Η Ελβετία έχει ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ισχυρά χρηματοπιστωτικά συστήματα στον κόσμο, με τις τράπεζές της να είναι διάσημες για την διαχείριση τεράστιων ποσών πλούτου που προστατεύονται από παλιούς νόμους της χώρας περί απορρήτου.
Το ελβετικό έθνος ήταν ανέκαθεν τόπος έλξης ανθρώπων και των περιουσιών τους που αναζητούσαν καταφύγιο. Τον δέκατο έβδομο αιώνα οι Ελβετοί έδωσαν καταφύγιο στους Ουγενότες -που εκδιώχθηκαν από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία- και τα χρήματά τους. Τότε ήταν που ξεκίνησε η ελβετική τραπεζική με τη σύγχρονη έννοια. Οι πρώτοι ελβετικοί νόμοι που προστάτευαν την ταυτότητα των πελατών κωδικοποιήθηκαν το 1713 μ.Χ. από τις αρχές της Γενεύης. Αργότερα, οι Ελβετοί δέχτηκαν φυγάδες αριστοκράτες από τη Γαλλία.
Με τον καιρό, οι ευγενείς επέστρεψαν σπίτι τους —αλλά άφησαν σημαντικό μέρος του πλούτου τους στη Γενεύη. Κάθε παγκόσμια επανάσταση έφερνε μια νέα ομάδα προσφύγων, από αναρχικούς έως έκπτωτους βασιλείς. Η ελβετική φιλοξενία ήταν αρκετά ευρεία ώστε να δώσει άσυλο τόσο στην Ελισάβετ, αυτοκράτειρα της Αυστρίας, όσο και στον Λουίτζ Λουτσένι, τον αναρχικό που τη δολοφόνησε στη Γενεύη. Υπήρχε χώρος για τους Αλγερινούς αντάρτες, αλλά και τον πρώην βασιλιά Φαρούκ. Από τις αρχές λοιπόν του 18ου αιώνα, η έννοια του απορρήτου βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο όλων των τραπεζικών νόμων που διαμορφώθηκαν στην Ελβετία. Και πριν από περίπου 80 χρόνια, το 1934, ένας νόμος έκανε ποινικό αδίκημα την ανταλλαγή πληροφοριών πελατών με ξένες χώρες.
Επειδή ακριβώς όσοι αναζητούσαν καταφύγιο του πλούτου τους στην Ελβετία, ήταν ανεπιθύμητοι στη χώρα τους, ή παραβίαζαν τους ποινικούς της νόμους, ένας αέρας συνωμοσίας ακόμη και παρανομίας έχει εγκατασταθεί στα ελβετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Και όχι άδικα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ΒΠΠ), οι ελβετικές τράπεζες αποτέλεσαν ένα ιδανικό καταφύγιο πλούτου της ναζιστικής Γερμανίας καθώς δέχτηκαν οτιδήποτε κατασχέθηκε από το ναζιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Μέχρι το τέλος του πολέμου, η Ελβετία ξέπλυνε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια κλεμμένων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων χρυσού που πάρθηκε από τις κεντρικές τράπεζες των κατεχόμενων ευρωπαϊκών χωρών.
Η Ελβετία συνέχισε τις συναλλαγές της με τη Νότια Αφρική ακόμη και μετά την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιαπωνίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να γονατίσουν το καθεστώς του απαρτχάιντ με οικονομικές κυρώσεις το 1986. Ο επιχειρηματίας Mark Rich, ο νονός των εμπορευματικών επενδύσεων, περιέγραψε τις πετρελαϊκές του συμφωνίες με το ρατσιστικό καθεστώς στη νότια Αφρική ως την «πιο σημαντική και προσοδοφόρα επιχείρησή του». Και ενώ η Ελβετία προώθησε την υπόθεση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στον παγκόσμιο Νότο, πολλοί ολιγάρχες και αξιωματούχοι βρήκαν ένα ασφαλές μέρος για τα παράνομα κέρδη τους στους ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Και ακόμα και σήμερα, η Ελβετία εξυπηρετεί πλήθος ολιγαρχών που διαχειρίζονται εκατομμύρια καταθέσεων αμφιβόλου προελεύσεως και νομιμότητας.
