Εννέα μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο Βλαντιμίρ Πούτιν φαίνεται ότι αρχίζει να διασπά (και επισήμως ή αλλιώς και με την «βούλα») τη Δύση, σηλαδή την συμμαχία ΕΕ και ΗΠΑ.
Το divide et impera [διαίρει και βασίλευε] του ρώσου προέρδου αρχίζει και αποδίδει καρπούς καθώς κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δηλώνουν «εξοργισμένοι» με την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, κατηγορώντας την ότι «θησαυρίζει από τον πόλεμο, ενώ όλες οι χώρες της ΕΕ υποφέρουν».
«Το γεγονός είναι ότι η χώρα που κερδίζει περισσότερο από αυτόν τον πόλεμο είναι οι ΗΠΑ, επειδή πουλάνε περισσότερο φυσικό αέριο και σε υψηλότερες τιμές και επειδή πουλάνε περισσότερα όπλα», δήλωσε, ανώνυμα, ένας ανώτερος αξιωματούχος της ΕΕ, μιλώντας στο Politico, το οποίο φιλοξενεί ένα σχετικό και εκτενές άρθρο.
«Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε πραγματικά σε μια ιστορική συγκυρία», δήλωσε ο ίδιος αξιωματούχος της ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι το διπλό «χτύπημα» των «εμπορικών διαταραχών» από τις αμερικανικές επιδοτήσεις και ταυτόχρονα τις υψηλές τιμές ενέργειας, κινδυνεύει να στρέψει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εναντίον τόσο της προσπάθειας στήριξης της Ουκρανίας όσο και του ίδιου του ΝΑΤΟ.
«Η Αμερική πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η κοινή γνώμη αλλάζει σε πολλές χώρες της ΕΕ», κατέληξε ο ίδιος.
Το ίδιο ακριβώς πράγμα υποστήριξε, άλλωστε, προ ημερών, και ο ίδιος ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Γιοζέπ Μπορέλ: «Οι Αμερικανοί λαμβάνουν αποφάσεις που έχουν οικονομικό αντίκτυπο σε εμάς [τους Ευρωπαίους]», δήλωσε σε συνέντευξή του στο Politico, καλώντας παράλληλα την Ουάσινγκτον «να ανταποκριθεί στις ευρωπαϊκές ανησυχίες».
Αμετακίνητη η Ουάσινγκτον
«Η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη προκαλείται από την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία και τον ενεργειακό πόλεμο του Πούτιν εναντίον της Ευρώπης, τελεία και παύλα», δήλωσε με την σειρά του ένας εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Τζο Μπάιντεν, προσθέτοντας εμφατικά, αλλά δίχως να το στηρίξει με εμφανή επιχειρήματα, ότι «οι εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη αυξήθηκαν δραματικά και επέτρεψαν στην Ευρώπη να διαφοροποιηθεί από τη Ρωσία».
«Το μεγαλύτερο σημείο έντασης τις τελευταίες εβδομάδες ήταν οι “πράσινες” επιδοτήσεις και οι φόροι του Μπάιντεν που, σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, στρέφουν άδικα το εμπόριο μακριά από την ΕΕ και απειλούν να καταστρέψουν τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Παρά τις επίσημες αντιρρήσεις της Ευρώπης, η Ουάσινγκτον δεν έχει δείξει μέχρι στιγμής κανένα σημάδι υποχώρησης», σημειώνει το δημοσίευμα του Politico.
Και ο Πούτιν παίζει, την ίδια στιγμή, το δικό του παιχνίδι (και καλά κάνει): η εισβολή στην Ουκρανία ωθεί τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε ύφεση, με τον πληθωρισμό να εκτοξεύεται στα ύψη και την καταστροφική συμπίεση των ενεργειακών αποθεμάτων να απειλεί με πολλαπλές διακοπές ρεύματος τον φετινό χειμώνα, τουλάχιστον μέχρι τον Μάρτιο του 2023.
Και τι κάνουν από την πλευρά τους, οι χώρες της ΕΕ; Καθώς προσπαθούν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη ρωσική ενέργεια, στρέφονται σε φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ, μόνο που η τιμή που πληρώνουν οι Ευρωπαίοι στις ΗΠΑ είναι σχεδόν τετραπλάσια από το κόστος των ίδιων καυσίμων στην Αμερική. «Για να μην αναφέρουμε και την πιθανή αύξηση των παραγγελιών για αμερικανικής κατασκευής στρατιωτικά εξαρτήματα, καθώς τα ευρωπαϊκά στρατιωτικά αποθέμετα μειώνονται μετά την αποστολή όπλων στην Ουκρανία», συμπληρώνει το άρθρο.
Βαρύ το κλίμα στις Βρυξέλλες
Η ΕΕ «βράζει» λοιπόν εναντίον του Μπάιντεν και της κυβέρνησής του -κυρίως δε, για τον τρόπο με τον οποίο η αμερικανική κυβέρνηση αγνοεί παντελώς τον αντίκτυπο των εγχώριων οικονομικών πολιτικών της απέναντι στους ευρωπαίους συμμάχους (της).
Ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι «οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου στις ΗΠΑ δεν είναι φιλικές», ενώ ο δερμανός υπουργός Οικονομίας κάλεσε την Ουάσινγκτον να δείξει περισσότερη «αλληλεγγύη» και να βοηθήσει στη μείωση του ενεργειακού κόστους και να βοηθήσει με κάποιον τρόπο την τσέπη του μέσου ευρωπαίου καταναλωτή.
