Ήταν 4 Φεβρουαρίου 2004 όταν ένας φοιτητής του Harvard αποφάσισε να δημιουργήσει μία πλατφόρμα προκειμένου να μπορεί να επικοινωνήσει με άλλους φοιτητές του πανεπιστημίου. Μέσα σε ένα βράδυ είχε καταφέρει να έχει 1200 με 1500 εγγεγραμμένους χρήστες. Παρ’ όλη την ολιγόωρη επιτυχία του, δεν είμαι σίγουρη αν το επόμενο πρωί ακόμα και ο ίδιος μπορούσε να συλλάβει στο μυαλό του ότι αυτό που είχε ξεκινήσει θα τον έκανε έναν από τους πιο επιτυχημένους και πλούσιους ανθρώπους του πλανήτη. 20 χρόνια μετά, στα 39 το χρόνια, ο Mark Zuckerberg έχει χτίσει μία αυτοκρατορία που κοστολογείται περισσότερο από 500 δισ. δολάρια ενώ ο ίδιος θεωρείται ένας από τους νεότερους δισεκατομμυριούχους στον κόσμο.
Το Facebook ήρθε στις ζωές μας μία περίοδο που ακόμα το διαδικτυακό σύμπαν ήταν πιο απλό. Μουσική, νέα, ιστοσελίδες, gaming και επικοινωνία μέσω chat και βίντεο μονοπωλούσαν το σερφάρισμά μας. Κάποιες πρώτες μορφές κοινωνικής δικτύωσης είχαν κάνει την εμφάνισή τους όπως το MySpace, καμία πλατφόρμα δεν μπορούσε όμως να μας προετοιμάσει για αυτό που ερχόταν να κάνει το Facebook.
Την 1η Οκτωβρίου 2005, το Facebook επεκτάθηκε σε 21 πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλα σε όλο τον κόσμο. Το Facebook επέκτεινε αργότερα την καταλληλότητα μέλους σε υπαλλήλους πολλών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των Apple Inc. και Microsoft. Στις 11 Δεκεμβρίου 2005, πανεπιστήμια στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, τον Καναδά, το Μεξικό, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και Ιρλανδία προστέθηκαν στο δίκτυο. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2006, επιτράπηκε σε όλους από 13 ετών και άνω να εγγραφούν με έγκυρο email. Ήταν πλέον επίσημο, ένα νέο διαδικτυακό σύμπαν είχε γίνει πια ευρέως διαθέσιμο.
Εκατομμύρια άνθρωποι και χιλιάδες εταιρείες έγιναν μέλη αυτής της κολοσσιαίας κοινωνικής πλατφόρμας προκειμένου να συνδεθούν με τον κόσμο ενώ το 2010 έσπασε το φράγμα των 500 εκατομμυρίων χρηστών. Το 2020 έφτασε τους 2,85 δισεκατομμύρια ενεργούς χρήστες.
Ένας νέος παράλληλος διαδικτυακός κόσμος δημιουργήθηκε που θα άλλαζε άρδην τον τρόπο που μιλάμε, που επικοινωνούμε, που διαφημίζουμε την επιχείρησή μας, που διαμαρτυρόμαστε, που φλερτάρουμε και ενημερωνόμαστε.
Άλλαξε την πολιτική, το εμπόριο, την εταιρική προβολή, τη δημοσιογραφία, δημιούργησε trends και καθόρισε την καθημερινότητά μας. Η λίστα είναι ατελείωτη. Πολλά κοινωνικά δίκτυα δημιουργήθηκαν έκτοτε προσπαθώντας να “κλέψουν” λίγη από την αίγλη του. Ο θρίαμβος του Facebook ήταν τέτοιος που εξαγόρασε και άλλες πλατφόρμες όπως το Instagram και το WhatsApp.
