«Η Μητέρα όλων των Ενδιάμεσων Εκλογών».
Με αυτόν τον (άκρως προβοκατόρικο, αλλά απολύτως αληθινό) τίτλο αναφέρονται από προχθές όλα σχεδόν τα αμερικανικά ΜΜΕ στις σημερινές ενδιάμεσες [γνωστές και ως «μεσοπρόθεσμες»] εκλογές των ΗΠΑ, στις οποίες οι αμερικανοί πολίτες καλούνται να ανανεώσουν το σύνολο της Βουλής των Αντιπροσώπων και το ένα τρίτο της Γερουσίας, καθώς επίσης και τις θέσεις διαφόρων τοπικών αξιωματούχων, κυβερνητών και εισαγγελέων.
Είναι οι εκλογές που διεξάγονται εδώ και 160 χρόνια, παραδοσιακά και πάντα τον μήνα Νοέμβριο, ακριβώς δύο χρόνια μετά τις επίσημες προεδρικές εκλογές, και αποτελούν κάτι σαν ένδειξη «λαϊκού δημοψηφίσματος» για τον εκάστοτε αμερικανό πρόεδρο.
Τι συμβαίνει λοιπόν ακριβώς – γιατί, όπως ξέρουμε, το αμερικανικό πολιτικό και πολιτειακό σύστημα ειναι αρκούντως περίπλοκο – σήμερα το βράδυ της Τρίτης 8 Νοεμβρίου;
Θα εκλεγούν οι κυβερνήτες των 36 πολιτειών των ΗΠΑ, καθώς και μια σειρά από ντόπιοι πολιτικοί άρχοντες, οι οποίοι μελλοντικά θα αποφασίσουν για την πολιτική που θα ακολουθήσει η πολιτεία τους όσον αφορά σε καίρια και σημαντικά ζητήματα όπως η άμβλωση, η οπλοκατοχή και η πολιτική για την κλιματική αλλαγή.
Επίσης, θα ανανεωθεί το σύνολο των 435 εδρών της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων. Ενώ στη Γερουσία, η οποία έχει 100 μέλη, θα ανανεωθεί η σύνθεση άνω του ενός τρίτου του σώματος αυτού, δηλαδή οι 35 έδρες.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η αντιπολίτευση των Ρεπουμπλικανών έχει μεγάλες πιθανότητες να αποσπάσει το λιγότερο 10 με 25 έδρες στην Βουλή των Αντιπροσώπων, αρκετές για να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο σώμα, ενώ και όσον αφορά στην τύχη της Γερουσίας και εκεί οι Ρεπουμπλικανοί δείχνουν να έχουν το προβάδισμα, αναφέρει ο Guardian.
Πέραν του γνωστού και προαιώνιου συμπεράσματος ότι «το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών βασικά προμηνύει μια επανάληψη των προεδρικών εκλογών που συνέβησαν πριν δυο χρόνια», υπάρχουν πολλά πράγματα που διακυβεύονται και που, κάποιοι εξ’ αυτών, είναι καθοριστικής σημασίας για όλη τη χώρα.
Λόγου χάρη, σε καθαρά εσωτερικό κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, ο πρόεδρος Μπάιντεν καλεί δημοσίως όλους τους Αμερικανούς «να του εξασφαλίσουν την πλειοψηφία εκείνη που θα του επιτρέψει να παρακάμψει τους κοινοβουλευτικούς κανόνες που τον εμποδίζουν σήμερα να νομιμοποιήσει πλήρως την άμβλωση σε παναμερικανικό επίπεδο και να απαγορεύσει εντελώς την χρήση πυροβόλων όπλων».
Από την άλλη πλευρά, προσωπικά ο πρώην πρόεδρος Τραμπ, έχει δεσμευτεί δημοσίως ότι, αν οι Ρεμπουμπλικανοί εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στην Βουλή των Αντιπροσώπων, και με αφορμή την «ελλιπή», όπως ισχυρίζεται, διαχείριση της πανδημίας από τον Μπάιντεν, επιθυμεί να ξεκινήσει μια σειρά κοινοβουλευτικών ερευνών κατά του ίδιου του POTUS, του συμβούλου του για την πανδημία της COVID-19, του Άντονι Φάουτσι αλλά και του υπουργού Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ. Επίσης, εξετάζει, όπως τόνισε, το ενδεχόμενο μιας «ραγδαίας μείωσης της οικονομικής βοήθειας που προσφέρει η Ουάσινγκτον στην Ουκρανία», με ό,τι αυτό συναπάγεται σε εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο.
Το πρώτο εύλογο συμπέρασμα λοιπόν είναι προφανές: οι ενδιάμεσες εκλογές συχνά στερούν από τον εκάστοτε αμερικανό πρόεδρο τη δυνατότητα να κυβερνάει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις αρχικές επιδιώξεις του.
Θα συμβεί κάτι τέτοιο με τον Μπάιντεν; Θα το διαπιστώσουμε την Τετάρτη το πρωί.
