Μετά από δύο δεκαετίες αγκιστρωμένος στην εξουσία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αντιμετωπίζει μια (ακόμη) πρόκληση: την απώλεια του θώκου του μετά από είκοσι συναπτά έτη στην εξουσία, στις εκλογές που θα διεξαχθούν την ερχόμενη Κυριακή, στις 14 του μήνα και κατόπιν ξανά στις 28 του μήνα, αν κανένας υποψήφιος, όπως είναι πιθανό, δεν ξεπεράσει το 50% των ψήφων.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο κύριος αντίπαλός του, ο κοσμικός και κεντροαριστερός ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, έχει ένα μικρό προβάδισμα της τάξεως των 3-5 ποσοστιαίων μονάδων, με το δίλημμα των τούρκων ψηφοφόρων να είναι ξεκάθαρο: πρέπει να επιλέξουν είτε μεταξύ του Ερντογάν και της πιθανότητας ότι η επανεκλογή του θα εδραιώσει τη μονοπρόσωπη διακυβέρνηση (του), είτε των αντιπάλων του που έχουν υποσχεθεί να αναθεωρήσουν το προεδρικό σύστημα και να επαναφέρουν την Τουρκία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Η αντιπολίτευση της Τουρκίας, ένας εξακομματικός συνασπισμός που χαίρει της υποστήριξης του φιλοκουρδικού κόμματος HDP με επικεφαλής τον Κιλιτσντάρογλου και με μοναδικό στόχο την απομάκρυνση του Ερντογάν από την εξουσία, πιστεύει ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία θα πρέπει να κάνουν την επιλογή αυτή εύκολη. Μια βαθιά οικονομική κρίση και μια πολύ λειψή και προβληματική κυβερνητική αντίδραση σε δύο ισχυρούς σεισμούς που έπληξαν τη χώρα τον Φεβρουάριο έχουν επισφραγίσει 20 χρόνια διακυβέρνησης του Ερντογάν και του κόμματός του, Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη (AKP), το οποίο φαίνεται έτοιμο να υποστεί απώλειες στις βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται ταυτόχρονα με την ψηφοφορία για την προεδρία.

Οι τούρκοι πολίτες έχουν να αντιμετωπίσουν τις υψηλές τιμές των αγαθών που έχουν προκύψει από το ιστορικό χαμηλό στο οποίο έχει εκπέσει η τουρκική λίρα – μια οικονομική πραγματικότητα που συνεπάγεται με μειωμένη αγοραστική δύναμη για τους πολίτες. Επιπλέον, ο Ερντογάν είναι «άτυχος» καθώς ο πρόσφατος σεισμός με τους περισσότερους από 50.000 νεκρούς και τους τρία εκατομμύρια εκτοπισμένους στον τουρκικό νότο και οι κατασκευαστικές παθογένειες ετών που βγήκαν στην επιφάνεια – και που θα αποδοθούν, ασφαλώς, στην δική του διακυβέρνηση – ανάγκασε τους επικοινωνιολόγους του επονομαζόμενου «Σουλτάνου» να βγάλουν διάφορους… λαγούς από το καπέλο τους, προκειμένου να ανεβάσουν τα πεσμένα δημοσκοπικά νούμερα του Ερντογάν.

Μέχρι και νέα περί ενδεχόμενης αρρώστιας του Ρετζέπ Ταγίπ άρχισαν να διαρρέουν στα φίλα προσκείμενα προς τον ίδιο ΜΜΕ, με στόχο την ψηφοθηρική επίκληση, εκ μέρους του εκλογικού σώματος, του (πάντα χρήσιμου, σε τέτοιες περιστάσεις) συναισθήματος του οίκτου απέναντι στον Ανώτατο Άρχοντα της χώρας.