Ναι το Facebook ήρθε και άλλαξε τον διαδικτυακό και κατ’ επέκταση τον πραγματικό μας κόσμο. Εκτός όμως από τη δημοτικότητά του, το Facebook θριαμβεύει εδώ και 20 χρόνια και σε σκάνδαλα.
Από παραβιάσεις στην ιδιωτικότητα, fake news, μέχρι εξαπάτηση των χρηστών στο να ελέγχουν το απόρρητο των προσωπικών τους πληροφοριών, ο πεφωτισμένος φοιτητής που “κυβερνά” των κυβερνοχώρο έχει κατηγορηθεί κατά καιρούς για πληθώρα σκανδάλων με αποκορύφωμα το “Cambridge Analytica”.
Fake News
Η εταιρία αντιμετώπισε έντονες επικρίσεις για παραπληροφόρηση σχετικά με τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ του 2016. Σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ του Buzzfeed που έδειξε ότι οι ψευδείς ειδήσεις ξεπέρασαν τις πραγματικές ειδήσεις. Τους πρώτους μήνες της προεκλογικής εκστρατείας, 20 ψευδείς εκλογικές ιστορίες με κορυφαίες επιδόσεις από προπαγανδιστικές ιστοσελίδες και υπερκομματικά ιστολόγια προκάλεσαν 8.711.000 κοινοποιήσεις, αντιδράσεις και σχόλια. Ο Mark Zuckerberg δημοσίευσε στο Facebook μια συγγνώμη και είπε ότι η εταιρία σκοπεύει να βελτιώσει τον αλγόριθμο και αποκάλυψε ότι απέσυρε 2,2 δισεκατομμύρια ψεύτικους λογαριασμούς μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2019.
Το 2018 σηματοδότησε μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές στην ιστορία του Facebook.
Υποκίνηση εθνοκάθαρσης
Δημοσιεύματα αποκάλυψαν ότι η πλατφόρμα χρησιμοποιήθηκε για την υποκίνηση γενοκτονίας κατά της μουσουλμανικής μειονότητας Ροχίνγκια στη Μιανμάρ από στρατιωτικούς αξιωματούχους της χώρας. Μέλη του στρατού της Μιανμάρ ήταν οι κύριοι παράγοντες πίσω από μια συστηματική εκστρατεία στο Facebook που στόχευε την κυρίως μουσουλμανική μειονότητα των Ροχίνγκια της χώρας. Ο στρατός εκμεταλλεύτηκε την εμβέλεια του Facebook στη Μιανμάρ, όπου χρησιμοποιείται τόσο ευρέως που πολλοί από τους 18 εκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου της χώρας συγχέουν την πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης της Silicon Valley με το Διαδίκτυο.
Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορούν την προπαγάνδα κατά των Ροχίνγκια για υποκίνηση δολοφονιών, βιασμών και τη μεγαλύτερη αναγκαστική ανθρώπινη μετανάστευση στην πρόσφατη ιστορία. Ο επικεφαλής του τμήματος κυβερνοασφάλειας του Facebook είπε στους New York Times ότι διαπίστωσε «σαφείς και σκόπιμες προσπάθειες για κρυφή διάδοση προπαγάνδας που συνδέονταν άμεσα με τον στρατό της Μιανμάρ». Τα Ηνωμένα Έθνη χαρακτήρισαν την κατάσταση «ένα κλασικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης».
Cambridge Analytica
Το 2018 αποκαλύφθηκε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που τελικά αποκάλυψε τη σκοτεινή πλευρά της οικονομίας των μεγάλων δεδομένων που στηρίζει το Διαδίκτυο.
Η Cambridge Analytica ήταν μια βρετανική συμβουλευτική εταιρεία που αναλάμβανε την επικοινωνία και την προώθηση πολιτικών campaigns. Συνδύαζε την εξόρυξη και την ανάλυση δεδομένων προκειμένου να αναπτύξει μια επικοινωνιακή στρατηγική κατάλληλη για τον κάθε υποψήφιο. Το 2015 είχε αναλάβει την πολιτική εκστρατεία του Donald Trump, αλλά και την έρευνα του Leave.EU, ενός εκ των οργανισμών της καμπάνια για το Brexit.
