Το Χάρβαρντ επέλεξε να μην υποχωρήσει στις απειλές της κυβέρνησης Τραμπ για περικοπή της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης και ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι το πανεπιστήμιο «δεν θα παραδώσει την ανεξαρτησία του, ούτε θα παραιτηθεί από τα συνταγματικά του δικαιώματα». Αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε μια εντυπωσιακή ρήξη με την υποταγή στον κυβερνητικό εξαναγκασμό που τις τελευταίες δεκαετίες έμοιαζε δεδομένη. 

Η επιβολή των πολιτικών δικαιωμάτων βρίσκεται στα χέρια της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία επιμένει ότι τα πανεπιστήμια παραβιάζουν κατάφωρα τον νόμο. Νόμοι που θεσπίστηκαν για να τερματίσουν διακρίσεις χρησιμοποιούνται τώρα ως όπλα στον πόλεμο της κυβέρνησης κατά της ανώτατης εκπαίδευσης, καθώς προηγούμενες προσπάθειες για την προάσπιση συνταγματικών δικαιωμάτων—ελευθερία λόγου, πρωτοβουλίες για διαφορετικότητα και ισότητα και προστασία για τα τρανς άτομα—παρουσιάζονται πλέον ως μορφές διάκρισης. Η κυβέρνηση έχει προειδοποιήσει δεκάδες κορυφαία πανεπιστήμια: Συμμορφωθείτε ή θα χάσετε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια—στην περίπτωση του Χάρβαρντ, δισεκατομμύρια. Τα πανεπιστήμια που ορίζονται από την ακαδημαϊκή τους ανεξαρτησία αλλά εξαρτώνται από κρατική χρηματοδότηση είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στον κυβερνητικό εκβιασμό. Η απόφαση του Χάρβαρντ δείχνει ότι τουλάχιστον κάποια έχουν όριο στο πόσο μακριά είναι διατεθειμένα να φτάσουν σε υποχωρήσεις. 

Δύο βασικά νομοθετήματα πολιτικών δικαιωμάτων—ο Τίτλος VI και ο Τίτλος ΙΧ—διέπουν τα πανεπιστήμια. Ο Τίτλος VI που απαγορεύει τις διακρίσεις «λόγω φυλής, χρώματος ή εθνικής καταγωγής» από οργανισμούς που λαμβάνουν ομοσπονδιακή χρηματοδότηση, έχει γίνει ένα νέο εργαλείο για τον έλεγχο της ελευθερίας του λόγου συνδυαζόμενος με κατηγορίες για αντισημιτισμό. Ο νόμος που ψηφίστηκε το 1964 δεν αναφέρει τη θρησκεία και τα πρακτικά του Κογκρέσο δείχνουν ότι εξετάστηκε το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί και απορρίφθηκε. Από την κυβέρνηση Μπους και μετά η εκτελεστική εξουσία ισχυρίζεται ότι καλύπτει και τις διακρίσεις κατά των Εβραίων με τη λογική ότι ο αντισημιτισμός σχετίζεται όχι μόνο με τη θρησκεία αλλά και με την «κοινή καταγωγή ή εθνοτικά χαρακτηριστικά».  

Η Πρώτη Τροπολογία προστατεύει τον λόγο που μπορεί να θεωρείται προσβλητικός—ρατσιστικός, σεξιστικός ή αντισημιτικός. Αυτό είναι το κόστος της ελεύθερης έκφρασης σε μια ελεύθερη χώρα. Συνεπώς ο Τραμπ στην πρώτη του θητεία υπέγραψε προεδρικό διάταγμα που απαιτούσε τα πανεπιστήμια να προωθούν την «ελεύθερη έρευνα» σύμφωνα με την Πρώτη Τροπολογία. Υπάρχει όμως προφανώς εξαίρεση στη δέσμευση της κυβέρνησης Τραμπ για την ελευθερία του λόγου: μια ευρεία κατηγορία ιδεών που θεωρεί ότι είναι αντισημιτικές. Ένα μήνα πριν τις εκλογές του 2024, στην επέτειο της 7ης Οκτωβρίου, το Heritage Foundation που συνέταξε το Project 2025 δημοσίευσε το Project Esther, «έναν οδικό χάρτη για την αντιμετώπιση του αντισημιτισμού» με στόχο την εφαρμογή του όταν μια πρόθυμη κυβέρνηση αναλάβει την εξουσία. Όπως εξήγησαν πρόσφατα οι συνάδελφοί μου στο Χάρβαρντ Jesse Hoffnung-Garskof και Daphna Renan, το Project Esther στοχεύει στο να καταστήσει τις φιλοπαλαιστινιακές ιδέες, εκφράσεις και δραστηριότητες απαράδεκτες, πείθοντας το κοινό ότι είναι ισοδύναμες με υποστήριξη στην τρομοκρατία της Χαμάς. 