Όπως υπερτονίζει το Politico, αξιωματούχοι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αναγνωρίζουν τους κινδύνους που θα έχει αυτή η «ολοένα και πιο τοξική ατμόσφαιρα για τη συμμαχία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ». Και αυτή η διαμάχη είναι ακριβώς αυτό που θα επιθυμούσε ο Πούτιν. Αυτός που ήταν ο πρωταρχικός του στόχος και το κύριο μέλημά του, όταν ξεκινούσε τον πόλεμο.
Και όλα αυτά συμβαίνουντ ην ίδια ώρα που εντός των ΗΠΑ μαίνεται και ένας ταυτόχρονος «πόλεμος»: η αυξανόμενη διαμάχη σχετικά με το Νόμο για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act ή IRA) του Μπάιντεν, ήτοι ένα τεράστιο πακέτο μέτρων για τη φορολογία, το κλίμα και την υγειονομική περίθαλψη που είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν και εφόσον ψηφιστεί, θα θέσει και άλλο βάρος πάνω στις ευρωπαϊκές «πλάτες». Μιλάμε για ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων ύψους 369 δισ. δολαρίων για τη στήριξη των «πράσινων» βιομηχανιών των ΗΠΑ. Δεν μιλάμε για ένα ευκαταφρόνητο ποσό.
«Ο IRA (σ.σ. Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού) είναι πολύ ανησυχητικός. Ο δυνητικός αντίκτυπος στην ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι πολύ μεγάλος» δήλωσε η Ολλανδή υπουργός Εμπορίου, Λίσε Σραϊνεμάχερ, ενώ με την σειρά του, ο Τονίνο Πικούλα, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις Διατλαντικές Σχέσεις, έσπευσε να προσθέσει με νόημα ότι «οι ΗΠΑ ακολουθούν μια εσωτερική ατζέντα, η οποία δυστυχώς κάνει διακρίσεις εις βάρος των συμμάχων των ΗΠΑ».
Που έγκειται, εν τέλει, η περιλάλητη «συμμαχία»;
«Ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού θα αλλάξει τα πάντα. Είναι η Ουάσινγκτον ακόμα σύμμαχός μας ή όχι;», δήλωσε ένας διπλωμάτης της ΕΕ.
«Αν και κατανοούμε ότι ορισμένοι εμπορικοί εταίροι έχουν ανησυχίες για το πώς θα λειτουργήσουν στην πράξη οι διατάξεις του IRA σε σχέση με τους παραγωγούς τους, δεσμευόμαστε να συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε μαζί τους και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες τους αυτές», είπε σιβυλλικά ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ., επισημαίνοντας ότι για τον πρόεδρο Μπάιντεν, η συγκεκριμένη νομοθεσία αποτελεί «ένα ιστορικό επίτευγμα για το κλίμα».
«Οι επιδοτήσεις αυτές [του IRA] εισάγουν διακρίσεις και θα στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό» εκτίμησε ένας αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας, με τον ίδιο τον γάλλο υπουργό Οικονομίας, Μπρουνό Λεμέρ, να κατηγορεί την Ουάσινγκτον ότι «ακολουθεί τον δρόμο του οικονομικού απομονωτισμού της Κίνας, προτρέποντας τις Βρυξέλλες να αντιγράψουν μια τέτοια προσέγγιση».
«Η Ευρώπη θα καταντήσει ο τελευταίος των Μοϊκανών», δήλωσε εμφατικά ο Λεμέρ.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους αμυντικούς εξοπλισμούς, με τις Βρυξέλλες να παραμένουν χολωμένες ως προς τα χρήματα που εισρέουν στον αμερικανικό αμυντικό τομέα.
Και όλα αυτά συμβαίνουν επειδή οι ΗΠΑ είναι μακράν ο μεγαλύτερος πάροχος στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, παρέχοντας περισσότερα από 15,2 δισ. δολάρια σε όπλα και εξοπλισμό από την έναρξη του πολέμου, με την ΕΕ να έχει παράσχει μέχρι στιγμής μόλις 8 δισ. ευρώ σε στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία.
Το προβλημα είναι διπλό: αφενός η αποστολή ορισμένων εξελιγμένων όπλων μπορεί να διαρκέσει «χρόνια» λόγω εγγενών προβλημάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού, γεγονός που σημαίνει ότι «η αμερικανική αμυντική βιομηχανία μπορεί να επωφεληθεί ακόμη περισσότερο από έναν συνεχιζόμενο πόλεμο» και αφετέρου, όπως υποστηρίζει, ανώνυμα, ένας άλλος διπλωμάτης της ΕΕ, «τα χρήματα που βγάζουν οι ΗΠΑ από τα όπλα αυτά θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ουάσινγκτον να καταλάβει ότι το να βγάζει όλα αυτά τα χράματα από το φυσικό αέριο, μπορεί να είναι λίγο υπερβολικό, μέχρι και γι’ αυτές».
«Και, γενικά μιλώντας, δεν είναι καλό, ούτε ωραίο να δίνεται η εντύπωση ότι ο κοντινότερος σύμμαχός σου βγάζει τεράστια κέρδη από τα δικά σου προβλήματα», καταλήγει με νόημα ο ίδιος διπλωμάτης.