Η Cambridge Analytica εφαρμόζοντας «ψυχογραφικά» λοιπόν αναλυτικά στοιχεία στο σύνολο δεδομένων της, ισχυρίστηκε ότι ήταν σε θέση να προσδιορίσει τον τύπο προσωπικότητας των ανθρώπων και στη συνέχεια να στοχεύσει μεμονωμένα μηνύματα για να επηρεάσει τη συμπεριφορά τους. Η πιο σημαντική πηγή δεδομένων ήταν το Facebook. Μέσω μιας εφαρμογής τρίτου μέρους, η Cambridge Analytica έλαβε ακατάλληλα δεδομένα από έως και 87 εκατομμύρια προφίλ στο Facebook – συμπεριλαμβανομένων ενημερώσεων κατάστασης, likes, ακόμη και ιδιωτικών μηνυμάτων, χωρίς τη συγκατάθεση των χρηστών του.
Παραβιάσεις απόρρητου των χρηστών
Το 2019, η Federal Trade Commission επέβαλε στο Facebook πρόστιμο 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για παραβιάσεις του απορρήτου των χρηστών. Η ποινή αυτή είναι η μεγαλύτερη που έχει επιβληθεί ποτέ σε οποιαδήποτε εταιρεία για παραβίαση του απορρήτου των καταναλωτών και σχεδόν 20 φορές μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη ποινή προστασίας της ιδιωτικής ζωής ή της ασφάλειας δεδομένων που έχει επιβληθεί ποτέ παγκοσμίως. Είναι μια από τις μεγαλύτερες κυρώσεις που έχει αξιολογηθεί ποτέ από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για οποιαδήποτε παραβίαση.
Χρήση προσωπικών πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς
Τον Νοέμβριο του 2019, περισσότερες από 4.000 σελίδες εσωτερικών εγγράφων του Facebook ( email, διαδικτυακές συνομιλίες, σημειώσεις, παρουσιάσεις και υπολογιστικά φύλλα, από το 2011 έως το 2015) διέρρευσαν και δόθηκαν στο φως της δημοσιότητας. Συνολικά, δείχνουν πώς ο Zuckerberg, μαζί με το διοικητικό συμβούλιο και την ομάδα διαχείρισης του, βρήκαν τρόπους να αξιοποιούν τα δεδομένα των χρηστών του Facebook – συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για φίλους, σχέσεις και φωτογραφίες – ως μοχλό στις εταιρείες με τις οποίες συνεργάστηκε.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το Facebook αντάμειβε τους συνεργάτες δίνοντάς τους προνομιακή πρόσβαση σε συγκεκριμένους τύπους δεδομένων χρηστών. Για παράδειγμα, το Facebook έδωσε στην Amazon ειδική πρόσβαση στα δεδομένα των χρηστών επειδή ξόδευε χρήματα για διαφημίσεις στο Facebook.
Χαμηλός έλεγχος προπαγάνδας
Το Facebook ανακοίνωσε τον Ιανουάριο του 2020 ότι δεν θα ελέγχει τις διαφημίσεις πολιτικών στις πλατφόρμες του, επιτρέποντάς τους να δημοσιεύουν αναρτήσεις που θα μπορούσαν να περιέχουν παραπληροφόρηση. Η εξέλιξη αυτή είχε αρνητικές επιπτώσεις καθώς το μέσο μετατράπηκε σε εμπόλεμη ζώνη με αθρόα χρήση προπαγάνδας.
