Κοντά στην ινδονησιακή πόλη Σουρακάρτα, μια πρώην βασιλική πρωτεύουσα στο νησί της Ιάβας που εδώ και καιρό είναι γνωστή για την παραγωγή περίτεχνων υφασμάτων, δεκάδες άλλοτε πολυσύχναστα εργοστάσια ενδυμάτων παραμένουν κλειστά πίσω από κλειδωμένες πύλες. 

Σε ένα καφέ όχι μακριά από το εργοστάσιο όπου εργαζόταν για περισσότερα από τριάντα χρόνια, ο 53χρονος Χαριγιάντο κατηγορεί τις φθηνές εισαγωγές από την Κίνα για την οικονομική καταστροφή. «Ανησυχώ ότι η Κίνα μπορεί να πιέσει την κυβέρνησή μας να αποδεχτεί την τρέχουσα κατάσταση» δήλωσε ο Χαριγιάντο, ο οποίος όπως πολλοί Ινδονήσιοι χρησιμοποιεί μόνο ένα όνομα. «Όταν μια εταιρεία κλείνει, δεν επηρεάζονται μόνο οι εργαζόμενοι. Επηρεάζεται ολόκληρη η κοινότητα». 

Η μεγαλύτερη οικονομία της Νοτιοανατολικής Ασίας έχει χάσει περίπου 250.000 θέσεις εργασίας στον κλάδο των υφασμάτων και των ενδυμάτων τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με την Ένωση Παραγωγών Ινών και Νημάτων της Ινδονησίας. Οι εκτιμήσεις βλέπουν πως άλλες 500.000 θέσεις βρίσκονται σε κίνδυνο το 2025 — ουσιαστικά εξαλείφοντας μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας στον κλάδο μέσα σε λίγα χρόνια. Αυτός ο ρυθμός είναι σημαντικά ταχύτερος από το φαινόμενο που ονομάστηκε «China Shock» και οδήγησε στην απώλεια έως και 2,4 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ από το 1999 έως το 2011. 

«Αυτή είναι η έκδοση China Shock 2.0 ή ακόμα και 3.0», λέει ο Γκόρντον Χάνσον, καθηγητής πολιτικής αστικής ανάπτυξης στη Σχολή Διακυβέρνησης Κένεντι του Χάρβαρντ και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης που καθιέρωσε τον όρο. «Η Κίνα διαθέτει αυτή την τεράστια βιομηχανική ικανότητα και τα προϊόντα πρέπει κάπου να καταλήξουν. Το μάθημα από την εμπειρία των ΗΠΑ είναι ότι «υπάρχει πολιτική αντίδραση σε όλα αυτά. Ο κόσμος θυμώνει». 

Η αποδυνάμωση των τοπικών οικονομιών στην αμερικανική ενδοχώρα συνέβαλε στην άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ ως πολιτική δύναμη. Επιδιώκοντας να επαναφέρει την ισορροπία στο εμπόριο ΗΠΑ-Κίνας και να φέρει πίσω τις θέσεις εργασίας στη βιομηχανία ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στην Κίνα κατά την πρώτη του θητεία, μέτρο που διατήρησε και η κυβέρνηση Μπάιντεν. Οι Κινέζοι κατασκευαστές που βρέθηκαν εκτός αγοράς στις ΗΠΑ λόγω των δασμών αναγκάστηκαν να αναζητήσουν εναλλακτικές αγορές, ενώ ορισμένοι μετέφεραν την παραγωγή τους σε άλλες χώρες για να παρακάμψουν τους δασμούς. 

Η ενίσχυση των εξαγωγών έγινε ακόμη πιο επιτακτική όταν ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ πήρε μέτρα το 2020 για να διαχειριστεί τη φούσκα των ακινήτων. Στη συνέχεια αύξησε τις επενδύσεις στη βιομηχανία για να στηρίξει την οικονομία εκτοξεύοντας το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας σε ιστορικό υψηλό, λίγο κάτω από το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2024. Παρόλο που η κυβέρνηση Σι έχει δείξει την πρόθεση να στρέψει την οικονομία περισσότερο προς την κατανάλωση, οι ισχυρές εξαγωγές θα εξακολουθήσουν να είναι απαραίτητες φέτος για να επιτευχθεί ο φιλόδοξος στόχος ανάπτυξης περίπου 5%. 