Βέβαια όλες αυτές οι κινήσεις είναι περισσότερο απελπισίας μπροστά σε μια δεινή πραγματικότητα όπως ο λαϊκός θυμός που είναι μια δύναμη που πρέπει να υπολογίζεται σε μια προεκλογική περίοδο, ειδικά όταν τα αγαπημένα πρόσωπα των ψηφοφόρων (του) είναι νεκρά και όταν δεκάδες χιλιάδες πολιτών αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αλλά στη συνέχεια μένουν στο κρύο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, χωρίς φαγητό ή νερό ή στέγη ή θέρμανση. Όπως γίνεται δηλαδή εδώ και καιρό.

Το δίκοπο μαχαίρι που μπορεί να γυρίσει υπέρ του Ερντογάν

Αλλά το να τεθεί ένα τέλος σε δύο δεκαετίες διακυβέρνησης τόσο από τον Ερντογάν όσο και από το ΑΚΡ δεν είναι μια απλή υπόθεση. Γιατί η κατάσταση περιπλέκεται από πολλές δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης Κιλιντσάρογλου θα μπορούσε μεν να αποκτήσει πλειοψηφία στο τουρκικό κοινοβούλιο, όμως η κούρσα για την προεδρία της χώρας παραμένει αμφίρροπη και ο νέος πρόεδρος της χώρας θα μπορούσε ξανά να είναι ο… Ερντογάν.

Χωρίς να κερδίσει τόσο την προεδρία όσο και το κοινοβούλιο, η αντιπολίτευση δεν θα μπορέσει να θέσει σε εφαρμογή τις σαρωτικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί προεκλογικά και παραμένει έτσι μέγαλος ο κίνδυνος ο Ερντογάν να παραμείνει πρόεδρος ακόμη και αν το κόμμα του υποστεί ήττα στο κοινοβούλιο θα μπορούσε να καταστήσει μετεκλογικά την προεδρία του ακόμη πιο συγκεντρωτική, ακυρώνοντας τα όποια κέρδη της αντιπολίτευσης.

Ο ρόλος των τούρκων «γκασταρμπάιτερ» της Γερμανίας

Ο Ερντογάν είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που αναζητά παντού υποστηρικτές του και μια από τις τελευταίες του «οψιόν» είναι οι Τούρκοι της Γερμανίας, εκεί όπου ζουν περίπου τρία εκατ. άνθρωποι τουρκικής καταγωγής, 1,5 εκατ. εκ των οποίων έχουν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές της 14ης του Μάη.

Οι δεσμοί του Ερντογάν με τους «γκασταρμπάιτερ» [gastarbeiter = «φιλοξενούμενος εργάτης» γερμανιστί] συμπατριώτες του έχουν βαθιές ρίζες και ο Ρετζέπ Ταγίπ έχει κάθε λόγο να υπολογίζει στην δυναμική της ψήφου τους: στις εκλογές του 2018 ο Ερντογάν εκλέχτηκε με ποσοστό 52.59% στην Τουρκία, ενώ στη Γερμανία έλαβε άνω του 60% και 75% στη Ρουρ, την βιομηχανική περιοχή της Γερμανίας, όπου εδράζονται οι περισσότεροι και πιο παραδοσιακοί τούρκοι μετανάστες.

«Η υποστήριξη που απολαμβάνει ο Ερντογάν μεταξύ των Τούρκων της Γερμανίας εδράζεται σε δύο δεδομένα: Την ιστορική δυναμική της τουρκικής μετανάστευσης και την προδομένη ενσωμάτωσή τους [στη γερμανική κοινωνία]», τονίζει μιλώντας στην Süddeutsche Zeitung ο κοινωνικός ψυχολόγος Χατσί-Χαλίλ Ουσλουτζάν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ντούισμπουργκ-Εσσης, όπου διευθύνει το Κέντρο Τουρκικών Σπουδών και Ερευνών για την Ενσωμάτωση.