Χειραγώγηση από ξένες κυβερνήσεις
Μια αναλύτρια δεδομένων του Facebook, η Sophie Zhang, που έγινε πληροφοριοδότης, εμφανίζεται τον Σεπτέμβριο του 2020 κατηγορώντας την εταιρία ότι απέτυχε να σταματήσει την πολιτική χειραγώγηση από ξένες κυβερνήσεις. Το σημείωμα των 6.600 λέξεων, που γράφτηκε από την πρώην επιστήμονα δεδομένων είναι γεμάτο με συγκεκριμένα παραδείγματα αρχηγών κυβερνήσεων και πολιτικών κομμάτων στο Αζερμπαϊτζάν και την Ονδούρα που χρησιμοποιούν ψεύτικους λογαριασμούς ή παραποιούσαν τα στοιχεία τους για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Σε χώρες όπως η Ινδία, η Ουκρανία, η Ισπανία, η Βραζιλία, η Βολιβία και ο Ισημερινός, βρήκε στοιχεία συντονισμένων εκστρατειών διαφόρων μεγεθών για την ενίσχυση ή την παρεμπόδιση των πολιτικών υποψηφίων ή των αποτελεσμάτων, αν και δεν κατέληγε πάντα στο συμπέρασμα ποιος ήταν πίσω από αυτές.
Ανησυχίες υπαλλήλων – αδιαφορία Facebook
Το 2021, δεκάδες έγγραφα του Facebook που εξετάστηκαν από τη Wall Street Journal δείχνουν υπαλλήλους να ανησυχούν για το πώς χρησιμοποιούνται οι πλατφόρμες του στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η βάση χρηστών του είναι τεράστια και διευρύνεται. Οι εργαζόμενοι επισήμαναν ότι διακινητές ανθρώπων στη Μέση Ανατολή χρησιμοποιούσαν τον ιστότοπο για να παρασύρουν γυναίκες σε καταχρηστικές καταστάσεις απασχόλησης. Προειδοποίησαν ότι ένοπλες ομάδες στην Αιθιοπία χρησιμοποίησαν τον ιστότοπο για να υποκινήσουν τη βία κατά των εθνοτικών μειονοτήτων. Έστειλαν ειδοποιήσεις στα αφεντικά τους για πώληση οργάνων, πορνογραφία και κυβερνητικές ενέργειες κατά της πολιτικής διαφωνίας, σύμφωνα με τα έγγραφα. Δείχνουν επίσης την ανταπόκριση της εταιρείας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είναι ανεπαρκής ή μηδαμινή.
Αυτά είναι μερικά από όσα σκάνδαλα έχουν αποκαλυφθεί στα 20 χρόνια που το Facebook μεσουρανεί και διακινεί τις πληροφορίες μας, καθορίζοντας τις ζωές μας. Είναι τρομακτικό να αναλογιστεί κανείς πόσες ακόμα παράνομες πρακτικές έχουν εφαρμοστεί στο βωμό του κέρδους που δε θα μάθουμε και ποτέ.
Στον διαδικτυακό και ψηφιακό κόσμο, ό,τι κάνουμε αφήνει ένα ίχνος, μια καταγραφή των πάντων, από την βενζίνη που θα βάλουμε στο αυτοκίνητό μας έως τους ιστότοπους που επισκεφτήκαμε. Όταν συνδυάζονται, ακόμη και τα φαινομενικά αθώα, ασήμαντα στοιχεία μπορούν να αποκαλύψουν πολλά για έναν χρήστη. Και σε μία εποχή που η πληροφορία είναι χρήμα, το Facebook συγκεντρώνει απαράμιλλη δύναμη στον ψηφιακό κόσμο, συλλέγοντας και κερδοφορώντας από τα προσωπικά δεδομένα δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Προκειμένου να προστατευθούν οι βασικές μας ανθρώπινες αξίες στην ψηφιακή εποχή – η αξιοπρέπεια, η αυτονομία, η ιδιωτικότητα – πρέπει να γίνει μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας της Big Tech και να μετακινηθεί προς ένα διαδίκτυο που θα έχει στον πυρήνα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ήταν 4 Φεβρουαρίου 2004 όταν ένας φοιτητής του Harvard αποφάσισε να δημιουργήσει μία πλατφόρμα προκειμένου να μπορεί να επικοινωνήσει με άλλους φοιτητές του πανεπιστημίου. Μέσα σε ένα βράδυ είχε καταφέρει να έχει 1200 με 1500 εγγεγραμμένους χρήστες. Παρ’ όλη την ολιγόωρη επιτυχία του, δεν είμαι σίγουρη αν το επόμενο πρωί ακόμα και ο ίδιος μπορούσε να συλλάβει στο μυαλό του ότι αυτό που είχε ξεκινήσει θα τον έκανε έναν από τους πιο επιτυχημένους και πλούσιους ανθρώπους του πλανήτη. 20 χρόνια μετά, στα 39 το χρόνια, ο Mark Zuckerberg έχει χτίσει μία αυτοκρατορία που κοστολογείται περισσότερο από 500 δισ. δολάρια ενώ ο ίδιος θεωρείται ένας από τους νεότερους δισεκατομμυριούχους στον κόσμο.