Με την ανάληψη των καθηκόντων του τον Ιανουάριο, ο Τραμπ υπέγραψε διάταγμα με το οποίο δεσμεύεται να χρησιμοποιήσει κάθε νομικό μέσο για να «διώξει, απομακρύνει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να λογοδοτήσουν όσοι διαπράττουν παράνομες αντισημιτικές πράξεις βίας». Το διάταγμα ζητά από τα Υπουργεία Εξωτερικών, Παιδείας και Εσωτερικής Ασφάλειας να εξετάσουν τρόπους ώστε να «ενημερώσουν» τα πανεπιστήμια για τον Νόμο Μετανάστευσης και Ιθαγένειας που καθιστά οποιονδήποτε μη πολίτη που «υποστηρίζει τρομοκρατική δραστηριότητα» ανεπίδεκτο εισόδου στις ΗΠΑ. Μέσα σε λίγες μέρες η κυβέρνηση ξεκίνησε έρευνες με βάση τον Τίτλο VI σε διάφορα πανεπιστήμια, περιλαμβανομένης της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Το Υπουργείο Υγείας έστειλε επιστολή βασισμένη σε άρθρο της New York Post για φοιτητές που φορούσαν καφίγιες και παλαιστινιακές σημαίες στην τελετή αποφοίτησης την άνοιξη. Αυτή η μορφή ειρηνικής διαμαρτυρίας αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο λόγο. Όμως η κυβέρνηση πιέζει τα πανεπιστήμια να αντιμετωπίσουν ακόμη και αυτόν τον προστατευόμενο λόγο ως δημιουργία εχθρικού περιβάλλοντος για τους Εβραίους φοιτητές, βάσει του Τίτλου VI. Η πίεση στοχεύει στο να αναγκάσει τα ιδρύματα να επιδείξουν συμμόρφωση όχι μόνο με αυστηρές πειθαρχικές κυρώσεις στους διαδηλωτές, αλλά και με αναφορές τους στην κυβέρνηση. Η κυβέρνηση έχει ανακαλέσει εκατοντάδες φοιτητικές βίζες και από τον περασμένο μήνα έχει συλλάβει και κρατήσει υπό απέλαση αρκετούς μη πολίτες που συμμετείχαν σε διαδηλώσεις ενώ βρίσκονταν νόμιμα στη χώρα. 

Ο Τραμπ χρησιμοποιεί επίσης τον Τίτλο ΙΧ—που απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω φύλου—ως εργαλείο πίεσης προς τα πανεπιστήμια για να αλλάξουν πολιτικές που αφορούν τα τρανς άτομα, ερμηνεύοντας τον νόμο έτσι ώστε η αναγνώριση των τρανς γυναικών να συνιστά διάκριση σε βάρος των υπόλοιπων γυναικών φοιτητριών. Ένα από τα προεδρικά του διατάγματα ορίζει τον «φύλο» ως «αμετάβλητη βιολογική ταξινόμηση σε άνδρα ή γυναίκα», ενώ άλλο διάταγμα διατάσσει την παύση της χρηματοδότησης προς σχολεία που επιτρέπουν σε τρανς γυναίκες να συμμετέχουν σε γυναικεία αθλητικά αγωνίσματα. 

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε την αναστολή ομοσπονδιακών συμβάσεων αξίας 175 εκατομμυρίων δολαρίων με το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, επειδή πριν από τρία χρόνια επέτρεψε στη φοιτήτρια-αθλήτρια Lia Thomas να αγωνιστεί στην ομάδα κολύμβησης των γυναικών. Η κίνηση αυτή στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα στα πανεπιστήμια ότι, για να διατηρήσουν τις ομοσπονδιακές τους συμβάσεις, θα πρέπει τουλάχιστον να απαγορεύσουν στις τρανς γυναίκες να αγωνίζονται σύμφωνα με την έμφυλη ταυτότητά τους. 