Πάντως ο ίδιος ο πρόεδρος την περασμένη εβδομάδα χτύπησε το καμπανάκι του κινδύνου, προειδοποιώντας για τον «κίνδυνο χάους στην Αμερική».
Γιατί όμως το πιστευεί αυτό ο Μπάιντεν; Κυρίως επειδή, όπως εξηγούν σε ανάλυσή τους οι Financial Times, «περίπου οι μισοί Ρεπουμπλικάνοι που διεκδικούν ομοσπονδιακά ή πολιτειακά αξιώματα, πιστεύουν ακράδαντα ότι η υπήρξε νοθεία κατά τις εκλογές του 2020 και ότι η προεδρία κλάπηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ». Και γι’ αυτό τον λόγο τόσο ο ίδιος ο Τραμπ, όσο και οι υποστηριχτές του, εμφανίζονται ιδιαιτέρως εκδικητικοί, με τον φόβο του πολιτικού και κοινωνικοί ρεβανσισμού να απλώνεται παντού πάνω από τις ΗΠΑ.
Αν λοιπόν, σημειώνουν οι FT, οι Ρεπουμπλικάνοι επικρατήσουν σήμερα των αντιπάλων τους, τότε ενδέχεται ακόμη, με την πολιτική δύναμη που θα διαθέτουν σε Βουλή και Γερουσία, ακόμη και να κινηθούν συνταγματικά κατά του Τζο Μπάιντεν με στόχο την καθαίρεσή του (το γνωστό «impeachment»). Οι Financial Times αναφέρονται σε τέσσερις αμφίρροπες πολιτείες: στην Πενσιλβάνια, στην Αριζόνα, στο Ουισκόνσιν και στο Μίσιγκαν, στις οποίες οι υποψήφιοι κυβερνήτες των Ρεπουμπλικάνων υποστηρίζουν πως ο Τζο Μπάιντεν «έκλεψε την προεδρία από τον Ντόναλντ Τραμπ». Αν λοιπόν σε αυτές τις τέσσερις αυτές πολιτείες εκλεγούν Ρεπουμπλικάνοι κυβερνήτες, ενδεχομένως να δούμε μια πλήρη ανατροπή του αμερικανικού πολιτικού σκηνικού.
Οι New York Times, από την άλλη, ισχυρίζονται πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η αμερικανική δημοκρατία είναι «η έξαρση της πολιτικής βίας», όπως επίσης και το γεγονός ότι κανείς από τους Ρεμπουμπλικανούς βουλευτές, αλλά ούτε και ο ίδιος ο Τραμπ, δεν καταδίκασαν, έργω και λόγω, την επίθεση με μαχαίρι που δέχτηκε προ ημερών ο σύζυγος της Νάνσι Πελόζι.
«Η αποδοχή της βίαιης ιδεολογίας και ρητορικής από πολλούς Ρεπουμπλικάνους πολιτικούς κατά τη διάρκεια και μετά την προεδρία Τραμπ, ο αντικυβερνητικός θυμός που σχετίζεται με την πανδημία, η παραπληροφόρηση, η πόλωση, αλλά και η ριζοσπαστικοποιημένη κουλτούρα του Διαδικτύου οδήγησαν στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα», σημειώνουν εμφατικά οι New York Times, προσθέτοντας ότι «ας μην ξεχνάμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος που ξεσήκωσε τον ένοπλο όχλο που εισέβαλε στο Καπιτώλιο και απείλησε τους νομοθέτες. Oλοι μαζί, αυτοί οι παράγοντες σχηματίζουν μια κοινωνική δομή που επιτρέπει το είδος της ενδημικής πολιτικής βίας που μπορεί να καταστρέψει μια Δημοκρατία. Και το βαθυτερο πρόβλημα είναι ότι πάρα πολλοί Αμερικανοί θεωρούν πλέον την πολιτική βία όχι μόνο αποδεκτή αλλά ίσως και απαραίτητη. Οι αμερικανικές πολιτείες διαθέτουν όλα εκείνα τα χρήσιμα νομικά εργαλεία για να αντιμετωπίσουν αυτές τις εξτρεμιστικές ομάδες, αν και σπάνια δείχνουν πρόθυμες να τα χρησιμοποιήσουν. Το ζήτημα είναι λοιπόν να αναλάβουν δράση οι πολιτειακές κυβερνήσεις. Και για αυτόν τον λόγο οι ενδιάμεσες εκλογές είναι εξαιρετικά σημαντικές και ίσως οι πιο κρίσιμες στην σύγχρονη αμερικανική Ιστορία».
Το «ελληνικο χρώμα» των εκλογών
Οι ενδιάμεσες εκλογές έχουν και έντονη ελληνική (ή, καλύτερα, ελληνοαμερικανική) παρουσία, γνωστή και ως «ελληνική κοινοβουλευτική ομάδα» (Hellenic Caucus), καθώς κατεβαίνουν και αρκετοί υποψήφιοι ελληνικής καταγωγής για το Κογκρέσο. Αρα και η συμμετοχή, στις ενδιάμεσες εκλογές, αρκετών χιλιάδων Ελληνοαμερικανών καθώς και ενός ευάριθμου μέρους της ελληνικής ομογένειας θεωρείται (και είναι) δεδομένη.