Το Facebook ήρθε στις ζωές μας μία περίοδο που ακόμα το διαδικτυακό σύμπαν ήταν πιο απλό. Μουσική, νέα, ιστοσελίδες, gaming και επικοινωνία μέσω chat και βίντεο μονοπωλούσαν το σερφάρισμά μας. Κάποιες πρώτες μορφές κοινωνικής δικτύωσης είχαν κάνει την εμφάνισή τους όπως το MySpace, καμία πλατφόρμα δεν μπορούσε όμως να μας προετοιμάσει για αυτό που ερχόταν να κάνει το Facebook.
Την 1η Οκτωβρίου 2005, το Facebook επεκτάθηκε σε 21 πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλα σε όλο τον κόσμο. Το Facebook επέκτεινε αργότερα την καταλληλότητα μέλους σε υπαλλήλους πολλών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των Apple Inc. και Microsoft. Στις 11 Δεκεμβρίου 2005, πανεπιστήμια στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, τον Καναδά, το Μεξικό, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και Ιρλανδία προστέθηκαν στο δίκτυο. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2006, επιτράπηκε σε όλους από 13 ετών και άνω να εγγραφούν με έγκυρο email. Ήταν πλέον επίσημο, ένα νέο διαδικτυακό σύμπαν είχε γίνει πια ευρέως διαθέσιμο.
Εκατομμύρια άνθρωποι και χιλιάδες εταιρείες έγιναν μέλη αυτής της κολοσσιαίας κοινωνικής πλατφόρμας προκειμένου να συνδεθούν με τον κόσμο ενώ το 2010 έσπασε το φράγμα των 500 εκατομμυρίων χρηστών. Το 2020 έφτασε τους 2,85 δισεκατομμύρια ενεργούς χρήστες.
Ένας νέος παράλληλος διαδικτυακός κόσμος δημιουργήθηκε που θα άλλαζε άρδην τον τρόπο που μιλάμε, που επικοινωνούμε, που διαφημίζουμε την επιχείρησή μας, που διαμαρτυρόμαστε, που φλερτάρουμε και ενημερωνόμαστε.
Άλλαξε την πολιτική, το εμπόριο, την εταιρική προβολή, τη δημοσιογραφία, δημιούργησε trends και καθόρισε την καθημερινότητά μας. Η λίστα είναι ατελείωτη. Πολλά κοινωνικά δίκτυα δημιουργήθηκαν έκτοτε προσπαθώντας να “κλέψουν” λίγη από την αίγλη του. Ο θρίαμβος του Facebook ήταν τέτοιος που εξαγόρασε και άλλες πλατφόρμες όπως το Instagram και το WhatsApp.