Οι απαγορεύσεις στις φυλετικές διακρίσεις αποδείχθηκαν χρήσιμες στην εκστρατεία του Τραμπ κατά των πρωτοβουλιών D.E.I. (Diversity, Equity, Inclusion – Διαφορετικότητα, Ισότητα, Συμπερίληψη), καθώς η κυβέρνησή του συνέδεσε νόμιμα προγράμματα και πολιτικές με άλλες που δεν είναι. Οι προσπάθειες, ωστόσο, να κατασταλούν ιδέες, λόγος και έκφραση που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη, είναι άλλο ζήτημα.  

Τον περασμένο μήνα το Harvard ενημερώθηκε—όχι και τόσο απρόσμενα—ότι η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει την επανεξέταση συμβάσεων και επιχορηγήσεων ύψους εννέα δισεκατομμυρίων δολαρίων λόγω της φερόμενης αποτυχίας του να προστατεύσει Εβραίους φοιτητές και της προώθησης «διχαστικών ιδεολογιών», δηλαδή της διαφορετικότητας και της συμπερίληψης, «σε βάρος της ελεύθερης ακαδημαϊκής έρευνας».  

Ο πρόεδρος του Harvard, Alan Garber με επιστολή προς την κοινότητα αρχικά υποσχέθηκε να «συνεργαστεί με κυβερνητικούς αξιωματούχους» για την αντιμετώπιση του αντισημιτισμού, διατηρώντας όμως «την ακαδημαϊκή ελευθερία της κοινότητας». Η στάση του ήταν ουδέτερη, όχι προκλητική. Αφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο το Harvard να συνάψει συμφωνία για την υιοθέτηση ορισμένων μέτρων με την ελπίδα ότι η κυβέρνηση θα κατευναστεί. Έπειτα, την περασμένη εβδομάδα, το πανεπιστήμιο ανακοίνωσε την πρόθεσή του να δανειστεί 750 εκατομμύρια δολάρια από τη Wall Street, σημάδι ότι σχεδιάζει να επιβιώσει χωρίς τα ομοσπονδιακά χρήματα. Την ίδια εβδομάδα, το παράρτημα της Ένωσης Πανεπιστημιακών Καθηγητών (AAUP) στο Harvard υπέβαλε μήνυση κατά της κυβέρνησης για «κατάχρηση της εξουσίας επιβολής των πολιτικών δικαιωμάτων με σκοπό την υπονόμευση της ελευθερίας της έκφρασης και της ακαδημαϊκής ελευθερίας». 

Δεδομένων των αναγκών της επιστημονικής και ιατρικής κοινότητας του Harvard, η οποία θα πληγεί σοβαρά από την απώλεια ομοσπονδιακών κονδυλίων θα ήταν λογικό το πανεπιστήμιο να μην συγκρουστεί με την κυβέρνηση. Οι απειλές όμως ήταν ξεκάθαρα παράνομες και το ύφος προκλητικό: η κυβέρνηση σχεδίαζε να αποσύρει χρηματοδότηση που είχε ήδη εγκριθεί χωρίς να τηρεί τις νομικές διαδικασίες. Επιπλέον επιχείρησε να αναλάβει τον έλεγχο της ακαδημαϊκής λειτουργίας και διακυβέρνησης του πανεπιστημίου. Η ηγεσία του Harvard γνώριζε ότι η υποχώρηση θα άνοιγε την πόρτα για ακόμη πιο αυθαίρετες απαιτήσεις. Το παράδειγμα του Columbia, το οποίο απειλείται με δικαστική επιτήρηση είναι χαρακτηριστικό. Η επιστολή της κυβέρνησης ουσιαστικά έθετε το Harvard υπό “επιτροπεία”. 