Αρκούν όμως οι ψήφοι των Τούρκων της Γερμανίας προκειμένου ο Ερντογάν να ξεφύγει από του… χάρου τα δόντια; Όπως σημειώνουν τα τουρκικά ΜΜΕ, στις επικείμενες εκλογές αναμένεται μια ακόμη μεγαλύτερη αποχή, εκ μέρους των τούρκων μεταναστών στη Γερμανία, σε σχέση ακόμη και με τις εκλογές του 2018 (οι οποίες έγιναν στη σκιά του αποτυχημένου πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν, τον Ιούλη του 2016), ενώ η εξίσου βαριά σκιά των δυο φονικών σεισμών εξακολουθεί να κατατρέχει τον «Σουλτάνο» ακόμη και πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του.

Κοινώς και κοντολογίς, αν δεν χάσει και φέτος στις εκλογές ο 69χρονος Ερντογάν… μάλλον δεν θα χάσει ποτέ, με πολλούς να είναι εκείνους που αναρωτιούνται, και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, σιωπηλά ή φωναχτά, τι πρόκειται να κάνει ο Ερντογάν τόσο αν κερδίσει, όσο και αν χάσει στις τουρκικές εκλογές.

Σιγή ασυρμάτου από ΕΕ και ΗΠΑ

Οι πιθανότητες να παραιτηθεί ο Ερντογάν από οιαδήποτε προσπάθεια, έστω και απέλπιδα, να αγκιστρωθεί ξανά στην πολυαγαπημένη του εξουσία, ωστόσο, είναι απειροελάχιστες, τηρουμένων των μέχρι τώρα χειρισμών του και των συχνά μετερνίχειων και παρασκηνιακών μηχανορραφιών του. Ας μην ξεχνάμε, εμείς οι Κουτόφραγκοι, ότι ο Ερντογάν έχει, ουσιαστικά, προλειάνει, έργω και λόγω, το έδαφος γι’ αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει [βία και νοθεία;], καθώς βλέπει τον εαυτό του, κυριολεκτικά, ως ευρισκόμενο σε αποστολή από τον Αλλάχ. «Είμαι ο υπηρέτης της σαρίας [του ισλαμικού νόμου]», εξήγησε κάποτε. Άρα, καταλαβαίνουμε το εύλογο παρασύνθημά του, ότι δηλαδή δεν θα σταματήσει ποτέ, μέχρι να βγουν… οι Blues Brothers από μέσα του.

Η εξουσία τον έχει χτυπήσει κατακέφαλα ενώ τα αντιπολιτευόμενα τουρκικά ΜΜΕ διαρκώς «σπρώχνουν» μια – άκρως ντροπιαστική για τον ίδιο – ιδιωτική εικόνα του Ερντογάν ως ενός ανθρώπου αποκομμένου πλήρως από τον απλό τουρκικό λαό και τους απλούς ανθρώπους, τους οποίους θεωρεί συλλήβδην ως «κατώτερούς του».

Επίσης, μην ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν διατηρεί εδώ και καιρό στενούς δεσμούς με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και έχει επιδιώξει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο ως δήθεν «διαμεσολαβητής» στη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση. Η αλήθεια είναι ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας που έχει ανοίξει ο Ερντογάν με το Κρεμλίνο δεν πρέπει επ’ ουδενί να υποτιμηθούν, καθώς ο τούρκος πρόεδρος βοήθησε στη μεσολάβηση για τη σύναψη συμφωνίας που ανοίγει έναν ασφαλή διάδρομο για τις εξαγωγές σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας και απέτρεψε την κατάρρευσή της όταν η Ρωσία προχώρησε στον τερματισμό της υποστήριξής της προς την κείμενη συμφωνία.