Δυστυχώς όσον αφορά την Βουλή των Αντιπροσώπων, η πρώτη απώλεια που ήδη καταγράφτηκε είναι αυτή της συμπροέδρου της ομάδας, της Κάρολιν Μαλόνεϊ, η οποία ηττήθηκε από τον εσωκομματικό της αντίπαλο στο Δημοκρατικό κόμμα. Επιπλέον, με ήττα απειλείται και η ομογενής βουλευτής Ντίνα Τάιτους στην Νεβάδα, ενώ ο Κρις Πάπας καλείται να δώσει μια εξαιρετικά δύσκολη μάχη στο Νιου Χάμσαϊρ. Στα θετικά πάντως καταγράφεται η άνετη επικράτηση που εκτιμάται ότι θα έχει ο γιος του φιλέλληνα γερουσιαστή Ρόμπερτ Μενέντεζ αλλά και η ομογενής βουλευτής Νικόλ Μαλλιωτάκη στην Νέα Υόρκη, ενώ δεν αποκλείεται να δούμε και έναν άλλο ομογενή, τον Άλεκ Σκαρλάτο, να κάνει την έκπληξη στην πολιτεία του Όρεγκον. Εννοείται επίσης ότι θεωρείται ως δεδομένη και η συνέχιση της θητείας από τον Δημοκρατικό Τζον Σαρμπάνη και τον Ρεπουμπλικάνο Γκας Μπιλιράκη.
Εν τέλει, τις βασικές ισορροπίες όσον αφορά στις συνέπειες που θαέχουν οι ενδιάμεσες εκλογές στα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων θα τις καθορίσει η παρουσία ή όχι στην Γερουσία του Δημοκρατικού Γερουσιαστή Ρόμπερτ Μενέντεζ.
Αν όντως λάβει χώρα μια επικράτηση των Ρεπουμπλικανών στην Γερουσία και περάσουν υπό τον έλεγχό τους όλες οι προεδρίες των επιμέρους επιτροπών της, όπως αυτή της Επιτροπής των Εξωτερικών Σχέσεων, με επικεφαλής σήμερα τον Μενέντεζ, τότε τα νέα είναι, δυστυχώς, κακά για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Και αυτό γιατί ο Μενέντεζ ήταν αυτός που επί αρκετά χρόνια έπαιρνε μια σειρά από μερικές σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες υπέρ της χώρας μας, όπως το βέτο του αναφορικά με την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 από τις ΗΠΑ, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Τα τέσσερα πιθανά σενάρια από τους New York Times
Οι ενδιάμεσες εκλογές λοιπόν είναι ιδιαίτερα καθοριστικές, καθώς μπορούν να ανατρέψουν τις ισορροπίες και να αλλάξουν τα δεδομένα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι New York Times παρουσίασαν τα τέσσερα πιθανά σενάρια των αποτελεσμάτων των ενδιάμεσων εκλογών.
1. Μια καθαρή νίκη των Ρεπουμπλικάνων
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι ψηφοφόροι προτιμούν να περάσει το Κογκρέσο στον έλεγχο των Ρεπουμπλικάνων, γεγονός που αποδοκιμάζει επί της ουσίας τον πρόεδρο Μπάιντεν. Οι Δημοκρατικοί, ωστόσο, συχνά διατηρούν το πλεονέκτημα της θητείας.
2. Μια ήττα με μικρή διαφορά για τους Δημοκρατικούς
Μια σχετικά ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων θα ήταν το ιδανικό σενάριο για τους Δημοκρατικούς, όμως, ακόμα και μια ήττα με αρκετές μικρές νίκες, μπορεί να θεωρηθεί ένα σχετικά καλό νέο για την παράταξη των «Γαϊδάρων». Με δεδομένο ότι οι δημοσκοπήσεις κλίνουν όλο και περισσότερο προς το πρώτο σενάριο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα θεωρηθεί και σαν μια νίκη – έστω και Πύρρειος – των Δημοκρατικών.
3. Μια μεγάλη νίκη των Ρεπουμπλικάνων
Αν οι Ρεπουμπλικάνοι όντως καταφέρουν να φτάσουν σε μια μεγάλη νίκη, αυτό θα γίνει εμφανές από νωρίς. Η περιφέρεια που μπορεί να το δείξει αυτό είναι η Φλόριντα, όπου ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο και ο κυβερνήτης Ρον Ντε Σάντις αναμένεται να επικρατήσουν σχετικά άνετα.
4. Μια νίκη «έκπληξη» για τους Δημοκρατικούς
Θεωρείται, ουσιαστικά, απίθανο οι Δημοκρατικοί να επικρατήσουν τόσο στη Βουλή, όσο και στη Γερουσία. Παρόλα αυτά είναι κάτι που θεωρείται πιθανό (έστω και ελάχιστα) και προκειμένου να συμβεί αυτό θα πρέπει να καταφέρουν να επικρατήσουν σε πολιτείες όπως το Ουισκόνσιν και το Οχάιο.