατά της τρομοκρατίας», με αφορμή την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στους Δίδυμους Πύργους. Καθώς ολόκληρη η υφήλιος παρακολουθούσε τις βόμβες και τους πυραύλους να πέφτουν βροχή στις πόλεις του Ιράκ στην εναρκτήρια εκστρατεία «σοκ και δέους» εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν, οι τεκτονικές πλάκες της διεθνούς τάξης άλλαξαν οριστικά.
Το αμυντικό δόγμα της ανάσχεσης το οποίο ακολούθησαν ευλαβικά όλες οι αμερικανικές κυβερνήσεις, αντικαθίσταται μετά την 11η Σεπτεμβρίου με το δόγμα των προληπτικών πολέμων. Η επίσημη και ευρέως αποδεκτή γραμμή των ΗΠΑ, παρουσίαζε την επίθεση αυτή ως μία απάντηση στο πρόγραμμα όπλων μαζικής καταστροφής (ΟΜΚ) του Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος σύμφωνα με το αφήγημα φαινόταν να έχει σχέσεις με την Αλ Κάιντα και να διαδραματίζει ρόλο στην 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Ειδικά οι πυρηνικές δυνατότητες του Ιράκ θεωρήθηκαν αρκετά ανησυχητικές για να υποκινήσουν τον πόλεμο. «Τι άλλη απόδειξη θέλετε;» είχε πει η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις. «Ένα σύννεφο μανιταριού πάνω από μία Αμερικανική πόλη;». Ο Σαντάμ Χουσεϊν μπορεί να ανατράπηκε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα από την εισβολή και τελικά να εκτελέστηκε τον Δεκέμβριο του 2006, η προπαγανδιστική ρητορική όμως των όπλων μαζικής καταστροφής αποδείχτηκε ένα φιάσκο, και η εισβολή απλά συνέβαλε σε μία μακροχρόνια και καταστροφική κατοχή της χώρας. Όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους εκφώνησε στην ομιλία του «Η αποστολή ολοκληρώθηκε» την 1η Μαΐου, η φράση αυτή ακούστηκε σαν ύβρις σε μια χώρα που είχε κατακλυστεί από χάος και όπου η αποσταθεροποίηση αποτελούσε το μοναδικό απόηχο της αμερικανικής στρατηγικής.
«Έγιναν περίπου 700 επιθεωρήσεις και σε καμία περίπτωση δεν βρήκαμε όπλα μαζικής καταστροφής», είπε ο Hans Blix, ο Σουηδός διπλωμάτης που υπηρέτησε ως επικεφαλής επιθεωρητής όπλων των Ηνωμένων Εθνών από το 2000 έως το 2003. Το «σύννεφο μανιταριού πάνω από το Μανχάταν» για το οποίο προειδοποίησε η Κοντολίζα Ράις ήταν ένα σύννεφο προπαγάνδας για να ενισχύσει την αμερικανική ρητορική.
Όταν πλέον η δικαιολογία για τα ΟΜΚ δεν ευσταθούσε, υπήρξε μια στροφή στην προπαγανδιστική αφήγηση προς τη «δημοκρατία» και την «οικοδόμηση του έθνους». Ενώ η εισβολή πουλήθηκε από τα νεοσυντηρητικά στελέχη της κυβέρνησης Μπους ως ένας τρόπος να αναδομήσουν τη Μέση Ανατολή με γνώμονα τη διεθνή ασφάλεια, σταθερότητα και τον εκδημοκρατισμό, οι εξελίξεις μαρτυρούν ότι έφεραν τα αντίθετα αποτελέσματα.Οι θανατηφόρες συνέπειες του πολέμου εκλογικεύτηκαν ως οι παράπλευρες απώλειες για τη δημιουργία ενός «νέου Ιράκ».
Αλλά οι υποσχέσεις και τα σχέδια ανοικοδόμησης έγιναν μαύρες τρύπες για δισεκατομμύρια δολάρια και τροφοδότησαν μια κουλτούρα διαφθοράς. Η επιβολή της ειρήνης αποδεικνύεται δύσκολη και αιματηρή. Με τη λήξη των επιχειρήσεων το Μάιο δρομολογείται μια διαδικασία πλήρους αποδιοργάνωσης του κράτους και των κοινωνικών δομών του. Η εισβολή έφερε πράγματι ένα νέο Ιράκ. Ένα Ιράκ που πλέον αντιμετώπιζε μια καταστροφική συνέπεια του πολέμου κατά της τρομοκρατίας: την τρομοκρατία. Το «νέο Ιράκ» που υποσχέθηκαν έφερε βόμβες αυτοκινήτων, επιθέσεις αυτοκτονίας, την Αλ Κάιντα και αργότερα το Ισλαμικό Κράτος – το οποίο και εκκολάφθηκε στις στρατιωτικές φυλακές των ΗΠΑ στο Ιράκ.
Η ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής αποτέλεσε ένα από τα «935 ψέματα», μισές αλήθειες και παραποίηση στοιχείων του προέδρου Μπους, καθώς και επτά ακόμη αξιωματούχων στην ενορχηστρωμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης προκειμένου να «νομιμοποιηθεί» ο πόλεμος κατά του Ιράκ, σύμφωνα με έρευνα του αμερικανικού, μη κερδοσκοπικού δημοσιογραφικού οργανισμού, Center for Public Integrity, που δημοσιοποίησε το 2008.