Κάπως έτσι, η επίσημη γερμανική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να υποκινήσει την τουρκική διασπορά σε βία και πιθανόν πράξεις προβοκάτσιας υπέρ του, φημολογείται ότι προ ημερών εξουσιοδότησε μυστικά τον πρεσβευτή της στην Αγκυρα να συναντήσει τους υπουργούς του Ερντογάν, αν όχι και τον ίδιο τον Ερντογάν και να τον αποτρέψει από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Αλλά, ας σκεφτούμε ένα πιθανό σενάριο ήττας του Ερντογάν και του τι πρόκειται να επακολουθήσει: ο Ερντογάν να καταγγέλλει διαπρυσίως περί  «χειραγώγησης των εκλογικών αποτελεσμάτων». Το επιτελείο του, διαμέσου των sites κοινωνικής δικτύωσης, να σπέρνουν fake news περί «αμφισβητούμενης ψηφοφορίας» και «ψεύτικης νίκης του Κιλιντσάρογλου». Κατόπιν, πλήθος κόσμου να συγκεντρώνεται έξω από το προξενείο των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη και την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Άγκυρα.

Το ΝΑΤΟ να νίπτει τας χείρας του με τις εξελίξεις αυτές – καθώς δεν το «παίρνει» να χάσει έναν τόσο σημαντικό γεωπολιτικό εταίρο όπως η Τουρκία – και ο Ερντογάν μέσα σε χρόνο dt, όπως έγινε και στο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, να διατάζει τις δυνάμεις ασφαλείας να συλλάβουν τον Κιλιτσντάρογλου με ψευδείς κατηγορίες για συμμετοχή σε ένα δεύτερο «πραξικόπημα» εναντίον του.

Ωστόσο, η μέχρι στιγμής… σιγή ασυρμάτου των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον είναι εκκωφαντική και εξοργίζει τον Ερντογάν.

Θα τελειώσουμε με ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο ως προς την (παγιωμένη και, ας είμαστε ειλικρινείς, σαφή και firm, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες) θέση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία, όπως μάς το παρουσιάζει το Globeandthemail: Στις 22 Μαρτίου του τρέχοντος έτους ο Δημοκρατικός γερουσιαστής του Νιου Τζέρσεϊ και γνωστός φιλέλληνας, Μπομπ Μενέντεζ συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας και τον Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, αμέσως μετά το τέλος μιας ακρόασης σχετικά με το αίτημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τον προϋπολογισμό του 2024 και τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του.

Ένα από τα θέματα που τέθηκαν προς συζήτηση ήταν η πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία, αξίας 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο Μενέντεζ, σφοδρός επικριτής της συμφωνίας, αφού πρώτα ανέφερε τις παραβιάσεις της Αγκυρας σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ, στη συνέχεια ρώτησε ευθέως τους δυο συνομιλητές του «Πώς αποκαλείτε μια τέτοια χώρα [σαν την Τουρκία];»

Ο Μπλίνκεν απάντησε: «Νομίζω ότι θα την αποκαλούσα έναν “προκλητικό σύμμαχο”». 

Και συνέχισε ο – οπαδός της realpolitik – Μπλίνκεν: «Η τουρκική κυβέρνηση είναι προβληματική, αλλά απαραίτητη [για τις ΗΠΑ]».

Η Τουρκία για τις ΗΠΑ θα συνεχίσει να είναι – με Ερντογάν ή χωρίς αυτόν – αυτό που ήταν πάντα, λόγω θέσης: ένας κρίσιμος εταίρος, αλλά και ένας ασταθής άγνωστος. Σίγουρα πάντως «δεν είναι μια χώρα που μπορεί εύκολα να αγνοηθεί ή να αποκοπεί», κατά τον Μπλίνκεν.

Ας μην αυταπατώμεθα λοιπόν οικτρά: η Τουρκία δεν είναι Δημοκρατία και ο Ερντογάν δεν είναι δημοκράτης. Θα εξαπατήσει και θα προσπαθήσει να μετατρέψει μια ενδεχόμενη ήττα του σε νίκη του.

Το ερώτημα για τον Λευκό Οίκο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τις Βρυξέλλες, το ΝΑΤΟ και τους υπολοίπους εμπλεκομένους, είναι αν είναι προετοιμασμένοι ως προς αυτήν την κατεύθυνση.