Ο πόνος που βιώνει η Ινδονησία γίνεται αισθητός και σε άλλες αναδυόμενες οικονομίες και η κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί: ο Τραμπ έχει απειλήσει να αυξήσει ακόμη περισσότερο τους δασμούς στην Κίνα, αφού ήδη τους ανέβασε κατά 20% από τότε που ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο. Αυτό σημαίνει ότι οι εξαγωγείς της Κίνας, οι πιο ανταγωνιστικοί στον κόσμο αναζητούν τρόπους να αντικαταστήσουν τις χαμένες παραγγελίες — μία δυναμική που ενδέχεται να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο κύμα κινεζικών προϊόντων σε όλο τον κόσμο. 

Και δεν πρόκειται μόνο για ακριβά προϊόντα, όπως ηλεκτρικά οχήματα, ηλιακά πάνελ και χάλυβα που έχουν γίνει πηγή τριβής μεταξύ της Κίνας και άλλων χωρών. Πρόκειται και για ενδύματα και άλλα χαμηλότερης αξίας αγαθά — εξαρτήματα βιομηχανικής παραγωγής στη Νοτιοανατολική Ασία, καλώδια διαδικτύου στη Βραζιλία, ηλεκτρονικά στην Ινδία — προϊόντα που παραδοσιακά οι αναπτυσσόμενες χώρες πουλούσαν σε πλουσιότερα έθνη. Υπάρχουν επίσης τα εκατομμύρια μικρών δεμάτων που αποστέλλονται καθημερινά απευθείας στους καταναλωτές από κινεζικά ηλεκτρονικά καταστήματα, υπονομεύοντας τα τοπικά προϊόντα. 

Και σαν να μην έφτανε αυτό για τις αναδυόμενες οικονομίες, ο Τραμπ απειλεί να επιβάλει «ανταποδοτικούς» δασμούς σε όλες τις χώρες, ξεκινώντας από τις 2 Απριλίου. Οι ηγέτες των χωρών που βρίσκονται στη μέση της έντασης ΗΠΑ-Κίνας — οι περισσότεροι από τους οποίους διστάζουν να πάρουν ξεκάθαρη θέση — πρέπει να διαχειριστούν προσεκτικά τις σχέσεις τους με κάθε μία από τις δύο υπερδυνάμεις, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποτρέψουν απώλειες θέσεων εργασίας στο εσωτερικό τους που θα μπορούσαν τελικά να τους κοστίσουν την εξουσία. 

Ο Σανάν Ανγκουμπολκούλ, επικεφαλής του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ταϊλάνδης, προειδοποίησε αυτόν τον μήνα ότι η κατάσταση είναι «πολύ κρίσιμη και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο», καθώς η χώρα αντιμετωπίζει κύμα εισροής ηλεκτρικών συσκευών, ενδυμάτων και άλλων κινεζικών προϊόντων. Η Ταϊλάνδη πέρυσι επέκτεινε τον φόρο προστιθέμενης αξίας 7% σε εισαγόμενα προϊόντα αξίας κάτω των 50 δολαρίων για να περιορίσει τον αντίκτυπο του κινεζικού ηλεκτρονικού καταστήματος Temu που ανήκει στην PDD Holdings Inc. 

Η Μαλαισία επέβαλε πέρυσι φόρο πωλήσεων 10% στις διαδικτυακές αγορές προϊόντων χαμηλής αξίας, ενώ οι ινδικές αρχές έχουν λάβει σειρά μέτρων, όπως έρευνες για ντάμπινγκ σε προϊόντα όπως τα κινεζικά φωτοβολταϊκά κύτταρα, το αλουμινόχαρτο και τα εξαρτήματα κινητών τηλεφώνων. Παράλληλα η κυβέρνηση του Βιετνάμ διέταξε πέρυσι τις εταιρείες Temu και Shein Group Ltd. να αναστείλουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα, επικαλούμενη ελλιπή εμπορική και φορολογική καταχώριση. 