H απόφαση να εισβάλουν στο Ιράκ, τάραξε τη διεθνή κοινότητα και την υπάρχουσα ισορροπία των δυνάμεων. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η επίθεση δημιούργησε αναμφισβήτητα ένα κακό προηγούμενο. Έδωσε χώρο σε αναθεωρητικές φωνές να καλλιεργηθούν και να γιγαντωθούν αμφισβητώντας ένα από τα πιο ουσιαστικά στοιχεία του διεθνούς δικαίου: την αυτοδιάθεση ενός κράτους και την υποχρέωση σεβασμού της εδαφικής του ακεραιότητας. Και αυτή η αμφισβήτηση έγινε με βάση την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα. Η προσπάθεια των ΗΠΑ να νομιμοποιήσουν την επίθεση που κατέστρεψε ολοκληρωτικά μία χώρα, άνοιξε το δρόμο για παρόμοιες τακτικές δημιουργώντας ένα προηγούμενο που θα εκμεταλλευόταν η Μόσχα αλλά και άλλοι διεθνείς δρώντες.
Το αφήγημα του Πούτιν για αποστρατικοποίηση και αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας, φέρνει μνήμες από το αμερικανικό αφήγημα στο Ιράκ. Η εισβολή στο Ιράκ μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ως σημείο εκκίνησης μιας νέας περιόδου εκτεταμένης παραπληροφόρησης που επικυρώνεται από το κράτος και χρησιμοποείται αλόγιστα για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εκάστοτε δύναμης.
Η Ρωσία με έντονη πορπαγανδιστική πολιτική και παραπληροφόρηση, προσπαθεί να κάνει αυτό που οι ΗΠΑ έκαναν για δεκαετίες στη Μέση Ανατολή. Να αυξήσει τις σφαίρες επιρροής της και να υπογραμμίσει ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να προωθήσει τα συμφέροντά της.
Η αμερικανική αδιαφορία για τις συνέπειες μιας τέτοιας επίθεσης καθώς και για τις υπόλοιπες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος «καλλιέργησε μια αντι-δυτική ρητορική μιας και δημιούργησε την αίσθηση ότι οι ΗΠΑ μπορούν να κινούνται μονομερώς αγνοώντας τα συμφέροντα των Ρώσων και όλων των υπολοίπων δυνάμεων» όπως υποτήριξε ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Επιπλέον, υπάρχει ένα αξιόπιστο επιχείρημα ότι, στην Τεχεράνη, η πτώση του Σαντάμ θεωρήθηκε ως ώθηση, παρά ως αποθάρρυνση, για τον πυρηνικό εμπλουτισμό, καθώς άναψε επίσης τη σπίθα για την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους και επιδείνωσε τις μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας (Σιιτών δηλαδή και Σουνιτών).
Σίγουρα, οι εξελίξεις στην Ουκρανία δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τα λάθη της αμερικανικής πολιτικής. Ωστόσο τόσο οι ρωσικές αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του Πούτιν, καθώς και οι προσπάθειες του Ιράν να επικτείνει την περιφερειακή του επιρροή, με διαφορετικούς τρόπους, έλαβαν την εισβολή στο Ιράκ ως σημείο αναφοράς για να απωθήσουν τη Δύση, επικαλούμενοι την έννοια της δυτικής υποκρισίας ως κάλυψη των δικών τους φιλοδοξιών και να αμφισβητήσουν τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Από τη χρήση χημικών όπλων στη Συρία (όπου η Ρωσία και το Ιράν παρενέβησαν στο πλευρό του δολοφονικού καθεστώτος Άσαντ) τον εμφύλιο στην Υεμένη, τις κινεζικές διεκδικήσεις στην Ταϊβάν και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, μέχρι την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και το πρόγραμμα πυρηνικών και βαλλιστικών όπλων της Βόρειας Κορέας η νέα αίσθηση ατιμωρησίας πρωταγωνιστεί στις διεθνείς επιδιώξεις πολλών στρατιωτικών δυνάμεων.
Η εισβολή στο Ιράκ και η ανατροπή της κυβέρνησης του προκάλεσε μία μακροχρόνια κατοχή με υπερπολλαπλάσια θύματα από την ίδια την επίθεση, τρομακτικές καταστροφές των υποδομών της, με οικονομικές και πολιτικές μακροχρόνιες συνέπειες. Η χώρα ισοπεδώθηκε. Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν τρομακτικές. Σύμφωνα με την οργάνωση Iraq Body Count, οι νεκροί έφτασαν τους 1.366.350. Από το 2003 μέχρι και πριν την εμφάνιση του ISIS, μόλις το 20% του πληθυσμού είχε πρόσβαση σε στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, το 45% σε καθαρό νερό, ενώ το 50% είχε ηλεκτρική ενέργεια μόνο τη μισή μέρα. Το 53% του πληθυσμού ήταν κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ η εισβολή άφησε πίσω της απόλυτα διχασμένη, θρησκευτικά, την ιρακινή κοινωνία. Αποτέλεσε όμως και την αρχή ενός νέου κεφαλαίου που θα αναδιαμόρφωνε την προϋπάρχουσα τάξη πραγμάτων και θα δημιουργούσε τις συνθήκες για να ακμάσουν αναθεωρητικές δυνάμεις που έχουν σαν στόχο την αμφισβήτηση της δυτικής ιδεολογικής πρωτοκαθεδρίας με το ίδιο νόμισμα, την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση και την καταπάτηση του διεθνούς δικαίου.