Ναι το Facebook ήρθε και άλλαξε τον διαδικτυακό και κατ’ επέκταση τον πραγματικό μας κόσμο. Εκτός όμως από τη δημοτικότητά του, το Facebook θριαμβεύει εδώ και 20 χρόνια και σε σκάνδαλα.
Από παραβιάσεις στην ιδιωτικότητα, fake news, μέχρι εξαπάτηση των χρηστών στο να ελέγχουν το απόρρητο των προσωπικών τους πληροφοριών, ο πεφωτισμένος φοιτητής που “κυβερνά” των κυβερνοχώρο έχει κατηγορηθεί κατά καιρούς για πληθώρα σκανδάλων με αποκορύφωμα το “Cambridge Analytica”.
Fake News
Η εταιρία αντιμετώπισε έντονες επικρίσεις για παραπληροφόρηση σχετικά με τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ του 2016. Σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ του Buzzfeed που έδειξε ότι οι ψευδείς ειδήσεις ξεπέρασαν τις πραγματικές ειδήσεις. Τους πρώτους μήνες της προεκλογικής εκστρατείας, 20 ψευδείς εκλογικές ιστορίες με κορυφαίες επιδόσεις από προπαγανδιστικές ιστοσελίδες και υπερκομματικά ιστολόγια προκάλεσαν 8.711.000 κοινοποιήσεις, αντιδράσεις και σχόλια. Ο Mark Zuckerberg δημοσίευσε στο Facebook μια συγγνώμη και είπε ότι η εταιρία σκοπεύει να βελτιώσει τον αλγόριθμο και αποκάλυψε ότι απέσυρε 2,2 δισεκατομμύρια ψεύτικους λογαριασμούς μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2019.
Το 2018 σηματοδότησε μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές στην ιστορία του Facebook.
Υποκίνηση εθνοκάθαρσης
Δημοσιεύματα αποκάλυψαν ότι η πλατφόρμα χρησιμοποιήθηκε για την υποκίνηση γενοκτονίας κατά της μουσουλμανικής μειονότητας Ροχίνγκια στη Μιανμάρ από στρατιωτικούς αξιωματούχους της χώρας. Μέλη του στρατού της Μιανμάρ ήταν οι κύριοι παράγοντες πίσω από μια συστηματική εκστρατεία στο Facebook που στόχευε την κυρίως μουσουλμανική μειονότητα των Ροχίνγκια της χώρας. Ο στρατός εκμεταλλεύτηκε την εμβέλεια του Facebook στη Μιανμάρ, όπου χρησιμοποιείται τόσο ευρέως που πολλοί από τους 18 εκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου της χώρας συγχέουν την πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης της Silicon Valley με το Διαδίκτυο.
Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορούν την προπαγάνδα κατά των Ροχίνγκια για υποκίνηση δολοφονιών, βιασμών και τη μεγαλύτερη αναγκαστική ανθρώπινη μετανάστευση στην πρόσφατη ιστορία. Ο επικεφαλής του τμήματος κυβερνοασφάλειας του Facebook είπε στους New York Times ότι διαπίστωσε «σαφείς και σκόπιμες προσπάθειες για κρυφή διάδοση προπαγάνδας που συνδέονταν άμεσα με τον στρατό της Μιανμάρ». Τα Ηνωμένα Έθνη χαρακτήρισαν την κατάσταση «ένα κλασικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης».
Cambridge Analytica
Το 2018 αποκαλύφθηκε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που τελικά αποκάλυψε τη σκοτεινή πλευρά της οικονομίας των μεγάλων δεδομένων που στηρίζει το Διαδίκτυο.
Η Cambridge Analytica ήταν μια βρετανική συμβουλευτική εταιρεία που αναλάμβανε την επικοινωνία και την προώθηση πολιτικών campaigns. Συνδύαζε την εξόρυξη και την ανάλυση δεδομένων προκειμένου να αναπτύξει μια επικοινωνιακή στρατηγική κατάλληλη για τον κάθε υποψήφιο. Το 2015 είχε αναλάβει την πολιτική εκστρατεία του Donald Trump, αλλά και την έρευνα του Leave.EU, ενός εκ των οργανισμών της καμπάνια για το Brexit.
