Έχοντας τελειώσει με τις εκλογικές διαδικασίες Ελλάδα και Τουρκία φαίνεται να βιώνουν την εκκίνηση μιας νέας περιόδου στις μεταξύ τους σχέσεις. Σε συνδυασμό με την βελτίωση των σχέσεων που υπήρξε μετά τον φονικό σεισμό και ενόψει της συνάντησης Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν Ερντογάν, στο παρασκήνιο της συνόδου του ΝΑΤΟ, ίσως φαίνεται να δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για την εξέλιξη των διπλωματικών διαπραγματεύσεων.

Η Τουρκία συμφώνησε τη Δευτέρα να ανοίξει το δρόμο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, μια ξαφνική ανατροπή που επιτρέπει στη συμμαχία να προβάλει μια εικόνα ενότητας και επέκτασης την παραμονή μιας κρίσιμης συνόδου κορυφής που έχει σκοπό να προετοιμαστεί για έναν μακρύ πόλεμο με την Ρωσία στην Ουκρανία.

Η αλλαγή στάσης από τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας δίνει τη δυνατότητα στη συμμαχία να επικεντρωθεί στην πορεία της Ουκρανίας και παρουσιάζει τον Τούρκο πρόεδρο πιο πρόθυμο να συζητήσει και να έρθει πιο κοντά στη Δύση.

Η προοπτική αυτή ενός Ερντογάν πιο προσιτού και όχι τόσο επιθετικού, ίσως ανοίγει και ένα παράθυρο στην ελληνική πλευρά για διαπραγμάτευση και επαναπροσέγγιση.

“Ναι”, υπό προϋποθέσεις

Το πράσινο φως του Τούρκου Προέδρου δε φαίνεται να έχει έρθει όμως χωρίς αντάλλαγμα. Η δήλωση ερμηνεύτηκε ευρέως ως ένδειξη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πουλούσαν στην Τουρκία τα μαχητικά F-16 και άλλα όπλα που ζήτησαν ανταποδοτικά για τη θετική της στάση για τη Σουηδική ένταξη.

Πριν το Κογκρέσο εγκρίνει την πώληση των F16, ο Τούρκος πρόεδρος δε θα εγκρίνει την ένταξη της Σουηδίας, καθώς πρέπει να περάσει από την τουρκική εθνοσυνέλευση και αυτό δεν πρόκειται να γίνει χωρίς αντιστάθμισμα.
Έτσι πετάει το διαπραγματευτικό μπαλάκι στην πλευρά των Αμερικανών οι οποίοι καλούνται να ακολουθήσουν το παιχνίδι του Τούρκου Προέδρου αν θέλουν να υπάρχει εξέλιξη με την επέκταση του ΝΑΤΟ.

Επισημαίνεται επίσης ότι η απόφαση του Ερντογάν ήρθε λίγες ώρες αφότου έθεσε και άλλον ένα όρο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει πρώτα να προωθήσει την προσπάθεια της χώρας του για ένταξη στην Ε.Ε. προτού ανοίξει το δρόμο για το ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, μία τέτοια πρόταση μοιάζει μάλλον αδύνατη. Το ΝΑΤΟ δεν έχει σχέση με την ΕΕ,επομένως το να ξεπαγώσει η ενταξιακή διαδικασία για την ΕΕ δεν μπορεί να περάσει από το διαπραγματευτικό τραπέζι του ΝΑΤΟ. Μόνο ίσως να ασκηθεί κάποια πίεση από τα κράτη μέλη.

Άμεση ήταν άλλωστε η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δια στόματος της αναπληρώτριας εκπροσώπου τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ντάνα Σπίναντ. «Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η ένταξη νέων μελών σε αυτό είναι διαφορετική διαδικασία από αυτή της διεύρυνσης της ΕΕ» ανέφερε η κυρία Σπίναντ. Παράλληλα, επισήμανε ότι «η ΕΕ έχει μια πολύ συγκεκριμένη διαδικασία διεύρυνσης με πολύ πολύ ξεκάθαρο σύνολο βημάτων, τα οποία πρέπει να ακολουθήσουν όλες οι υποψήφιες χώρες, ακόμα και όσες εύχονται να γίνουν υποψήφιες χώρες».

Αυτό το είδος παζαριού είναι ένας τρόπος να ενισχύσει την θέση του στο εσωτερικό. Παρουσιάζει την εικόνα ενός προέδρου που δεν θα παραχωρήσει την αμαχητί το πράσινο φως για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Ζητάει την επανεκίννηση των ευρωπαϊκών συνομιλιών καθώς και την την πώληση των F-16.