Τη Δευτέρα το Harvard απάντησε με επιστολή των νομικών του συμβούλων—δύο συντηρητικών δικηγόρων υψηλού κύρους: του William Burck, που συμβουλεύει και τον Οργανισμό Τραμπ και του Robert Hur, πρώην ειδικού συμβούλου που αποκάλεσε τον Μπάιντεν «καλοπροαίρετο ηλικιωμένο άνδρα με αδύναμη μνήμη». Η επιστολή τόνιζε ότι οι απαιτήσεις της κυβέρνησης παραβιάζουν την Πρώτη Τροπολογία και την ομοσπονδιακή νομοθεσία και απέρριπτε το τελεσίγραφο: «Ούτε το Harvard, ούτε οποιοδήποτε άλλο ιδιωτικό πανεπιστήμιο μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να περάσει στα χέρια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Το Harvard δεν προτίθεται να δεχθεί απαιτήσεις που υπερβαίνουν τη νόμιμη εξουσία αυτής ή οποιασδήποτε κυβέρνησης.» Η άρνηση αυτή προκάλεσε άμεσα αντίποινα: η κυβέρνηση πάγωσε περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια δολάρια σε επιχορηγήσεις. Σε ανακοίνωσή της, κατηγόρησε το Harvard για «ανησυχητική νοοτροπία προνομίων» και δήλωσε ότι «η παρενόχληση των Εβραίων φοιτητών είναι απαράδεκτη». 

Ο πραγματικός στόχος δεν είναι η καταπολέμηση του αντισημιτισμού, του ρατσισμού ή του σεξισμού, ούτε η προώθηση της ελεύθερης ακαδημαϊκής έρευνας—όλα αυτά πρέπει να αποτελούν στόχους των πανεπιστημίων από μόνα τους. Ο στόχος είναι να γονατίσει το πανεπιστήμιο ως θεσμική δύναμη της κοινωνίας των πολιτών. Στενά, πρόκειται για μια επίθεση σε σημεία συγκέντρωσης «φιλελεύθερης εξουσίας». Πιο ευρύτερα είναι μέρος μιας επίθεσης σε θεσμούς όπως το νομικό επάγγελμα, τις ΜΚΟ και τον Τύπο—δομικά στοιχεία μιας δημοκρατικής κοινωνίας.  

Η ορθή απόφαση του Harvard να αντισταθεί είχε άμεσο αντίκτυπο στο Columbia. Τη Δευτέρα, η αναπληρώτρια πρόεδρος του Columbia, Claire Shipman δήλωσε ότι το πανεπιστήμιο «θα απορρίψει κάθε επιβολή από την κυβέρνηση» και «οποιαδήποτε συμφωνία που θα απαιτεί την παραίτηση από την ανεξαρτησία και αυτονομία του ως εκπαιδευτικού ιδρύματος». Όμως, είτε τα πανεπιστήμια επιλέξουν να αντισταθούν είτε όχι το ζήτημα δεν είναι απλώς η επιβίωση στην επόμενη τετραετία. Η κρίση αυτή αποτελεί ιστορική ευκαιρία για ριζική αναθεώρηση της εξάρτησης των πανεπιστημίων από τα ομοσπονδιακά κονδύλια. 

Το Harvard (και άλλα ιδρύματα) θα μπορούσε να επιλέξει να ζήσει με πολύ λιγότερα. Αυτό μπορεί να σήμαινε λιγότερα προγράμματα, λιγότερο προσωπικό και μικρότερο αριθμό φοιτητών. Θα μπορούσε να επιδιώξει την αριστεία και την ακεραιότητα μέσα από πιο περιορισμένη δράση. Πολλοί σημειώνουν πως η απώλεια των ομοσπονδιακών επιχορηγήσεων θα ήταν καταστροφική για τις ιατρικές και επιστημονικές σχολές. Αυτή η διαφορά συμφερόντων δείχνει ότι ίσως απαιτείται ένας στρατηγικός διαχωρισμός—όπως κάνουν οι επιχειρήσεις όταν διαφορετικά τμήματα τους εκτίθενται σε διαφορετικούς κανονιστικούς κινδύνους: να διαχωριστούν νομικά οι ιατρικές σχολές, τα νοσοκομεία και τα εργαστήρια, ώστε να λειτουργούν υπό διαφορετικό καθεστώς.  

Μπορεί να θεωρείται αντίθετο στην αποστολή ενός πανεπιστημίου να αντιμετωπίζει τις σχολές του ως ξεχωριστές μονάδες με αντικρουόμενα συμφέροντα. Όμως μια σοβαρή προσέγγιση του ποιοι κίνδυνοι απειλούν ποιες δομές θα μπορούσε τελικά να επιβεβαιώσει τις κοινές αξίες και τη δέσμευση για ενότητα. Μια τέτοια διαδικασία θα βοηθούσε να διασαφηνιστούν οι αρχές που θα καθοδηγήσουν το πανεπιστήμιο την επόμενη φορά που θα βρεθεί μπροστά σε κρίση. 

*Mε στοιχεία από το New Yorker. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.