Η Cambridge Analytica εφαρμόζοντας «ψυχογραφικά» λοιπόν αναλυτικά στοιχεία στο σύνολο δεδομένων της, ισχυρίστηκε ότι ήταν σε θέση να προσδιορίσει τον τύπο προσωπικότητας των ανθρώπων και στη συνέχεια να στοχεύσει μεμονωμένα μηνύματα για να επηρεάσει τη συμπεριφορά τους. Η πιο σημαντική πηγή δεδομένων ήταν το Facebook. Μέσω μιας εφαρμογής τρίτου μέρους, η Cambridge Analytica έλαβε ακατάλληλα δεδομένα από έως και 87 εκατομμύρια προφίλ στο Facebook – συμπεριλαμβανομένων ενημερώσεων κατάστασης, likes, ακόμη και ιδιωτικών μηνυμάτων, χωρίς τη συγκατάθεση των χρηστών του.
Παραβιάσεις απόρρητου των χρηστών
Το 2019, η Federal Trade Commission επέβαλε στο Facebook πρόστιμο 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για παραβιάσεις του απορρήτου των χρηστών. Η ποινή αυτή είναι η μεγαλύτερη που έχει επιβληθεί ποτέ σε οποιαδήποτε εταιρεία για παραβίαση του απορρήτου των καταναλωτών και σχεδόν 20 φορές μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη ποινή προστασίας της ιδιωτικής ζωής ή της ασφάλειας δεδομένων που έχει επιβληθεί ποτέ παγκοσμίως. Είναι μια από τις μεγαλύτερες κυρώσεις που έχει αξιολογηθεί ποτέ από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για οποιαδήποτε παραβίαση.
Χρήση προσωπικών πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς
Τον Νοέμβριο του 2019, περισσότερες από 4.000 σελίδες εσωτερικών εγγράφων του Facebook ( email, διαδικτυακές συνομιλίες, σημειώσεις, παρουσιάσεις και υπολογιστικά φύλλα, από το 2011 έως το 2015) διέρρευσαν και δόθηκαν στο φως της δημοσιότητας. Συνολικά, δείχνουν πώς ο Zuckerberg, μαζί με το διοικητικό συμβούλιο και την ομάδα διαχείρισης του, βρήκαν τρόπους να αξιοποιούν τα δεδομένα των χρηστών του Facebook – συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για φίλους, σχέσεις και φωτογραφίες – ως μοχλό στις εταιρείες με τις οποίες συνεργάστηκε.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το Facebook αντάμειβε τους συνεργάτες δίνοντάς τους προνομιακή πρόσβαση σε συγκεκριμένους τύπους δεδομένων χρηστών. Για παράδειγμα, το Facebook έδωσε στην Amazon ειδική πρόσβαση στα δεδομένα των χρηστών επειδή ξόδευε χρήματα για διαφημίσεις στο Facebook.
Χαμηλός έλεγχος προπαγάνδας
Το Facebook ανακοίνωσε τον Ιανουάριο του 2020 ότι δεν θα ελέγχει τις διαφημίσεις πολιτικών στις πλατφόρμες του, επιτρέποντάς τους να δημοσιεύουν αναρτήσεις που θα μπορούσαν να περιέχουν παραπληροφόρηση. Η εξέλιξη αυτή είχε αρνητικές επιπτώσεις καθώς το μέσο μετατράπηκε σε εμπόλεμη ζώνη με αθρόα χρήση προπαγάνδας.