Είναι πολύ νωρίς όμως να μιλάμε για έναν επαναπροσδιορισμό της τουρκικής πολιτικής.

Από τη μέχρι τώρα στάση του, η ένταξη στην ΕΕ δε φαίνεται να είναι στις προτεραιότητες του Τούρκου προέδρου ωστόσο. Η Τουρκία έχει μια «ειδική» σχέση με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, όπως έχει επανειλημμένως δηλώσει ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν. «Δεν βρισκόμαστε σε σημείο όπου θα επιβάλουμε κυρώσεις στη Ρωσία, όπως έχει κάνει η Δύση. Δεν δεσμευόμαστε από τις κυρώσεις της Δύσης. Είμαστε ένα ισχυρό κράτος και έχουμε θετική σχέση με τη Ρωσία» .

Επιπλέον, η σχέση αυτή με τη Ρωσία ενισχύεται από την οικονομική εξάρτηση που υπάρχει. Η τουρκική οικονομία είναι βυθισμένη στον πληθωρισμό. Η τουρκική λίρα είναι αδύναμη, η ανάπτυξη έχει σταματήσει και είναι σαφές ότι η χώρα πρέπει να διατηρήσει τους εμπορικούς της δεσμούς για τις εξαγωγές της στη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και την Ευρώπη.

Επιπροσθέτως, η ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία είναι αρκετά ισχυρή. Η Μόσχα προμηθεύει με πίστωση φυσικό αέριο στην Τουρκία που έχει περιορισμένη ροή χρήματος.

Επομένως, η Άγκυρα είναι απίθανο να αποκοπεί τελείως από τη Μόσχα και να γυρίσει πίσω στην αποκλειστικότητα της Δύσης.
Πρόκειται για ένα διπλωματικό παιχνίδι που θα βοηθήσει τον Τούρκο πρόεδρο να ενισχυθεί εσωτερικά και να φανεί στην τουρκική εθνοσυνέλευση ισχυρός διαπραγματευτής.

Αυτό που φαίνεται να δημιουργείται είναι μία αναθέρμανση των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας, όχι τόσο για ενταξιακή διαδικασία αλλά για κάποια προνόμια.

Ο Ερντογάν ενδιαφέρεται για την απελευθέρωση της αίτησης για VISA για τους Τούρκους υπηκόους, όταν επισκέπτονται την ΕΕ, καθώς επίσης και την επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης και ίσως την κάλυψη παραπάνω προϊόντων. Σε μία περίοδο που η τουρκική οικονομία πλήττεται, μία περαιτέρω συμφωνία με την ΕΕ θα έδινε μία ανάσα στον συνεχώς αυξανόμενο τουρκικό πληθωρισμό και σίγουρα ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στην ελληνική πλευρά για την επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν.

Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Ιωακειμίδη, Ομότιμου Καθηγητή, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, βρισκόμαστε σε μία ιστορική στιγμή.
Ίσως βιώνουμε μία ευκαιρία να τεθούν στο τραπέζι διαπραγματεύσεων μερικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία.

Η συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν γίνεται 12 μέρες πριν την 100η επέτειο της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο που έχουν ωριμάσει οι προϋποθέσεις προκειμένου οι δύο χώρες να εκκινήσουν τη διαδικασία για να ξεπεράσουν μία σειρά από προβλήματα, όπως την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και να προωθήσουν μία θετική συνεργασία. Τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, την οικονομική συνεργασία, και τη συνεργασία σε τομείς όπως η εκπαίδευση, ο τουρισμός και η τεχνολογία.

Ως χώρα που είμαστε αιχμάλωτοι της γεωγραφίας, πρέπει να εκμεταλλευόμαστε την κάθε στιγμή που θα μας επιτρέψει να συνεργαστούμε και να εγκαταλείψουμε την αντιπαραθετική λογική που εγκυμονεί κινδύνους μιας ανάφλεξης.
Αυτό που αναμένεται από την συνάντηση είναι η αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας, να ξεκινήσει ο διάλογος για τη θετική ατζέντα και να εγκαινιαστεί ένας οδικός χάρτης για την επίλυση των μεγάλων ζητημάτων των 2 χωρών όπως το κυπριακό.

Υπάρχουν περιθώρια να αξιοποιηθεί η δυναμική που έχει ξεκινήσει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η προοπτική να ανοίξει η συζήτηση για τις ευρω-τουρκικές σχέσεις, όχι με τιμωρητική λογική, αλλά σε μία λογική ευρηματική και δημιουργική που να εξυπηρετεί τόσο τη Λευκωσία όσο και τα συμφέροντα της Ελλάδας.