Παρόλα αυτά, δεν είναι εύκολο για τις κυβερνήσεις να μπλοκάρουν τις εισαγωγές από την Κίνα, η οποία για πολλές χώρες αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό τους εταίρο αλλά και πηγή φθηνής χρηματοδότησης για εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, σιδηροδρομικά έργα υψηλής ταχύτητας και άλλα έργα υποδομής. «Θέλεις πραγματικά να παραπονεθείς για παπούτσια, όταν κάποιος σου χτίζει ένα λιμάνι;» αναρωτιέται η Ντέμπορα Έλμς, επικεφαλής πολιτικής εμπορίου στο Ίδρυμα Hinrich, ένα ερευνητικό κέντρο με έδρα την Ασία. 

Στην Ινδονησία οι αξιωματούχοι δείχνουν απροθυμία να επικρίνουν την Κίνα παρά τις αυξανόμενες απώλειες θέσεων εργασίας. Η Κίνα αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ένα τέταρτο του συνολικού εμπορίου της χώρας—περίπου τριπλάσιο ποσοστό από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Η κυβέρνηση του Σι Τζινπίνγκ επίσης έχει βοηθήσει την Ινδονησία να κατασκευάσει σιδηροδρόμους υψηλής ταχύτητας και επενδύει σημαντικά ποσά στη χώρα για την επεξεργασία ορυκτών, στηρίζοντας τη στρατηγική της κυβέρνησης να ανέβει στην αλυσίδα αξίας. 

Ο Πρόεδρος Πραμπόβο Σουμπιάντο, ο οποίος συνεχίζει να απολαμβάνει υψηλά ποσοστά αποδοχής από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Οκτώβριο έχει απειλήσει να βυθίσει πλοία που εμπλέκονται σε λαθρεμπόριο. Έχει επίσης προσπαθήσει να διασώσει την ινδονησιακή κλωστοϋφαντουργική γίγαντα PT Sri Rejeki Isman, γνωστή ως Sritex, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης. Η εταιρεία, που έχει ράψει ρούχα για παγκόσμια brands όπως τα H&M, Uniqlo και Zara απασχολούσε περίπου 50.000 εργαζομένους πριν από το φετινό κύμα απολύσεων. 

Στο νησί της Ιάβας, τα κλειστά εργοστάσια της Σουρακάτα δεν είναι η μόνη απόδειξη της ζημιάς που προκαλεί η εισροή φθηνών κινεζικών εισαγωγών. Η Λαουέγιαν, ένα χωριό που χρονολογείται από τον 15ο αιώνα και είναι γνωστό για το παραδοσιακό, χειροποίητο μπατίκ του —μια τεχνική που χρησιμοποιεί κερί και βαφή για την παραγωγή πολύπλοκων σχεδίων πάνω σε ύφασμα— βρίσκεται επίσης υπό απειλή. 

Η περιοχή, που κάποτε ήταν από τις πιο εύπορες γειτονιές της Ινδονησίας και προσέλκυε επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο. Ο Άλφα Φεμπέλα Πριγιατμόνο, 65 ετών επικεφαλής τοπικής ένωσης μπατίκ δήλωσε ότι πλέον τα εργοστάσια στην Κίνα μπορούν να παράγουν το ύφασμα πολύ φθηνότερα. Ο ίδιος πουλούσε περίπου 10 πουκάμισα την ημέρα, κάποτε έφτανε όμως τα 100. «Οι Κινέζοι εισαγωγείς είναι η μεγαλύτερη πρόκλησή μας. Υπάρχει ο κίνδυνος το χωριό να εξαφανιστεί ολοκληρωτικά». Ποια θα είναι η επόμενη ημέρα; 

*Με στοιχεία από το Bloomberg.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.