Χειραγώγηση από ξένες κυβερνήσεις
Μια αναλύτρια δεδομένων του Facebook, η Sophie Zhang, που έγινε πληροφοριοδότης, εμφανίζεται τον Σεπτέμβριο του 2020 κατηγορώντας την εταιρία ότι απέτυχε να σταματήσει την πολιτική χειραγώγηση από ξένες κυβερνήσεις. Το σημείωμα των 6.600 λέξεων, που γράφτηκε από την πρώην επιστήμονα δεδομένων είναι γεμάτο με συγκεκριμένα παραδείγματα αρχηγών κυβερνήσεων και πολιτικών κομμάτων στο Αζερμπαϊτζάν και την Ονδούρα που χρησιμοποιούν ψεύτικους λογαριασμούς ή παραποιούσαν τα στοιχεία τους για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Σε χώρες όπως η Ινδία, η Ουκρανία, η Ισπανία, η Βραζιλία, η Βολιβία και ο Ισημερινός, βρήκε στοιχεία συντονισμένων εκστρατειών διαφόρων μεγεθών για την ενίσχυση ή την παρεμπόδιση των πολιτικών υποψηφίων ή των αποτελεσμάτων, αν και δεν κατέληγε πάντα στο συμπέρασμα ποιος ήταν πίσω από αυτές.
Ανησυχίες υπαλλήλων – αδιαφορία Facebook
Το 2021, δεκάδες έγγραφα του Facebook που εξετάστηκαν από τη Wall Street Journal δείχνουν υπαλλήλους να ανησυχούν για το πώς χρησιμοποιούνται οι πλατφόρμες του στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η βάση χρηστών του είναι τεράστια και διευρύνεται. Οι εργαζόμενοι επισήμαναν ότι διακινητές ανθρώπων στη Μέση Ανατολή χρησιμοποιούσαν τον ιστότοπο για να παρασύρουν γυναίκες σε καταχρηστικές καταστάσεις απασχόλησης. Προειδοποίησαν ότι ένοπλες ομάδες στην Αιθιοπία χρησιμοποίησαν τον ιστότοπο για να υποκινήσουν τη βία κατά των εθνοτικών μειονοτήτων. Έστειλαν ειδοποιήσεις στα αφεντικά τους για πώληση οργάνων, πορνογραφία και κυβερνητικές ενέργειες κατά της πολιτικής διαφωνίας, σύμφωνα με τα έγγραφα. Δείχνουν επίσης την ανταπόκριση της εταιρείας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είναι ανεπαρκής ή μηδαμινή.
Αυτά είναι μερικά από όσα σκάνδαλα έχουν αποκαλυφθεί στα 20 χρόνια που το Facebook μεσουρανεί και διακινεί τις πληροφορίες μας, καθορίζοντας τις ζωές μας. Είναι τρομακτικό να αναλογιστεί κανείς πόσες ακόμα παράνομες πρακτικές έχουν εφαρμοστεί στο βωμό του κέρδους που δε θα μάθουμε και ποτέ.
Στον διαδικτυακό και ψηφιακό κόσμο, ό,τι κάνουμε αφήνει ένα ίχνος, μια καταγραφή των πάντων, από την βενζίνη που θα βάλουμε στο αυτοκίνητό μας έως τους ιστότοπους που επισκεφτήκαμε. Όταν συνδυάζονται, ακόμη και τα φαινομενικά αθώα, ασήμαντα στοιχεία μπορούν να αποκαλύψουν πολλά για έναν χρήστη. Και σε μία εποχή που η πληροφορία είναι χρήμα, το Facebook συγκεντρώνει απαράμιλλη δύναμη στον ψηφιακό κόσμο, συλλέγοντας και κερδοφορώντας από τα προσωπικά δεδομένα δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Προκειμένου να προστατευθούν οι βασικές μας ανθρώπινες αξίες στην ψηφιακή εποχή – η αξιοπρέπεια, η αυτονομία, η ιδιωτικότητα – πρέπει να γίνει μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας της Big Tech και να μετακινηθεί προς ένα διαδίκτυο που θα έχει στον πυρήνα τα ανθρώπινα δικαιώματα.