Οι Ελβετοί δεν έχουν νόμους κατά των προσωπικών εταιρειών ή των εταιρειών χαρτοφυλακίου (που δεν φορολογούνται) ή της μεταβίβασης, πώλησης ή διαχείρησης χρυσού ή περιουσιακών στοιχείων ή συναλλάγματος. Οι Ελβετοί, συλλογικά, δεν έχουν δει ποτέ κανέναν λόγο για τον οποίο θα πρέπει να προσπαθήσουν να τηρήσουν ή να επιβάλουν τους κώδικες ή τις προκαταλήψεις άλλων εθνών. Πολλά πράγματα που είναι παράνομα σε χρηματοπιστωτικά συστήματα σε όλο τον κόσμο, εξακολουθούν να είναι απολύτως επιτρεπτά στην Ελβετία. Όπως είπε ένας τραπεζίτης από τη Βέρνη: «Πριν από πολύ καιρό δώσαμε καταφύγιο στους Προτεστάντες, όταν ο προτεσταντισμός ήταν παράνομος σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Αργότερα, ήταν παράνομο να είσαι Εβραίος. Θεωρούμε ότι οι οικονομικές υποθέσεις ενός ανθρώπου είναι εξίσου ιερές και τόσο σημαντικές όσο η ψυχή ή το σώμα του. Γιατί να μην δώσουμε άδυτο σε διωκόμενα χρήματα, όπως και στις ψυχές;»
Το άρθρο 47 του ελβετικού νόμου περί τραπεζών αναφέρει ότι χωρίς τη συγκατάθεση του πελάτη και ελλείψει ποινικής καταγγελίας, η αποκάλυψη στοιχείων πελατών σχεδόν σε οποιονδήποτε, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης, θα ήταν έγκλημα. Μια παράβαση θα μπορούσε να οδηγήσει το εν λόγω άτομο σε φυλάκιση πέντε ετών. Τα ελβετικά χρηματοπιστωτικά συστήματα εφαρμόζουν ένα σύστημα ασφαλείας κωδικού για την προστασία των πληροφοριών του πελάτη, το προσωπικό της τράπεζας γνωρίζει μόνο τον κωδικό πελάτη και μόνο οι ανώτεροι ηγέτες επιτρέπεται να γνωρίζουν το όνομα του πελάτη.
Έτσι, με τα χρόνια, η χώρα έγινε πόλος έλξης φοροδιαφυγής ανθρώπων και οντοτήτων από όλο τον κόσμο και το μεγαλύτερο κέντρο offshore πλούτου στον κόσμο. Με στόχο να αποφύγουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις στη χώρα τους, οι καταθέτες προτιμούν τις ελβετικές τράπεζες καθώς ενέχουν χαμηλό ποσοστό κινδύνου με την καλύτερη δυνατή προστασία της ιδιωτικότητας τους. Επίσης, το γεγονός ότι λειτουργούν διατηρώντας ένα πολύ υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού σε συνδυασμό με την πολύ σταθερή ελβετική οικονομία βοηθά ακόμη περισσότερο την υπόθεση. Σχεδόν κάθε ενήλικας στον κόσμο μπορεί να ανοίξει έναν λογαριασμό σε μια τράπεζα στην Ελβετία χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Μια έγκυρη μορφή ταυτοποίησης, όπως ένα διαβατήριο, ένα ελάχιστο υπόλοιπο αρκεί (διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του λογαριασμού και από τράπεζα σε τράπεζα) και είναι έτοιμος. Σε έκθεση της η βρετανική εφημερίδα The Guardian, αναφέρει ότι σχεδόν τα μισά από τα 7,9 τρισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα (8,59 τρισεκατομμύρια δολάρια) περιουσιακών στοιχείων υπό διαχείριση στην Ελβετία ανήκουν σε ξένους πελάτες και ο τραπεζικός κλάδος συνεισφέρει περίπου το ένα δέκατο του συνολικού ΑΕΠ και θέσεων εργασίας της χώρας.
Τον Μάιο του 2014, περισσότερες από 50 χώρες υπέγραψαν μια δήλωση που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και για πρώτη φορά, συμφώνησαν σε ένα πρότυπο παγκόσμιας ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις οικονομικές πληροφορίες των φορολογουμένων τους. Η Ελβετία ήταν μία από τις χώρες που εγγυήθηκε να μοιραστεί πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών. Όμως, στις αρχές του 2020, μια διαρροή δεδομένων της Credit Suisse πυροδότησε και πάλι μια συζήτηση γύρω από τους τραπεζικούς νόμους της αλπικής χώρας. Η εικαζόμενη διαρροή αποκάλυψε ότι οι πελάτες της τράπεζας εμπλέκονταν σε βασανιστήρια, διακίνηση ναρκωτικών και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων, πρόκειται για λογαριασμούς που ανοίχθηκαν στην Credit Suisse από τη δεκαετία του 1940 έως και τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, με τουλάχιστον τα δύο τρίτα εξ αυτών να ανοίγουν μετά το 2000 και πολλούς να υφίστανται έως και σήμερα. Ανάμεσα στους πελάτες της Credit Suisse συγκαταλέγονται ένας διακινητής ανθρώπων που έχει καταδικαστεί στις Φιλιππίνες, ένας επικεφαλής χρηματιστηρίου στο Χονγκ Κονγκ που έχει φυλακιστεί για δωροδοκία καθώς επίσης και αρκετοί αρχηγοί κρατών, υπουργοί, πράκτορες υπηρεσιών πληροφοριών, ολιγάρχες και επιχειρηματίες με αμφιλεγόμενη φήμη.
Παρ’ όλο που η συμφωνία απαιτούσε την ετήσια αναφορά και ανταλλαγή χρηματοπιστωτικών πληροφοριών, τα ελβετικά χρηματοπιστωτικά συστήματα φαίνεται πως βρήκαν τρόπο να παρακάμψουν το παγκόσμιο αυτό πρότυπο. Όσες συμφωνίες και αν γίνουν, όση πίεση και αν ασκηθεί, η ιστορία αποδεικνύει ότι είναι αδύνατο να κρατήσεις το κεφάλαιο και το διεφθαρμένο πλούτο έξω από την Ελβετία.